“…O Παναγιώτης ήρθε στο σπίτι μας την τελευταία παραμονή Χριστουγέννων της Κατοχής, στις 24 Δεκεμβρίου του 1943. Τον έφερε η κυρία Πόπη Αστρά, φίλη της μάνας μου, γειτόνισσα που έμενε ακριβώς απέναντι, σ’ ένα διώροφο παραδοσιακό των Εξαρχείων που υπάρχει ακόμα (στην οδό Εμμ. Μπενάκη, ανάμεσα στην οδό Βαλτετσίου και την Ανδρέου Μεταξά). Δικός της ήταν ο κούκλος. Τον είχε φέρει από τη Σμύρνη ανάμεσα στα λιγοστά που κουβάλησε στην Αθήνα με χίλιους κινδύνους και μπόλικη τύχη, όταν έφτασε πρόσφυγας από τους πρώτους το 1922, κοπελίτσα τότε, με τη μάνα της και τα πολλά της αδέρφια. Πολύτιμο ενθύμιο, μα όταν κατάλαβε πως εγώ δεν είχα δει ποτέ μου τέτοια κούκλα -κούκλα κοκάλινη, που να κουνάει όχι μόνο χέρια και πόδια μα και το κεφάλι- με φώναζε να πηγαίνω τ’ απογεύματα στο σπίτι της και να παίζω λίγη ώρα με τον Παναγιώτη – αυτό τ’ όνομα του είχε δώσει.
Τρέχοντας λοιπόν κάθε τόσο, λαχανιασμένη από τη λαχτάρα τη μεγάλη, ανέβαινα την ξύλινη σκάλα του παλιού σπιτιού της κυρίας Πόπης Αστρά. Μα, όταν έφτανα, περισσότερο τον κοίταζα τον Παναγιώτη εκστατική, παρά που τον έπαιρνα αγκαλιά να παίξω μαζί του. Όχι, κούκλα σαν αυτόν δεν είχε τύχει να δω ούτε σε βιτρίνα. Φορούσε αφράτα πλεκτά ρουχαλάκια, είχε μάτια γαλάζια κι ένα γλυκό, αχνό χαμόγελο που, φυσικά, δεν έσβηνε ποτέ!
«Τώρα δε θα χρειάζεται πια να έρχεσαι στο σπίτι μου για να τον βλέπεις», άκουσα την κυρία Πόπη Αστρά να μου λέει εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων. «Από σήμερα θα μετακομίσει εδώ. Εσένα θα έχει για μαμά και θα μείνει για πάντα μαζί σας».
Έχασα τη φωνή μου! Στο σπίτι μας για πάντα ο χαμογελαστός Παναγιώτης!
«Δε φαντάζομαι να μη χωράει!» γέλασε η κυρία Πόπη που με είδε να στέκομαι σα στήλη άλατος. «Κάπου θα βρεις να τον κοιμίζεις…»
«Θα ενώσω δυο παιδικές καρεκλίτσες που έχουμε, να γίνουν σαν κρεβατάκι, και θα τον βάλω να κοιμάται δίπλα μου», συνήλθα κι απάντησα με λαχτάρα. «Δε θ’ αφήνω να τον αγγίζει κανένας, σαν τα μάτια μου θα τον προσέχω, σας τ’ ορκίζομαι!»
«Ωραία! Τότε θα φύγω ήσυχη», χαμογέλασε η κυρία Πόπη Αστρά.
Κι έφυγε πραγματικά. Χάθηκε από τη γειτονιά την άλλη κιόλας μέρα. Κάτι για Μέση Ανατολή άκουσα τη μάνα μου να λέει ψιθυριστά σε μια θεία, κάτι για «αντίσταση», για κίνδυνο που έτρεξε να τη συλλάβουν κι αυτή και τον άντρα της οι Ναζί…
Τρόμαξα. Το ίδιο κι ο αδερφός μου, ο Μάνος. Γιατί κι ο πατέρας μας έδειχνε ταραγμένος πιότερο από άλλοτε.
«Ας πάνε στο καλό» μουρμούρισε. «Κι ας είναι ευλογημένο το δίκτυο της Λέλας Καραγιάννη».
