Το κείμενο αυτό για τον Κώστα Καρυωτάκη είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» & «Χάρτινα φιλιά».
ΑΝ Η ΛΕΞΗ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ δεν είχε τόσο φθαρεί και χάσει το νόημά της, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν πρωτότυπος.
Τρανή απόδειξη τούτου αποτελεί τ’ ότι, παρά τη σχετική πενία του λεξιλογίου καθώς επίσης και την μονοτονία των θεμάτων αλλά και του ύφους του, κατάφερε ν’ αποτελέσει το πρότυπο για τους νέους μιας εποχής και ν’ απασχολήσει την ελληνική γραμματολογία, τουλάχιστον όσο ο Παλαμάς, ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης.
Αμέτρητα τα μελετήματα και οι διατριβές που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν μετά τον «εντυπωσιακό» θάνατό του. Ο Κώστας Καρυωτάκης με τον τρόπο της ζωής και της γραφής του, δημιούργησε Σχολή στην Ελληνική Λογοτεχνία. Απέκτησε αμέτρητους μαθητές και μιμητές –κακούς κατά το πλείστον μιμητές– του τρόπου που ο ίδιος έβλεπε τη ζωή και τις αξίες της, καθώς και του ανάλογου ύφους του στο γράψιμο. Ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα, πολλές δεκαετίες από το θάνατό του, ένα μεγάλο ανεξάντλητο θέμα στα ελληνικά γράμματα.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896 και αυτοκτόνησε το 1928 στην Πρέβεζα, Τη θλιβερότερη επαρχία του θλιβερότερου τόπου του κόσμου που είναι η Ελλάς…
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στα Χανιά το 1913, μπαίνει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας για να αποφοιτήσει το 1917 και να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή, την οποία όμως δεν τελειώνει ποτέ. Το 1920 ξεκινά την υπαλληλική του καριέρα, αυτήν που θα καταντήσει ο Γολγοθάς του. Οι μεταθέσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Μια μετάταξη στο Υπουργείο Προνοίας και μια διένεξη με τον τότε υπουργό, φέρνει τη μοιραία μετάθεση στην Πρέβεζα.
Αυτή είναι για κείνον, τον μελαγχολικό, τον πεσιμιστή, τον ανικανοποίητο, τον σκεπτικιστή, τον ερμητικά κλεισμένο στον εαυτό του, τον εγωκεντρικό, τον μισάνθρωπο τέλος, αυτή η μετάθεση στην Πρέβεζα, όπου «όλα είναι θάνατος», είναι και η χαριστική βολή. Αρκεί μια βόλτα σ’ έναν ελαιώνα της πόλης και…
έσυρε για τελευταία φορά τα βήματά του…
Εκεί, κοντά στην παραλία, χωρίς να ρωτήσει «αν θα ήταν τρέλα τάχα ή λάθος», έφτασε μια πιστολιά για να τελειώσουν όλα. Και για να δύσει οριστικά «ο ήλιος που για πάντα θέλει δύσει»…
ΤΟ 1912 Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, μόλις 16 χρόνων, βραβεύεται από κάποιο νεανικό περιοδικό της εποχής. Το 1918 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», που πέρασε απαρατήρητη. Ακολούθησαν τα «Νηπενθή» και τέλος, το 1927, η τελευταία συλλογή του «Ελεγεία και σάτυρες», που, αντίθετα με τις δυο προηγούμενες, εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς.
Σ’ έναν χρόνο ήρθε το τραγικό τέλος του ποιητή και μαζί το ξεκίνημα μιας ατέρμονης συζήτησης γύρω από τη ζωή και το έργο του.
Τότε γεννιέται το ρεύμα του καρυωτακισμού.
ΟΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΖΟΝΤΕΣ παρουσίασαν μια τάση μέχρι μανίας να βαδίσουν επί τα ίχνη του. Άλλωστε και το κλίμα των ημερών συνέβαλε σε τούτο τα μέγιστα. Νωπός ακόμη ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ακόμη πιο νωπή η Μικρασιατική καταστροφή με έντονες τις μνήμες των ξεριζωμένων, νωπό επίσης και το αίμα τόσων αθώων. Πώς να αισιοδοξούν λοιπόν οι νέοι!
Οι κοινωνικές συνθήκες ευνοούν την πεσιμιστική στάση και διάθεση, δυναμώνουν τις τάσεις φυγής από μια πραγματικότητα ασφυκτική. Ανάλογος αέρας ταλανίζει ολόκληρη την πνευματική κίνηση της εποχής.
