Διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα από τα «Χάρτινα Φιλιά», του Δημήτρη Χίλιου, μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να διαβάσω αυτό το βιβλίο. Έτσι λοιπόν ένα Κυριακάτικο πρωινό, πριν λίγες μέρες, κάθισα στην αγαπημένη μου γωνιά του σπιτιού παρέα με τα Χάρτινα φιλιά.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου λάτρεψα την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Μια γλώσσα που ο πλούτος της και ο χειρισμός της συμβάλει στην απόλαυση της ανάγνωσής του. Οι εικόνες που σου δημιουργούνται σε μεταφέρουν στην εποχή στην οποία λαμβάνει χώρα η πλοκή του. Ο συγγραφέας καταφέρνει να σε μεταφέρει στο χώρο δράσης του βιβλίου με περιγραφές άμεσες και εύστοχες. Σε κάνει να νιώθεις πως οι καταστάσεις που σου περιγράφει είναι πραγματικά γεγονότα και όχι δημιουργήματα της φαντασίας του.
Το εκλεπτυσμένο χιούμορ του συγγραφέα περνάει μέσα από την πένα του και σε συντροφεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης των Χάρτινων φιλιών. Εκπληκτικά είναι τα σημεία που μας ξυπνούν μνήμες από καταστάσεις, γεγονότα αλλά ακόμα και προϊόντα των παιδικών μας χρόνων.
Το ταλέντο του συγγραφέα σε κάνει να μην θέλεις να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Μετά την ανάγνωσή του σου έχει δημιουργηθεί η ικανότητα να βλέπεις τα πράγματα από μία επιπλέον οπτική γωνία, αυτήν της Νέλλης Χάρμα, της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου.
Εν κατακλείδι τα Χάρτινα φιλιά είναι ένα υπέροχο βιβλίο που σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε και μέσω αυτού να γνωρίσετε ένα ξεχωριστό είδος γραφής, αυτής του Δημήτρη Χίλιου.
Για την υπόθεση του βιβλίου καθώς και ένα απόσπασμά του μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω, από τον πλέον αρμόδιο για να μιλήσει γι’ αυτό, τον συγγραφέα του Δημήτρη Χίλιο.
Μια γυναίκα – μύθος αποζητά τη μαγεία, παλεύει καθημερινά με τις γύρω καί μέσα της σκιές, με τα φαντάσματα του παρελθόντος και με τους δαίμονες που την κυνηγούν.
Ο μεγάλος καθρέφτης με κεντίδια από γύψο και χρυσομπογιά, εκείνος μονάχα τη συντροφεύει μόλις ξαναντύνεται το κρινολίνο της Νέλλης Χάρμα και μεταμορφώνεται σε πλάσμα ονειρικό. Όπως τότε που θριάμβευε στις θεατρικές σκηνές της επαρχίας.
Φιγούρα ανήσυχη, φευγαλέα, περιδιαβαίνει τη νύχτα ανάμεσα στις σκιές σαν υπνοβάτης, κλέβει τα μυαλά των αντρών της πόλης και τα κρατά στην παλάμη της μέχρι την άλλη πανσέληνο.
Κι όταν κλείνει η αυλαία, αναζητά το είδωλό της πίσω από σύννεφα καπνού και του στέλνει φιλιά. Χάρτινα. Το ξέρει, στο τέλος θα επιστρέψει στις λατρεμένες ηρωΐδες που κρύβονται πίσω από τον οβάλ καθρέφτη του μπουντουάρ, μόνη μαζί τους.
Δε θέλει ρεαλισμό. Μόνο τη μαγεία αποζητά και πνίγεται όσο ζει στερημένη ποιήσεως. Πότε Μπλάνς Ντυμπουά και πότε Στέλλα Βιολάντη, πότε Αρκάντινα και πότε Μαργαρίτα Γκωτιέ, πότε Ιουλιέττα και πότε Φυντανάκι. Ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο. Ένα καναρίνι στην ανοιχτή πόρτα του κλουβιού που άλλο δεν πόθησε παρά να δώσει μια και να πετάξει μακριά, ένα ταξίδι στο ανέφικτο.
