Όντας φαν του Γιώργου Δημητριάδη αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια σελίδα στη Ματιά αφιερωμένη σε εκείνον και το έργο του. Ο κανόνας όταν ετοιμάζουμε κάτι τέτοιο είναι να συλλέξουμε υλικό και να γράψουμε μόνοι μας ένα βιογραφικό για τον καλλιτέχνη. Ξεκινώντας λοιπόν το ψάξιμο, πέσαμε στην επίσημη σελίδα του Γιώργου Δημητριάδη (https://www.georgedimitriadis.gr) και διαβάσαμε το βιογραφικό που έχει γράψει ο ίδιος. Ένα από τα ωραιότερα -αν όχι το ωραιότερο- βιογραφικά που έχουμε δει ποτέ σε επίσημη ιστοσελίδα τραγουδιστή. Έτσι αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε τον κανόνα και απλά να αναδημοσιεύσουμε το βιογραφικό του αυτό.
Κυρίες και κύριοι, ιδού ο Γιώργος Δημητριάδης…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1956 και κάπου εκεί στις αρχές του '60 μετέβημεν οικογενειακώς και ομοθυμαδόν εις την ωραιοτάτην Θεσσαλονίκην όπου εκεί έμελλε να περάσω τα παιδικά, εφηβικά, πανεπιστημιακά αλλά και μετά-πανεπιστημιακά μου χρόνια.
Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν πολύ πιο κοντά σε εκείνο το υγρό και υποβλητικό της παρόν που φευ με τα χρόνια πήρε να ξεραίνεται σαν φυλλαράκι από την σύγχρονη νεοελληνική βαρβαρότητα της αντιπαροχής! Αυτή της η διάσταση σίγουρα έγραψε αρκετές σελίδες μέσα στην ψυχή μου, τις οποίες όποτε ξεφυλλίζω αφήνουν πάντα στα δάχτυλά μου τις μυρωδιές του λιμανιού, των ξένων πλοίων που μικρόν με έπαιρνε ο μακαρίτης Γιάννης Δημητριάδης -ναυτιλιακός πράκτωρ γαρ-, τις ευωδιές που ξεχείλιζαν από τα τόσα ρέματα που δρόσιζαν τα ζεστά καλοκαίρια την πόλη με τις φυλλωσιές τους αλλά και φιλοξενούσαν και τα πολύπαθα ζευγαράκια στις νυχτερινές τους ερωτικές εξορμήσεις (αχ δύσκολες εποχές γιατί η απόλαυση του έρωτα ήταν αποστολή στο διάστημα), τα άπειρα θερινά σινεμά από τα οποία άκουγε ο περαστικός τα πάθη σε ξένες γλώσσες, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, τα σινεμά ήταν τα καλύτερα φροντιστήρια ξένων γλωσσών στην ψωροκώσταινα ή που έπαιρνε μάτι η τολμηρή σαλταδόρα τσαμπατζαρία από κανένα μαρμαράδικο δίπλα εκεί στο σινεμά…
Ακόμα οι μελαγχολικές παρουσίες των περιπατητών της παραλίας, ίσως και ποιητών που αναγνώρισα αργότερα, μέσα στην ομίχλη των χειμωνιάτικων πρωινών, ξεπροβάλλουν μπροστά μου μέσα στο Αθηναϊκό μου διαμέρισμα καλώντας με για μία σιωπηλή βόλτα μέχρι το λιμάνι… Πόσα λέει αυτή η σιωπή… Είναι η απόλυτη ενσάρκωση του νοήματος… Κι εγώ τώρα πολλά σας λέω! Κάντε μία βόλτα ένα τέτοιο πρωινό και θα καταλάβετε την Θεσσαλονίκη! Η πόλη μου η αγαπημένη! Η πατρίδα μου! Η μάνα μου! Η αδερφή μου! Οι φίλοι μου! Ο ΠΑΟΚ, Ο ΑΡΗΣ, Ο ΗΡΑΚΛΗΣ, Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ… Χώμα, αέρας, σπίτια, δρόμοι, πρόσωπα όλα αυτά υπάρχουν μέσα σε αυτό το «βιογραφικό»…
Έπειτα ήρθε σαν μπουλντόζα η 21η Απριλίου εκείνο το νυσταλέο μαχμουρλήδικο πρωινό και έπαθε η πατρίς επιληψία για 7 συναπτά και ανόσια έτη! Έλα όμως που ο ιός του ροκ εντ ρολ επιβίωσε μεταλλασόμενος κι αυτός σαν τους μελλοντικούς τότε μεταμφιεσμένους καταδιωκόμενους αντιφρονούντες αντιστασιακούς και ένα Φλεβαριάτικο απόγευμα του '66 εκεί στο παλιό κλαμπ ΑΝΑΤΟΛΙΑ στη Θεμιστοκλή Σοφούλη με κόλλησε και μένα κυριολεκτικά στον τοίχο με εκείνο το ακαταμάχητα γαργαλιστικό ριφάκι του Keith Richards στο Satisfaction! To θυμάμαι ακόμα το juke box εκείνο! Χοροπηδούσε κι αυτό από την χαρά του σαν και μένα. Εγώ βέβαια ήμουν ντυμένος καμπόης, είχα κι ύφος καθισμένος άβολα απάνω σε ένα σκαμπό με τα ποδαράκια μου να κρέμονται αμήχανα στο κενό… Αλλά να τώρα που τα πόδια μου είχαν βρει κάπου να πατήσουν γερά… κι αυτό το κάπου ήταν το ροκ εντ ρολ. Ευλογημένο πράμα! Κι εγώ άρχισα να περιφέρομαι από τότε μολυσμένος διαδίδοντας τον ιό του!
