Συγγνώμη δεν είμαστε πολύ μαθημένοι καλόγεροι στις επισημότητες και νιώθω λίγο άβολα Εγώ ξέρω μόνο στα 81 χρόνια της ζωής μου και στα 56 της καλογερικής μου τι βλέπω, τι πόνο έχουμε και τι πόνο θα έχετε κι εσείς για τα θέματα που θα πούμε.
Μια φιλική συζήτηση θα κάνουμε και ό,τι ο καθένας νομίζει από όλα αυτά το κρατάει.
Ό,τι δεν του κάνει το αφήνει. Εξάλλου, το Ευαγγέλιο λέει, οι χριστιανοί πρέπει να αγαπάμε εν αληθεία και να αληθεύουμε εν αγάπη.
Να μην κρύβουμε τα ελαττώματά μας και τις δυσκολίες μας, απλώς να τις συζητάμε και να τις διορθώνουμε.
Σεβαστοί πατέρες αυτού του ναού και αγαπητοί γνωστοί και άγνωστοι, γιατί βλέπω και πολλούς γνωστούς, Ήταν πολύ η επιθυμία μου να επισκεφθώ αυτό το ναό.
Ακούμε τόσα πολλά για τον Άγιο Δημήτριο, που κάνει πολλές ακολουθίες, που έχει πολλές εξομολογήσεις, που έχει πολλούς νέους, που έχει πολλές δραστηριότητες και χαιρόμαστε όταν ακούμε ζωντανές ενορίες.
Αλλά και για ένα άλλο λόγο ήθελα να έρθω.
Έγινα μοναχή την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, πήγα στο μοναστήρι. και ένα δεύτερο δώρο που μου έχει κάνει ο Άγιος Δημήτριος ο πατέρας μου σε ηλικία 59 ετών αρρώστησε και μας είπε το Σάββατο την Τετάρτη θα φύγω στις 11 η ώρα με τον Άγιο Δημήτριο και έφυγε την Τετάρτη στις 11 η ώρα του Αγίου Δημητρίου αφήνοντάς μας πολύ πνευματική περιουσία Πολλά χρόνια σαν αξιωματικός στη Θεσσαλονίκη και φαίνεται είχε σύνδεσμο με τον Άγιο που δεν το ξέραμε εμείς και τον βοήθησε την τελευταία ώρα.
Αλλά αυτό θα το πούμε μια άλλη φορά.
Αν έρθετε εκδρομή στο μοναστήρι θα σας πω για το θάνατο αυτό γιατί μας ενισχύουν οι θάνατοι των ανθρώπων που είναι κοντά στο Θεό. ή όχι, θα πούμε τους καημούς μας.
Γι’ αυτό και διαλέξαμε και αυτόν τον τίτλο.
Γιατί ζούμε σε μια εποχή που όλα ξεπουλώνται, όλα προδίδονται, το κακό ωραιοποιείται, το σωστό εξευτελίζεται και γενικά ό,τι έθρεψε, ό,τι έσωσε, Ό,τι πρόβαλε παγκοσμίως την Ελλάδα, οι αξίες μας, τα ιδανικά μας, η φιλοσοφία μας, η αληθινή θρησκεία μας, οι ορθοδοξίες μας, οι ορθοδοξίες μας θεωρούνται από μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων ξεπερασμένα και γελοία.
Και ναι μεν για αυτούς που θέλουν να είναι άθεοι, άπιστοι, αδιάφοροι, λοατκι+, είναι επιλογή τους και δεν μας απασχολούν. τι λένε και τι κάνουν.
Το πρόβλημα είναι η κατάντια ημών των βαπτισμένων χριστιανών που λένε ότι είμαστε χριστιανοί.
Οι υποχωρήσεις μας, οι αδιαφορίες μας, οι διψυχίες μας, λίγο από τα του Θεού και λίγο από τα του διαβόλου είτε ρασοφόροι είμαστε είτε λαϊκοί.
Έχουμε φτάσει να βαπτίζουμε αθώα πράγματα Εκείνα που ο Θεός θεωρεί αμαρτία.
Θα μου πείτε, τι μας νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι.
Ο καθένας να κοιτάει τον εαυτό του.
Γι’ αυτό θα σας εξηγήσω γιατί δέχτηκα και να έρθω αφού σας πω μερικές γνώμες Αγίων.
Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή μιλούσε πολύ ωραία, είναι ο μεγαλύτερος Θέλω να εφαρμόζετε αυτά που λέω, γιατί αν πεθάνουμε και εγώ πάω στον Παράδεισο και εσείς αν πάω στον Παράδεισο και εσείς που δεν θα τα εφαρμόσετε πάτε στην κόλαση, ξέρετε. Μετά, ο Άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς λέει το Χριστό όμως μην τον δώσεις ποτέ και για κανένα λόγο.
