Η τρικυμία κόπασε… η θάλασσα γαλήνεψε… το τοπίο άλλαξε χρώματα… Εκεί πάνω στα δυσπρόσιτα βράχια δυο σκοτεινά αντικείμενα έστεκαν ακίνητα. Τα ξέβρασε η θάλασσα… τα κύματά της τα ταξίδεψαν μίλια ολόκληρα και τώρα τα παράτησαν εδώ έρημα και μόνα. Δυο σεντούκια, ένα μεγάλο και ένα μικρότερο. Δυο σεντούκια που ταξίδεψαν στον χρόνο και στα κύματα. Δυο σεντούκια που πέρασαν από το σημείο που ο ουρανός αγγίζει την θάλασσα, εκεί που η ψυχή συναντάει το πνεύμα, εκεί που η σάρκα συναντάει την ψυχή. Το μεγάλο σεντούκι βαρύ και δυσκίνητο είχε πλάι στην σκουριασμένη κλειδαριά του δυο πράσινα πετράδια. Δυο φωτεινά ζαφείρια που κοίταζαν τον κόσμο λυπημένα. Το μικρό σεντούκι που λικνίζονταν με χάρη και νάζι πάνω στα βράχια είχε πλάι στην σκουριασμένη κλειδαρίτσα του ένα κόκκινο φωτεινό ρουμπίνι… Ένα ζεστό φιλί για ότι έπιανε το μάτι του. Το μεγάλο σεντούκι, ιδιοκτησία του βασιλιά της Αγαθοχώρας που πάνω στην τρέλα του όταν η χώρα του κυριεύτηκε από κακούς πειρατές, έβαλε μέσα στο σεντούκι αυτό ότι θεωρούσε πολύτιμο και το πέταξε στην θάλασσα. Αγαθά που θα χάνονταν στο πέρασμα του χρόνου με τους πειρατές να κουρσεύουν την χώρα του. Αγάπη και αξιοπρέπεια και περηφάνια και ειλικρίνεια και αυτοσεβασμό. Το μικρό σεντούκι εκείνο το ναζιάρικο μικρό σεντούκι ιδιοκτησία της πριγκίπισσας της Χρωμοχώρας. Η δύσμοιρη τρελάθηκε όταν κατακτητές από τον βορρά με βέλη και δόρατα και περήφανα άλογα έκαναν επίθεση στο Βασίλειο της. Έκλεισε μέσα στο σεντούκι τα πολύτιμα της και πέταξε το σεντούκι από το παράθυρο του πύργου της κάτω στην αγριεμένη θάλασσα για να μείνουν οι θησαυροί της αμόλυντοι από τους κυριευτές. Κόκκινο και μπλε και κίτρινο και πράσινο και χρώματα από την παλέτα του ουρανού της γης και της θάλασσας, άρωμα από λουλούδια, φωνές πουλιών, γέλια ερωτευμένων, παιχνίδια παιδιών, ξενοιασιά και αγάπη και μουσικές και χορούς από νεράιδες και φως και μια ζεστή αγκαλιά. Τα σεντούκια ταξίδεψαν στα βάθη των αιώνων σε θάλασσες μακρινές… Σε βυθούς μυστηριώδεις και τρομακτικούς… ώσπου… Σε εκείνη την μεγάλη τρικυμία συναντήθηκαν και ένα μεγάλο κύμα τα έφερε πλάι πλάι πάνω σε τούτα τα ξεχασμένα βράχια. Τα πράσινα ζαφείρια του σεντούκου κοίταξαν με απορία το κόκκινο ρουμπίνι της σεντούκας. Η σεντούκα συνέχιζε το λίκνισμα της πάνω στα βράχια και έστελνε κόκκινα φιλιά με το φωτεινό της ρουμπίνι στον σεντούκο. Έλα πιο κοντά της είπε ο σεντούκος… Έλα πιο κοντά… θέλω να δω τα μυστικά σου… Έλα πιο κοντά είπε η σεντούκα… Έλα πιο κοντά θέλω να μάθω τις σοφίες σου. Η ώρα πέρναγε… δυο πράσινα σμαράγδια και ένα κόκκινο ρουμπίνι λαμπύριζαν εκεί στα ξεχασμένα βράχια. Νύχτωσε… Ένα φεγγάρι κλέφτης τα κοίταζε από ψηλά… Ένα φεγγάρι κλέφτης που έστελνε την ασημένια του λάμψη στον σεντούκο και την σεντούκα. Και τότε μια αστραπή ήρθε να δώσει λύση στην αγωνία και στο μυστήριο. Μια αστραπή που