Όσα της Πίνδου τα νερά, του Όλυμπου τα χιόνια
τόσα και μεις να ζήσουμε, ευτυχισμένα χρόνια!
Μία ζωή ολόγιομη, καινούρια θα βλαστήσει
και τον ντουνιά τον έρμονε, αυτή θα αναστήσει.
Ποιος έβαλε διόδια στου όνειρου τη στράτα
και βρίσκει μπόδιο η καρδιά να φθάσει ως τα άστρα;
Εσένανε θυμήθηκα και μ’ ήβρε η ρημάδα
του νου μου η ατελεύτητη, νιότης αφηρημάδα.
Εμπήκα κι εγκλωβίστηκα εις το κλουβί της σκέψης.
Που να ‘σαι που μου έλειψες, το νου μου να μουσκέψεις;
Μια πάει και μια έρχεται το εκκρεμές της σκέψης
μα Συ δεν εισ’ ανάμεσα κάτι για να μου γνέψεις.
Δεν ημπορούνε σκλαβουνιά, τη δόξα τους υφαίνουν.
Αδάμαστοι οι αετοί, ελεύθεροι πεθαίνουν.
Όταν υπάρχουν άνθρωποι, η πλάση ομορφαίνει
και η αγάπη πρόσχαρη, ολόγιομη βλασταίνει.
Ακόμα κι αν γεράσουμε, δούμε παιδιά κι εγγόνια
ποτέ δε θα ξεχάσουμε τα παιδικά μας χρόνια.
Ο ήλιος ο ηλιάτορας πάντα δίνει ελπίδα.
Ειν’ ανακούφιση ψυχής η κάθε του αχτίδα.