Κάτι που κάνουμε εύκολα οι σημερινοί χριστιανοί.
Ο Άγιος Παΐσιος έκανε μια επίσκεψη το 1978 σε μερικά γυναικεία μοναστήρια και μας είπε τα εξής:
Από εδώ και πέρα τα παιδιά που γεννιούνται, θα τους διδάσκει ο διάβολος και θα τα μαθαίνουν όλα τα άλλα εκτός από το Θεό.
Γι’ αυτό αν εσείς οι μοναχοί και οι χριστιανοί δεν είστε σωστοί και δεν βρουν κουρασμένοι από την αμαρτία κάτι όμορφο, κάτι καλύτερο τότε χάθηκαν.
Ούτε ο διάβολος θα τους χορταίνει ούτε κάτι χαθεί. Είμαστε υπεύθυνοι και για τον τελευταίο ειδωλολάτρη.
Γιατί αν είμαστε εμείς σωστοί και Άγιοι και με το παράδειγμά μας και με την προσευχή μας επηρεάζουμε κάποιους ανθρώπους.
Επίσης, ο Άγιος Ιησούς Χριστός, ο Άγιος Ιησούς Χριστός, Διακόβος, που ήταν πνευματικός μας.
Τον επισκεφθήκαμε ένα μήνα πριν να πεθάνει.
Μας είπαν οι αδελφοί, πέστε του, του πάμε φαγητό και το πετάει από το παράθυρο στα πουλάκια.
Δεν μπορεί να ζήσει με αυτόν τον τρόπο.
Του είπα λοιπόν, Γέροντα, αφού σας έχουμε ανάγκη, γιατί το κάνετε αυτό.
Γιατί δεν τρώτε το φαγητό που σας φέρνουν οι πατέρες, έστω και λίγο. Με τον καημό που λέμε εμείς θέλω να ζήσω, εκείνος είπε θέλω να πεθάνω.
Γιατί γέροντά μου θέλετε να πεθάνετε.
Τόσοι άνθρωποι βοηθούνται από σας.
Δεν μπορώ παιδί μου να ακούω άλλο αμαρτίες.
Από ρασοφορεμένους και από λαϊκούς.
Δεν έχουμε καταλάβει ότι ο Θεός είναι πατέρας μας και δεν κάνει να τον πληγώνουμε.
Δεν μπορώ να τον πληγώνω. να ακούω άλλες αμαρτίες, γιατί για τον Άγιο Ιάκωβο ο Θεός ήταν κάτι πολύ αγαπητό.
Όλη την μέρα αυτό σκεφτόταν, ό,τι έλεγε ο Θεός αυτό έκανε, ενώ εμείς τα μουρνταρεύουμε, λέει ο Άγιος Παΐσιος.
Τι θα λέγατε, λέει, άμα ετοιμάζατε ένα μάτι αυγό, ο Άγιος Παΐσιος, και ερχόταν ένα πουλί και άφηνε μια κουτσουλιά μες το αυγό.
Σας το μουρντάρευε, δεν θα το τρώγατε. Τέτοια θρησκεία κάνουμε οι σημερινοί χριστιανοί.
Λίγο από εδώ και λίγο από εκεί και λίγο παραπέρα.
Και ο Άγιος Παΐσιος μου έχει κάνει πολύ εντύπωση.
Είδε μια μέρα τον ίδιο τον Χριστό.
Και μόλις τον είδε, είπε αυθόρμητα.
Αυτό το πρόσωπο φτύσαμε και αυτό το πρόσωπο δεν ακούμε και το φτύνουμε με τις αμαρτίες μας.
Έτσι νιώθανε οι Άγιοι με το Θεό.
Νιώθουμε εμείς έτσι.
Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας λοιπόν μέσα από παραδείγματα και ό,τι νομίζει ο καθένας από εμάς, ας διορθώσει.
Αφήνουμε τους νομοθετούντας και τα κίνητρά τους τα εθνικά και οικονομικά θέματα γιατί θα πρέπει να ξενυχτήσουμε. Και θα ασχοληθούμε με τις ελλείψεις μας στον τομέα της οικογένειας που θεωρείται το λίκνο της κοινωνίας.
Είναι της πάση γνωστό ότι χωρίς σωστή οικογένεια δεν προοδεύει καμία κοινωνία.
Γι’ αυτό και ο Θεός ευλόγησε το γάμο, γι’ αυτό και ο διάβολος και οι άνθρωποι του τον πολεμάνε. ο υπουργός των εξωτερικών της Αμερικής πριν από χρόνια, είπε πολύ δύσκολοι είναι αυτοί οι Έλληνες, δεν μπορούμε να τους περάσουμε αυτά που θέλουμε.
