«Μα πως μπορώ να είμαι ευδιάθετος, όταν ζω σε έναν κόσμο γεμάτο χαζούς ανθρώπους; Αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλοι χαίρονται όταν έρχονται τα Χριστούγεννα! Είναι μια περίοδος που πρέπει να ξοδεύεις συνεχώς χρήματα, χωρίς να εισπράττεις τίποτε. Γίνεσαι ένα χρόνο μεγαλύτερος και ούτε μία πένα πλουσιότερος. Αν ήταν στο χέρι μου, θα φρόντιζα όποιος λέει: «Καλά Χριστούγεννα» να έβραζε μέσα στην ίδια του τη πουτίγκα! Δεν θα μου καιγόταν καρφί αν δεν γιορτάζονταν ποτέ τα Χριστούγεννα!»
Έτσι παρουσιάζει ο Κάρολος Ντίκενς μέσα από το βιβλίο του, τον Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο οποίος είναι μέχρι σήμερα το πρότυπο ενός τσιγκούνη. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, ένας άνθρωπος εσωστρεφής, στερημένος κάθε απόλαυσης, χαράς και διασκέδασης, δεν μπορεί να καταλάβει την χαρά των Χριστουγέννων, γιατί βλέπει την μεγάλη αυτή γιορτή μόνο σαν περιττό έξοδο. Η χαρά των ανθρώπων γύρω του (λόγω της μεγάλης αυτής Χριστιανικής γιορτής) δεν τον αγγίζει, αντιθέτως τους βρίσκει χαζούς επειδή δεν νοιάζονται για τα χρήματα που ξοδεύουν, χρήματα που γι' αυτόν είναι περιττές και αλόγιστες σπατάλες. Ο ανιψιός του πάλι, γιος της πολυαγαπημένης του αδερφής που δεν ζει πια, καταλαβαίνει απόλυτα και ζει την χαρά των Χριστουγέννων, αγνοώντας τα έξοδα.
Την ίδια γνώμη συμμερίζεται και ο Μπομπ Κράτσιτ, ο μοναδικός υπάλληλος του Σκρουτζ. Παρ' όλο που ζει σε άθλιες συνθήκες λόγω της τσιγκουνιάς του αφεντικού του, προσπαθεί με όσα μέσα έχει, να ζήσει χαρούμενα με τη γυναίκα και τα πολλά παιδιά του τα Χριστούγεννα.
Είναι βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων. Ο Σκρουτζ φτάνει στο σπίτι που παλιά μοιραζόταν με τον συνεταίρο του Τζέικομπ Μάρλεϋ. Ο Τζέικομπ Μάρλεϋ έχει πεθάνει πριν εφτά χρόνια, κι έτσι το σπίτι ανήκει πλέον στον Σκρουτζ. Ξαφνικά βλέπει παράξενες οπτασίες που έχουν σχέση με τον πρώην συνεταίρο του. Φοβισμένος ετοιμάζει το βραδινό του ενώ ακούει παράξενους ήχους. Ξαφνικά βλέπει να μπαίνει ΜΕΣΑ από την πόρτα το φάντασμα του πρώην συνεταίρου του! Μακριές αλυσίδες ξεκινάνε από το λαιμό, τη μέση και τα ρούχα του και κρατάνε ταμεία, κλειδαριές και λογιστικά βιβλία. Ο Σκρουτζ στην αρχή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινά όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά στο τέλος πείθεται κι αρχίζει να ρωτάει το φάντασμα για ποιόν λόγο τον επισκέφθηκε. Το φάντασμα του περιγράφει τα μαρτύρια της μεταθανάτιάς του ζωής, τονίζοντάς του πως κάθε κακή πράξη που έκανε όσο ζούσε, πρόσθετε ένα κρίκο στην αλυσίδα που θα κουβαλούσε όταν πέθαινε. Προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει πως θα πάθαινε και ο Σκρουτζ τα ίδια και χειρότερα εάν δεν άλλαζε τον τρόπο ζωής του. Επίσης τον ειδοποιεί πως θα τον επισκέπτονταν τρία πνεύματα, το πρώτο στις μία η ώρα, το δεύτερο την ίδια ώρα την άλλη μέρα, και το τρίτο στις δώδεκα η ώρα μετά τα μεσάνυχτα την άλλη μέρα.
