ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Παρατηρήσαμε σημαντικό αριθμό ομοιοτήτων ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στην αρχαία λυρική ποίηση. Θεωρήσαμε σκόπιμο να εκθέσουμε σε δημόσια κρίση τις παρατηρήσεις μας, παρ’ όλο που η συντριπτική τιμή να γινόμαστε λάλοι από ελληνικό έδαφος μας εκθέτει σε μεγάλη τρεμούλα και, αν δεν πετούσαμε λιγάκι, τα πόδια μας μόνα αμφιβάλλω αν θα μας βαστούσαν. Δεν απέσβετο το λάλον ύδωρ για να ομιλούμε εμείς.
Για καλό και για κακό λοιπόν θα αναπτύξουμε φωνή εκ μέρους κι άλλων ανθρώπων, των μελών του «Ευρετηρίου» που από μερικά χρόνια ασκούνται στον ελληνισμό κατά το δυνατόν, δια της μουσικής και της ορχήσεως πρωτίστως, βασιζόμενοι στη θεωρία του Δάμωνος (μουσικολόγος σύμβουλος του Περικλή).
Μέρος της συντροφιάς αυτής αποτελεί η λαϊκή ορχήστρα του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημιουργήσαμε, κλιμάκιο της οποίας, αν είναι δυνατόν, θα κάνει να ηχήσουν εδώ μπροστά μας τα αρχαία όργανα που έχουμε αξιωθεί και με τα οποία ασκούμε τα μουσικοχορευτικά μας καθήκοντα. Τα όργανα έχουν κατασκευαστεί στους κόλπους μας. Συγκεκριμένα τα εποίησε τεχνίτης μας ουκ αδαής και εξέχων άνθρωπος του «Ευρετηρίου», ο παρών εδώ Πολύζος.
Το «Ευρετήριο» δημιούργησε μέχρι στιγμής «εκατό ρεμπέτικα που δεν υπήρχαν» και διέψευσε την επίσημη – και ακατανόητη – άποψη της χώρας ότι το ρεμπέτικο έχει πεθάνει. (Αν σταματούσε το ρεμπέτικο θα σταματούσε η καρδιά μας).
Το «Ευρετήριο» υποστήριξε ανέκαθεν ότι «επείγει ή να δημιουργήσουμε ή να πεθάνουμε». Παρόλο που διαδραμάτισε ρόλο στη διάδοση των ρεμπέτικων κομπανιών, το ίδιο διεκδίκησε ύπαρξη αποκλειστικά στη δημιουργία και επ' ουδενί στην εκτέλεση τραγουδιών άλλης γενιάς. Καθώς στις βασικές προθέσεις του είναι να δημιουργήσει προφορική παράδοση εκ νέου, απαξιεί να δισκογραφήσει επί δεκατρία χρόνια τώρα.
Ας μας επιτραπεί τέλος η σύντομη παρουσία μας εδώ να θεωρηθεί αφιερωμένη στον «άγνωστο Μεσσήνιο», έναν αγρότη που πριν λίγους μήνες στην Καλαμάτα – την πρώτη ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε... – προσπάθησε να ορκιστεί, ως μάρτυς στο δικαστήριο, στην ελληνική του πίστη. Δεν του δόθηκε η χάρη, παρ' ό,τι θα του επιτρεπόταν να ορκιστεί στην πίστη του είτε ήταν μωαμεθανός, είτε ήταν Εβραίος, είτε ο,τιδήποτε ήθελε είναι.
Ας θεωρείται ακόμη ότι αυτά τα λόγια που ασφαλώς σκοντάφτουν αδέξια, χωρίς να είναι και αριστερά, προφέρονται αντί σιωπής.
Β
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ενώ οι κλασικοί φιλόλογοι συμφωνούν ότι η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση είναι κυρίως ποίηση του «θυμού», ο μελετητής του ρεμπέτικου Ηλίας Πετρόπουλος διαπιστώνει ότι «τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς».
