Τα κύματα της θάλασσας, άφου! πώς παιχνιδίζουν
και οι κλωνοί των δέντρωνε απώς αροδαμίζουν!
Θαρρώ πως έκαμα στη γη ένα καλό τακίμι.
Είναι ο πόνος της πενιάς σ’ αργόσυρτο ταξίμι.
Η μουσική που συγκινεί, ονείρατα παράγει.
Είναι γωνιά, καταφυγή στον κόσμο τον αυθάδη.
Κάποτε ήταν όραμα των ιδεών η πάλη
μα τώρα νέοι ρίχνονται με πάθος στην κραιπάλη.
Το όνειρο, το όνειρο κλέφτες να μη σου κλέψουν.
Δικό τους θα το κάμουνε, ειρωνικά θα γνέψουν.
Ήρθες στην έρμη μου ζωή σαν ένα πεφταστέρι
με της ειρήνη της ψυχής γίνηκες περιστέρι.
Δεν ημπορεί ο Έλληνας, σειρά να περιμένει,
να στέκεται μεσ’ στην ουρά, τάξη καθορισμένη.
Ο Έλληνας σαν οδηγεί, ο κόσμος του ανήκει.
Ο πιο γενναίος γίνεται μα δε γυρνά στο σπίτι.
Το σίριαλ με το Μετρό δε λέει να τελειώσει.
Μέχρι να ολοκληρωθεί, θα έχει πια παλιώσει.
Με το δρεπάνι Χάροντα θερίζει ο καρκίνος.
Παίρνει αβέρτα τις ψυχές που όρισε Εκείνος.
Πλακώσαν λύπες, βάσανα, οι στεναγμοί αράδα.
Σπλαχνίσου Θε μου τη μικρή, τη δόλια μας Ελλάδα.