1 kg βοδινό κιμά
Κρεμμυδάκι φρέσκο
Λίγη φυτίνη
Πιπέρι φρεσκοτριμμένο
Πιπέρι κόκκινο γλυκό
Κανέλλα
Μοσχοκάρυδο
Γαρύφαλλο
Κύμινο
Μουστάρδα
Σάλτσα ντομάτας ή πελτέ
Αλάτι
Η μάνα μου έλεγε πάντα: «Να κάνεις μακαρόνια με κιμά και να μην περισσέψει κιμάς να τον φας με ψωμί, είναι αμαρτία.» Ιδού λοιπόν ο ιδανικός κατ’ εμέ κιμάς για μακαρόνια, που τρώγεται και σκέτος, κι απ’ το ψυγείο, κι απ’ το βαθύ τηγάνι, και πιπιλάς και τ’ ακροδάχτυλα μετά.
Παίρνεις ένα κιλό βοδινό κιμά και δεν κωλώνεις μη σου πέσει πολύς. Τσου. Είπαμε, λαίμαργα πράματα. Ψιλοκόβεις κρεμμυδάκι ‘φρέσικο’ (όπως έλεγε η γιαγιά μου) και το ροδίζεις σε λίγη φυτίνη. Έπειτα, στην ίδια βαθιά τηγάνα (προτιμήστε την αντικολλητικιά) ρίχνεις τον κιμά και τον αφήνεις ν’ αγριέψει σε ψηλή φωτιά. Όσο αγριεύει ο κιμάς, του πετάς απάνω τον Άδη με τα λείψανα, ήγουν: πιπέρι φρεσκοτριμμένο, πιπέρι κόκκινο γλυκό, κανέλλα ολίγη, μοσχοκάρυδο τριμμένο ολίγον, μια πρέζα γαρούφαλλο τριμμένο, κύμινο μπόλικο και πάνω απ’όλα, μουστάρδα έτοιμη του εμπορίου, αυτή την αφιλότιμη που κάνει τα χαμπουργκέρια των φαστφούντ τόσο λαχταριστά. Σαν ασπροκιτρινίσει ο κιμάς, του μπουχύνεις από πάνω σάλτσα ντομάτας έτοιμη ή πελτέ αραιωμένο και τον αφήνεις σε χαμηλή φωτιά να βράσει/ψηθεί/μελώσει. Αν το ζουμί λιγοστέψει, ποτέ νερό σκέτο (βγάζει απεχθή κρεατίλα), αλλά επιπλέον συμπυκνωμένο χυμό ντομάτας ή αραιωμένο πελτέ, κι αλατάκι, εννοείται, όσο τραβάει ο ουρανίσκος του καθενός. Σε κανά εικοσάλεπτο το πολύ έχει γίνει, κι είναι να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.
Πετάς κι ένα μακαρόνι όχι πολύ χονδρό, σπαγετίνη που λέγανε παλιά, ψιλή, να σκαλώνει πάνω ο κιμάς όπως η χάντρα στο εξτένσιον, κι άμα δε σου μείνει μακαρόνι κι έχεις λιγούρα περίσσα, παίρνεις την προαναφερθείσα ψωμάρα, παίρνεις και την τηγάνα, και γαία πυρί μιχθήτω.
Την συνταγή αυτή μας έδωσε ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ τον οποίο και ευχαριστούμε πολύ.
Για να διαβάσετε για τον συγγραφέα κάντε κλικ εδώ.