Θα χτυπήσουμε τρία πράγματα και μετά θα κάνουν αυτά που θέλουμε.
Την οικογένεια, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους.
Έχουν πετύχει πολλά στην οικογένεια.
Τέλος πάντων, η οικογένεια όμως δεν φυτρώνει. Είναι σαν την κατοικία.
Κατασκευάζεται με κόπο και πόνο.
Και η ψυχολογία λέει πως ό,τι παίρνουμε από την οικογένεια, αυτό είμαστε και στην υπόλοιπη ζωή μας.
Το παιδί γίνεται σωστό όταν υπάρχει πολλή αλλά σωστή αγάπη από την μητέρα του και ασφάλεια από τον πατέρα του.
Και να σας εξομολογηθώ, επειδή είχα ένα πολύ σωστό πατέρα και τον λάτρευα. Μπορούσα να σκεφτώ ότι θα κάνω κάτι που δεν το θέλει.
Όταν πήγα Τετάρτη Δημοτικού στο κατηχητικό και μας είπαν ότι ο Θεός είναι ένας μεγάλος πατέρας που μας αγαπάει, που θέλει το καλό μας και εμείς πρέπει πάντοτε να τον ακούμε.
Τελείωσε.
Μεγέθυνα τον πατέρα μου, έβαλα κάτω από τον Θεό τον πατέρα μου πάνω τον Θεό και είπα όπως θα ακούω τον πατέρα μου Είναι το σπίτι που βάζει το πρώτο λιθαράκι.
Αν ζούσα σε άλλο σπίτι και είχα άλλα παραδείγματα, θα γέλαγα μόλις μου λέγανε ότι ο Θεός είναι ο μεγάλος πατέρας.
Για να έχω έναν σωστό πατέρα και η μητέρα μου ήτανε.
Αλλά ο πατέρας μου επειδή ήταν ήρεμος και τα εξηγούσε όλα, γιατί η μαμά δεν σφωνάζεται κιόλας και τα μπερδεύουμε τα παιδιά, εγώ τον αγαπούσα γιατί μας τα έλεγε. Εξηγούσε όλα.
Λοιπόν, η οικογένεια είναι αυτή που αφήνει το στίγμα της στο παιδί.
Και τώρα που σας λέω, θυμάμαι πριν μερικά χρόνια κάποιος με ένα βανάκι στραγγάλιζε με το εσώρουχό τους στην οδό που είναι οι πόρνες κάθε μέρα και μια πόρνη.
Τελικά, τον πιάσανε.
Ξέρετε τι είπε;
Ήταν η μάνα μου πόρνη.
Και επειδή ντρεπόμουν για αυτά που έκανε, μία-μία θέλω να σκοτώσω όλες τις πόρνες.
Είδατε τι κάνει το σπίτι.
Η οικογένεια είναι το πρώτο λιθαράκι για να γίνουμε σωστοί άνθρωποι.
Γι’ αυτό, άμα βλέπουμε σωστές οικογένειες και καλές, πανηγυρίζουμε.
Μια έρευνα τελευταία έδειξε ότι οι νεότεροι Έλληνες Δεν αγαπούν τη συνύπαρξη.
Ό,τι ξέρω εγώ είναι σωστό.
Ό,τι ξέρουν οι άλλοι είναι λάθος.
Ποιος θεός, ποιος ή ποια σύζυγος, ποιος γονιός, ποιος δάσκαλος, ποιος μεγαλύτερος.
Εγώ ξέρω, εγώ αποφασίζω, από κανέναν δεν δέχομαι υποδείξεις.
Έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο. υποψήφιες κοπέλες για μοναχές και λένε θα έρθω να γίνω μοναχή αλλά δεν θα μου κάνετε καμιά υπόδειξη ούτε θα κάνω καμιά δουλειά τι θα κάνεις κορίτσι μου μες στο μοναστήρι εδώ τα κάνουμε όλοι όλα θα κάθομαι στην ταράτσα γιατί έχουμε ένα μπαλκόνι στον Ευβοϊκό πανέμορφο θα κάθομαι εκεί θα διαβάζω και θα προσεύχομαι Θα τρως;
Θα τρώω.
Δεν θα ντύνεσαι;
Θα ντύνομαι.
Δεν θα κοιμάσαι;
Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά.
Στο σπίτι τα έκανε η μαμά μου.
Άντε πήγαινε με τη μαμά σου να ζήσεις γιατί δεν είσαι σωστός άνθρωπος.
Σκεφτείτε πού φτάσαμε.
