ΙΙ. Οι δήμοι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου.
Η άνοδος του Ηρακλείου στον αυτοκρατορικό θρόνο το 610 ήταν, κατά μεγάλο μέρος, αποτέλεσμα της υποστήριξης των δήμων (των Πράσινων και των Βενέτων στην Αίγυπτο και των Πρασίνων στην πρωτεύουσα). Αμέσως μετά τη νίκη του, η σημαία των Βενέτων κάηκε στον Ιππόδρομο. Μετά από ένα τέτοιο ξεκίνημα, θα αναμέναμε να δούμε τους δήμους να παίζουν ενεργητικό ρόλο κατά τη βασιλεία του, ιδιαίτερα, εφόσον κατά τη διάρκεια των προηγούμενων βασιλειών του Μαυρικίου και του Φωκά είχαν αυξήσει τη δύναμή τους και, συχνά, είχαν χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη για να προκαλέσουν ταραχές.
Προς έκπληξή μας, όμως, δεν έχουμε ούτε μία μαρτυρία για κάποια ταραχή των δήμων στην Κων/πολη, απ' την άνοδο του Ηρακλείου στο θρόνο το 610 μέχρι την εκθρόνιση του Ιουστινιανού το 695. Επίσης δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για ταραχές στις επαρχίες, με εξαίρεση την Αίγυπτο, όπου οι δήμοι ήταν συνεχώς σε δράση ως την Αραβική κατάκτηση, και την Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχει αντίδραση των δήμων και αντίθεσή τους προς τον πατριάρχη Ιεροσολύμων το 614. Σ' αυτό το άρθρο, όμως, ο συγγραφέας συγκεντρώνει την προσοχή του ολοκληρωτικά στην Κων/πολη, εξετάζει όλες τις πηγές της βασιλείας του Ηρακλείου, που σχετίζονται με τους δήμους, και προσπαθεί να εξηγήσει την αδράνειά τους.
α) Υπάρχουν μόνο τέσσερις αναφορές στους δήμους κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Για το έτος 612, το Πασχάλιο Χρονικό αναφέρει ότι οι δήμοι είχαν έναν αυστηρά τελετουργικό ρόλο καθώς συμμετείχαν στη στέψη του γιού του Ηρακλείου Κων/νου, ως συναυτοκράτορα.
β) Η δεύτερη αναφορά δείχνει ότι ο ένας δήμος εκφράζει την αντίθεσή του, αν και δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για κάποια ταραχή. Το 613 ο Ηράκλειος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και διάλεξε για σύζυγό του την ανεψιά του Μαρτίνα. Αυτό θεωρήθηκε «άσεμνον συνοικέσιον». Ο Νικηφόρος μας παρέχει το ακόλουθο κείμενο: «διήλεγχον δέ αυτου μάλιστα τό άσεμνον συνοικέσιον επί ταις ιππικαις αμίλλαις καί οι του πρασίνου [sic!] δημόται χρώματος + συνήνουν τε επί ταύτη καί συνέπραττον». Επειδή το κείμενο είναι φθαρμένο, όπως ήδη είχε παρατηρήσει ο de Boor, δεν είναι παράξενο που οι μελετητές είχαν δυσκολίες στην ερμηνεία του.
Υπάρχει, εντούτοις, ένα δεύτερο χειρόγραφο του Νικηφόρου που φυλάσσεται στο Βρεττανικό Μουσείο (ms. 19390). Αυτό το χειρόγραφο δεν είχε εξετασθεί προηγουμένως στα συμφραζόμενά του. Αυτή η παραλλαγή αναφέρει τα εξής: «Διήλεγχον δέ αυτου τήν επί τή ανεψιά παρανομίαν εφ' ιππικού αγώνος καί οι του πρασίνου χρώματος δημόται, καί κωλύσειν τήν συναφήν επειρώντο τήν άθεσμον, οι δέ του αντικειμένου χρώματος συνήνουν τε καί συνέπραττον». Ο εκδότης αυτού του χειρόγραφου, Louis Orosz, αναφέρει ότι το χειρόγραφο είναι αντίγραφο του 9ου αι. ενός γνήσιου χειρογράφου του πρώϊμου 9ου αι., ενώ το κείμενο του Νικηφόρου Πατριάρχη της έκδοσης του de Boor είναι παρμένο από αντίγραφο του 11ου ή του 12ου αι. όταν συγκρίνουμε τα δύο κείμενα γίνεται αμέσως φανερό ότι ο συγγραφέας της έκδοσης του de Boor παρέλειψε ολόκληρη τη σειρά «καί κωλύειν τήν συναφήν επειρώντο τήν άθεσμον, οι δέ του αντικειμένου χρώματος…». Το κείμενο μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: «Οι δημότες του Πράσινου Χρώματος επέκριναν αυτόν τον παράνομο γάμο με την ανιψιά του στους ιππικούς αγώνες και προσπάθησαν να απαγορεύσουν αυτήν την άνομη ένωση και εκείνοι του αντιθέτου χρώματος συναινούσαν και συνεργάζονταν».
