Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΡΔΙΑ (Συγκρίσεις)
Ο πρώτος που απόκτησε την καρδιά του – που τη θυμήθηκε πως υπάρχει, σα να σκόνταψε σ’ αυτήν, και της τραγούδησε της ίδιας – ήταν βέβαια ο Αρχίλοχος, στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, όταν τόσο απερίφραστα και, ας το παραδεχτούμε, σπαραχτικά, αλλά λυτρωτικό για όλη την ποίηση τρόπο, της απευθύνεται και της λέει:
«ψυχή, ψυχή μου, που δέρνεσαι
στα στενά και χτυπιέσαι, στυλώσου...»
Η Σαπφώ πάλι, στο τέλος του ίδιου αιώνα, οδύρεται:
«τι περισσότερο ζητάει να γίνει
η τρελή ψυχή μου;»
και πάλι η ίδια:
«σκίζεται η καρδιά μου
στα στήθια μου»
κι ακόμα:
«ψυχούλα μου άλλο μη μιλάς»
Τον στρατηγό του βέβαια ο Αρχίλοχος τον θέλει να είναι:
«καρδίης έμπλεως»
κι «ας είναι και μικρόσωμος, ας είναι και στραβοκάνης» - κάτι οξύτατα αντιομηρικό. Ο ίδιος ποιητής λέει αυτοπαρατηρούμενος:
«αξιολύπητος, είμαι βουτηγμένος
στον πόθο, άψυχος,
με τα κόκκαλά μου
να τα περνά θεομηνία»
και πάντα ο Αρχίλοχος:
«τέτοια λαχτάρα ερωτική
αναδεύτηκε στην καρδιά μου
κι έχυσε ομίχλη πάνω στα μάτια μου
κλέβοντας απ’ τα στήθη μου
τις απαλές μου φρένες»
Ο Χατζηχρήστος τραγουδάει σχετικά (1947;):
«τα πάντα ομίχλη σκέπασε
δε βλέπω να βαδίσω
χωρίς εσένα χάνομαι
πώς να σ’ ακολουθήσω»
Ο Ανακρέων λέει:
«εσύ κρατάς τα γκέμια της ψυχής μου»
και ο Χατζηχρήστος, στο προηγούμενο:
«κυβέρνησε εσύ τα βήματά μου»
«φωτιά μου ανάβεις»
λέει ένα απόσπασμα της Σαπφούς
«μούχεις ανάψει μια φωτιά»
λέει κατά λέξη κι ο Μάρκος στα 1937(;)
«τεθνάκην θέλω»
τραγουδάει πάνω σ’ έναν χωρισμό η Σαπφώ.
«θέλω να πεθάνω
για να μην πονώ»
λέει ακριβώς και το ρεμπέτικο του καιρού μας.
Άλλο ποίημα της Σαπφούς:
«είδα στ’ όνειρό μου τον Ερμή
και του είπα: Άνακτα, πώς χάθηκε η ζωή μου
και δεν γελώ, δε χαίρομαι, μήτε τα πλούτη θέλω
μα πόθος με κατέχει να πεθάνω
και να δω τις όχθες του Αχέροντα
σκεπασμένες με λωτούς και δροσοστάλες...»
και ο Μάρκος, μόλις το 1960 (;):
«τι πάθος ατελείωτο
που είναι το δικό μου
όλοι να θέλουν τη ζωή
κι εγώ το θάνατό μου
όσο ’ναι η νύχτα σκοτεινή
έτσ’ είναι κι η καρδιά μου
και σαν τη σιγανή βροχή
τρέχουν τα δάκρυά μου
θα πα’ να εύρω μια σπηλιά
με πέτρες και με χώμα
κι εκεί θ’ αφήσω κόκκαλα
ζωή ψυχή και σώμα»
«απελπίστηκα μανούλα μου...
το χάρο να προσμένω»
λέει στο ρεφραίν. Ο Μάρκος δεν έχει Αχέροντα, και γι’ αυτό θα πάει να βρει σπηλιά. Επίσης δεν έχει Ερμή. Γι’ αυτό απευθύνεται στη «μανούλα».
«έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας
ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπετών», δηλαδή
«όπως ο άνεμος που χιμά στις βελανιδιές πάνω στο βουνό
ο έρωτας μου τίναξε τα μυαλά»
λέει η Σαπφώ. Και το ρεμπέτικο του «Ευρετηρίου» (1970):
«’πως στην καλύτερη καρδιά
φυτεύουμε μια σφαίρα
σε φύτεψα και τίναξα
το νου μου στον αέρα»
Στον Αρχίλοχο που καμένος από προδομένο έρωτα επαινεί τη γυναίκα που δεν είναι
«ούτ’ άπιστος ούτε διπλόη», δηλαδή διπρόσωπη, ο Χατζηχρήστος (1939), σα να συμπαρίσταται, απευθύνει το:
«μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη
μη μου μιλάς με μάσκα»
Ο Αρχίλοχος πάλι:
«τη Νεοβούλη ας τη χαρεί όποιος άντρας θέλει,
την παραγινωμένη. Βράστην!
Τ’ άνθος της παρθενιάς της πάει,
μαδήθηκε, κι η πρώτη χάρη που τη έσκεπε...
Μ’ από παλιά εσένα πολύ σε ήθελα
γιατ’ είσαι πιστή και δεν είσαι διπρόσωπη»
κι ο Μάρκος τραγουδάει (1937;):
«δε σε θέλω πια δεν είσ’ ωραία
γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ
αγάπησα καλύτερη και νέα
και με τ’ αγνά της τα φιλιά βραδιές μεθώ»
Στο καλλιπρόσωπο παιδί που ασωτεύει κρυφά, ο Ανακρέων τραγουδάει το εξής:
«η μάνα σου νομίζει ότι σε κρατά σιμά της
στο σπίτι και σ’ ανασταίνει
αλλά εσύ (γυρίζεις) στους αγρούς με τους υάκινθους...»
Και ο Μάρκος (1936), με τη φιλαλήθειά του, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών:
«μ’ έστελνε η μανούλα μου
σχολειό για να πηγαίνω
κι εγώ τραβούσα στο βουνό
με μάγκες να φουμέρνω»
[Αφού αναφέρει σχεδόν άλλα τόσα παραδείγματα ο Γ. Μανιάτης συνεχίζει]