Κεραυνοί διασχίζουν το σκοτάδι της σκηνής πριν ανοίξει η αυλαία κι ανάψουν προβολείς πολύχρωμοι. Κλείνει τα μάτια ν’ ακούσει τη σιωπή. Ανασαίνει βαθιά, με το διάφραγμα, τα πόδια της μακραίνουν, τα χέρια, ο λαιμός, κι ο ουρανός σαν να χαμήλωσε. Η Πούλια εκεί αριστερά χαμήλωσε κι αυτή, ο προβολέας τη σημαδεύει κατάστηθα.
Μια ανάσα μετά, ντυμένη το κοστούμι της μάγισσας, βγαίνει στο φεγγαρόφωτο και με το χρυσό ραβδί, αγέρωχη, σημαδεύει τ’ αστέρια. Τότε στήνει γύρω της κόσμους μακρινούς και μαγικούς, κόσμους του ονείρου.
Πόθος μοναδικός. Να πάρει βαθιά αναπνοή με το διάφραγμα και ν’ αποτολμήσει το τεράστιο άλμα από το μισόφωτο της κουΐντας στη σκηνή. Ένα τόσο δα βηματάκι. Από τη σκιά στον κόσμο της μαγείας. Στο παραμύθι.
Να φύγει, να πετάξει μακριά, αυτό λαχταρά. Μέσα από ρόλους ταξιδεύει στο χρόνο, διατρέχει τις εποχές, δρασκελίζει δεκαετίες, αιώνες. Ντύνεται κοστούμια-ρόλους και τους ζει απόλυτα.
Φθάνει ν’ ανοίξει η αυλαία μετά το τρίτο κουδούνισμα και τότε η σκέψη πως τόσα μάτια την παρακολουθούν, την ταξιδεύει μακριά. Και πια μεταμορφώνεται σε πλάσμα αιθέριο, ονειρικό. Τούτο ήταν που εξήπτε τη φαντασία των θεατών. Και τότε, μια βάρκα γίνεται με λευκό πανί που θαλασσοδέρνεται. Πάντα στην πλατεία καιροφυλακτεί ένας άντρας, η σκοτεινή ματιά του. Μια πολυμελής ορχήστρα την παρασύρει με ήχους μαγικούς, λικνίζεται απαλά στο ρυθμό που γεννά η μαγική κίνηση των χεριών του. Ένας περίεργος μαγνητισμός διαχέεται στην ατμόσφαιρα.
Και ξαφνικά της φαίνεται η σκηνή εξαιρετικά στενάχωρη, να μη χωρά τη φόρτιση που δονεί την πρωταγωνίστρια. Μονάχα η απουσία κοινού λιγάκι την πληγώνει, αλλά το σκοτάδι τη βοηθά να παραμυθιαστεί. Ένα σκοτάδι μωβ, όπως εκείνο που περιβάλλει τα όνειρα.
Το Μυθιστόρημα «Χάρτινα Φιλιά» είναι μια περιπλάνηση στα μονοπάτια του ψυχισμού της γυναίκας – όσων τέλος πάντων εκείνη επιτρέπει τη διαρροή – και μαζί μια ζωγραφιά σε κιάρο-σκούρο της ανθρώπινης μοναξιάς και της ανασφάλειας. To κείμενο που ακολουθεί είναι μικρό απόσπασμα.
Hθοποιός του ελαφρού ρεπερτορίου, δήλωνε γιατί τραγωδία δεν είχε παίξει και το έφερε βαρέως. Αυτό στην αρχή της καριέρας της. Αργότερα, μόλις ένας θεατρόφιλος επιχειρηματίας Λαρίσης την πήγε ταξιδάκι αναψυχής μέχρι την Αθήνα κι είδε στο Βασιλικό Θέατρο την Άννα Συνοδινού ως Δυσδαιμόνα, εκεί ταράχτηκε η τάξη του κόσμου μέσα της, ντράπηκε για όσα έκανε μέχρι τότε. Και δεν είχε δει ακόμη την Παξινού.
