Είχε αποφασιστεί από καιρό. Το βράδυ εκείνο τ’ αστεράκια θα ντύνονταν όλα βοσκοί και θα πήγαιναν να προσκυνήσουν ένα ένα το μικρό Χριστό στη φάτνη. Οι πεταλούδες θα γίνονταν όλες άγγελοι να ψέλνουν και να φτερουγίζουν πάνω από το προσκεφάλι του μωρού. Κι ένα κρινάκι θα γινόταν το μεγάλο λαμπερό αστέρι, που θα οδηγούσε ως τη φάτνη τους Τρεις Μάγους από την Ανατολή.
– Θέλω κι εγώ να γίνω λαμπερό αστέρι! ζήλεψε ένα αστεράκι.
΄Οπως όλα τ’ αστεράκια, είχε κι εκείνο δύο ονόματα, ένα μεγάλο, ένα μικρό. Μα όλοι το φωνάζανε μόνο με το μεγάλο, δηλαδή Αυγερινό.
– Εγώ δε θέλω να ντυθώ βοσκός! κατσούφιασε λοιπόν ο Αυγερινός. Θέλω να είμαι λαμπερό αστέρι.
– Αυτό αποκλείεται! του είπε ο Κύριος ορθά κοφτά. Το αστέρι που οδηγεί τους μάγους ένα μόνο πρέπει να ’ναι. Σας το έχω εξηγήσει. Μεγάλο αστέρι θα γίνει ένα κρινάκι. Εσύ, Αυγερινέ, όπως και τ’ άλλα τ’ αστεράκια, θα ντυθείς βοσκός. Αυτό δε γίνεται ν’ αλλάξει!
Βούρκωσε τότε ο Αυγερινός. Γιατί να μην υπάρχουν δηλαδή δύο αστέρια λαμπερά, να φωτίζονται καλύτερα κι οι Μάγοι; Τόσο σπουδαίο ήταν πια να του κάνει ο Κύριος το χατίρι;
΄Ομως ο Κύριος δεν άλλαζε τη γνώμη του με τίποτα.
Πείσμωσε λοιπόν ο Αυγερινός. Κι όταν έφτασε η ώρα να κατέβουν έτοιμοι όλοι, για να μπουν στη φάτνη, εκείνος είπε:
– Δεν κατεβαίνω! Εγώ θα μείνω εδώ.
– Μα θα θυμώσει ο Κύριος! του φώναξαν οι άλλοι.
– Ας θυμώσει, δε με νοιάζει, πείσμωσε ακόμα πιο πολύ ο Αυγερινός.
΄Ετσι τ’ αστεράκια, που είχαν όλα τους ντυθεί βοσκοί, άρχισαν να κατεβαίνουν ένα ένα χωρίς το σύντροφό τους.
Μόλις έφυγαν ωστόσο, άρχισε να τον τρώει η περιέργεια τον πεισμωμένο Αυγερινό. Πώς άραγε να ήταν όλα τώρα εκεί κάτω; Πώς θα κρατούσε άραγε η Παναγιά το θείο βρέφος; Πώς θα ζέσταιναν τη φάτνη με το χνώτο τους τα ζώα; Πώς θα πήγαιναν να προσκυνήσουν το μωρό οι βοσκοί; Πώς θα έψελναν τριγύρω του οι άγγελοι; Και, το πιο σπουδαίο, πόσο άραγε θα έφεγγε και πώς θα οδηγούσε τους τρεις Μάγους ως τη φάτνη το μεγάλο λαμπερό αστέρι;
Δεν άντεξε άλλο. Κατέβηκε σιγά σιγά τη σκάλα, χώθηκε με προσοχή σε μια γωνιά και, σε μια στιγμή που δεν τον έβλεπε κανείς, τρύπωσε πίσω απ’ τη φάτνη και κοίταξε απ’ το παραθυράκι…
Αχ, τι ωραία που ήταν! Το μεγάλο αστέρι οδηγούσε με το φως του τους Τρεις Μάγους φορτωμένους με τα δώρα. Οι βοσκοί γονατιστοί κοίταζαν θαμπωμένοι το μωρό στην αχυρένια κούνια. Τ’ άλογα και τα προβατάκια πάρα πέρα προσπαθούσαν με τα χνώτα να ζεστάνουν τη Μαρία και το νεογέννητο. Και τ’ αγγελάκια έψελναν τριγύρω με φωνή μελωδική την ΄Αγια Νύχτα…
Αχ, πόσο το μετάνιωνε! Αν δεν είχε τόσο πείσμα, τώρα θα ήτανε κι εκείνος με τους άλλους βοσκούς μέσα στη φάτνη κι όχι απέξω.
