Ειν’ η πατρίδα μας μικρή μα με μεγάλη δόξα
και τρέμουν όλοι οι οχτροί να μη μας πιάσει λόξα.
Ειν’ η ψυχή του Έλληνα δεμένη μ’ ιστορία
και κάνει όλους να τηρούν γιομάτοι απορία.
Δεν ημπορεί ο Έλληνας να ζήσει, να καρπίσει
χωρίς της λευτεριάς ανθό, ολούθε να σκορπίσει!
Μια λέξη πρωτοφάνηκε στου κόσμου τη γωνία.
Είναι τρανή σαν όραμα, τη λεν: Δημοκρατία!
Θέλουν τον Έλληνα ραγιά, φτωχό, ταπεινωμένο
να ζει χωρίς ελευθεριά, να λέει: Πεπρωμένο.
Αρπάξανε από παντού κλέφτες και λωποδύτες.
Πού ‘ναι το χρήμα του λαού άτιμοι, αγιογδύτες!
Να κλέψεις μια, να κλέψεις δυο, άντε να κλέψεις τρία.
Όλη τη χώρα κλέψατε και άρχισε η βία.
Περνούνε γύρω κοπελιές και ‘μεις δεν τις θωρρούμε.
Τα ντέρτια, τα σεκλέτια μας όλο να μολογούμε.
Γκρέμια παντού απόμειναν οι άφθαρτες αξίες.
Λίγες ψυχές πιο όψιμα θα γίνουνε αγίες.
Ήρθε βαριά Σαρακοστή με βάσανα, με λύπες
ωσάν τα πάθη του Χριστού και χαίρονται οι γύπες.
Μαύρη σκλαβιά μας πλάκωσε βαριά σαν καταδίκη.
Το όνειρό μου μάτωσε στη σκέψη του αλήτη.
«Πολλά τα πάθια σου λαέ» φωνάζουν οι αιώνες.
Θαρρούσα είναι μετρητά μα γίναν λεγεώνες.