Δε φταίνε οι μάνες που μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά.
Ζήτω η ελευθερία λένε η σημερινή, η ασυδοσία δηλαδή.
Θα κάνω ό,τι θέλω, όπως το θέλω. Γιατί το θέλω.
Ακούστε τι έκανε ο Άγιος Αντώνιος.
Πήγανε τρεις μοναχοί.
Λέει, ήρθαμε να μας πεις λόγο για να σωθούμε.
Λέει, δεν διαβάζετε Ευαγγέλιο, δεν διαβάζετε τους Πατέρες, τι να σας πω εγώ.
Λέει, θέλουμε να ακούσουμε και από σένα.
Ο Άγιος Αντώνιος είχε τότε 14.000 μαθητές στην έρημο.
Ο πρώτος που ξεκίνησε το μοναχισμό.
Τους λέει λοιπόν. Αν σας δώσει κάποιος ένα χαστούκι, γυρίστε και το άλλο μάγουλο.
Α, δεν μπορούμε, λέει, αυτό να το κάνουμε.
Ε, καλά, λέει, μη γυρίσετε το μάγουλο.
Αλλά μη δώσετε εσείς καμία.
Ούτε αυτό μπορούμε να το κάνουμε.
Καλά, λέει, ούτε αυτό μπορείτε να το κάνετε.
Δεν μπορείτε να συγκρατήσετε λίγο τον εαυτό σας. Και γεννάει στο μαθητή το Άγιος Αντώνιος και λέει φτιάξτε του σούπα είναι αρρωστή.
Δεν μπορώ το ένα, δεν μπορώ το άλλο, δεν μπορώ το άλλο.
Και ο Άγιος Σιλουανός λέει κάτι πολύ χαρακτηριστικό.
Πήγε ένας αρχιμανδρίτης λέει στο Άγιον Όρος, νεαρός που δεν είχε ακόμα πείρα, και του λέει ο Άγιος Πάτερ Σιλουανέ.
Αυτά που λες άμα τα κάνουμε στον κόσμο θα μας ανέβουν όλοι πάνω από το κεφάλι. Δεν μπορούμε να ζήσουμε τέτοια ταπείνωση και τέτοια αγάπη και τέτοια θυσία.
Ο Άγιος Σιλουανός, λέει, γύρισε δεξιά και είπε, χωρίς να τον κοιτάει.
Πρώτη φορά ακούω ότι ο Θεός δεν ξέρει τι λέει.
Όταν λέμε δεν μπορώ αυτό που είπε ο Χριστός, δεν γίνεται σήμερα αυτό που είπε ο Χριστός.
Τι είναι, είναι σαν να λέμε ότι ο Χριστός δεν ξέρει τι είπε, γιατί ο Χριστός δεν είπε τι είπε για μια εποχή. Τα είπε για όλους μας.
Είναι και χθες και σήμερα και αύριο ο αυτός.
Ο πατήρ Σπυρίδων ο Βασιλάκος, ένας ευλογημένος ιερέας, λέει ότι στην οικογένεια πρέπει να ασχολούμεθα με τα πνευματικά μαθηματικά.
Μου έκανε πολύ εντύπωση, γι’ αυτό σας το μεταφέρω.
Τι είναι τα πνευματικά μαθηματικά.
Μες στην οικογένεια πρέπει να προσθέτουμε αρετές, να αφαιρούμε πάθη, να πολλαπλασιάζουμε τα χαρίσματα του Θεού, να διαιρούμε τα χάλια μας με τα χαρίσματα και να βλέπουμε τι οφείλουμε ακόμη να κάνουμε.
Δεν είναι πολύ χαριτωμένο.
Το ξαναλέω.
Μες στην οικογένεια πρέπει να ασχολούμεθα με τα πνευματικά μαθηματικά, να προσθέτουμε αρετές, να αφαιρούμε πάθη, να πολλαπλασιάζουμε τα χαρίσματα, να διαιρούμε τα χάλια μας με τα χαρίσματα που μας δίνει ο Θεός και να βλέπουμε πόσα οφείλουμε να κάνουμε.
Ας μάθουμε τώρα κάτι σπουδαίο από τον Άγιο Συμεών, τον νέο Θεολόγο, που παρεμπίπτοντος γιορτάζει αύριο.
Ξέρετε λοιπόν πώς θα μας κρίνει ο Θεός.
Δε θα μας κρίνει ο Θεός. θα φέρει μπροστά μας, δίπλα μας, στον καθένα μας, έναν άνθρωπο της ίδιας ηλικίας, της ίδιας νοημοσύνης, της ίδιας μορφώσεως, της ίδιας συναισθηματικής καταστάσεως, και θα πει «Αυτός γιατί έκανε αυτά που έλεγα και εσύ, και εσύ, και εσύ, και εσύ, Εσύ δεν μπορούσες να τα κάνεις.