Μετά τη φυγή του φαντάσματος ο Σκρουτζ κοιμάται μπερδεμένος, χωρίς να μπορεί ακόμη να πειστεί ολοκληρωτικά ότι όλα αυτά που συνέβησαν ήταν αληθινά. Ξαφνικά στις 1 η ώρα, με τον πρώτο χτύπο του ρολογιού, ο Σκρουτζ αρχίζει να περιμένει αγωνιωδώς το πρώτο πνεύμα των Χριστουγέννων. Όταν αυτό εμφανίζεται ο Σκρουτζ παραξενεύεται επειδή έχει μορφή παιδιού. Του λέει πως είναι το πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων και ότι θα του δείξει σκιές από ότι έγινε στο παρελθόν. Αρχίζει δείχνοντάς του το πώς περνούσε ο Σκρουτζ όταν ήταν παιδί, τα Χριστούγεννα. Απομονωμένος από τα άλλα παιδιά και την οικογένειά του, ζούσε με τους ήρωες από τα παραμύθια του. Οι συμμαθητές του έπαιζαν, τραγουδούσαν και γελούσαν διασκεδάζοντας τις γιορτινές αυτές ημέρες, ενώ εκείνος κλεισμένος μέσα στο οικοτροφείο του σχολείου του διάβαζε ένα βιβλίο. Κάποια άλλα Χριστούγεννα που είναι πια έφηβος, του δείχνει πως η αδερφή του η Φαν ορμά να του πει τα ευχάριστα νέα: ο πατέρας του δέχτηκε να τον έχει μαζί του για τα Χριστούγεννα. Μετά του δείχνει κάποια άλλα Χριστούγεννα που γιορτάζει μαζί με τους συναδέλφους του και το αφεντικό του. Μια άλλη χρονιά του δείχνει την αγαπημένη του η οποία κατάλαβε ότι ο Σκρουτζ τώρα πια αγαπάει μόνο τα χρήματα και τον αποδέσμευσε από την υπόσχεση γάμου που της είχε δώσει. Ο γερο-Σκρουτζ ικετεύει το πνεύμα των Περασμένων Χριστουγέννων να σταματήσει να του δείχνει εικόνες από το παρελθόν επειδή είχε μετανιώσει για τις αποφάσεις του, αλλά το πνεύμα τον οδήγησε αρπάζοντάς τον σε κάποια άλλα περασμένα Χριστούγεννα. Ήταν η οικογένεια της πρώην αρραβωνιαστικιάς του, που τώρα πια ήταν μητέρα πολλών παιδιών και γιόρταζε η οικογένεια αυτή χαρούμενα τα Χριστούγεννα. Μετά από αυτή την εικόνα ο Σκρουτζ καταφέρνει να διώξει το πνεύμα των Περασμένων Χριστουγέννων.
Ο Σκρουτζ ξυπνάει πάλι στο κρεβάτι του και βλέπει το ρολόι να δείχνει σχεδόν μία η ώρα. Αυτή τη φορά τον καλεί το πνεύμα κοντά του, ένας γιγάντιος ενήλικας που είχε γύρω του διάφορα φαγητά και κρατάει ένα μεγάλο κέρας, από το οποίο έβγαιναν φλόγες. Ο Σκρουτζ κρατήθηκε απ’ αυτόν και ταξίδεψαν στα Χριστούγεννα αυτής της χρονιάς. Οι άνθρωποι έβγαιναν από τις εκκλησίες για να πάνε για το εορταστικό γεύμα των Χριστουγέννων είτε σαν καλεσμένοι σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια, είτε κάθε οικογένεια χωριστά. Επισκέπτονται το σπίτι του υπαλλήλου του Σκρουτζ και βλέπουν πόσο φτωχικά, αλλά χαρούμενα και γεμάτοι αγάπη, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα. Ο Κράτσιτ έχει πολλά παιδιά, (ένα από αυτά είναι ο μικρός Τιμ που είναι βαριά άρρωστος αλλά γεμάτος αισιοδοξία και καλοσύνη) και το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι ιδιαίτερα φτωχικό με μια μικρή χήνα γεμισμένη με λαχανικά. Ο Σκρουτζ ανησυχεί για το μέλλον του μικρούλη Τιμ και ρωτά γι' αυτόν το πνεύμα σχετικά με την τύχη του. Το πνεύμα του μιλά για τις σκιές του μέλλοντος που βλέπει, για μια θέση αδειανή με το παρατημένο δεκανίκι του Τιμ και λέει στον Σκρουτζ πως αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν τότε ο μικρούλης Τιμ θα πεθάνει. Κοιτάζουν πάλι μέσα στο παρόν και βλέπουν τον κύριο Κράτσιτ να κάνει πρόποση στην υγεία του Σκρουτζ.
Το πνεύμα περιηγείται με τον Σκρουτζ στα σπίτια των ανθρακωρύχων, στους φάρους με τους φαροφύλακες, ακόμη και στα πλοία με τους ναυτικούς και όλοι ζουν χαρούμενοι την ημέρα των Χριστουγέννων. Τέλος καταλήγουν στο σπίτι του ανιψιού του Σκρουτζ όπου έχει στηθεί μεγάλο γλέντι. Όλοι χαρούμενοι διασκεδάζουν παίζοντας παιχνίδια όπου και ο Σκρουτζ θα ήθελε πολύ να πάρει μέρος. Όλοι γελούν και χορεύουν, τρώνε και πίνουν. Ακόμη και στην υγεία του Σκρουτζ! Το φάντασμα των φετινών Χριστουγέννων προτρέπει τον Σκρουτζ να προφυλαχτεί από την άγνοια και την απληστία για το δικό του καλό.