Βούρκωσαν τα μάτια του ξανά. Και δυο δάκρυα κύλησαν αργά στα μάγουλά του…
Μα ξάφνου δύο χέρια δυνατά κατάλαβε να τον τυλίγουν και να τον σηκώνουν. Ο Κύριος ήταν! Και δε φαινόταν διόλου θυμωμένος! Μόνο τον πήρε αγκαλιά και τον έβγαλε μαζί του στη σκηνή…
Εκείνη τη στιγμή ξέσπασαν από παντού χειροκροτήματα. Στην αίθουσα ο κόσμος είχε σηκωθεί και φώναζε ενθουσιασμένος «μπράβο, μπράβο» στα παιδιά, ώσπου έκλεισε ολότελα η αυλαία.
Μόλις που πρόλαβε ο Αυγερινός να δει λιγάκι τη μαμά και τη γιαγιά του καθισμένες δίπλα δίπλα, στη δεύτερη σειρά.
– Εμφανίστηκε επιτέλους κι ο δικός μας, έσκυψε η κυρία Αυγερινού και είπε στη γιαγιά. Ανησύχησα που δεν τον είχα δει καθόλου τόση ώρα.
Τα χειροκροτήματα στην αίθουσα δεν έλεγαν να σταματήσουν κι η αυλαία είχε ξανανοίξει.
Τώρα όλα τα παιδιά έκαναν υπόκλιση στους θεατές. Χαιρετούσαν όλα κι από τα τρία τμήματα του νηπιαγωγείου. Μπροστά μπροστά το πρώτο τμήμα, τ’ «αστεράκια», που είχαν όλα τους ντυθεί βοσκοί. ΄Επειτα το δεύτερο το τμήμα, τα «κρινάκια», που είχαν γίνει άλλα προβατάκια κι άλλα άλογα. Και τέλος το τρίτο τμήμα, οι «πεταλούδες», που είχαν ντυθεί μικρά αγγελάκια, με φτερά στην πλάτη και στο κεφάλι ένα φωτοστέφανο. Χαιρετούσε κι η Μαρία, η μόνη από τις «πεταλούδες» που δεν είχε γίνει αγγελάκι, αλλά παρίστανε την Παναγιά, με μια κούκλα για «μικρό Χριστό». Στο πλάι της έστεκε ο Μάνος, από τα «κρινάκια», τα μεγαλύτερα παιδιά, που έκανε τον Ιωσήφ. Και δίπλα του ο ΄Ιων, κι αυτός απ’ τα κρινάκια, που είχε γίνει το μεγάλο λαμπερό αστέρι… Πίσω τους οι τρεις νηπιαγωγοί: η κυρία Ουρανία, η κυρία Ευαγγελία και ο κύριος Χρήστος – ο μόνος άντρας νηπιαγωγός.
– Του χρόνου εσύ θα γίνεις λαμπερό αστέρι στη γιορτή των Χριστουγέννων, ψιθύρισε ο κύριος Χρήστος στον Αυγερινό – στο Φώτη Αυγερινό, όπως ήταν τ’ όνομά του ολόκληρο. Σου το υπόσχομαι, συνέχισε ο Κύριος. Γιατί ο ΄Ιων δε θα είναι πια στον νηπιαγωγείο. Θα έχει πάει στην πρώτη του δημοτικού…
Ο Φώτης χαμογέλασε πέρα για πέρα ευχαριστημένος. ΄Ηξερε πως ο Κύριος κρατούσε πάντα την υπόσχεσή του.
της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Η Λότη Πέτροβις-Ανδρουτσοπούλου είναι συγγραφέας. Δείτε την επίσημη ιστοσελίδα της, κάνοντας κλικ εδώ!
Δείτε τα βιβλία της συγγραφέως που έχουμε παρουσιάσει στη Ματιά, κάνοντας κλικ εδώ!