Οπότε λέει ο Άγιος Σιμών, δεν θέλουμε δεύτερη κουβέντα, θα πάρουμε μόνοι μας τον δρόμο για την κόλαση.
Γιατί θα ρεζιλευτούμε.
Γι’ αυτό λοιπόν ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να έχουμε οικογένειες φυτώρια αρετής και πίστεως.
Μια έρευνα που δημοσίευσε η εφημερίδα την Κυριακή λέει Οι μεγάλοι φταίμε που οι νέοι μας δεν ασχολούνται με το Θεό και την άλλη ζωή.
Τι βλέπουν στους παιδιούς στις τέσσερα χρόνια που αυξάνεται κατά πενήντα της εκατό.
Τεσσάρων ετών πενήντα της εκατό.
Στα οκτώ κατά ογδόντα της εκατό.
Και στα δεκαοκτώ εκατό της εκατό. στην κοινωνία, στην τηλεόραση, στον κόσμο και σε κάποια σπίτια.
Κανείς δεν υπολογίζει το Θεό σήμερα.
Πολύ λίγοι.
Και ένα παιδί χριστιανικής οικογένειας είπε στους γονείς του, μπαμπά, μαμά, αυτά που μας λέτε εδώ, έξω τα κοροϊδεύουν.
Δεν πειράζει, παιδί μου, του πανηγονείς προς τιμήν τους.
Και τον Χριστό τον κορόιδεψαν και τον σταύρωσαν. αλλά εκείνος τους ρεζίλεψε με την Ανάστασή Του.
Εμείς ακολουθούμε εκείνον και δεν μας ενδιαφέρουν οι υπόλοιποι.
Αυτοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται.
Επίσης, η οικογένεια θέλει αγάπη και υπομονή.
Έχει εκδώσει η Μονή της Σουρωτής ένα βιβλίο, νομίζω τον 5ο τόμο, για την οικογενειακή ζωή.
Ένα θα σας πω μόνο παράδειγμα που διάβασα και ντράπηκα.
Ένας γιατρός, λέει, στην Αμερική, Έλληνας, είχε μια γυναίκα και τρία παιδιά.
Ξαφνικά η γυναίκα του σκέφτηκε ότι πρέπει να τον εγκαταλείψει και να φύγει από το σπίτι, να τον αφήσει με τα τρία παιδιά.
Αυτός δεν το είπε πουθενά, δεν την εξέθεσε.
Έψαξε, έψαξε, έψαξε και ήταν σε μια μακρινή πόλη, σε ένα πορνείο και δούλευε. Δεν αγανάκτησε, δεν θύμωσε, δεν την έδιωξε, παρά πήγε γονατιστός και της είπε «Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω στα παιδάκια μας, μην χαλάς την οικογένειά μας και εγώ δεν θα το πω πουθενά αυτό που έγινε».
Και δεν συγκινήθηκε η γυναίκα, τον έδιωξε και όταν πήγε στο σπίτι του γονάτισε λέει μπροστά στη μητέρα εικόνα του Χριστού και λέει Χριστέ μου συγχώρεσέ τη και γρήγορα άλλαξέ της το μυαλό και την καρδιά και εκείνη την ώρα για αυτή του την αγάπη είδε το άκτιστο φως που για να το δούμε οι καλόγεροι πρέπει να αγωνιστούμε χρόνια, να κλάψουμε χρόνια, να θυσιάσουμε πολλά χρόνια και αν το δούμε και το δε ο γιατρός.
Τόσο σημαντικό είναι η αγάπη και η υπομονή.
Μεγάλη θέλει ακόμα προσευχή.
Η οικογένεια απ’ τους γονείς θέλει προσευχή.
Πολύ προσευχή.
Θυμηθείτε τη μάνα του Αγίου Αυγουστίνου.
Έκλαιγε 15 χρόνια γιατί το παιδί της όχι μόνο ήταν αμαρτωλό, ο άντρας της Το παιδί της έζησε όλες τις αμαρτίες φυσικές και παρά φύσιν και ήταν ένα έκτρωμα της κοινωνίας.
Δεκαπέντε χρόνια έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό να σώσει το παιδί της.
Και πάει στον Άγιο Αμβρόσιο των Μεδιολάνων και του λέει σε παρακαλώ βοήθησέ με δεν έχω άλλο κουράγιο θέλω να σώσω το παιδί μου με δάκρυα και της απαντάει Φύγε κυρία μου.
