Ο Γιώργος ήθελε να είναι πρώτος στις παρέες, ήθελε τα άλλα παιδιά να τον υπακούν, να γνέφει με τα μάτια και να γίνεται το δικό του.
Ήθελε να βγαίνει βόλτα στην γειτονιά και τα κορίτσια να λένε, τι δυνατό και έξυπνο αγόρι!!
Έτσι οργάνωνε παρέες που χτυπούσαν τα κουδούνια μεσημέρι, έριχναν νεράντζια στα παράθυρα μεγάλων τζαμαριών, έπαιζαν στις ξένες αυλές με τα λάστιχα του νερού, και έκαναν στις πλατείες όλων των ειδών τις αταξίες.
Μόλις ησύχαζαν λίγο ο Γιώργος έπαιρνε το τόπι, και άρχιζε να το πετά στα παράθυρα με απαράμιλλο ζήλο και μόλις έσπαζαν και γινόταν φασαρία, να τρέχει ώστε να μην τον πιάνουν ποτέ.
Πολλοί δοκίμασαν να κάνουν το ίδιο, όχι όμως με την ίδια επιτυχία. Κάποια στιγμή όλους τους είχαν πιάσει και τους είχαν καταχερίσει, είχαν φάει τις χρονιάς τους εν ολίγοις, οπότε είχαν αποφανθεί οι σοφοί και οι σοφές της παρέας ότι ο Γιώργος ήταν ο λεβέντης. Κανένας άλλος δεν ήταν σαν τον Γιώργο.
Άρχισαν να βάζουν και δύσκολα στοιχήματα, ο Γιώργος να κάνει το ένα, να κάνει το άλλο, το επόμενο και σε όλα ο Γιώργος τα κατάφερνε μια χαρά.
Δεν υπήρχε άλλος αρχηγός γι' αυτούς, αυτός ήταν ο πιο σπουδαίος, ο πιο δυνατός. Ακόμα και στο τρέξιμο και στην μπάλα κανένας δεν παράβγαινε με τον Γιώργο.
Μια μέρα μάζεψαν πολλά νεράντζια και έβαλαν στόχο μια πολυκατοικία, με την πρώτη ριξιά ακούστηκε μια μεγάλη κραυγή και ένα δυνατό κλάμα.
Εξαφανίστηκαν όλοι, μόνο ο Γιώργος, μόλις έφυγαν οι άλλοι, νοιάστηκε να δει τι είχε γίνει, χωρίς αυτή την φορά να περιαυτολογήσει για την ευστοχία του. Ένα παιδάκι φάνηκε στο παράθυρο γεμάτο αίματα, βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να κλαίει, κανείς δεν εμφανιζόταν από μέσα.
Ο Γιώργος περίμενε υπομονετικά από κάτω, τίποτε, κανείς δεν ερχόταν.
- Ε, παιδάκι (φώναξε από κάτω) τι συμβαίνει, στέκω εδώ και σε βλέπω να κλαις και δεν έρχεται κανείς, έχεις χτυπήσει;
- Ποιος είσαι; Άσε με, πονάω.
- Γιατί είσαι μόνος σου; Δεν έχεις κανέναν να σε βοηθήσει; Θέλεις να σε βοηθήσω εγώ; (τον έτρωγαν οι τύψεις)
- Θα κατέβω εγώ του είπε ο μικρός, η γιαγιά μου δεν αφήνει να βάζω ξένους στο σπίτι.
(Είχε χτυπήσει το κεφαλάκι του, ένα γυαλί από το τζάμι που είχε σπάσει, τον είχε τραυματίσει-ελαφρά ευτυχώς).
Στο σπίτι ο μικρούλης -έτσι για την ιστορία- ήταν μόνος, διάβαζε τα μαθήματα του σχολείου, περιμένοντας την γιαγιά του να γυρίσει από κάποιο σπίτι που δούλευε σαν καθαρίστρια. Δεν είχε κοντά του τους γονείς του, τον είχαν αφήσει να τον μεγαλώσει η γιαγιά γιατί είχαν χωρίσει και η μητέρα του, όπως είπε, φεύγοντας στην γιαγιά, δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος του.
Σαν σίφουνας κατέβηκε και άρχισε να εξιστορεί στον Γιώργο τι είχε γίνει και γιατί ήταν μόνος και γιατί πονούσε, πιο πολύ από την μοναξιά του, παρά από το μικρούλι τραύμα του. Το παράπονό του έκρυβε από πίσω έναν μεγαλύτερο πόνο, ένα μεγαλύτερο γιατί, γιατί σε μένα το τραύμα, γιατί σε μένα η μοναξιά; Και έτσι το κλάμα γινόταν, μεγαλύτερο σαν τον πόνο του.
Ο Γιώργος άρχισε να κλαίει, συγνώμη μικρέ μου φίλε, εγώ φταίω, δεν μπορώ να κρυφτώ βλέποντάς σε μόνο και αβοήθητο και νοιώθοντας τον πόνο σου.
Ο Γιώργος έμενε σε ένα ίδρυμα, ήταν με καλούς ανθρώπους δεν ήταν αδύναμος σαν τον μικρούλη τραυματισμένο φίλο μας.
Ήταν δυνατός, ήταν λεβέντης, δεν είχε μάθει να κλαίει, μα καταλάβαινε από μοναξιά, από απόρριψη, γι' αυτό είχε γίνει λεβέντης, για να είναι δυνατός, πιο δυνατός από την μοναξιά του, αλλά τώρα έκλαιγε και αυτός και ξεδίπλωνε την ψυχή του μαζί με το τραύμα του μικρού, έβγαλε έξω και το δικό του τραύμα που το έκρυβε τόσο καλά.
Κανείς δεν ήξερε τίποτε γι' αυτό, και τώρα όλη η αδυναμία του βγήκε στην επιφάνεια και πόνεσε.
Άρχισε να καθαρίζει το τραύμα του μικρού μας φίλου ζητώντας συγνώμη, τώρα ήταν πραγματικά λεβέντης που είπε την αλήθεια, που παραδέχτηκε το λάθος του, που καθάριζε το τραύμα, που κατάλαβε και το δικό του τραύμα, ανοίγοντας κάποιο άλλο, είδε πόσο έμοιαζαν με το θύμα του, κατάλαβε τι ήταν και ο ίδιος, όσο και αν προσπαθούσε να δείχνει το αντίθετο, δεν ήθελε να ξανακάνει τον λεβέντη στα ψέματα, προκαλώντας κλάματα, και τραύματα, ήθελε να κάνει τους άλλους να γελάνε αντί να κλαίνε, για να γελά και εκείνος, όπως τώρα, που έκλαιγε γιατί έκλαιγε ο μικρός.
Ο λεβέντης τώρα θα γινόταν κλόουν, ένας κλόουν, που ενώ είναι θλιμμένος έκανε τους άλλους να γελάνε, όπως όλοι οι κλόουν, γιατί γίνεσαι αυτό που κάνεις τους άλλους να γίνονται, και χαίρεσαι και αγαπάς με τον ίδιο τρόπο, και ο Γιώργος κατάλαβε ποια ήταν η λεβεντιά του, να κάνει τους άλλους πάντα να γελάνε, για να γελάει και κείνος, να παίζει και κείνος, να αγαπά και εκείνος, και να μην είναι μόνος όπως ήταν, αλλά με πολλούς, πολλούς φίλους γιατί του αξίζει, γιατί είναι πραγματικά λεβέντης!!!