Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Τζόις Κάρολ Όουτς, μια από τις πλέον διακεκριμένες αμερικανίδες συγγραφείς, έχει γράψει πολλά δημοφιλή μυθιστορήματα. Απέσπασε το Εθνικό βραβείο βιβλίου των Η.Π.Α., καθώς επίσης και το Penimalamud Award για ένα διήγημά της, και είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της τα οποία είναι εξαιρετικά όπως για παράδειγμα «Ο άγγελος της οργής», «Ο βιασμός» και «Πίσω από τους καταρράκτες».
Β
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
«Υπάρχει μια τελευταία φορά που θα δεις κάποιον, αλλά δεν το ξέρεις ότι θα είναι η τελευταία. Κι ύστερα εύχεσαι να ήξερες τότε όλα όσα ξέρεις τώρα. Αλλά δεν τα ήξερες και τώρα πια είναι αργά. Και λες στον εαυτό σου που να το ‘ξερα, πώς να το ‘ξερα. Έτσι λες στον εαυτό σου».
Η Νίκι είναι μια ανεξάρτητη τριαντάχρονη γυναίκα γεμάτη στη ζωή της οποίας ο ρόλος της κόρης δεν έχει θέση. Ο ξαφνικός χαμός της μητέρας της όμως θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας ριζικής αλλαγής του εαυτού της μέσα από την προσπάθεια της να συμφιλιωθεί με την απώλεια.
Η βασανιστική αυτή πορεία που θα διαρκέσει ένα χρόνο, εκτός από το μούδιασμα, τη θλίψη και το πένθος, της επιφυλάσσει ένα συγκλονιστικό μάθημα αγάπης και τελικά την κατάκτηση της ωριμότητας.
Β
Περίληψη της υπόθεσης - διαμόρφωση της πλοκής:
Όλα για τη μητέρα
Μαμά και κόρη: δύο αξίες του ίδιου νομίσματος
Από τα πρόσφατα μυθιστορήματα της Αμερικανίδας Όουτς το «Χωρίς τη μητέρα μου» καταγίνονται με τη σχέση μητέρας και κόρης και καταγράφει την ασφάλεια και την προστασία που παρέχει στην γυναίκα ο ισχυρός αυτός δεσμός καθώς και τα έντονα συναισθήματα που ακολουθούν τη διάλυσή του. Στο μυθιστόρημα περιγράφονται οι ενοχές που νιώθει η κόρη μετά την αδυναμία παροχής βοήθειας και στήριξης στη μητέρα, σε περιόδους κρίσης, αλλά και η τραγικότητα με τη οποία βιώνεται μια τέτοια παράλειψη. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, επίσης, μετατοπίζεται και ο ρόλος του ντετέκτιβ, ο οποίος αναλαμβάνει όχι μόνο να εξιχνιάσει την υπόθεση, αλλά υιοθετεί ένα υποστηρικτικό ρόλο απέναντι στα θύματα, προβάλλοντας το υγιές αντρικό μοντέλο του άντρα προστάτη, στον αντίποδα του δολοφόνου που λεηλατεί το γυναικείο σώμα.
Στο «Χωρίς τη μητέρα μου» η Όουτς, γι’ άλλη μια φορά επιστρέφει στις δοκιμασμένες μεθόδους γραφής, συνδυάζοντας διαφορετικά μεταξύ τους είδη -αστυνομικό θρίλερ, οικογενειακή «σάγκα», λυρικό μυθιστόρημα- ενώ το μοντέλο της κεντρικής ηρωίδας παραμένει ελάχιστα διαφοροποιημένο, εμμένοντας σε μια παραλλαγή που έχουμε συναντήσει και σε προηγούμενα μυθιστορήματά της. Η συγκεκριμένη ηρωίδα της, Νίκι Ίτον, θυμίζει ηρωίδα από το «κορίτσι με το τατουάζ», ένα ακόμα κακό κορίτσι, παρορμητικό και ευέξαπτο, με προβληματικές ερωτικές σχέσεις, προκλητική εμφάνιση και ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά συναισθήματα και κίνητρά της.