Ποια ήταν η κυρία Λέλα Καραγιάννη δεν ήξερα, μα ούτε και ρώτησα, γιατί κατάλαβα πως δε θα μου έλεγαν. «Τα παιδιά να μην ανακατώνονται σ’ αυτά» θα μου το ξέκοβε ο μπαμπάς. Δε ρώτησα λοιπόν. Έμαθα όταν μεγάλωσα και όταν έστησαν το άγαλμα της μεγάλης ηρωίδας στην οδό Τοσίτσα, ανάμεσα στο Μουσείο και το Ενικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Ως τη μέρα που την έπιασαν οι Ναζί, διάβασα κάπου, και τη σκότωσαν μαζί με άλλους στις 8 του Σεπτέμβρη του 1944, η Λέλα Καραγιάννη δούλευε για την αντίσταση. Είχε στήσει ολόκληρο δίκτυο μυστικό και βοηθούσε να φεύγουν από την Ελλάδα κρυφά όσοι από τους αγωνιστές κινδύνευαν να συλληφθούν, αλλά κι Εγγλέζοι κατασκόποι που δρούσαν στη χώρα.
Ο άντρας της κυρίας Πόπης Αστρά ήταν Εγγλέζος κατάσκοπος.
Δρούσε με το ψευδώνυμο «Παναγιώτης».
Μια βδομάδα μετά την «εξαφάνιση» της κυρίας Πόπης και του συζύγου της, χτύπησε η πόρτα βραδάκι και όρμησαν στο σπίτι πεντ’ έξι γερμανοί στρατιώτες οπλισμένοι σαν αστακοί, μαζί μ’ έναν «Έλληνα» που φορούσε καπαρντίνα, καπέλο και μαύρα γυαλιά – «τι τα θέλει βραδιάτικα» ήταν η πρώτη σκέψη μου προτού τρομάξω. Έπειτα τρόμαξα πολύ. Όπως τρόμαξαν κι όλοι στο σπίτι.
Πάγωσε ο πατέρας, μεγάλωσαν αφύσικα της μάτια της μάνας μου, τρεμούλιασαν τα χείλια της ξαδέρφης μας της Όλγας, χλόμιασε ο αδερφός μου, το δικό μου το στόμα έγινε κατάξερο.
«Έχουμε πληροφορίες πως κρύβεται κάποιος κατάσκοπος στη γειτονιά», μίλησε ο προδότης διερμηνέας εξ ονόματος των γερμανών της Γκεστάπο. «Θα γίνει έρευνα…»
«Κάποιο λάθος κάνετε», ψέλλισε ο πατέρας μου, «δεν…»
«Ποιοι μένουν μαζί σας εδώ;» ρώτησε άγρια ο διερμηνέας αντί ν’ απαντήσει.
«Εμείς μένουμε μόνο, δηλαδή η οικογένειά μου», μάζεψε το κουράγιο του και ξαναμίλησε ο μπαμπάς. «Άτομα πέντε: Η γυναίκα μου, εγώ, τα δύο παιδιά μου, η ανιψιά μας…»
«Κι ο Παναγιώτης!» πετάχτηκα εγώ – πώς ξέχασε ν’ αναφέρει ο μπαμπάς το καινούριο μέλος της οικογένειας το τόσο σημαντικό;
«Αχά!» κούνησε ο διερμηνέας το κεφάλι του και κοίταξε με νόημα τον Αρχιγκεσταπίτη. «Από τρελό κι από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια”, που λέει και η παροιμία… Ψάξτε παντού!» βρυχήθηκε. «Κι εσείς που μας είπατε ψέματα, θα μας ακολουθήσετε στα γραφεία γι’ ανάκριση», στράφηκε ύστερα στον πατέρα μου.
«Εννοεί τον κούκλο της η μικρή, δεν…», προσπάθησε να τους εξηγήσει εκείνος, αλλά κουβέντα δε σήκωναν οι Ναζί και ο συνεργάτης τους.
Έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Κατέβηκαν και στο υπόγειο. Μπήκαν στο καταφύγιο, εκεί που χωνόμασταν όλη η οικογένεια και μπόλικοι γείτονες μαζί για ώρες και ώρες κάθε που χτυπούσε συναγερμό η σειρήνα της μπλε πολυκατοικίας των Εξαρχείων. Ανέβηκαν ύστερα στην ταράτσα, έριξαν μια ματιά και στους φωταγωγούς, και στο τέλος έφυγαν παίρνοντας μαζί τους και τον πατέρα μου.
Θρήνος και κοπετός ακολούθησε. Η μάνα μου και η Όλγα έκλαιγαν αγκαλιασμένες, εγώ έκλαιγα μονάχη κι ο Μάνος, έξαλλος από θυμό, μου ’λεγε και μου ξανάλεγε με δόντια σφιγμένα:
«Μα είσαι μπούφος, είσαι βλίτο, άχυρα έχει το μυαλό σου και σε είχα για έξυπνη, κρίμα τους καλούς βαθμούς που σου βάζουνε στο σχολείο!»