Το τρίτο φάντασμα τον επισκέπτεται ακριβώς τα μεσάνυχτα. Το κεφάλι του είναι τυλιγμένο με μια μαύρη κουκούλα και το σώμα του τυλιγμένο με έναν μαύρο μανδύα. Ο Σκρουτζ ήταν προετοιμασμένος αυτή τη φορά. Μόνος του κατάλαβε πως αυτό ήταν το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων και βγήκε μαζί του έξω στον χιονισμένο δρόμο. Άκουσε κάποιους εμπόρους να κοροϊδεύουν έναν άνθρωπο που έλεγαν πως είχε πεθάνει. Πιο κει, σε μια κακόφημη και ρυπαρή συνοικία με μισογκρεμισμένα σπίτια είδε σε ένα παλιατζίδικο να πηγαίνουν τρία άτομα: μία πλύστρα, ένας νεκροθάφτης και μια παραδουλεύτρα. Όλοι τους έδιναν στον παλιατζή προσωπικά αντικείμενα κάποιου που είχε πεθάνει, προκειμένου να πάρουν χρήματα. Ο Σκρουτζ αναρωτιόταν ποιος άνθρωπος ήταν αυτός που είχε πεθάνει και τον κακολογούσαν και πουλούσαν τα πράγματά του. Το φάντασμα τον οδηγεί σε ένα κρεβάτι όπου ένας νεκρός με σκεπασμένο το πρόσωπο κείτονταν. Όμως δεν τολμούσε να σηκώσει το σεντόνι και να δει ποιος ήταν. Καταλαβαίνει όμως πως θα μπορούσε να ήταν αυτός ο ίδιος ο νεκρός. Μετά το φάντασμα τον οδηγεί στο σπίτι του ανιψιού του, ο οποίος λέει στη γυναίκα του ότι ο δανειστής του πέθανε και ότι είχαν πια ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Κατόπιν πηγαίνουν στο σπίτι του υπαλλήλου, όπου όλοι κλαίνε επειδή ο μικρούλης Τιμ δεν ζει πια. Ο Σκρουτζ καταστεναχωριέται από αυτό το γεγονός. Το φάντασμα οδηγεί τον Σκρουτζ στο γραφείο του, όπου όμως άλλος δουλεύει. Στο τέλος τον οδηγεί σε ένα νεκροταφείο και του δείχνει μια ταφόπλακα που έχει το όνομά του πάνω της!
Ο Σκρουτζ ξυπνά κατατρομαγμένος στο κρεβάτι του αλλά μόλις καταλάβει πως δεν έχει πεθάνει ακόμη, χαρούμενος αρχίζει να χοροπηδάει! Βγαίνει στο παράθυρο και ρωτά έναν μικρό «τι μέρα είναι;» «Χριστούγεννα» του απαντά ο μικρός, και τότε του παραγγέλνει να πάει να αγοράσει μια τεράστια γαλοπούλα την οποία και στέλνει στην οικογένεια των Κράτσιτ. Βγαίνει στον δρόμο, πηγαίνει στην εκκλησία, χαιρετάει όλον τον κόσμο και καταλήγει στο σπίτι του ανιψιού του Φρεντ όπου ήταν καλεσμένος. Το επόμενο πρωί ο Σκρουτζ έφτασε πολύ νωρίς στο γραφείο του και έπιασε τον Κράτσιτ αργοπορημένο. Αρχίζει απειλητικά να τον μαλώνει και στο τέλος πλησιάζει κοντά του και του λέει: «γι αυτό το λόγο λοιπόν,… θα σου κάνω αύξηση!» Ο Κράτσιτ δεν το πιστεύει αυτό που γίνεται και πιστεύει πως ο Σκρουτζ τρελάθηκε. Ο Σκρουτζ παύει δια μιας όλους τους κανονισμούς που είχε για οικονομία και λέει πως θα φροντίσει για τον Τιμ αλλά και για τον μεγαλύτερο γιο του Κράτσιτ ο οποίος έψαχνε για δουλειά. Ο Τιμ τελικά δυνάμωσε και κατάφερε και περπάτησε κανονικά! Ο Σκρουτζ έγινε ο καλύτερος άνθρωπος στην πόλη του, φρόντιζε όποιον είχε ανάγκη, γιόρταζε πάντα μαζί με όλους τους άλλους τα Χριστούγεννα. Αυτό που έλεγε πάντα στους άλλους ήταν τα λόγια του Τιμ: «Ο Θεός να μας ευλογεί όλους».