Επιστρέφοντας απείλησε τον θιασάρχη με αποχώρηση από το σχήμα αν δεν ανέβαζε Οθέλλο. Τι να έκανε ο καημένος, Καπρίτσιο είναι, θα της περάσει, της παλιοπουτάνας, σκέφτηκε – ήταν η βεντέτα του θιάσου – και υπέκυψε στήνοντας μια παράσταση πολυέξοδη γιατί αναγκάστηκε να φέρει σκηνοθέτη κι επιπλέον ηθοποιούς. Με ένα κωμειδύλιο στο δεύτερο μέρος, να μη χάσει τους τακτικούς του, περιόδευσαν τη Θεσσαλία χωριό – χωριό, ύστερα βόρεια Εύβοια και Σποράδες. Από τότε πήρε αμπάριζα κι έπαιξε τους σπουδαίους ρόλους, έκοψε το Του ελαφρού ρεπερτορίου και δήλωνε σκέτα ηθοποιός.
Τού σκοινιού και του παλουκιού, συμπλήρωνε ο ταγματάρχης του Επιτελείου που χειριζόταν το θέμα της αδείας γάμου, κάθε που ολοκλήρωνε την ανάγνωση της νεώτερης παρακλητικής επιστολής του Σεβασμιωτάτου.
Όσο η Νέλλη Χάρμα καταξιωνόταν ως βασικός συντελεστής επιτυχίας, έπαιρνε κατιτίς, δεν δούλευε πια για το ξεροκόμματο. Τώρα είχε οικονομικές αξιώσεις και λόγο στις επιλογές του θιάσου, στην πλάτη της στηριζόταν κατά μεγάλο μέρος η επιτυχία κάθε παραστάσεως.
Οι μικροθεατρώνηδες της υπαίθρου αξίωναν τη συμμετοχή της πριν παραχωρήσουν την αίθουσα, τ’ όνομά της θεωρούνταν εκ των προτέρων εγγύηση επιτυχίας. Κάποιοι από δαύτους είχαν κι άποψη για το ρόλο, την προτιμούσαν πότε Γκόλφω, πότε Στέλλα Βιολάντη, και πώς να τους χαλάσει χατίρι!
Κάθε της ερμηνεία ένα γεγονός. Κι οι τοπικές εφημερίδες δεν παρέλειπαν ένα μονοστηλάκι πολύ εγκωμιαστικό πλάι στη ρεκλάμα Πωλούνται αγροτεμάχια εις τιμάς συγκαταβατικάς. Αν παρευρίσκονταν επίσημοι στην πρεμιέρα αφιέρωναν δίστηλο, πότε – πότε και μια φωτογραφία, πάντα είχε στην τσάντα για τις ανάγκες των θαυμαστών, ας την περιγελούσαν οι άλλες.
Τις νύχτες τώρα ονειρευόταν ανενόχλητα, όσα στερήθηκε παιδί. Ένα δωμάτιο όλο χρώματα, μπαλόνια και κούκλες, μια ζεστή αγκαλιά κι ένα χαμόγελο γλυκό. Για κείνη.
Όμως μαζί με τις μικρές ανέσεις, έφτασε κι η στιγμή της αναγνώρισης. Έπαιρνε τώρα πια τους σπουδαίους ρόλους, πόθος κρυφός κάθε θεατρίνας. Τούτο ήταν που την ανέβαζε στους εφτά ουρανούς. Αφού πέρασε από σαράντα κύματα κι άλλες τόσες αγκαλιές, προβιβάστηκε σε πρωταγωνίστρια, μικρότερη απ’ όσο συνηθιζόταν στους αθηναϊκούς θιάσους για τα εξαιρετικά ταλέντα, και συγχρόνως σε επίσημη ερωμένη του παραγωγού και θιασάρχη.
Σε σύντομα ταξίδια στην Αθήνα έβλεπε μεγάλες παραστάσεις και κάθε καινούργια ταινία. Ρούφαγε λαίμαργα το στήσιμο του ηθοποιού, τον τρόπο σερβιρίσματος κάθε φράσης, μελετούσε τις ανάσες, τη δύναμη του βλέμματος, ξεσήκωνε τα εκφραστικά μέσα των μεγάλων θεατρίνων που τους είχε ως πρότυπα, γινόταν όλο και καλύτερη.