Δεν κοιμήθηκε κανείς εκείνο το βράδυ. Η αγωνία και το κλάμα συνεχίστηκε ως το χαράματα. Και ήταν η μόνη φορά που νόμισα ότι έσβησε ακόμα και το χαμόγελο του Παναγιώτη.
Ώσπου έξι και μισή το πρωί χτύπησε το κουδούνι τρεις φορές, όπως χτυπούσε ο μπαμπάς όταν ξεχνούσε τα κλειδιά του.
Ανοίξαμε με λαχτάρα…
Ο πατέρας μου όρμησε στο σπίτι κι έπεσε σε μια καρέκλα εξουθενωμένος.
«Τέλος καλό, όλα καλά», ξανάσανε. «Συγκινήθηκαν φαίνεται που τους μίλησα γερμανικά. Τους εξήγησα πάλι και πάλι τι εννοούσε η μικρή και τελικά με πίστεψαν πως επρόκειτο για τον κούκλο. Μάλλον θα είχαν εντωμεταξύ κι άλλες πληροφορίες για τον πραγματικό, τον κατάσκοπο Παναγιώτη…»
«Γεια σου Παναγιώτη κατάσκοπε!» φώναξε η Όλγα ενθουσιασμένη και, ξαλαφρωμένη πια, βάλθηκε να τραγουδάει το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» καλύτερα κι απ’ τη Σοφία Βέμπο.
Δεν ξέρω αν ήταν από το τραγούδι, πάντως ο Παναγιώτης ο κούκλος χαμογελούσε και πάλι. Και μπορεί να μην ήταν βέβαια κατάσκοπος ο καημένος, αλλά το παρατσούκλι του ’μεινε. Από κείνη τη μέρα «πρώην κατάσκοπο» τον έλεγαν όλοι. Κι ο πατέρας μου με ρωτούσε πότε πότε:
«Τι γίνεται κείνος ο πρώην κατάσκοπος; Δε βλέπω να τον παίζεις και τόσο, τι συμβαίνει;»
Τίποτα δε συνέβαινε. Απλά είχα υποσχεθεί στην κυρία Πόπη Αστρά να τον προσέχω σαν τα μάτια μου. ΄Έπειτα από τη λαχτάρα που πήρα με κείνους τους άγριους γκεσταπίτες μάλιστα, ένιωθα πως είχα ακόμα περισσότερη ευθύνη απέναντί της. Τον έβαλα λοιπόν σε ράφι ψηλό και δεν άφηνα κανέναν να τον αγγίξει.
Μετά την απελευθέρωση, έφτασε μια μέρα το πρώτο γράμμα της κυρίας Πόπης Αστρά, μέσα σ’ ένα δεματάκι με σοκολάτες. Στην Αμερική βρισκόταν σώα και αβλαβής με τον άντρα της, Άρλιγκτον έλεγαν την πόλη όπου έμενε, κάπου κοντά στην Ουάσιγκτον. Ανάμεσα στ’ άλλα, η κυρία Πόπη ρωτούσε και τι γίνεται ο χαμογελαστός κοκάλινος «γιος» της. Κι εγώ της έγραψα με καμάρι δυο αράδες, κάτω από την απάντηση της μαμάς, ότι ο Παναγιώτης «χαίρει άκρας υγείας» και ότι σε κανέναν δεν επιτρέπω να τον αγγίξει.
Για το παρατσούκλι «πρώην κατάσκοπος» και πώς το απόκτησε ο Παναγιώτης δεν έγραψα λέξη. Δεν ήθελα, είπα στους άλλους, ν’ ανησυχήσει, έστω και «εκ των υστέρων» η κυρία Πόπη Αστρά. Δικαιολογίες! Απλά ντρεπόμουν λιγάκι για κείνη την ανοησία, που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του πατέρα μου…”
(Από το βιβλίο Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ, Πατάκης 2007, 3η έκδ. 2010)
της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Η Λότη Πέτροβις-Ανδρουτσοπούλου είναι συγγραφέας. Δείτε την επίσημη ιστοσελίδα της, κάνοντας κλικ εδώ!
Δείτε τα βιβλία της συγγραφέως που έχουμε παρουσιάσει στη Ματιά, κάνοντας κλικ εδώ!