Πέρασα κι από τα 70's με καμπάνα παντελόνια και ψηλοτάκουνα glitter παπούτσια αγορασμένα από το ΝΑΚ (πίσω από την Αγία Σοφία), κατέβηκα τα σκαλιά της Panopticum, της Tiffanys, της Griffins για να ιδρώσω με Cockney Rebel, David Bowie, T.Rex, Roxy Music και Gary Glitter. Ήμουν πιά ένα glam rock boy που ντυνόταν στο Carnaby Street, γωνία Τσιμισκή και Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αφού έπαιρνα το τελευταίας λέξης paisley πουκαμισάκι μου, περνούσα στην απέναντι γωνία έξω από του Γκιγκιλίνη διακρίνοντας μέσα από τα αχνιστά τζάμια του τους χορτοφάγους αλλά και ως συνήθως διανοούμενους αριστερών κρυφών φυσικά φρονημάτων πελάτες να είναι σκυμμένοι με ευλάβεια επάνω από το πρασινωπό έδεσμα τους! Το Carnaby τώρα είναι ένα άδειο τίποτα και δίπλα ο πάλαι ποτέ ένδοξος Γκιγκιλίνης κομματιάστηκε σε διάφορες boutique! Βουλιμική η τάση της μόδας πάντα στη Σαλόνικα!
Εκεί γύρω στα '77 τα μαλλιά μου σηκώθηκαν καρφιά μέχρι τον ουρανό στο άκουσμα των Ramones και των Sex Pistols κι έμειναν έτσι για τα επόμενα τρία τέσσερα χρόνια μέχρι που άκουσα τον Ian Curtis να τραγουδά She's lost control και κουρεύτηκα γουλί φορώντας στρατιωτικές μπότες περιπλανώμενος στο βρεγμένο λιμάνι και προσπαθώντας να ανοίξω το γκρίζο πέπλο του ορίζοντα με τη μελαγχολική μου ρέμβη… Ρέμβη βέβαια λεγόταν και το πολύ γνωστό παλιό ιστορικό κλαμπάκι τέρμα Νέα Κρήνη, ε; Να μην τα ξεχνάμε αυτά!
Το '78, στο πρώτο γκρουπ που συμμετείχα, εγώ ήμουν μέχρι τα μπούνια στον Iggy Pop αλλά συμβιβάστηκα προσωρινά τραγουδώντας με επιτυχία Bluesbreakers… H καρδιά μου όμως χτυπούσε με garage μπαταρίες εμένα… Ο Κώστας ο Κωτούλας, ο Χρηστος ο Κουτσουρής και ο Αντρέας Μινιέστρης από την Αθήνα αυτός, όλοι τους cool τύποι. Να ‘ναι καλά! Έπειτα ακολούθησε το μεγάλο πανεπιστημιακό χαβαλέ με τους Γ.Α.Β., τη σημασία φυσικά των αρχικών θα αποφύγω εδώ να την αποκαλύψω όχι φυσικά από αιδώ αλλά… αφήστε τώρα… δεν θέλω να θυμάμαι πόσο δύσκολα θυμόμασταν πότε είχαμε πάει τελευταία φορά με κάποια κοπελίτσα... Τα σχόλια περιττεύουν! Κάποια στιγμή βέβαια απεκατεστάθη επί το συχνότερον η επαφή με το πολυπόθητον άλλο φύλο και άρχισαν να βγαίνουν και τα πρώτα τραγουδάκια… Πανδαμάτωρα Έρωτα εσύ!