Τον πρώτο καιρό λάτρεψε τις ντίβες των ιταλικών μελό, μα ξέφυγε σε υπερβολές. Όμως, απόλυτα ελεγχόμενη, το διόρθωσε κι έδινε πια το συναίσθημα με μέτρο και σε δόσεις καλοζυγισμένες. Αυτό της ζήλευαν οι άλλες που ακόμα κι αν έπαιρναν αβανταδόρικα νούμερα δεν κατάφερναν να τα αξιοποιήσουν, ξεφεύγοντας σε κάτι υστερικά σκουξίματα πού, όσο στήθος – μπούτι κι αν έδειχναν, προκαλούσαν τα ειρωνικά σχόλια του κοινού, συχνά και την πρόγκα.
Η αλλαγή στο παίξιμό της ολοφάνερη από τη μια μέρα στην άλλη, τώρα πια δεν είχε πρότυπο τη Ροσάνα Ποντεστά. Έφτανε ν’ ανοίξει η αυλαία μετά το τρίτο κουδούνισμα κι αμέσως η σκέψη πως τόσα μάτια την παρακολουθούν, την ταξίδευε μακριά. Μια βάρκα γινόταν με λευκό πανί που πότε αρμένιζε στις μπουνάτσες και πότε θαλασσοδέρνονταν σε κύματα αφρισμένα. Κι έφτανε ένα τόσο δα βηματάκι από το μισόφωτο της κουΐντας μέχρι τον παραμυθένιο κόσμο της σκηνής, για να μεταμορφωθεί σε πλάσμα αιθέριο, ονειρικό, συχνά παλλόμενο από πάθος αυτό ήταν που εξήπτε τη φαντασία των θεατών.
Η Nέλλη Χάρμα πάνω στη σκηνή ταυτιζόταν με το ρόλο απόλυτα.
Τη μια μεταμορφωνόταν σε γυναίκα σκληρή σαν το γρανίτη, την άλλη γινόταν λεπτή σαν το μίσχο του γιασεμιού. Κάθε φράση ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών πριν την ξεστομίσει. Κάθε λέξη, κάθε φθόγγος τη δονούσε ολόκληρη, τη συνέπαιρνε.
Τα μεσάνυχτα που απολαμβάνει το τελευταίο τσιγάρο της μέρας στο μπαλκονάκι της κάμαράς της με συντροφιά το τριζόνι, μονολογεί αλλοπαρμένα. Κρίμα! Ο συμπρωταγωνιστής απεδείχθη κατώτερος των περιστάσεων!
Ύστερα καταγίνεται με το να μελετά τ’ αστέρια, να τα καταμετρά και να τα ονοματίζει, κάθε που στήνει μια πρόχειρη παράσταση στο στενό μπαλκόνι, σύντομα μονόπρακτα, μα στο φεγγάρι δίνει πάντα ρόλους βασιλικούς. Τότε συνωστίζονται στο μυαλό και το στόμα της σελίδες ολόκληρες ρόλων θεατρικών, κατεβατά που ξεφουρνίζει ανακατεμένα.
Η ίδια σκηνή σχεδόν κάθε βράδυ.
Βγαίνει στο μπαλκόνι και ταξιδεύει σε κόσμους δικούς της μακρινούς και μαγικούς. Κόσμους του ονείρου. Το τριζόνι της νύχτας απαντά στους μονολόγους, δεύτερη φωνή στο τραγούδι της, η Βουλγάρα πίσω απ’ τις κουρτίνες, αθόρυβη, εκτός από αμπιγιέζ γίνεται τώρα τεχνικός αυλαίας. Το πρωί θα υποδεχτεί την κυρά της στην κουζίνα με το ίδιο βουβό παράπονο στο μάτι.
Όμως η Νέλλη Χάρμα παραμερίζει κάθε σκέψη άχαρη. Απόψε θέλει να ζήσει τη δική της εκδοχή, εκείνη που οριοθετεί μόλις σκαρώνει το σενάριο της βιογραφίας της απ’ την αρχή.