Μάνα που κλαίει για το παιδί της, το παιδί δεν θα χαθεί. Κάποια ώρα θα το βοηθήσει, έστω και νεκρή.
Ακούστε άλλο περιστατικό.
Το διπλανό μας χωριό στις Ρωγιές, ήρθε σε ένα ψυχοσάββατο μια κυρία, κυρία Φρόσω, και μου λέει, «Γερόντισσα, αυτό που θα σου πω σε παρακαλώ να το λες παντού».
Γι’ αυτό και το λέω.
Εγώ λοιπόν παντρεύτηκα έναν άνθρωπο, την παλαιότερη εποχή. Οι έμποροι γυρίζανε με τα αυτοκίνητα ή με καρότσια.
Περιφερόμενος έμπορος.
Και έπαιρναν με δόσεις οι άνθρωποι.
Λέει, ήρθε ένας και ήταν καλός άνθρωπος και τον παντρεύτηκα.
Αλλά αυτός έμεινε ορφανός από πέντε ετών.
Και τα πέντε παιδιά τα σκορπίσανε.
Αυτό το πήρε μια οικογένεια στον πύργο Ηλίας.
Λέξη δεν είχε ακούσει για τον Θεό.
Αλλά ήταν πολύ καλό παιδί.
Είχε καλά γονίδια φαίνεται. Όταν παντρευτήκαμε, λοιπόν, την πρώτη χρονιά, λέω, άντρα μου, αύριο είναι ψυχοσάββατο.
Στη μανούλα σου και στον πατέρα σου δεν θα κάνει κανείς ποτέ κόλλυβο και πρόσφορο να μνημονευθούν.
Εγώ θα τα ετοιμάσω να πάρουν δώρο.
Τι λέει αυτόν;
Τι βλακείες είναι αυτές.
Κάνεις το πρόσφορο για να το δώσει να το φάει το άλογο του παπά.
Δεν θέλω τέτοιες αηδίες, ούτε εκκλησίες θέλω, ούτε μνημόσυνα θέλω.
Εγώ λέει δεν έδωσα σημασία, έκανα το κόλλυβο, ετοίμασα και το πρόσφορο και την ώρα που τα είχα ετοιμάσει να πάω στην εκκλησία μπαίνει μέσα ο μπάρμπας.
Μόλις τα βλέπει λέει, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι αύριο, δίνει μια μουτζιά στο κόλλυβο και το διαλύει και κάνει μια έτσι στη σφραγίδα του προσφόρου και το καταστρέφει.
Να πάω με κόλλυβο να το ξαναμαζέψω.
Αλλά πρόσφορο δεν μπορούσα.
Νιόνυφη γυναίκα να πάω με κόλλυβο χωρίς πρόσφορο θα με κουτσομπολεύανε.
Δεν πήγα λοιπόν στην εκκλησία και έκατσα στο σπίτι και έκλαιγα γιατί είχα συγχυστεί πάρα πολύ.
Ήρθε το βράδυ να φάει, του έβαλα να φάει, πέσαμε να κοιμηθούμε, γύρισα λέει από την άλλη πλευρά, κλάμα εγώ επί ώρες.
Κατά τις δύο η ώρα τη νύχτα με σκουντάει.
Φρόσω. Δεν του μίλησα, λέει.
Πάει ένα να πνιγεί, είπα, λέει, μέσα μου.
Φρόσω, ξύπνα, Φρόσω, ξύπνα, σε παρακαλώ.
Τι θέλεις να και με ενοχλείς.
Φρόσω, άνοιξε η πόρτα μας και μπήκε η μανούλα μου και είπε, αγόρι μου, ένας άνθρωπος τόσα χρόνια κόλλυβο και πρόσφορο δεν ετοίμασε και τώρα που πήγε η γυναίκα σου να το κάνει, το χάλασες!
Δεν πειράζει, σε συγχωρώ αγόρι μου γιατί δεν σε μεγάλωσε μάνα για να σε μάθει.
Σήκω Φρόσω, κάνε πρόσφορα για τη μάνα μου και κόλλυβα.
Πώς βοηθάει και νεκρή η μάνα. Η πολιτική γάμοι και οι συμβιώσεις στα σπίτια χωρίς γάμο που δυσκολεύουν τις οικογένειες.
Μας ρωτάνε, το παιδί μου θα κάνει πολιτικό γάμο. Μπορώ να μην πάω στο γάμο του παιδιού μου;
Μου είπε ο πνευματικός να μην πάω. Αλλά μπορώ να μην πάω;
Δεν θα σας απαντήσω εγώ.
Δεν είναι δικό μου θέμα.
