Γιατί η κουκουβάγια έχει μεγάλα μάτια
Ινδιάνικος Μύθος της φυλής Iroquois
Ο Raweno, ο Δημιουργός των Πάντων, ήταν απασχολημένος καθώς έφτιαχνε διάφορα ζώα. Είχε μόλις αρχίσει να φτιάχνει το κουνέλι, όταν αυτό του είπε: «Θέλω να μου φτιάξεις όμορφα μακριά πόδια, μακριά αυτιά σαν του ελαφιού καθώς και αιχμηρά δόντια και νύχια σαν του πάνθηρα».
«Θα τα φτιάξω όπως μου ζητούν και θα τους δώσω ότι θέλουν», σκέφτηκε ο Raweno και χωρίς να χάνει χρόνο, άρχισε να φτιάχνει τα μακριά αυτιά, που του είχε ζητήσει το κουνέλι.
Η κουκουβάγια, που ακόμα δεν είχε πάρει μορφή, καθόταν σε ένα δέντρο εκεί κοντά και περίμενε να έρθει η σειρά της. Καθώς περίμενε, άρχισε να λέει στον Δημιουργό, τι μορφή θέλει να της δώσει: «Θέλω έναν όμορφο μακρύ λαιμό σαν του κύκνου, κόκκινα φτερά σαν του καρδινάλιου, μακρύ ράμφος σαν του τσικνιά και ένα όμορφο λοφίο σαν του ερωδιού. Θέλω να με κάνεις το πιο όμορφο, το πιο γρήγορο, το πιο θαυμάσιο από όλα τα πουλιά».
Ο Raweno, φτιάχνοντας τα μακριά πόδια, που του είχε ζητήσει το κουνέλι, λέει στην κουκουβάγια: «Κάνε ησυχία. Γύρνα από την άλλη μεριά και κοίτα προς άλλη κατεύθυνση. Ακόμα καλύτερα κλείσε τα μάτια σου. Δεν ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται να με κοιτάει κανείς όταν εργάζομαι;».
Η κουκουβάγια αντί να κάνει ότι της είπε ο Δημιουργός, του αποκρίνεται: «Κανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να κοιτάω. Κανείς δεν μπορεί να με διατάξει να κλείσω τα μάτια μου. Μου αρέσει να σε κοιτάω και δες, το κάνω αυτή την στιγμή!».
Ο Raweno θύμωσε πολύ με τα λόγια της κουκουβάγιας. Την άρπαξε και της έχωσε τον λαιμό μέσα στο σώμα της. Την ταρακούνησε μέχρι που τα μάτια της έγιναν μεγάλα και τρομαγμένα. Τέλος της άρπαξε τα αυτιά κάνοντας τα να προεξέχουν από τις δύο πλευρές του κεφαλιού της.
«Ορίστε», της είπε. «Αυτό θα σου γίνει μάθημα. Τώρα δεν θα μπορείς να γυρίζεις τον λαιμό σου για να βλέπεις πράγματα που δεν πρέπει. Έχεις μεγάλα αυτιά για να ακούς όταν κάποιος σου λέει ότι δεν πρέπει να κάνεις κάτι. Αν και έχεις μεγάλα μάτια, δεν θα μπορείς να με βλέπεις αφού θα ξυπνάς μόνο την νύχτα, ενώ εγώ εργάζομαι την ημέρα. Όσο για τα φτερά σου δεν θα είναι κόκκινα σαν του καρδινάλιου αλλά γκρι», και λέγοντας το τελευταίο έτριψε όλο το σώμα της κουκουβάγιας με λάσπη. «Αυτά έγιναν ως τιμωρία για την ανυπακοή σου» της είπε και την άφησε να πετάξει μακριά.
Αφού τακτοποίησε το αυθάδικο πουλί, ο Δημιουργός γύρισε να ολοκληρώσει το κουνέλι, που είχε αφήσει στην μέση. Το κουνέλι όμως φοβήθηκε τόσο από τον θυμό του Raweno, που έφυγε τρέχοντας. Έτσι το κουνέλι έμεινε ανολοκλήρωτο με τα πίσω του πόδια μόνο να είναι μακριά και χωρίς τα αιχμηρά δόντια και νύχια που είχε ζητήσει. Επίσης από τον φόβο που ένοιωσε κατά την διάρκεια της δημιουργίας του, φοβάται μέχρι σήμερα σχεδόν τα πάντα. Είναι σίγουρο ότι αν δεν είχε τρέξει τότε, θα ήταν ένα τελείως διαφορετικό ζώο.
Όσο για την κουκουβάγια, έμεινε όπως την έφτιαξε ο Δημιουργός πάνω στον θυμό του. Με κοντό λαιμό, μεγάλα μάτια και αυτιά που προεξέχουν από τα πλάγια του κεφαλιού της. Και το κυριότερο; Κοιμάται όλη την ημέρα και ξυπνάει τα βράδια.
Σ.Κ. |