Μια ατέλειωτη τοιχογραφία σε κιαρο-σκούρο, σύνθεση πολυπρόσωπη, δαιδαλώδης και σκοτεινή, με χρώμα ελάχιστο και πολλές ρωγμές η διαδρομή της. Η μνήμη της πληγή που κάθε τόσο καινούργιες εκδορές την ματώνουν. Εικόνες σπαράγματα, απωθημένες επιμελώς σε ντουλάπια σφραγισμένα. Ένα κίτρινο καναρίνι, πανέμορφο, στην ανοιχτή πόρτα του κλουβιού που άλλο δεν πόθησε παρά να δώσει μια και να πετάξει μακριά ένα ταξίδι στο ανέφικτο.
Η νύχτα, ασάλευτη, απορυθμίζει το χρόνο, αφήνει μυστήριες και μαγικές δυνάμεις να διαχέονται, να διευκολύνουν όνειρα και πόθους κρυφούς. Πάντα τη νύχτα το κορμί της δονείται από μιαν αλλόκοτη ενέργεια, έναν μαγνητισμό ανεξήγητο.
Μόλις πέφτει το βράδυ, τ’ αστέρια λαμπυρίζουν στο στερέωμα. Το ρολόϊ του καμπαναριού σημαίνει αργά τις ώρες, οι τοίχοι στενεύουν, το ταβάνι του σαλονιού χαμηλώνει, χαμηλώνει, κι η Νέλλη Χάρμα πνίγεται. Τότε αστράφτει αλλόκοτα το μάτι της στο φως του αμπαζούρ, πετάει από πάνω της τη ρόμπα του σπιτιού, μένει με το δαντελλένιο κομπιναιζόν και πια ξαναγεννιέται. Ένας ηλεκτρισμός περίεργος πλανάται στο σαλόνι και κείνη σφραγίζει τα μάτια, να φορτίσει τις μπαταρίες.
Κεραυνοί διασχίζουν το σκοτάδι της σκηνής πριν ανοίξει η αυλαία κι ανάψουν προβολείς πολύχρωμοι. Κλείνει τα μάτια ν’ ακούσει τη σιωπή. Ανασαίνει βαθειά, με το διάφραγμα, τα πόδια της μακραίνουν, τα χέρια, ο λαιμός, κι ο ουρανός σαν να χαμήλωσε η Πούλια εκεί αριστερά χαμήλωσε κι αυτή, ο προβολέας τη σημαδεύει κατάστηθα.
Μια ανάσα μετά, ντυμένη το κοστούμι της μάγισσας, βγαίνει στο φεγγαρόφωτο και με το χρυσό ραβδί, αγέρωχη, σημαδεύει τ’ αστέρια. Τότε στήνει γύρω της τον κόσμο του Βυσσινόκηπου.
Σπαρακτικές ατάκες της Λιούμποβα εκσφενδονίζονται προς τον απέναντι βουβό τοίχο, πάλλεται ολόκληρη στις μεταπτώσεις της ηρωΐδας έτσι καθώς μιλάει για κείνον που αγάπησε, για τον εαυτό της, για τον βυσσινόκηπο που μεγάλωσε. Κι ύστερα τα μπερδεύει με τα λόγια της Άλμα από το Καλοκαίρι και καταχνιά, μα συχνά ανατρέπει την ιστορία. Αντιστρέφει γένη και ρόλους. Θέλει πάντα εκείνη να απορρίπτει τον άντρα που σέρνεται στα πόδια της, ιδρώνει έτσι καθώς ψάχνει να διαμορφώσει το κείμενο στα μέτρα της.
Σε κάθε λόγο συσπάται το κορμί της, ο ιδρώτας κυλάει ποτάμι, μουσκεύει το μακρύ φόρεμα από μουσελίνα. Ώσπου πετάγεται η Βουλγάρα αμπιγιέζ και την σπρώχνει απαλά στο δωμάτιο. Την τρίβει γλυκά στα παγωμένα μπράτσα όλο φροντίδα, αφήνει στο κομοδίνο ένα ποτήρι νερό για το χάπι του ύπνου, την παραφυλάει μέχρι να ξαπλώσει, να σκεπαστεί καλά, και τότε πια, δασκαλεμένη από το ένστικτό της, κλείνει αργά – αργά τις βαριές κουρτίνες της μπαλκονόπορτας.
Δημήτρης Χίλιος
Σπετσών 110
T.K. 113-62
210 8812035
210 7235937-8
6972186486
[email protected]