Θα σας αρχίσω από την αρχαιότητα. Παρακαλώ Περικλή, πρέπει να αρχίσεις να ψευδομαρτυρήσεις για μια μου υπόθεση, γιατί χάνομαι. Λέει, μα θα καταστραφώ, ας μην έκανες το κακό.
Εγώ δεν θα αθετήσω αυτά που λένε οι θεοί.
Ο Περικλής, ο ειδωλολάτρης και τον άφησε.
Δεν είναι αυτό φιλία λέει.
Τον κύριο Παναγόπουλο πάλι τον έχετε ακούσει όλοι.
Ήταν ένας λαϊκός ιεροκήρυκας που βοήθησε πολλοί κόσμο να μετανοήσει.
Πήρε τα παιδιά του μια μέρα και πήγε στο σπίτι του αδερφού του επίσκεψη.
Και εκεί ο αδερφός του έκανε μια δουλειά και είχε αρχίσει να βλαστημάει.
Παίρνει τα παιδιά του, λέει, αδερφέ, γεια σου.
Ούτε θα ξανάρθεις, ούτε θα ξανάρθω.
Δεν θέλω τα παιδιά μου να μάθουν να βλαστημάνε από το θείο τους.
Γιατί σας είπα αυτά.
Για να σας πω τι λέει ο πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Ένας πολύ σεβαστός… ιερεύς, εξομολόγος, θεολόγος που ακόμη και επίσκοποι τον ρωτούσαν για διάφορα θέματα.
Αυτός λέει, ήρθαν κάποιοι γονείς και μου είπανε το παιδί μου θα κάνει πολιτικό γάμο.
Πώς να μην πάω.
Πώς να μην πας.
Αυτός πώς προσβάλλει το Θεό σου και δεν κάνει θρησκευτικό γάμο.
Και εσύ σκέπτεσαι Ότι θα πικράνεις το παιδί σου, θέλει πολιτικό γάμο, να πάει να το κάνει.
Ελεύθεροι είμαστε, δημοκρατία έχουμε, να κάνει ό,τι θέλει.
Αλλά εσύ γιατί να είσαι δίπλα του.
Ή δίπλα στον Θεό θα είσαι ή δίπλα στο παιδί σου.
Της είπε ίσια.
Άλλοι πάλι λένε, πάτε να πάω στο τραπέζι μετά το γάμο, το πολιτικό τουλάχιστον.
Όχι να μην πας, γιατί να πας να συμφας με όλους αυτούς που περιφρόνησαν το Θεό σου.
Σε άλλους, είπε ο πάτερ Κύριλλος, σε κάποιον γνωστό πολύ, λέει, τι να κάνω, πάτερ.
Συζούνε τα παιδιά μου, η κόρη μου με το γαμπρό μου συζούνε.
Όχι στο σπίτι μου, γιατί δεν τους δέχτηκα, αλλά αλλού συζούνε.
Δε θα κοινωνήσεις, κύριε Τάδε, μέχρι να παντρευτούνε.
Λέει, μα τι φταίω εγώ πάτερ μου;
Δεν ξέρω τι φταις λέει.
Φαίνεται δεν τους τα έμαθες καλά.
Και γι’ αυτό κάνουν αυτό που κάνουν.
Που ξέρεις πόσο αμάρτημα είναι.
Γιατί αυτό είναι πορνεία.
Αφού δεν πήρανε το μυστήριο και συζούν.
Πάω, λέει, στο σπίτι.
Λέει, ακούστε να δείτε.
Δεν θα με αφήσετε εμένα χωρίς θεία κοινωνία.
Ή παντρεύεστε αυτό το μήνα. Τι να κάνουν, παντρευτήκαν για να μην χάσουν τον πατέρα.
Καμιά φορά χρειάζονται και τα τεχνάσματα.
Θα μου πείτε όμως, γερόντισσα, δεν ζεις μέσα στην κοινωνία.
Και εμείς αναγκαζόμαστε να κάνουμε μερικούς συμβιβασμούς.
Εγώ δεν τα λέω.
Στην Αποκάλυψη λέει, καλύτερα να είσαι ψυχρός. Αφού δεν είσαι ζεστός, καλύτερα να είσαι ψυχρός παρά χλιαρός.
Ο Θεός το λέει, όχι εγώ.
Γιατί τους χλιαρούς θα τους κάνω εμετό.
Και χλιαρός είναι αυτός που θέλει και αυτό και το άλλο και το παράλλο και το παράλλο.
Και λίγο διάβολο και λίγο Θεό και λίγο εκκλησία και λίγο αμαρτία.
Δεν τα λέω εγώ. Εγώ απλώς σας μεταφέρω, είπα, τους καημούς μας.
Θα μου πείτε, οι νόμοι λένε άλλα πράγματα για τη σημερινή οικογένεια.