Δυστυχώς, όμως, το χειρόγραφο του Λονδίνου είναι αμφίσημο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Πράσινοι έπαιζαν ενεργητικό ρόλο, αντιτιθέμενοι στον αυτοκράτορα. όμως, με ποιούς συναινούσε και συνέπραττε το αντίθετο κόμμα; Εφόσον καμιά άλλη πηγή δεν αναφέρεται στους Βένετους μετά τα καταιγιστικά γεγονότα του 610, πρέπει να προσπαθήσουμε να εξάγουμε μιαν απάντηση απ' το αμφίσημο κείμενο του Νικηφόρου.
Το γεγονός ότι ο συγγραφέας δηλώνει το αντίθετο χρώμα μ' ένα απλό συνδετικό «οι δε», υπονοεί ότι οι Βένετοι συνεργάστηκαν με τους Πράσινους. Αν ο συγγραφέας ήθελε να διαχωρίσει τη θέση τους απ' εκείνη των Πράσινων, θ' ακολουθούσε διαφορετική σύνταξη. όμως, σκεπτόμενοι μ' αυτό τον τρόπο, ίσως αναζητούμε υπερβολική λογική απ' τον συγγραφέα (Νικηφόρο Πατριάρχη). Στο κείμενο του de Boor βρίσκουμε: «συνήνουν τε επί ταύτη καί συνέπραττον». Το «επί ταύτη» δεν εμφανίζεται στο παλιότερο χειρόγραφο του Λονδίνου και έτσι θα μπορούσε, πολύ πιθανόν, να είναι μια μεταγενέστερη προσθήκη του συγγραφέα. όμως οι Πράσινοι είχαν διαμαρτυρηθεί για το γάμο και επίσης συνεργάστηκαν με τη Μαρτίνα, γεγονός αντιφατικό από μόνο του, επομένως είναι πιο λογικό να πιστέψει κανείς ότι το «επί ταύτη» υπήρχε στο γνήσιο κείμενο και παραλείφτηκε απ' τον αντιγραφέα του χειρογράφου του Λονδίνου. έτσι, αν εξετάσουμε το συμπληρωμένο κείμενο, βλέπουμε ότι το «επί ταύτη» ταιριάζει απόλυτα μάλιστα αναφέρεται στο θηλυκό «συναφήν», πράγμα που σημαίνει ότι «το αντίθετο χρώμα» συναινούσε στο θέμα του γάμου. Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι προφανές ότι οι Βένετοι ως το 613, μόνο τρία χρόνια μετά το κάψιμο της σημαίας τους στον ιππόδρομο, έχουν πια γίνει υποστηρικτές του αυτοκράτορα, σε αντίθεση με τους Πράσινους.
γ) Υπάρχει και μια άλλη αναφορά σε δήμο αυτής της εποχής, η οποία δεν έχει, ως τώρα, παρατηρηθεί. Υπάρχουν δύο επιγράμματα που αναφέρονται σε ένα άγαλμα, το οποίο ανεγέρθηκε προς τιμήν του Νικήτα, αδελφού του Ηρακλείου. Το πρώτο επίγραμμα αναφέρεται στα σπουδαία κατορθώματα του Νικήτα κατά των Περσών. Το δεύτερο αναφέρει τα εξής: «τόν μέγαν εν πολέμοισι τόν άτρομον ηγεμονίαν, Νικήταν αρετών είνεκεν οι πράσινοι».
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το άγαλμα ανεγέρθηκε στο τέλος της εκστρατείας του Νικήτα. Η μοναδική εκστρατεία κατά των Περσών για την οποία γνωρίζουμε ότι συμμετείχε ο Νικήτας ήταν το 614. Ο Νικηφόρος Πατριάρχης λέει ότι ανάμεσα στο 614-616 ανεγέρθηκε ένα άγαλμα προς τιμήν του Νικήτα στον Ιππόδρομο. Είναι λογικό να υποθέσουμε πως το επίγραμμα αναφέρεται σ' αυτό το άγαλμα και ότι το άγαλμα ανεγέρθηκε λίγο μετά την επιστροφή του Νικήτα από την εκστρατεία, δηλ. αρχές του 615. Και εφόσον ο Νικήτας ήταν απ' τους πιο στενούς και έμπιστους συνεργάτες του Ηρακλείου, το άγαλμά του μπορεί να εκλειφθεί ως μαρτυρία για το ότι αυτή την εποχή οι Πράσινοι υποστηρίζουν ακόμη την αυτοκρατορική κυβέρνηση.