χώρισε τον ουρανό στα δυό, που φώτισε τις σκοτεινές μάζες του σεντούκου και της σεντούκας και κατευθύνθηκε γραμμή πάνω στις κλειδαριές τους. Η κλειδαριά του σεντούκου εκεί ανάμεσα στα δυο πράσινα ζαφείρια άνοιξε και άφησε μυστικά και αξίες αιώνων να φανούν… Αγάπη και αξιοπρέπεια και περηφάνια και ειλικρίνεια και αυτοσεβασμός. Ξεχύθηκαν από τα σωθικά του και με κατακτητική διάθεση απλώθηκαν πρώτα στα βράχια και αγκάλιασαν την σεντούκα. Η κλειδαριά της σεντούκας εκεί πάνω από το κόκκινο ρουμπίνι το τρελό παθιάρικο φιλί της άνοιξε… Και… και… Κόκκινο και μπλε και κίτρινο και πράσινο και χρώματα από την παλέτα του ουρανού της γης και της θάλασσας, άρωμα από λουλούδια, φωνές πουλιών, γέλια ερωτευμένων, παιχνίδια παιδιών, ξενοιασιά και αγάπη και μουσικές και χορούς από νεράιδες και φως και μια ζεστή αγκαλιά, ήρθαν και μπλέχτηκαν με τους θησαυρούς του σεντουκιού. Χαρά μου του είπε… Φως μου της αποκρίθηκε… Η αγάπη που είχαν κρυμμένη στα σωθικά τους θέριεψε και απλώθηκε πρώτα πάνω στα βράχια και μετά στις φωλιές των γλάρων και μετά στον βυθό και ύστερα στον ουρανό… Απλώθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα… Οι νεράιδες του βυθού πήραν τα αγαθά του σεντούκου… την Αγάπη και την αξιοπρέπεια και την περηφάνια και την ειλικρίνεια και τον αυτοσεβασμό και τα έκαναν τραγούδι. Και τα ξωτικά πήραν τους θησαυρούς της σεντούκας και τα σκόρπισαν σε μήκος και σε πλάτος σε ύψος και σε βάθος και γέμισε ο κόσμος χρώματα και λάμψεις και μουσικές και αρώματα και γέλια και παιχνίδια και χαρά… Εκείνο το βράδυ ήταν μια γιορτή… Μια μεγάλη γιορτή της αγάπης και της σοφίας. Σε περίμενα του είπε η σεντούκα… Δεν σε περίμενα της είπε ο σεντούκος… Μόνο ήλπιζα στον ερχομό σου… Ξημέρωσε… η παραλία πλάι στα βράχια άρχισε να γεμίζει κόσμο… Το τοπίο αλλάζει μορφή… πετσέτες και ομπρέλες πολύχρωμες… Πλαστικά στρώματα, ταπεράκια με φαγητά, μάσκες και βατραχοπέδιλα, μαμάδες και παιδιά, έννοιες και βάσανα, γέλια και κλάματα. Ο σεντούκος και η σεντούκα σφιχταγγαλισμένοι στην σπηλιά των βράχων έστεκαν σιωπηλοί και γεμάτοι αγάπη. Σε βρήκα της είπε… και να μην σε έχω κοντά δεν με νοιάζει. Μου αρκεί που ξέρω πως υπάρχεις… Μου αρκεί που είδα τους θησαυρούς σου. Σε βρήκα του είπε… και είναι σαν να ζω μαζί σου και ας σε πάρει το κύμα που σε έφερε κοντά μου. Μου αρκεί που έμαθα τις σοφίες σου… Μου αρκεί που ξέρω πως υπάρχεις. Ο σεντούκος και η σεντούκα είναι εκεί στο βάθος αυτής της θαλασσινής σπηλιάς… Μην ψάξετε να τους βρείτε… Νοιώστε μόνο τους θησαυρούς τους και αυτό φτάνει… Γεμίστε την ζωή σας με τις αξίες τους, τα χρώματα, τους ήχους, τις μυρωδιές και τα συναισθήματά τους. Και τότε η ζωή σας θα είναι πιο όμορφη θα λάμπει σαν τα πράσινα σμαράγδια του σεντούκου και σαν το κόκκινο ρουμπίνι της σεντούκας. Εκεί που ο ουρανός αγγίζει την θάλασσα εκεί που η ψυχή ανταμώνει την σάρκα… |