Οι Δυτικοί προόδευσαν σ’ όλες τις επιστήμες
και ‘μεις της απατεωνιάς γινήκαμε μνηστήρες.
Αλλάξανε οι άνθρωποι και δε σαλεύει λέπι.
Άνεργοι νέοι απορούν μ’ ετούτο το ντοβλέτι.
Περίσσεψαν οι θάνατοι, οι γέννες φέρνουν γέλιο.
Τούτο το έθνος ξαστοχά στη ρότα προς το μέλλον.
Αυθάδεια και προστυχιά γινήκαν σύντροφοί μας.
Το ψέμα και η πονηριά γινήκαν η τροφή μας.
Πώς ξετρελάθη ο ντουνιάς, ήρθαν τα πάνω – κάτω.
Λες και τα πόδια ακουμπούν σε καιομένη βάτο!
Πώς κυνηγάμε το Ευρώ σαν τρόπαιο σαν άθλο!
Πώς έψαχναν για μάγισσες, τις στήνανε στο βάθρο.
Οικονομία έγκυος, λες θα τα καταφέρει.
Βογγά, στενάζει, αλυχτά, παιδί -τάχα- θα φέρει.
Μας τάζουν μέλλον καρπερό και το νερό στη βρύση.
Μην είναι γεροντόπαχα τούτο τ’ αλισβερίσι.
Πάει ο τρόπος ο καλός, τον που λένε κόσμιο.
Θέλουν να κάνουν στον ντουνιά, πόλεμο παγκόσμιο.
Με τόσο αίμα άφθονο που ρέει στους πολέμους
αιμοδοσίας τράπεζα ας κάνουμε, του μένους.
Με μια μπαλάντα χόρεψε, λικνίστηκε η ψυχή
σ’ ωκεανούς βυθίστηκε αισθημάτων και ριγεί.
Μία ημέρα σαν κι αυτή η πλήξη να μπολιάσει
το όνειρο με μουσική, τον νου να ξεκουράσει.