Ο Κώστας Καρυωτάκης έζησε σε εποχή παρακμής. Παρακμή που κυριάρχησε σε όλες τις πνευματικές εκδηλώσεις του καιρού του. Ανίκανος να προσαρμοστεί στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και στα καινούργια πράγματα, στράφηκε στην άρνηση του περιβάλλοντός του. Ανίκανος να ζήσει και να χαρεί τη ζωή, στράφηκε στο θάνατο.
Δεν διέκρινε τον περιστασιακό για τις μέρες του και προσωρινό χαρακτήρα της κρίσης. Δεν είδε μέσα από την αποσύνθεση τα στοιχεία της καινούργιας δημιουργίας. Πήρε το σχετικό για απόλυτο κι έδωσε στο επίκαιρο μορφή αιώνιου για να φθάσει στην αμφισβήτηση, ή, μάλλον, στην άρνηση της ίδιας της ζωής.
Μέσα μου ογκώνονται οι άφραστοι πόνοι…
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, φτωχότατη σε φανταχτερές εξωτερικές εκδηλώσεις όπως άλλων της εποχής του, έδωσε ωστόσο πλούσιο υλικό για ατέρμονες ψυχολογικές μελέτες. Γράφτηκε μάλιστα πως κάποιο ψυχικό τραύμα –άγνωστο ποιο συγκεκριμένα– τον ανάγκασε σε πολύ μικρή ηλικία να κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του μέχρι το τέλος. Χωρίς να είναι σωματικά λειψός, ούτε φιλάσθενος, δεν επέδειξε ποτέ τη ζωηρότητα και την ενεργητικότητα των παιδιών της ηλικίας του.
Η σιωπή του και η διαφορά του από τους συνομηλίκους του ήταν τόσο φανερή κι έκανε τόση και τέτοια εντύπωση που οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν «γέρο». Η συμπεριφορά τους, αν και τον πλήγωνε, δεν τον κάνει να αντιδράσει ποτέ με οποιονδήποτε τρόπο.
Αργότερα θα γράψει:
τα χρόνια που περάσανε, μ’ αφήσαν
παράξενο παιδάκι, γερασμένο.
Η αυτοκτονία του δεν ήταν διάβημα απονενοημένο, μήτε ήταν υποταγή στην παρόρμηση της στιγμής. Ήταν μια απόλυτα συνειδητή ενέργεια με τις συνέπειές της προϋπολογισμένες.
Με την πράξη του αυτή ο Καρυωτάκης απάγγειλε την καταδίκη του κόσμου που τον μεγάλωσε, τον άνδρωσε και τον διαμόρφωσε.
«Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωής τους…», έγραφε λίγες στιγμές πριν.
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, o Κώστας Καρυωτάκης έφτασε εκεί που οι προγενέστεροι φοβήθηκαν να φθάσουν. Έκανε την αμφιβολία άρνηση και τη μελαγχολία αναζήτηση του θανάτου, δίνοντας έτσι μια τρανταχτή δόνηση στα μοτίβα που από χρόνια κυριαρχούσαν στη νεοελληνική ποίηση. Και όλα χωρίς ποτέ να νοιώσει την ανάγκη ν’ αναφερθεί στις αιτίες της απαισιοδοξίας του, μήτε καν να αμυνθεί. Παρά αφήνεται ολοκληρωτικά σ’ αυτήν και μένει μετέωρος χωρίς ν’ αφήνει στο βάθος του έργου του να διαφαίνεται ίχνος ελπίδας και απολύτρωσης.
Εδώ εντοπίζεται και η μεγάλη διαφορά του έργου του από εκείνο του Καβάφη. Εκεί την παρακμή δεν την μαντεύει απλώς ο αναγνώστης, αλλά την ζει. Έχει σχήμα, χρώμα, διαστάσεις.
Μελετώντας και τις τρεις συλλογές του ποιητή, διαπιστώνει κανείς πως από το έργο του Καρυωτάκη συνολικά λείπει η φαντασία. Οι εικόνες και τα εκφραστικά μέσα δεν ανανεώνονται. Κινούμενος συνεχώς μέσα σε κλίμα έντονης ανησυχίας, χρησιμοποιεί μονίμως ως αντικείμενα τον εαυτό του και τη θλίψη του. Και όλα αγνοώντας το μέλλον.
