Κι είχαν ανθίσει τα γιασεμιά τα πλεγμένα στο φράχτη που μαζί με τ’ αγιόκλημα και τ’ απριλιάτικο αεράκι, φέρνανε το Θεό δίπλα σου∙ και κάνανε τον κόσμο λιγότερο σκληρό, πιο αγνό, πιο ουράνιο. Η καρδερίνα του Φαναρά, αχάραγο, πριν ακόμα ο παπα-Αντρέας ανηφορίσει το καλντερίμι του άϊ-Νικόλα για τις Ώρες και την Αποκαθήλωση, τραγούδαγε ασταμάτητα την ομορφιά της φύσης τώρα που τα πάντα ξαναγεννιούνταν και που τα πάθη του Θεανθρώπου καταλαγιάζουν και κείνα τα ανθρώπινα.
«Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ∙ ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλων τον ουρανόν εν νεφέλαις∙ ράπισμα καταδέξατο ο Νυμφίος της εκκλησίας∙ λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου…»
Ο ήλιος κρυβόταν ακόμα πίσω από το βουνό του Πάπαρη κι ο Αυγερινός τρεμόσβηνε έτοιμος να πέσει κάτω χαμηλά κατά τη Μαιρκήνια.
«Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνιους εξοδίους προσήσωμεν τω Κτίστη».
Η Κατίνα του Σαραλέκα άσπριζε τις πεζούλες της αυλής σιγοψέλνοντας «Ω γλυκειά μου έαρ, γλυκύτερό μου τέκνο, πού είδα σου τα κάλλια» κι η Μαγκασού με το καλάθι στον αγκώνα κρεμασμένο, μάζευε λουλούδια στις γειτονιές για να στολίσει η καλόγρια η Νεκταρία τον Επιτάφιο του μοναστηριού της Παναγίας της Αγουλινιτσιώτισσας. Το απόγιομα θ’ ανέβαινε εκεί ο παπα-Αντρέας να κάνει μαζί ακολουθία Αποκαθήλωσης και Επιταφίου. Είχε καθιερωθεί πια, ο παπα-Αντρέας, είτε γιατί το ’θελε ο ίδιος, είτε γιατί δεν μπορούσε να κάμει κι αλλιώς, ν’ ανεβαίνει με το γαϊδούρι κάθε απόγιομα Μεγάλης Παρασκευής μετά το μεσημεριανό του, ψηλά στην κορυφή της Ντάρντιζας, που ήτανε το μοναστήρι. Κι εκεί, μαζί με τις καλόγριες, που ήσαν χρόνια τώρα οι ίδιες η αδελφότητα της μονής, τους ανθρώπους του μόχθου, κάτι κυρίες φιλακόλουθες που ανηφόριζαν τακτικά κι ένα μπουλούκι παιδιά, να ζήσουνε το μέγεθος της θυσίας του Ναζωραίου.
«Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι».
Το λιβάνι άφθονο κι έντονη η μυρωδιά του πεύκου. Οι φωνές αφτιασίδωτες.
Εκείνο το πρωϊνό της Μεγάλης Παρασκευής η Ανθή της χήρας της Νταΐνας, κορίτσι παραγινομένο που σαράντα περίπου Μάϊοι βάραιναν τους κυρτούς της ώμους, χρόνια τώρα περίμενε το πριγκιπόπουλο χωρίς να απελπίζεται κι ας είχε αργήσει τόσο να φανεί, αφού τάϊσε τις κότες και ξεπέταξε βιαστικά κάτι δουλίτσες του σπιτιού, πλύθηκε, ντύθηκε τη φουστόμπλουζα και το μαντώ της απέξω, έβαλε κι από την πούδρα που της έφερε δώρο από την Αθήνα ο μπάρμπας της ο Βενέτης, κίνησε για τον άϊ-Νικόλα. Στα χέρια το καλό της δαντελωτό σεντόνι, το καμάρι της προίκας της, που είκοσι πέντε χρόνια κάθε τέτοια μέρα το πήγαινε στον παπα-Αντρέα να τυλίξει με αυτό το Σώμα του Σταυρωμένου στην Αποκαθήλωση, για να ευλογηθεί έτσι η προίκα της και να ’ρθουνε σύντομα οι χαρές της.
Γιατί δεν είχε καθόλου απογοητευτεί η Ανθούλα!
Και γιατί να απογοητευτεί σε παρακαλώ; Εδώ παντρεύονταν σαρανταπεντάρες, κι αυτή που ’τανε μόλις σαράντα; Α!
Σαράντα δυο ήταν, αλλά τα χαρτιά στη Δημαρχεία για σαράντα την κάνανε, έτσι τη δήλωσαν τότε και καθόλου τούτο δεν τη στεναχωρούσε. Εξάλλου διατηρείται ακμαία. Μόνο να∙ ο λαιμός της τελευταία πάει να κρεμάσει κάτι προγούλια και τα πόδια της παραχοντρύνανε λιγάκι απ’ το φλεβίτη, κατά τ’ άλλα μια χαρά. Είχε και τα προικιά της που θα τα ζήλευε αρχοντοπούλα. Τόσα χρόνια δεν σήκωνε από το κέντημα κεφάλι, άσε η μάνα της. Πρώτη τεχνίτρα του αργαλειού. Μόνο με τ’ ασπρόρουχά της κοίμιζε ολάκερο χωριό. Μήτε και τ’ όνομά της ακούστηκε ποτέ στο παραμικρό. Λύσσαξε κείνη η γλωσοκοπάνα η φθονερή, η Ευτυμία, μα τίποτα δεν κατάφερε. Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Τόσα χρόνια αν κι ορφανή, χωρίς προστασία, στάθηκε βράχος. Καθαρή σαν το αυγό, κορίτσι του σπιτιού και της εκκλησίας!
Ανηφόριζε τα σκαλιά του άϊ-Νικόλα και μπροστά στην αυλόπορτα του Νάκη του Λαμπρούλια σταμάτησε, λαχανιασμένη, να καμαρώσει τις ντάλιες και τις ορτανσίες αλλά και να ξεκουράσει τα πόδια της, τα παραμορφωμένα από τον φλεβίτη. Μόλις μπήκε στην εκκλησία, ο παπάς είχε ξεκινήσει το τρισάγιο για το διάβασμα υπέρ αναπαύσεως μπροστά στον Σταυρωμένο.
Το κουβούκλιο του Επιταφίου καλοστολισμένο, όλο γαρύφαλλο, τριαντάφυλλο και βιολέτα, πάνω στην εξέδρα του με αψίδες από φοίνικες γύρω, ήταν παραδομένο στον θαυμασμό των γυναικών από τα στασίδια.
«Βοήθειά τους κεινώνε που τόνε φκιάσανε» μουρμούριζαν μεταξύ τους και δεν χόρταιναν να τον καμαρώνουν, «γεια στα χέρια τους». Να ’χανε άραγε καλύτερο οι αϊ-χαραλαμπίτες; Α, μπα! Κάθε χρόνο τους τρώγανε αυτοί. Το ’χε, παιδί μου, η ενορία τους να είναι νοικοκυρεμένοι και με γούστο.
Έβαλε το κερί της η Ανθή, λαμπάδα ταληρίσια μάλιστα κι ασπάστηκε τον Σταυρωμένο αφήνοντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη βάση του Σταυρού, κατόπιν έδωσε το χαρτάκι με τους πεθαμένους στη Βανθία του Σουλελέ που κράταγε το καλαθάκι κι έδινε ένα ένα στον παπά να τα διαβάζει υπέρ αναπαύσεως. Κι αφού έριξε το δίφραγκό της στον δίσκο που κράταγε η Φροσύνη η νεοκώρυσα, το έριξε μάλιστα κρυφά, να μην φανεί γιατί έβλεπε όλο τάλιρα και δεκάρικα στο δίσκο, τράβηξε για το στασίδι της μάνας της.
Σαν τέλειωσε το τρισάγιο κι η Φροσύνη έμπασε στο ιερό το δίσκο γιομάτο τάληρα, δεκάρικα και στο βάθος κάτι λίγα πενηντάρια, ο παπα-Αντρέας διάβασε το Ευαγγέλιο της Αποκαθήλωσης «και λαβών ο Ιωσήφ το Σώμα ενετύλιξεν αυτώ σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτώ εν τω καινώ μνημείω». Τότε, μ’ ένα μακρόσυρτο «Δόξα σοι Κύριε, δόξα Σοι» του Γιώργη του Κοκόλα, κατέβηκε από την Ωραία Πύλη με την πένθιμη μωβ στολή του, δώρο του Δεσπότη Δαμασκηνού κι ήρθε θυμιατίζοντας μπροστά στον Σταυρωμένο, τον παραφορτωμένο με στεφάνια και περιτριγυρισμένο από καντήλια, λιβάνι και αρώματα. Για την Αποκαθήλωση.
Έτρεξε τότε κι η Ανθούλα της χήρας της Νταΐνας με το σεντόνι όλο δαντέλα ξεδιπλωμένο, να δούνε την τέχνη της οι ενορίτισσες, να τυλίξει με αυτό τον Σταυρωμένο την ώρα που ο παπα-Αντρέας ως ο Ευσχήμων Ιωσήφ Τον κατέβαζε από τον Σταυρό. Κατόπιν γονάτισε σε μετάνοια με το κεφάλι στην ψάθα, πάνω από τις πλάκες, παρακαλώντας για την τύχη της, μέχρι που ο παπάς με το Σώμα στον ώμο αργά-αργά χάθηκε στο βάθος του ιερού κάτω από τα μάτια των πιστών και τα σταυροκοπήματα.
Η ακολουθία συνεχιζόταν, σε λίγο ο Θεάνθρωπος κατέβαινε «εν τω καινώ αυτού μνημείω». Η πομπή φάνηκε στα σκαλιά της βόρειας πύλης.
Ο Άλκης του Μπλέσσα και ο Σάκης του Ρούση, του επίτροπου, μπροστά με τα εξαπτέρυγα. Ο Νίκος ο Σπυράκης με τον Γιώργη τον Κοκόλα ακολουθούσαν ψέλνοντας «Ότε εν τω τάφω τω καινώ υπέρ του παντός κατετέθης, ο λυτρωτής του παντός…» Ο Δημητράκης του παπά με λευκή μακριά ποδιά και πένθιμες λωρίδες-ωράρια σταυρωτά στους ώμους, καμαρωτός θυμιάτιζε την πομπή. Ο Κωνσταντής ο Τσουκάλας, ο επίτροπος, άνοιγε δρόμο μεριάζοντας καρέκλες και γυναικόπαιδα.
Η απεικόνιση της ταφής με το Σώμα του Χριστού χρυσοκεντημένο σε κόκκινο βελούδο, έβγαινε τώρα στο τέλος της πομπής από τη βόρεια πύλη κι αφού έκανε τρεις γύρους στην εκκλησία, τοποθετήθηκε στο κουβούκλιο του Επιταφίου.
Η Φροσύνη η νεοκώρυσα έδενε ακόμα γύρω φιόγκους τις λευκές κορδέλες κάτω από τις ψαλμωδίες του Γιώργη του Κοκόλα «Σε, τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον» και τις οδηγίες της κυρα-Ευτέρπης του Κόκκινου, όταν οι γυναίκες ξεκίνησαν να προσκυνούν και τα παιδιά να μπουσουλάνε σταυρωτά κάτω από τον Επιτάφιο.
«Ταις μυροφόροις γυναιξί παρά το μνήμα επιστάς ο άγγελος εβόα…»
Ο παπα-Αντρέας υπενθύμισε τότε ότι τα ροδοπέταλα πάνω στο Σώμα του Χριστού δεν ήσαν ακόμα διαβασμένα κι έτσι δεν είχε νόημα να τα παίρνουν για φυλαχτό. Κατσάδιασε μάλιστα τη Βγενιά που γέμισε το πορτοφόλι της, τα ήθελε φάρμακο στα αρθριτικά της. Κι ο Κωνσταντής έβγαλε έξω από το αυτί την Ευταλίτσα του Γανωματή που βρέθηκε με τις χούφτες γιομάτες, έδωκε μάλιστα και κάτι σκαμπίλια στα παιδιά που, κοτζάμ μαντράχαλοι μπουσούλιζαν κάτω από τον Επιτάφιο και ξέστρωσαν τα απλαδόφυλλα της εξέδρας.
Παρ’ όλα αυτά η Ανθή της χήρας της Νταΐνας έκρυψε βαθειά στον κόρφο της δυο ροζ ροδοπέταλα που πήρε κρυφά με το στόμα σαν ασπάστηκε. Τα ήθελε πάντα κοντά της.
-Βοήθειά σου να ’ναι, Ανθούλα, στις χαρές σου ογλήγορα! Να δώκει ο μεγαλοδύναμος να ταχτοποιγηθείς και συ τσουπούλα μου, μ’ ένανε καλό λεβέντη. Καιρός είναι, δεν περάσανε δα και τα χρόνια. Δεν βλέπεις της Καλλιόπη του Κατσάνη, που είναι μεγαλύτερή σου και κοκοτεύεται, που να της έρθει αξαφνιά, η παλιοσταφίδα. Όχι εσύ, κορίτσι πράμα…
Με τέτοια γλυκοχαιρετούρα η Μαργαρίτα του Μπαλωματή ζύγωσε την Ανθή, πιάνοντάς την αγκαζέ στα σκαλιά της εκκλησίας μπροστά στην πόρτα της Ουρανίας του Οικονόμου.
Κατηφορίζανε το καλντερίμι και τα λέγανε. Και τι δεν είχαν να πούνε!
Συνομήλικες, η Μαργαρίτα ήταν πεντ’-έξι χρόνια μικρότερη μα έλεγε πως ήσαν συνομήλικες έτσι, να μην κακοκαρδίζει την Ανθή, και γειτόνισσες τότε που ανύπαντρη έμενε ακόμα στο πατρικό της. Μαζί κεντάγανε, κάθονταν τα βράδια στα πεζούλια περιμένοντας να δούνε το αστέρι να πέφτει μπας και προλάβουν την ευχή και κοκκινίζανε σαν τους μίλαγαν για την παντρειά οι γερόντισσες.
Είπαν για τα λαμπριάτικα κουλούρια που της έγιναν υπέροχα της Ανθής, αλλά και για τον καυγά που είχε με τη Γανωματίνα η μάνα της, μιας κι ήθελε σώνει και καλά, η ρίχτισσα, να αρπάξει την κλωσσοφωλιά που βρέθηκε στον αχυρώνα της Νταΐνας κι έλεγε πως η κότα η γδυμολαίμα που τα κλώσσησε ήτανε δική της και την αναζήταγε καιρό τώρα, από τον Τρυγητή.
Α, όλα κι όλα. Τέτοια καμώματα δεν τα σήκωνε η Νταΐνα. Να την ειπεί κλέφτρα η Γανωματίνα, η πατσαβούρα; Θέ μου και συχώρεσέ με, αλλά ήτανε πράμα ανήκουστο. Να τήνε βάνει ίσα κι όμοια με τα μούτρα της, η παλιοβρόμα; Τόσα χρόνια δεν ανέχτηκε κουβέντες από κανένανε και ήρθε τώρα η παλιοπεινάλα, η γλωσσού, να την ειπεί απλωχέρα;
Δεν άργησε να την αρπάξει από το μαλλί το άπλυτο, να σηκωθεί η γειτονιά στο πόδι και να τρομάξει η Ανθή να τις χωρίσει. Τέτοια ταραχή!
Συγχύστηκε χρονιάρες μέρες. Και κείνος ο φλεβίτης τελευταία παράγινε. Ήθελε, λέει, ανάπαυση μα πού να σταθεί με τόσες δουλειές. Είχε και τη μάνα της από την άλλη να την τρώγεται για την παντρειά. Θα πήγαινε, της έλεγε, με το δικό της το μαράζι. Αλλά τι να ’κανε κι αυτή; Μήπως πέρναγε απ’ το δικό της χέρι; Τώρα πια δεν έφτανε να θέλει μονάχα η Ανθή. Τελευταία πάψανε και τα προξενιά. Πάνε δυο χρόνια που δρασκέλισε τελευταία φορά την πόρτα τους η Αλισάβω η προξενήτρα.
Αλλά μπορούσε να ξεπέσει τόσο, κορίτσι πράμα; Παραγινωμένο βέβαια, κορίτσι πάντως κι από σόϊ μάλιστα, στους χήρους και τους σακάτηδες, κάτι χαμένα κορμιά, που της προξένευε η Αλισάβω; Α, μπα. Κράτησε τη θέση της σαν νοικοκυροκοπέλα και το μόνο που κατάφερε ήταν να μείνει γεροντοκόριτσο.
Κατηφόριζαν το καλντερίμι κουβεντιάζοντας για τις δουλειές του σπιτιού που ήσαν παραφορτωμένες τούτες τις μέρες. Και της έλεγε η Μαργαρίτα για τους ξένους που της κουβαλήθηκαν και την αναστάτωση που φέρανε στο σπίτι της.
Τον κουνιάδο της το Σωτήρη με τη φαμίλια του, τέσσερα μπαστάρδικα, Θέ μου και συγχώρεσέ με, λες και δεν έφταναν τα δικά της, και τη γυναίκα του, μια φώκια ανοικοκύρευτη που δεν έριχνε νερό να πιεί στο ποτήρι και που προχθές Μεγάλη Τετάρτη ανήμερα ήθελε, η αντίχριστη να της βγάλει, λέει, παστό από τη λαΐνα, να φάει τον περίδρομο.
Πώς δεν έπεσε φωτιά να τους κάψει και που το είπε μοναχά!
Είδε κι έπαθε η Μαργαρίτα να συγκρατήσει την πεθερά της τη Μπαλωματού που θέλησε να της βγάλει τα μαλλιά λοΐδα-λοΐδα. να την πετάξει όξω από το σπίτι, τη Γεζουΐτισσα. Τάχα λέγαν πως ζούνε και στην Αθήνα, τα ζωντανά. Να∙ στην εκκλησία δεν πάτησε σήμερα, ακόμα κοιμάται. Παρά ίσα να βγάνει τα φρύδια με ένα τσιμπίδι ήξερε και να μπογιατίζει τα χείλια της που ήσαν σαν της γαϊδούρας, Θέ μου και συγχώρεσέ με!
Πού το βρήκε ο Σωτήρης τέτοιο πρόστυχο θηλυκό, δεν μπόρεσε η Μαργαρίτα να καταλάβει. Κι ύστερα σου λένε Αθήνα. Πφ!
Α, ξέχασε. Είχανε κι έναν λεγάμενο κοντά τους καλέ, Προϊστάμενος του Σωτήρη, σοβαρός και πολύ καθώς πρέπει. Κύριος με τα όλα του και «με θέση στο πουρυγείο περικαλώ», το ξεκαθάριζε στις συστάσεις ο Σωτήρης.
Μόνο που ήτανε ζωντοχήρος ο καψερός, γιατί δεν επέτρεπε στη γυναίκα του, μια τσούγδω από κείνες τις τσιγαρούδες τις ξεδιάντροπες, να ξενοκοιτάει και να… «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. Μα η λεγάμενη το είχε στο αίμα της, ώσπου αναγκάστηκε ο άνθρωπος να την ξαποστείλει, την ξετσίπωτη. Ευτυχώς χωρίς παιδιά. Τι να ειπείς… Σόδομα και Γόμορα, έλεγε η Μαργαρίτα κι όλο κοντοστεκότανε για να κρατήσει λιγάκι ακόμα η κουβέντα πριν αποχωριστούν. Γι αυτό θα ρίξει φωτιά να μας κάψει, κούναγε το κεφάλι κι έκανε τς τς τς.
Ήξερε η Ανθή αν την αγάπαγε η Μαργαρίτα κι αν ήθελε το καλύτερο, μα με όλο το θάρρος της έλεγε τώρα πως δεν θα ήταν άσχημο να την σκεφτεί την περίπτωση, μιας κι ο άνθρωπος εξ επί τούτου ήρθε στο χωριό κι ας λέγανε τάχα για το κοκορέτσι και τη μαγειρίτσα της πεθεράς της. Να βρει ένα καλό και ηθικό κορίτσι, προπάντων ηθικό. Αμέσως στο μυαλό της την Ανθούλα έβαλε, ότι αυτή του ταίριαγε κι ότι αυτηνής της άξιζε τέτοια τύχη χρυσή. Μ’ όλο το θάρρος δηλαδή. Ηλικία, ομορφάδες και προίκα δεν τόνε νοιάζανε. Είχε κείνος. Έτσι κι έδενε το προξενιό, χρυσή θα την έντυνε. Φτάνει να το κουβέντιαζε με τη μάνα της και να της λέγανε το βράδυ στον Επιτάφιο. Μόνο που να… δεν ήτανε κανένας κούκλος, μήτε και παιδαρέλι. Αλλά τι την έμελλε τούτο, άμα υπάρχει η καλή καρδιά, η ηθικότη και το χρήμα! Προπάντων η ηθικότη, γιατί ο άνθρωπος από μακριά φαινότανε μάλαμα.
Θα το σκεφτότανε το πράμα η Ανθή, θα το κουβέντιαζε με τη μάνα της, θα παίρνανε και τη γνώμη των μπαρμπάδων της μιας και δεν είχε πατέρα.
Το βράδυ, εκεί που έσμιγαν οι Επιτάφιοι των δυο ενοριών στην πλατεία και αλληλοασπάζονταν σταυρωτά οι παπάδες, πηγαίνοντας η πομπή προς τον άγνωστο στρατιώτη στο σιδηροδρομικό σταθμό και ο κόσμος ακολουθούσε συγκρίνοντας τους Επιτάφιους όπως προχώραγαν αργά πάνω στους ώμους των παλληκαριών, ενώ τα παιδιά μπροστά με λαμπάδες ψέλνανε το «Η Ζωή εν τάφω» κι οι νοικοκυρές με διάπλατα πορτοπαράθυρα θυμιατίζανε τον «εν νεκροίς λογισθέντα», η Ανθή με τη μάνα της τη Νταΐνα ψάχνανε μέσα στο ανθρωπομάνι να βρούνε τη Μαργαρίτα του Μπαλωματή.
Χαμηλά στον σταθμό, την ώρα που αποχωρίζονταν οι Επιτάφιοι με τη δέηση «υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων» να επιστρέψουν στις ενορίες για την απόλυση, πήρε το μάτι της Νταΐνας τη Μαργαρίτα. Μια κλωσσοφωλιά παιδιά γύρω, δικά της και του κουνιάδου της, την τραβολογούσαν από χέρια, πόδια και φουστάνι. Και παραπίσω η πεθερά της η Μπαλωματού να τραβολογάει αγκαζέ τη νύφη της τη τζαναμπέτισσα.
Σμίξανε χαμηλά στον καρταλέϊκο δρόμο, μπροστά στο εικονοστάσι του αϊ-Πεντελέημονα, εκεί που η Γαληνιά του Ευγένη είχε στρωμένο κιλίμι να σταματήσει η πομπή για
δέηση.
Κι εκεί, ανάμεσα στα βαρελότα και τους αυτοσχέδιους δυναμίτες, το μοσχολίβανο και τη βραχνιασμένη πια φωνή του παπα-Αντρέα, που είχε πιάσει ψηλά το «Άξιον εστί» και δεινοπάθησε να το βγάλει πέρα, απαντήθηκε η Νταΐνα κι η θυγατέρα της με την Μαργαρίτα του Μπαλωματή, την πεθερά της, τη συννυφάδα της κι ένα μελίσσι παιδιά γύρω.
Αφού χαιρετήθηκαν κι ευχήθηκαν η ώρα η καλή και καλά στερεώματα, γιατί μάνα και κόρη είπανε μ’ ένα στόμα πως είχαν αποφασίσει να δεχτούν κι ας μην είδαν ακόμα το γαμπρό, η Νταΐνα σταυροκοπιόταν κρυφά σουφρώνοντας το στόμα και λοξοκοίταζε τη νύφη της Μπαλωματούς.
-Που να της έρθει αξαφνιά, μουρμούριζε. Τι μπογιάτισμα είναι τούτο που ’χει καμωμένο, η νεραϊδοπαρμένη…
Τέλος χωρίς κουβέντες πολλές καταλήξανε πως και φέτος ο δικός τους Επιτάφιος ήταν καλύτερος και πήραν ν’ ακολουθήσουν την πομπή που ανέβαινε για την απόλυση. Καθώς ανηφόριζαν ψέλνοντας «Αι γενεαί πάσαι», φτάνοντας στη στροφή του Θεουλάκη μπροστά στης Κουτσολεϊμονιάς, ο πρωτότοκος της Μαργαρίτας, ο Βασίλης, ήρθε κλαμένος κι αναψοκοκκινισμένος να κρυφτεί κάτω από τη φούστα της μάνας του. Τον μάλωσε ο επίτροπος και του τράβηξε δυνατά το αυτί γιατί έτρεχε βάζοντας τρικλοποδιές στα κορίτσια που ψέλνανε τα Ευλογητάρια κι έδωσε μια με τη λαμπάδα στο κεφάλι του Δημητράκη του παπά που πήγαινε καμαρωτός θυμιατίζοντας ντυμένος στα λευκά κι έβαλε τα κλάματα.
Α, μα το ’χανε παρακάμει και οι πιτρόποι! Παιδιά είναι, μούρλιες θα κάμουνε. Απόψε κιόλας θα του έκανε την παρατήρηση η Μαργαρίτα. Θα το έλεγε μάλιστα και του παπά, να ξέρει ποιους διορίζει στην εκκλησία.
Είχανε φτάσει στα σκαλιά του αϊ-Νικόλα και πέρναγαν μέσα σκυφτοί κάτω από τον Επιτάφιο που καμάρωνε στους ώμους των παλικαριών. Στην πόρτα περίμενε η Φροσύνη η νεοκώρυσα που είχε βγάλει εν τω μεταξύ από τους θρόνους των εικόνων, τις πόρτες και τους πολυελαίους τις πένθιμες κορδέλες, είχε ξεστρώσει τα υφαντά προετοιμάζοντας την εκκλησία για την Ανάσταση, μην της τα κάνουν χάλια με τα λαμπροκέρια.
Μετά τις προφητείες ο παπα-Αντρέας διάβασε, κατάκοπος, το Ευαγγέλιο και στο «…σφραγίσαντες το τάφον, σφαλίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας» τερέτισε καθώς συνήθιζε την κατάληξη κι ύστερα με την απόλυση ευχήθηκε «καλή αυριανή και καλή Ανάσταση», ενώ οι γυναίκες μαλώνανε με τον Αντρέα της Φροσύνης γιατί δεν άφηνε να μαδάνε τα λουλούδια του Επιτάφιου μπας και του χαλάσουν τα λαμπάκια.
-Πού ακούστηκε και τούτο πάλε να μην πάρουμε λελούδι για το ’κόνισμα… Κουρούνα ’γω! Και πώς θα διώχνουμε τ’ αερικά απ’ το σπίτι, αναρωτιόταν η Ξανθή η Τσοκαλιάραινα.
Τα παιδιά μπουσούλιζαν ακόμα κάτω από τον Επιτάφιο, ενώ ο Νίκος ο Σπυράκης από το δεξί ανάλογιο κατέληγε βροντωδώς με το «Ο συνέχων τα πέρατα».
***
-Τι να σου ειπώ, κουμπάρα μου, τι να σου ειπώ! Διπλή Λαμπρή για μας η φετινή! Κι η Ανθούλα μου άλλος άθρωπος από τα ψες. Κι ελόγου μου δηλαδή δεν πααίνω πίσω… Ξανάνοιωσα, μήτε πόνοι στους κόμπους, τίποτα. Τόσα χρόνια μοναχές μας σαν τους κούκους, φέτος θα κάμουμε Λαμπρή σαν αθρώποι! Τα ’χω χαμένα η δόλια, δεν ηξέρω τι να ειπώ, τέτοια χαρά! Κι αρχοντάθρωπος, χρυσή καρδιά! Το απόγιομα θα ’ρθουνε να τα τελειώσουμε και ’πίσημα, να δώκουμε λόγο. Δεν ηξέρω τι να πρωτοτοιμάσω, η Ανθή μου μέσα φκιάνει τα μπικουτιά της μετά από χρόνια. Άστα, άστα, ποιος το περίμενε.
Διπλή Λαμπρή!
Τούτα έλεγε και ξανάλεγε η χήρα η Νταΐνα μπαινοβγαίνοντας από την κουζίνα στην ξύλινη ταράτσα με την μπουγαρινιά και την αρμπαρόριζα. Τα έλεγε στις γειτόνισσες που την γλυκοχαιρέταγαν για τα καλορίζικα, ξαφνιασμένες. Πρωΐ του Μεγάλου Σαββάτου κι εκείνη τίναζε απλαδόφυλλα, ξεσκόνιζε κι έψηνε γλυκό χωρίς την τσεμπέρα που τη βάραινε τόσα χρόνια και με καλοχτενισμένο κότσο τα κάτασπρα μαλλιά, όλα με μια ενεργητικότητα θαυμαστή. Χήρα, μαραζωμένη τριάντα χρόνια, σήμερα οι ανησυχίες για το αδύνατό της έπαιρναν το καλύτερο τέλος. Εδώ της ήρθε να πιάσει ένα τραγούδι, αλλά κρατήθηκε, ώρες ήταν να την περιγελάσουν, οι λάμιες οι φτονερές.
Χθες αργά το βράδυ, καθώς γύριζαν σπίτι μετά την απόλυση, τους τον γνώρισε ο Σωτήρης, ο κουνιάδος της Μαργαρίτας. Απέξω από το μαγαζί του Γερολύγκου.
Λεβεντάνθρωπος! Και πώς κοκκίνισε η Ανθή της μόλις άπλωσε το χέρι! Αυτό θα ειπεί κορίτσι κι όχι τα σημερινά που… μα τέτοια μέρα δεν θα άνοιγε το στόμα της. Αλλά και ποιος τη μεγάλωνε, λαμπάδα αναμμένη στάθηκε η μάνα της. Κι αφράτη- αφράτη παρά τα χρονάκια της, σαν τη φαρφουρένια κούπα την είχε φυλαγμένη τόσα χρόνια. Ε, τώρα Θεέ μου δεν ήθελε τίποτα άλλο η Νταΐνα. Ας πέθαινε.
Κι όταν χτύπησε η καμπάνα στην πρωϊνή λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου την ώρα της πρώτης Ανάστασης, πετάχτηκε η χήρα η Νταΐνα με φούρια στην ταράτσα με τη μπουγαρινιά και την αρμπαρόριζα πού ήσαν τούτον τον καιρό ολάνθιστες. Άρπαξε την στάμνα που καμάρωνε πάνω στο τελάρο βουλωμένη με κουκουνάρι, μια απότομη της έδωκε χωρίς δισταγμό και την πέταξε να γίνει χίλια κομμάτια, αναφωνώντας τώρα όχι όπως άλλοτε «Στην πομπή των Ιουδαίων», παρά «Στη γλωσσοφαγιά του κόσμου»!
Το διήγημα «Λαμπρή απρόσμενη» γράφτηκε το 1981 και συμπεριελήφθη στη συλλογή διηγημάτων «Το Συγκέσιο» που κυκλοφόρησε το 1995 από τις εκδόσεις «ΦΥΛΛΑ».
Το διήγημα αυτό είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ. Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» και «Χάρτινα φιλιά».
Δημήτρης Χίλιος
Σπετσών 110
T.K. 113-62
210 8812035
210 7235937-8
6972186486
[email protected]
Τα δικαιώματα του διηγήματος αυτού, ανήκουν στον κ. Δημήτρη Χίλιο. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993, διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).