Είναι ανάγκη της ψυχής να ποθεί τα όνειρα
ας βλέπει γύρω της καημούς και θολά λασπόνερα.
Θαρρώ πως έφυγε μεμιάς του νου μου η θαμπάδα
περνούν τα όνειρα στρατός μπροστά μου σαν αρμάδα.
Κόσμος πολύς, οχλοβοή, παντού φωτοχυσία
λίγη δροσιά, αύρα, πνοή, του δέους ησυχία.
Αφήνω τον Σικελιανό, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη
κοντά μου του καλοκαιριού η αύρα να την φέρει.
Τί σου ζήτησα, χαρά μου, μονάχα ένα νεύμα
και ήρθε και ξεχύθηκε πιο άπλετο το πνεύμα.
Έπιασε το κελάηδημα ξανά το αηδόνι
μα μένανε η θύμηση Εκείνης με πληγώνει.
Νιάτα που τιθασσεύουνε τον κόσμο με τη χάρη
και θέλουν να ‘ναι όμορφα για κάποιο παλικάρι.
Δεν πίστευα στα θαύματα, δεν έβλεπα κανένα
ώσπου μια μέρα του θεού αντίκρυσα Εσένα.
Μέσα στο τραύμα της πληγής έμπηγες το μαχαίρι
ήρθαν ο πόνος, ο καημός και μου ‘γιναν το ταίρι.
Ήρθες με λάμψη, με χαρά καλοκαιριού αγέρι
μα ήσουν ταξιδιάρικο, ‘πόμακρο περιστέρι.
Δεν είδα τέτοια ομορφιά ψυχής, Χριστέ, ποτέ μου
να λάμπει σ’ όλο τον ντουνιά κι ολούθε πανωθέ μου.