Οι Yoghurt ήταν το επόμενο βήμα μέσα στην ροκ γαλακτοκομία της εποχής παρέα με τους Θανάση Νικολαίδη, Γιώτη Μπάγκαλα και τον Στέλιο Χατζηπαππά. Πρόβες στη μονοκατοικία της Έλλης Ναζλίδου, ακόμα την ευγνωμονώ για αυτή την παράτολμη κίνηση που έκανε η γυναίκα να βάλει στο σπιτάκι της τέσσερις ρυπαρούς ρόκερς… Ελπίζω να μην το μετάνιωσε! Η πρώτη πρόβα generale εξελίχτηκε σε πάρτυ όπου έγιναν «διάφορα»… κι ένα από αυτά ήταν η λυσσαλέα αντίδραση των γειτόνων που ωσάν αγανακτισμένοι πιονιέροι του Φαρ Ουέστ στο Λούκυ Λουκ πέταγαν τούβλα στο ήδη καταπονημένο από τον καιρό αλλά κι από εμάς σπιτάκι. Φύγαμε από τα παράθυρα γιατί βέβαια κατέφθασαν εξίσου αγριεμένα και τα «όργανα».
1982-83 η πόλη αλλάζει και προσθέτει χρονοντούλαπα, όπως κι εμείς, με τη μόνη διαφορά βέβαια ότι εμείς θα μπούμε μέσα σε αυτά ενώ αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει ατάραχη μέσα στη μανία του χρόνου. Τότε μπαίνω στην μουσική παρέα των ALA CARTE που αποτελούσαν οι ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΔΗΜ. ΓΟΥΜΠΕΡΙΤΣΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΚΗΣ, και ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΓΩΝΙΔΗΣ και εκεί κατανοώ πολύ καλά τι σημαίνει να παίζεις επαγγελματικά. Μόνο καλό μου έκανε και τους ευχαριστώ όλους. Δυστυχώς το demo που κάναμε δεν βρήκε ανταπόκριση και εκεί ήταν που τίναξα τα πέταλα και πόσο μάλλον όταν είχα πίσω μου ένα φριχτό χειμώνα σε σκυλάδικο, ναι ναι… ήμουν κι εγώ εκεί, αίσθημα δεν είχα, είχα όμως λεφτά, αυτά τα δύο σχεδόν ποτέ δεν τα ‘χεις μαζί, κι άρχισα να καταστρώνω σχέδια επί χάρτου για τη μεγάλη απόδραση. Μόνο που δεν την πάτησα σαν τον μακαρίτη τον Steve Mc Queen πάνω στη μηχανή μπερδεμένο στα συρματοπλέγματα. Η ιστορία μας διδάσκει. Πήρα το τρενάκι που το έσπρωχνε να πάει πιο γρήγορα ο αέρας της ανυπομονησίας και της ανάγκης για νέα πράματα και με γλίστρησε μέχρι τον πάντα ρυπαρό και κατουρημένο σταθμό Λαρίσης όπου μέσα στην δίνη των πάσης φύσεως βιολογικών οσμών του σταθμού της πρωτευούσης ένιωθα περιχαρής. Τι σου είναι τα νιάτα. Ούτε μυρωδιές τα πτοούν ούτε τίποτα!
Ήρθαν χρόνια δύσκολα μα γοητευτικά, στου έρωτα και της κραιπάλης τα στενά χαμένα αλλά και γι’ αυτό δημιουργικά… Ένα απροσάρμοστο παιδί που έτρεχε στη μέση του στρατοπέδου γουλί φωνάζοντας τον λοχαγό «γιατρέ μου» και πίσω στο 401 για τα περαιτέρω… Που μυαλά για όπλα! Λουλούδια κι αγάπες στη καρδιά είχα τότε και ένα μεγάλο εγωισμό! Με βρήκαν οι ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΙ του μακαρίτη του ΠΑΥΛΟΥ και με πήραν για τραγουδιστή της μπάντας. Αυτό ήταν κυρίες και κύριοι το ροκ εντ ρολ! Τραγουδούσα κι ένιωθα τον Παύλο δίπλα μου να με στηρίζει! Δεν θα πω περισσότερα για αυτό. Οι εμπειρίες είναι μυστικές.
Από τα 1993 μέχρι σήμερα γρατζουνάω το σήμερα, το χτες και πιθανά το αύριο με τα τραγούδια μου. Δεν θέλω να μιλήσω για αυτά γιατί δεν με χρειάζονται… Μιλάνε, αν έχουν να πουν κάτι, από μόνα τους.
Ένα μόνο θα πω. Το πιο πολύτιμο απόκτημα σε αυτή την πορεία μέχρι τώρα είναι τα πρόσωπα σας που κοιτάζω όταν σας τραγουδώ. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΛΟΥΚΙ!