Ο γιος του βασιλιά
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο πολύ μακριά από δω, ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Ήταν ένα ζευγάρι νιόπαντρο, πολύ όμορφο κι αγαπημένο.
Μια μέρα ο βασιλιάς λέει στην βασίλισσα:
- Θέλω να μου κάνεις ένα γλυκό, μοναχή σου, με τα χεράκια σου.
- Ότι θες βασιλιά μου, του απάντησε εκείνη.
- Δεν θέλω όμως να σε βοηθήσει κανείς άλλος. Συνέχισε ο βασιλιάς. Ούτ’ ο μάγειρας του παλατιού, ούτ’ η μαγείρισσα, ούτ’ ο ζαχαροπλάστης, ούτ’ οι υπηρέτες. Κανένας άλλος, παρά μόνο εσύ.
- Θα σου κάνω το πιο νόστιμο γλυκό που έχεις φάει ποτέ! Του απάντησε η βασίλισσα.
- Ναι, αλλά θέλω όλα να τα κάμεις μόνη σου. Επέμενε ο βασιλιάς. Εσύ να το πας στον φούρνο, εσύ να το ψήσεις, εσύ να το φέρεις, εσύ να το κόψεις, εσύ να το σερβίρεις.
- Όπως θες βασιλιά μου, του ξαναπάτησε εκείνη.
Κατεβαίνει λοιπόν η βασίλισσα στο κελάρι του παλατιού, και βάζει μέσα σ’ ένα καλάθι όλα τα υλικά που θα χρειαζόταν. Μύγδαλα και καρύδια, αλεύρι και ζάχαρη, ροδόσταμο και μέλι.
Ανασκουμπώθηκε, στρώθηκε στην δουλειά, κι έκαμε ένα γλυκό, που πιο νόστιμό του άνθρωπος σ’ όλο τον κόσμο δεν είχε ματακάνει.
Το πήγε στον φούρνο, το φούρνισε, το ‘φερε στο παλάτι, το βαλε σε μια πιατέλα, και το πήγε στον βασιλιά.
Ο βασιλιάς πολύ χάρηκε, που η γυναίκα του τον φρόντιζε τόσο. Άλλωστε το γλυκό μοσχομύριζε τόσο πολύ, που με δυσκολία κρατιόταν για να μην πιάσει να το τρώει με τα χέρια!
Η βασίλισσα, έβαλε δυο πιάτα στο τραπέζι, κι ετοιμάστηκε να κόψει το γλυκό, για να σερβίρει τον βασιλιά. Την ώρα όμως που το ‘κοβε, φταρνίστηκε! Ο βασιλιάς το θεώρησε μεγάλη προσβολή, να φταρνίζεται κάποιος πάνω απ το γλυκό του, και θυμωμένος έβαλε τις φωνές.
- Δεν ντρέπεσαι να φταρνίζεσαι πάνω απ’ το γλυκό του βασιλιά; Αυτή είναι πολύ μεγάλη προσβολή!
- Δεν το ‘θελα βασιλιά μου. Αποκρίθηκε εκείνη.
Ο βασιλιάς ήταν πολύ θυμωμένος και δεν άκουγε τίποτα!
- Να σηκωθείς να φύγεις απ’ το παλάτι! Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου! Μα τέτοια προσβολή!
Η βασίλισσα με κλάματα και παρακάλια προσπαθούσε να τον μεταπείσει, αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα. Έτσι είδε κι απόειδε, και πήρε των ομματίων της κι έφυγε απ’ το παλάτι. Περπατούσε μια ολόκληρη μέρα, κι έφτασε σε μια μεγάλη πολιτεία. Εκεί, βρήκε ένα χαμόσπιτο κι έμεινε μέσα. Πέρασαν λίγες μέρες, κι η βασίλισσα κατάλαβε ότι ήταν έγκυος. Δεν ήξερε τι να κάμει. Έκλαιγε μέρες και νύχτες. Στο τέλος, στερέψανε τα δάκρυά της, και το πήρε απόφαση πώς μόνη της θα μεγάλωνε το παιδί της.
Περάσανε μήνες εννιά, κι η βασίλισσα γέννησε ένα πανέμορφο αγόρι. Είχε τον ήλιο στα μαλλιά, στα μάτια το φεγγάρι. Μεγαλώνοντας, έγινε ένα παλικαράκι πανέξυπνο και γεμάτο καλοσύνη. Αγαπούσε πάρα πολύ την μητέρα του, μόνο που κάθε λίγο την ρωτούσε:
- Μάνα, γιατί όλα τα άλλα τα παιδιά έχουν πατέρα κι εγώ δεν έχω;
- Έχεις παιδί μου, του απαντούσε η βασίλισσα. Έχεις έναν πολύ καλό και σημαντικό άνθρωπο για πατέρα.
- Και που ναι ο πατέρας, μάνα; Ξαναρωτούσε το παλικαράκι.
- Είναι καπετάνιος στα καράβια, και ταξιδεύει, τ` απαντούσε εκείνη.
Το παιδί μεγάλωνε, κι όταν έγινε 17 χρονών, ήταν ένα πανέμορφο παλικάρι. Είχε πάρει την αρχοντιά του πατέρα του, και την γλύκα της μάνας του. Απ’ όπου περνούσε όλοι στέκονταν και τον καμάρωναν κι έλεγαν ότι αυτό το παιδί, δεν μπορεί παρά να κρατούσε από αρχοντική γενιά.
Όταν η μάνα του είδε πώς είχε γίνει άντρας πια, καλός και μυαλωμένος, τον κάλεσε μια μέρα, και του ‘πε όλη την αλήθεια για τον πατέρα του.
Εκείνο, ένα ολόκληρο βράδυ, σκεφτότανε την ιστορία που του πε η μάνα του και τι μπορούσε να κάνει. Ο πατέρας του είχε φερθεί πολύ άδικα, και την αδικία δεν την σήκωνε.
Όταν χάραζε η μέρα, το παλικάρι είχε βρει λύση σ’ αυτό που τον απασχολούσε. Έβαλε καθαρά ρούχα, κατέβηκε στο κελάρι, και γέμισε ένα μπουκάλι με το καλύτερο κρασί που είχαν. Πήγε στο παλάτι, κι έδωσε το μπουκάλι στον μάγειρα του βασιλιά, λέγοντας του να του το σερβίρει με το μεσημεριανό του φαγητό. Ο βασιλιάς ήπιε το κρασί με το φαγητό του και πολύ του άρεσε. Την άλλη μέρα το παλικάρι ξαναπήγε ένα μπουκάλι κρασί στον βασιλιά, κι ο βασιλιάς πολύ το ευχαριστήθηκε. Αυτό γινότανε για μια ολόκληρη βδομάδα. Στο τέλος ο βασιλιάς ρώτησε τον μάγειρά τίνος ήταν αυτό το υπέροχο κρασί, κι εκείνος του είπε ότι κάθε μέρα ένα παλικάρι του το ‘φερνε κέρασμα. Τότε εκείνος είπε ότι θέλει να γνωρίσει τον κεραστή. Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα, όταν το παλικάρι πήγε το κρασί στο παλάτι, ένας υπηρέτης, τον οδήγησε μπροστά στον βασιλιά.
Εκείνος τον ευχαρίστησε για το κρασί που του έστελνε, και του είπε:
- Ποιοι είναι οι γονιοί σου παλικάρι μου; Φαίνεσαι να κρατάς από αρχοντική γενιά. Πες στον πατέρα και στην μάνα σου, να έρθουν μια μέρα να φάμε όλοι μαζί, να τους γνωρίσω κιόλας.
- Ο πατέρας μου, είναι ναυτικός και ταξιδεύει, του απάντησε το παλικάρι. Κι η μάνα μου χωρίς τον κύρη μου δεν έρχεται στο παλάτι.
Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση.
- Τότε του είπε, να έρθεις μια μέρα μόνος σου. Εγώ δεν έχω παιδιά, και πολύ θα θελα να χω έναν γιο σαν κι εσένα. Να έρχεσαι λοιπόν να κάνουμε παρέα.
Κι έτσι συμφωνήσανε την άλλη μέρα να πάει το παλικάρι στο παλάτι να φάει μαζί με τον βασιλιά.
Το παλικάρι έφυγε χαμογελώντας απ’ το παλάτι. Το σχέδιο του πήγαινε καλύτερα απ’ ότι περίμενε και λογάριαζε.
Όταν γύρισε σπίτι του, πήρε απ’ το στάρι που ‘χαν στο κελάρι μια φούχτα, πήγε σ’ έναν χρυσοχόο να του το επιχρυσώσει και το ‘ριξε στην τσέπη του.
Το άλλο μεσημέρι, πήγε στο παλάτι και κάθισε στο τραπέζι μαζί με τον βασιλιά. Όταν κόντευαν να τελειώσουν το φαΐ τους, γυρίζει ο βασιλιάς και του λέει:
- Είσαι πολύ καλό και συμπαθητικό παιδί, και σ’ αγαπώ σαν παιδί μου.
- Κι εγώ σε συμπαθώ βασιλιά μου, απάντησε εκείνο, επειδή μοιάζεις με τον πατέρα μου. Κι όλα στο τραπέζι ήταν πολύ ωραία εκτός απ’ το ψωμί.
- Γιατί, τι έχει το ψωμί και δεν σ’ άρεσε; Τον ρώτησε ο βασιλιάς.
- Τι αλέθετε; Ρώτησε αντί γι’ άλλη απάντηση το παλικάρι
- Σιτάρι, του απάντησε εκείνος.
- Α, τότε δεν είναι σαν το δικό μας στάρι! Εμείς έχουμε πολύ καλύτερο ψωμί απ το σιτάρι που αλέθουμε. Να χτες εκεί που καθόμουνα έπιασα μια φούχτα και την έβαλα στην τσέπη μου. Δες τι ωραίο στάρι που είναι! Είπε το παλικάρι, κι έδειξε στον βασιλιά τα χρυσωμένα σπυριά.
Ο βασιλιάς το είδε και το θαύμασε.
- Τι ωραίο σιτάρι! Αναφώνησε. Μπορείς να μου προμηθέψεις καμιά εκατοστή οκάδες, να το σπείρω στα χωράφια μου;
- Και βέβαια βασιλιά μου. Του απάντησε το παλικάρι. Μόνο που αυτό το στάρι, για να βγει καλό, πρέπει να το σπείρει άνθρωπος που δεν έχει φτερνιστεί ποτέ στην ζωή του.
- Και ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Ρώτησε ο βασιλιάς.
- Μα εσύ βασιλιά μου! Του απάντησε το παλικάρι. Εσύ μόνος σου θα το σπείρεις.
- Μα κι εγώ έχω φτερνιστεί πολλές φορές στην ζωή μου! Είπε ο βασιλιάς κοιτάζοντάς τον έκπληκτος.
- Αλήθεια βασιλιά μου; Τον ρώτησε το παλικάρι. Και τότε γιατί έδιωξες την μανά μου μόνο και μόνο επειδή φτερνίστηκε την ώρα που σου σέρβιρε το γλυκό σου;
Ο βασιλιάς το κοίταξε έκπληκτος. Όταν κατάλαβε ότι το παλικάρι που είχε απέναντί του ήταν γιος του, τρελάθηκε απ’ την χαρά του. Το αγκάλιασε, κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει, και το έστειλε την ίδια ώρα να φέρει την βασίλισσα στο παλάτι. Της ζήτησε να τον συγχωρέσει κι από τότε, μείνανε όλοι μαζί και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.