Εμφάνιση και ταυτότητα.
Κάτω από την επίστρωση της άνετης και δηκτικής μοντέρνας κοπέλας που περιφρονεί τους κανόνες, υπάρχει ένα άτομο δειλό, συμπλεγματικό και ιδιαίτερα ανασφαλές, που προκειμένου να την προσέξουν, δημιουργεί ανταγωνιστικές σχέσεις με τις γυναίκες και γίνεται δέκτης κακόβουλων σχολίων από το οικογενειακό της περιβάλλον για τη δήθεν αντισυμβατική της συμπεριφορά.
Η Όουτς εμμένει ιδιαίτερα στην εμφάνιση της ηρωίδας της. Πάντα, σε κάθε περίσταση, μας ενημερώνει για το τι φοράει και το πώς είναι χτενισμένα τα μαλλιά της, τα παπούτσια της, το μέικ απ της, ίσως γιατί η εκάστοτε εμφάνιση της είναι ενδεικτική της περιόδου που διανύει. Μέσα από τα διάφορα στιλ ντυσίματος και τους συνδυασμούς δηλώνονται, επίσης, και οι μεταβολές της ταυτότητάς της. Στην αρχή του μυθιστορήματος τη βλέπουμε να εμφανίζεται στο γεύμα για την γιορτή της μητέρας με βαμμένα μωβ μαλλιά, κουρεμένα, πάνκ ρούχα προκλητικά, αγορασμένα από τα μεταχειρισμένα, και όλα τα βλέμματα στρέφονται πάνω της. Αργότερα, στην περίοδο του πένθους, παύει να ασχολείται με την εμφάνισή της για να φτάσει σε μια περίοδο ωριμότητας και ανακωχής, όπου θα αρχίσει πλέον να φοράει τα πουλόβερ που έπλεξε η μητέρα της, υιοθετώντας άλλο γυναικείο πρότυπο.
Β
Οικογενειακή γιορτή.
Όταν η Νίκι επισκέπτεται τη χήρα μητέρα της, Γκουέν, για την Ημέρα της μητέρας, το 2004, δεν ξέρει πως είναι και η τελευταία φορά που τη βλέπει ζωντανή. Αντιμετωπίζει με υποδόρια ειρωνεία τις προσπάθειές της μητέρας της να στήσει ένα επιτυχημένο τραπέζι και να περιποιηθεί τους ετερόκλιτους καλεσμένους τους. Η Γκουέν ήταν μια καλόκαρδη γυναίκα, ιδιαίτερα αγαπητή, με έντονη παρουσία στα κοινά και στις φιλανθρωπίες, μια κοινωνική γυναίκα της προσφοράς, τυπική νοικοκυρά της δεκαετίας του ’60 που μαγειρεύει, ζυμώνει ψωμί και πλέκει, με πρώτη προτεραιότητα την οικογένειά της. Ως συνήθως, θέλει μόνη της να περιποιηθεί τους καλεσμένους της, δεν δέχεται βοήθεια από κανέναν στην κουζίνα και προσπαθεί να μαζέψει την μικρή της κόρη που φλερτάρει με τον γαμπρό της, τον άνδρα της μεγαλύτερης αδελφής της, προκαλώντας τα βλέμματα όλων με τα σέξι ρούχα της και τη φάνκι εμφάνισή της. Η Νίκη είναι η φωνή της «νέας γενιάς» στην τοπική εφημερίδα όπου αρθρογραφεί και παίρνει συνεντεύξεις και έχει περάσει στη συνείδηση των αναγνωστών ως μια αιρετική φωνή. Ο αέρας της επαναστάτριας την ακολουθεί ακόμα και όταν επισκέπτεται το πατρικό της, όπου εξαπολύει εμπρηστικές ατάκες προς κάθε κατεύθυνση και σνομπάρει ό,τι ακούει από τους συντηρητικούς συγγενείς και φίλους της μητέρας της.
Β
Καθυστερημένη συνειδητοποίηση.
