Ο μεγαλύτερος γλύπτης του αρχαίου κόσμου. Γεννήθηκε στην Αθήνα λίγο μετά το 500 π.χ. και ήταν γιος του Χαρμίδη και συγγενής του ζωγράφου Πάναινου. Είχε μεγάλη κλίση στη ζωγραφική αλλά στο τέλος τον κέρδισε η γλυπτική. Με πλατύτατη τεχνική μόρφωση εργαζόταν το ξύλο, το μάρμαρο, το χαλκό, το χρυσάφι, το ελεφαντοκόκαλο και «έδεσε» το όνομά του μα τα πιο θαυμαστά έργα της αρχαίας Ελληνικής τέχνης.
Στην Ακρόπολη έστησε το κολοσσιαίο άγαλμα «Τη μεγάλη χαλκή Αθηνά», που αργότερα ονομάστηκε Πρόμαχος. Η παράδοση έλεγε πως η επίχρυση μύτη του κονταριού της φαινόταν από το Σούνιο καθώς αστραποβολούσε στον ήλιο.
Υπέροχο έργο του Φειδία ήταν και η Αθηνά Λημνία, αφιέρωμα των κληρούχων της Λήμνου στην Ακρόπολη. Ήταν χάλκινη και αυτή και φημιζόταν για το κάλλος του προσώπου, τις θαυμάσιες αναλογίες των χαρακτηριστικών και την αυστηρή πνευματική της έκφραση. Στεκόταν ορθή με το δόρυ και το κράνος στο χέρι και την αιγίδα λοξά στο στήθος.
Η Λήμνια Αθηνά (έργο του Φειδία, ρωμαϊκό αντίγραφο, Δρέσδη)
Στην ακμή της δόξας του ο Φειδίας, που γνώριζε και τα μυστικά της αρχιτεκτονικής, διορίστηκε από τον Περικλή γενικός επόπτης στα έργα που γίνονταν στην Ακρόπολη. Του ανατέθηκε ιδιαίτερα η επιστασία και η διακόσμηση του Παρθενώνα. Πολλά από τα γλυπτά του ναού ήταν ασφαλώς ιδιόχειρα έργα του, μα και τα άλλα που έφτιαξαν οι μαθητές του, είχαν τη σφραγίδα του πνεύματός του. Το 447 πιθανότατα άρχισε το αριστούργημά του, τη «Χρυσελεφάντινο Παρθένο», που θα στηνόταν στο σηκό του Παρθενώνα. Την αποπεράτωσε το 438. Είχε ύψος 12 μ. μαζί με το βάθρο και ήταν από φίλντισι τα γυμνά μέρη του σώματος και από χρυσάφι τα φορέματα, τα μαλλιά και τα όπλα. Στο δεξί της χέρι κρατούσε τη Νίκη σε φυσικό μέγεθος γυναίκας και στο αριστερό της ασπίδα που ακουμπούσε στο βάθρο. Η θεά ήταν πάνοπλη, μεγαλοπρεπής, αυστηρή και γαλήνια, σύμβολο της δύναμης και του μεγαλείου της πόλης που προστάτευε.
Μα ο θεϊκός καλλιτέχνης είχε και εχθρούς που τον ζήλευαν για τη δόξα του. Τον κατηγόρησαν λοιπόν, πως είχε υπεξαιρέσει ένα μέρος από το χρυσάφι που του είχαν εμπιστευτεί για τη δημιουργία του αγάλματος. Ο Φειδίας έβγαλε τότε τα χρυσά μέρη που είχε προβλέψει να τα κάνει κινητά, τα ζύγισε, και απέδειξε την αθωότητά του.
Αργότερα τον κατηγόρησαν για άλλη αιτία. Είχε, λέγανε, παραστήσει στα ανάγλυφα της ασπίδας της Αθηνάς το πρόσωπο του φίλου του Περικλή και το δικό του. Φυλακίστηκε λίγο γι’ αυτό και αργότερα πικραμένος έφυγε για την Πελοπόννησο. Στην Ολυμπία, τότε, δημιούργησε το αποκορύφωμα της μεγάλης του τέχνης, το «Χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία», που όπως αναφέρει ένα επίγραμμα «ή ο Θεός κατέβηκε στη γη για να του δείξει το πρόσωπό του, ή ο Φειδίας ανέβηκε στα ουράνια». Ήταν το ωριμότερο και τελειότερο δημιούργημα του μεγάλου καλλιτέχνη και σήμερα θεωρείται ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
Ο Φειδίας δημιούργησε και άλλα έργα, που στόλιζαν πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν τόσο σημαντικός για την Ελλάδα όσο και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι για την Ιταλία. Ο «Χρυσός αιώνας» χρωστάει μεγάλο μέρος από τη λάμψη του στον εξαίρετο αυτό καλλιτέχνη.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1) «Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη», Τζων Μπόρντμαν. Μτφρ. Ανδρέας Παππάς. Εκδόσεις «Υποδομή», Αθήνα 1980.
2) Liddel, H.- Scott, R., Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, επ. Μ. Κωνσταντινίδου, εκδ. Ι. Σιδέρη, τ. Ι-ΙV, Αθήναι, χ.χ. και Συμπλήρωμα του Μεγάλου Λεξικού των Liddell-Scott, Π.Γεωργούντζος (επιστασία), εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήναι χ.χ.
3) Lesky, A., Geschichte der griechishen Literature, Bern und Munchen, 1963 [ελλην. μτφρ. Αγ. Τσοπανάκη, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ελληνικής Λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη 1975].
4) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ1, Κλασσικός Ελληνισμός. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972.