δ) Η τελική αναφορά στους δήμους συμβαίνει το 617 όταν οι «δημότες και των δύο δήμων» αναφέρονται ότι συνόδευσαν τον Ηράκλειο στις διαπραγματεύσεις του με τον Χαγάνο των Αβάρων. Το πιο πιθανόν είναι πως βρίσκονται κι αυτοί στη συνοδεία του Ηρακλείου για να διασκεδάσουν τον Χαγάνο με την οργάνωση ιπποδρομιών. Το γεγονός αυτό προσδίδει στην τελευταία αυτή αναφορά στους δήμους περισσότερο αθλητικό παρά πολιτικό ενδιαφέρον και μας πληροφορεί πολύ λίγο για τη στάση των δήμων ως καθεστωτικών παραγόντων αυτήν την εποχή.
Σε κάθε συζήτηση για τους δήμους, κατά την εποχή της βασιλείας του Ηρακλείου, δίνεται έμφαση στο γεγονός πως οι πηγές για όλο τον 7ο αι. γενικά, είναι σπάνιες και ελλιπείς. έτσι, είναι πολύ πιθανό πως οι δήμοι ήταν δραστήριοι καθ' όλη τη διάρκεια του 7ου αι., αλλά καμιά πηγή δεν έχει διασωθεί που να το αναφέρει. όμως το γεγονός πως οι δήμοι δεν αναφέρονται στις σύντομες συζητήσεις κατά τις κρίσιμες στιγμές του 7ου αι. και οι οποίες διασώζονται στις πηγές μας, δείχνει, κατά τον Fine, ότι ο Ηράκλειος πέτυχε να εξασφαλίσει τη σύσσωμη υποστήριξή τους στην αυτοκρατορική κυβέρνηση, τουλάχιστον για τους Περσικούς πολέμους, που διήρκεσαν απ' την άνοδό του στο θρόνο (610) μέχρι το 629.
Κατά την ανάρρηση του Ηρακλείου στο θρόνο, είναι φανερό πως ο δήμος των Πρασίνων τον ευνόησε υποβοήθησε την επανάσταση που τον ανέβασε στο θρόνο και, για να γίνει εντυπωσιακός ο θρίαμβός του, κάηκε η σημαία των Βενέτων στον Ιππόδρομο. όμως μόνο τρία χρόνια μετά, το 613, τα πράγματα φαίνεται πως είχαν αντιστραφεί. Υποθέτοντας ότι ο Fine έχει ερμηνεύσει σωστά το αμφίσημο χωρίο του Νικηφόρου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Βένετοι υποστήριζαν τον αυτοκράτορα στην επιθυμία του να παντρευτεί την ανιψιά του, ενώ οι Πράσινοι ηγούνταν της αντίθεσης σ' αυτό το γάμο.
Οι πόλεμοι του Ηρακλείου κατά των Περσών, χωρίς αμφιβολία, θα συντέλεσαν στην ειρήνη και στην κατάπαυση της έχθρας των δήμων. Κατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών ο αυτοκράτορας δεν βρισκόταν σε θέση που να μπορεί να ευνοήσει κάποια συγκεκριμένη παράταξη με χαμηλότερη φορολογία, εφόσον χρειαζόταν όλα τα χρήματα που μπορούσε να αποκομίσει. έτσι, το πιο πιθανό είναι να φορολογούσε και τους δυο δήμους ισότιμα.
Ακόμη, είναι φυσικό πως κατά τη διάρκεια αυτού του μακρού πολέμου που έφτασε να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, οι διαφορές μεταξύ των δήμων θα πρέπει να είχαν μειωθεί στο ελάχιστο και ο πληθυσμός της πρωτεύουσας θα είχε συσπειρωθεί γύρω απ' την κυβέρνηση. Το 629 ο πόλεμος τελείωσε. όμως, ακόμη και τότε, δεν υπάρχει καμμιά αναφορά στις δραστηριότητες των δήμων για τα τελευταία δώδεκα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου. Κι εφόσον δεν φαίνεται να παίζουν κανένα ρόλο, κατά τη γνώμη του Fine, στην εμφύλια αναταραχή που ακολούθησε το θάνατο του Ηρακλείου, είναι εύλογη η υπόθεση πως μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή βρίσκονταν υπό αυστηρό έλεγχο.
Τέλος, ο Fine καταλήγει στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στο 610 και 629 ο «δήμαρχος» είχε πετύχει να σπάσει το μονοπώλιο της επιρροής πάνω στους δήμους που ασκούνταν ως τότε απ' τους αρχηγούς-επικεφαλής κάθε δήμου. Αν και αυτή η υπόθεση του Fine είναι αρκετά εύλογη, πρέπει ωστόσο να τονιστεί το γεγονός πως δεν έχουμε ούτε μια πηγή που να αναφέρει το δήμαρχο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου. Θα 'πρεπε επίσης να δοθεί έμφαση στο γεγονός πως δεν τίθεται καν ζήτημα ότι ο Ηράκλειος αποδιοργάνωσε και κατέστρεψε πραγματικά τους δήμους, εφόσον οι δήμοι συνεχίζουν να υπάρχουν στο τέλος του 7ου και στις αρχές του 8ου αι. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, τους βρίσκουμε να παίρνουν μέρος στην εκθρόνιση τριών αυτοκρατόρων. |