Ζει και εκφράζεται πάντα στο σήμερα και για το σήμερα. Τα πρόσωπα και οι χώροι στο έργο του σκιαγραφούνται. Από τις ζωγραφιές των γραπτών του λείπουν οι δυνατές και σταθερές γραμμές όπως και η υποψία χρώματος. Και τούτο γιατί η φύση και η ζωή, στην τεράστια ποικιλία και στην πλατιά τους έννοια, έμειναν γι’ αυτόν κόσμος ολότελα άγνωστος. Τα πάντα μέσα στο έργο του βρίσκονται σε μια συνεχή ροή και διακύμανση, κινούμενα μεταξύ συγκεκριμένου και αφηρημένου, μεταξύ υπαρκτού και ανύπαρκτου. Αποτυπώνεται έτσι η αποσύνθεση του εσωτερικού κόσμου του ίδιου του δημιουργού. Ο περιορισμένος κύκλος των θεμάτων επιφέρει και τη σχετική πενία του λεξιλογίου του. Επανερχόμενος καθημερινά στις ίδιες καταστάσεις, χρησιμοποιεί τις ίδιες πάντα λέξεις, διαφοροποιώντας τες μόνο ως προς το βαθμό της οξύτητα που δίνει στις διαθέσεις του, προσδίδοντας κάθε φορά διαφορετικό βάθος και ένταση στο σκοτάδι της ατμόσφαιρας που κινείται.
Όσον αφορά τώρα τη ζωγραφική αυτής της ατμόσφαιρας –της δικής του ατμόσφαιρας– ο Καρυωτάκης αναδεικνύεται σε δεξιοτέχνη. Στις καθημερινές και τετριμμένες λέξεις δίνει μια εντελώς καινούργια διάσταση. Τις προεκτείνει ως προς τη σημασία τους και, ταιριάζοντάς τες ανάλογα, τις δυναμιτίζει δημιουργώντας συνδυασμούς εννοιών που, ακόμα και αν δεν κατανοούνται πλήρως, υποβάλλουν και καθηλώνουν τον αναγνώστη, ακόμα και όταν πρόκειται για άναρθρες κραυγές και μόνον. Κι όταν –μέσα από τις ασάφειες και τα δυσνόητα σχήματα– αδυνατεί να συλλάβει τη λογική υπόσταση των λεγομένων του, διαισθάνεται το νόημά τους.
Η ωμή ειλικρίνεια του Κώστα Καρυωτάκη –ειλικρίνεια που συχνά φτάνει μέχρι του ξεγυμνώματος του ίδιου του εαυτού, της ψυχής του της ίδιας– είναι το καινούργιο στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης που μέχρι τότε διαπνεόταν από ωραιοπάθεια, μεγαλοστομία και στόμφο. Με λέξεις απλές, καθημερινές και χιλιοειπωμένες –ταιριασμένες μολοντούτο αριστοτεχνικά μεταξύ τους– μπάζει τον αναγνώστη στο χώρο ενός ανθρώπου πιεζόμενου ασφυκτικά και ανελέητα κάτω από το βάρος της πιο αβάσταχτης θλίψης.
Σε ένα τέτοιο ευρύτερο πλαίσιο εντάσσεται και η χρήση λέξεων της καθαρεύουσας, που συχνά στο έργο του συναντώνται. Τούτο πρέπει να θεωρηθεί κάθε άλλο παρά αδυναμία.
Οι λέξεις και οι φράσεις της καθαρεύουσας, ό,που χρησιμοποιούνται από τον ποιητή, έχουν μια δύναμη υποβολής τέτοια που οι αντίστοιχες της δημοτικής –τις οποίες δεν αγνοεί παρά ταύτα ο δημιουργός– δεν διαθέτουν στο βάθος που εκείνος επιθυμεί. Μα όπου στο έργο του συναντώνται λέξεις και φράσεις καθαρευουσιάνικες, έρχονται για να δυναμώσουν την αίσθηση του φευγαλέου, της αποσύνθεσης και της φθοράς, έννοιες που κατακλύζουν ολόκληρο το έργο του και υποβάλλουν τον αναγνώστη, βάζοντάς τον, εκόντα άκοντα, στον χώρο και τον κόσμο του Κώστα Καρυωτάκη…
Δημήτρης Χίλιος
Σπετσών 110
T.K. 113-62
210 8812035
210 7235937-8
6972186486
[email protected]