Η Νίκη Ίτον ποτέ δεν είχε ταυτιστεί με το ρόλο της κόρης. Στα είκοσί της, άφησε το σπίτι των γονιών της και έκτοτε ζει μόνη. Η προσωπική της ζωή υπήρξε ταραγμένη, κι εδώ και κάποια χρόνια έχει μια προβληματική σχέση με έναν παντρεμένο άντρα. Σχέση που είναι πηγή ανησυχίας για τη μητέρα της που προβληματίζεται για τον τρόπο ζωής και το μέλλον της μικρότερης κόρης της. Η μεγαλύτερη αδελφή της, Κλερ, είναι παντρεμένη με έναν ωραίο σύζυγο και έχει δύο παιδιά, ώριμη και κατασταλαγμένη, τηρώντας όλες τις προδιαγραφές της υπεύθυνης και καλής κόρης. Η μητέρα λατρεύει εξίσου και τις δυο, αν και αποδοκιμάζει τις επιλογές της μικρότερης και θέλει να τη δει να τακτοποιείται και να φτιάχνει τη ζωή της.
Λίγο πριν η Νίκη αναχωρήσει από τη γιορτή, η μητέρα της θα εκφράσει τους προβληματισμούς της και την ανησυχία της. Και τότε η κόρη θα δηλώσει περιφρονητικά: «Δεν είσαι εγώ και δεν είμαι εσύ. Και ευτυχώς». Πριν φύγει έξαλλη, μη γνωρίζοντας πως αυτές θα είναι και οι τελευταίες κουβέντες που θα της πει. Και πως πολλές φορές στο μέλλον θα ευχηθεί να μην τις είχε εκστομίσει. Φεύγοντας από το γεύμα η Νίκη, λέει μέσα της: «θα την τιμωρήσω, δεν θα τηλεφωνήσω αύριο», αλλά είναι η ίδια που τιμωρείται όταν δύο μέρες μετά θα βρει τη μητέρα της δολοφονημένη, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Την οικογενειακή γιορτή ακολουθούν οι έρευνες της αστυνομίας για την ανεύρεση του δολοφόνου, ο οποίος συλλαμβάνεται μέσα σε τέσσερις ώρες μετά το θάνατό της.
Β
Τα δώρα της απώλειας.
Μετά την απώλεια της μητέρας της η Νίκη, αφού ζήσει για έναν ολόκληρο χρόνο στο σπίτι των γονιών της με το πρόσχημα πως ξεκαθαρίζει τα πράγματα για να βάλει το σπίτι προς πώληση, θα ανακαλύψει πως η μητέρα της είχε και άλλες, άγνωστες σε εκείνη, πτυχές και πως αυτά που η ίδια περιφρονούσε και θεωρούσε υποδεέστερης αξίας, ήταν γι’ άλλους ανθρώπους θαυμαστά και περιζήτητα. Την ίδια περίοδο, επίσης, θα αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο να εκφραστεί και θα έρθει σε επαφή με τα συναισθήματά της. Στο τέλος, θα αποκαλυφθεί και στην ίδια πως δεν είναι και τόσο διαφορετική από τη μητέρα της, οι ομοιότητές τους, οι τρόποι τους και οι αξίες τους είναι παρόμοιες, επιβεβαιώνοντας στην αρχή πως κάποιες πρώιμες εγγραφές δεν σβήνουν ποτέ, πως τους γονείς μας τους φέρουμε μέσα μας, αν και χρειάζεται πολύς πόνος, χρόνος και ταπείνωση για μια τέτοιου είδους παραδοχή, καθώς και βίωση του πένθους, όχι μόνο για τα πρόσωπα που χάθηκαν, αλλά και για τους εαυτούς που μεγαλώνοντας αφήνουμε στην άκρη.
Το «Χωρίς τη μητέρα μου» είναι ένα συγκινητικό και φορτισμένο συναισθηματικά μυθιστόρημα, γραμμένο με αμεσότητα και λεπτότητα, όπου, γι’ άλλη μια φορά, η Όουτς κατορθώνει να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των αναγνωστών της.