Ξυπνάει μέσα μου βαθιά κάτι πιο πρωτόγονο
στης φύσεως την αγκαλιά γεύω το πρωτόγνωρο.
Των τζιτζικιών η όπερα δροσίζει το λιοπύρι
κι οι βάτραχοι κοάζουνε για θηλυκιάς χατήρι.
Κατιφέδες και νυχάκια, πετούνιες, ορτανσίες
το θαύμα κάμουν βίωμα, παύουν οι εικασίες.
Δένδρα πολλά αγάπησα πιο πολύ τον πλάτανο.
Φέρνει δροσιά, ίσκιο βαθύ, κάλλος το αμάραντο.
Γέρνει στο πλάι θαρρετά, άπλετα και ώριμα
σκιόφυλλο, δροσιστικό, ήμερο αγιόκλημα.
Δάσος παρθένο, της καρδιάς, δάσος παραμυθένιο
πηγή ζωής, ανασεμιάς, δάσος μαλαματένιο.
Καλοκαιράκι φωτεινό σένανε λαχτάρισα
να τιθασσεύω την ορμή, να θωρώ τη θάλασσα.
Το καλοκαίρι γίνονται καθαρές οι έννοιες
ξελαμπικάρει το μυαλό, αποδρούν οι έγνοιες.
Μνήμες μαζί σας πάλευα, έτρεχα, βολόδερνα
μπρος στον καθρέφτη του μυαλού να ‘ρθει ένα λιόγερμα.
Με του φωτός το άγγιγμα και της καρδιάς τη ζέση
ατένισα, αγνάντεψα ετούτο το λιοπέσι.
Ο άνθρωπος ‘ποφάσισε το μέτρο ν’ αψηφίσει
να δεις, θα τον εκδικηθεί ολάκερη η φύση.