«Δεν αγαπώ κανένανε»
λέει ένα απ’ αυτά τα εγκάρδια τραγούδια (Τσιτσάνης, 1957). Και ομολογουμένως, χωρίς καρδιά δε φτάνουν σε διατύπωση τα ασήκωτα:
«Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος
που αγάπη δεν γνωρίζει»
εξηγεί ένα άλλο ρεμπέτικο (Τούντας, 1939). Και διευκρινίζει τους λόγους:
«δεν έχει χίλιους δυο καημούς
δεν τονε δέρνει ο πόνος
κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός
αυτός το ξέρει μόνος»
Είναι αλήθεια ότι δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε. Η Σαπφώ το μαρτυρεί πρώτη απ’ όλους, όταν τραγουδάει:
«και μη ζητάς τραγούδι να ταιριάξω,
γιατί το στόμα μου κρατάει κλειστό ο πόθος,
ο άτιμος στον κόσμο μας,
κι η Αφροδίτη που λυγάει τις καρδιές»
Αυτούς που αγαπιούνται το ρεμπέτικο δεν τους εκτιμάει ανεπιφύλακτα. Μια πρόσφατη επίδοση του είδους περιγράφει την κατάληξη του ευτυχούς ζευγαρώματος – το γάμο – αρκετά αδιάκριτα:
«Δίποδα παν’ στην εκκλησιά
δίποδα προσκυνάνε
και ώσπου να στεφανωθούν
τετράποδα γυρνάνε»
(«Ευρετήριο», 1985).
Δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε, αλλά διότι έχουμε αγαπήσει. Το πάθος συνδυάζεται την απόσταση:
«όποιος δεν έχασε όνειρο
ποτέ δεν θα ξυπνήσει
το φως περνάει αν μια ψυχή
το πάει για να ραΐσει»
(«Ευρετήριο», 1984)
Όσοι έχουν αγαπήσει είναι αυτοί που κάψανε την καρδιά τους για να την αποκτήσουν. Υπάρχει και άλλο είδος ανθρώπου, τονίζει το ρεμπέτικο, και απαντάται ακόμα – όπου υπάρχουν μάγκες:
«οι μάγκες έχουνε καρδιά
(και για μι’ αγάπη κλαίνε)»
λέει ο Μητσάκης σε ανάποδο ζεϊμπέκικο (1965). Ενώ ένα χασάπικο του Χάρμα (1947) καταθέτει:
«κανείς δεν έχει την ψυχή
και την καρδιά του μάγκα»
«έβγαλα στη ψυχή καρδιά»
βεβαιώνει άσμα του «Ευρετηρίου», (1970).
Και ο Μάρκος Βαμβακάρης (1936):
«μια φούντωση μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά»
ομολογεί. Και ακόμη (1940):
«κάθε βραδάκι μια φωτιά
στο στήθος μου φουντώνει»
ενώ κατά τον ίδιο, στο κλασικό του (1938), και οι κουτσαβάκηδες
«που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μεσ’ στην καρδούλα τους
έχουν μεγάλο ντέρτι»
Το κλασικότερο παραπέμπει στον Τσιτσάνη (1948):
«συννεφιασμένη Κυριακή
μοιάζεις με την καρδιά μου»
Ο κατά πολύ αρμόδιος Χατζηχρήστος μας δίνει τον εξής μονόλογο (1938;):
«ποια λύπη σε βαραίνει
βαρειά κι αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα
κι απαρηγόρητη»
«όσο βαρειά ειν’ τα σίδερα
είν’ η καρδιά μου σήμερα»
λέει ο Μητσάκης στα 1947 (;), και ο Τζουανάκος – αλλά οι στίχοι είναι του Γκούμα – ολοκληρώνει:
«σταλαγματιά σταλαγματιά
στάζ’ η καρδιά μου αίμα»
Το ρεμπέτικο σφύζει από καρδιά – και από φαρμάκι.
«ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου»
θυμάμαι να λέει ένα ρεμπέτικο. Και ακριβώς συμπληρώνει:
«απ’ το πολύ φαρμάκι»