Τι μας νοιάζει τι λένε οι νόμοι της Πολιτείας.
Πρώτα τους νόμους του Θεού.
Η Πολιτεία λέει, η μοιχεία δεν είναι αμαρτία.
Ο Θεός λέει, είναι αμαρτία.
Ποιο θα ακούσω την Πολιτεία, ποιο θα ακούσω τους νόμους του Θεού. Η έκτρωση δεν είναι αμαρτία.
Ο Θεός λέει είναι φόνος. Στην Αμερική, που δεν δεχόντουσαν τα παιδιά τους να αλλάξουν φύλλο, όπως είναι οι νόμοι και εμείς έχουμε νόμο στην Ελλάδα, δόξα του Θεού, από 15 ετών το παιδί μπορεί να αλλάξει δύο φορές φύλλο.
Δεν τα λέει αυτά ο Θεός, τα λέει η πολιτεία.
Επομένως, δεν μας υποχρεώνει.
Στην Αμερική, λοιπόν, τι νόμο ψήφισαν;
Όποιος γονιός δεν δίνει τη συγκατάθεσή του να αλλάξει το παιδί του φίλο, θα του το παίρνει η πολιτεία.
Να το περιμένετε και εδώ σε λιγάκι.
Άμα δεν συμφωνούμε με αυτά που θέλουν να μας περάσουν, τα αστέρια που βγαίνουν κάθε φορά, γιατί κάθε φορά βγαίνει και ένα νέο αστέρι.
Και είπα σε κάποια που μου είπε γερόντισσα, βγήκε ένα καινούριο αστέρι στην πολιτική που θα σώσει την Ελλάδα, δεν λέμε ονόματα.
Λέω… Πρόσεξε που θα σε οδηγήσει το αστέρι σου.
Το δικό μας το αστέρι σίγουρα θα μας πάει στον ουρανό.
Το δικό σου το αστέρι δεν ξέρω που θα σε πάει.
Αλλά, άμα θέλετε τόσο πολύ αστέρια, ξέρετε πόσα έχει η Εκκλησία;
12 εκατομμύρια.
Να, ο Άγιος Δημήτριος πρώτος.
Νέος, όμορφος, πλούσιος, διδακτικός. και έκανε συνάξεις λέει νέων και μεγάλων για να τους μιλάει για τον Χριστό ενώ ήτανε σε ένα στρατό αθέων.
Γιατί δεν κάνεις αστέρι τον Άγιο Δημήτριο και κάνετε αστέρι αυτούς που θα έπρεπε να μην τους μιλάμε.
Είπαμε ονόματα δεν λέμε.
Γιατί μπορεί να μας πάνε και φυλακή.
Λοιπόν, μετά την οικογένεια Ο άνθρωπος διαμορφώνεται από την παιδεία που παίρνει από το σχολείο του.
Εδώ είναι ο θρήνος και ο κλαυθμός των οδόντων.
Η σημερινή παιδεία στην Ελλάδα προσπαθεί να βγάλει από τα βιβλία της, για όσους ασχολούνται τουλάχιστον με την παιδεία.
Και επειδή είναι της ειδικότητός μου, έχω λόγο. Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα, δεν υπάρχουν Πάσχα, δεν υπάρχει Χριστός, δεν υπάρχει Παναγία, όπως τα ξέραμε εμείς. Περάσαμε πολύ ωραία.
Βόλτα βγάλαμε το Νεκτάριο.
Τίποτα άλλο.
Και για τον Άγιο Βασίλειο, γιατί έπρεπε να πουν μια κουβέντα για τον Άγιο Βασίλειο, όλα τα παιδάκια ξέρουν για τον Άγιο Βασίλειο.
Ήταν ένας γέρος στρουμπουλός, που άπλωνε στον ήλιο τα εσώρουχά του.
Μόνο αυτό.
Μαθαίνει τρίτη δημοτικού για τον Άγιο Βασίλειο.
Και ακόμη δεν έχουν βγει στον δρόμο οι γονείς. Να πούνε εσείς, κύριοι που βγάζετε αυτά τα βιβλία στα παιδιά μας, άντε πάτε στο σπίτι σας και μάθετε στα παιδιά μας σωστά πράγματα.
Θα σας πω, λοιπόν, από φετινά περιστατικά των σχολείων της Αθήνας που μεταφέρουν φίλες που εργάζονται στα σχολεία.
Το 15μελές μιας τάξεως, του Γυμνασίου το 15μελές, και λέει στον Διευθυντή, κύριε Διευθυντά, απαιτούμε να κατέβουν οι εικόνες από το σχολείο.
Λέει, γιατί απαιτείτε;
Δεν ξέρετε ότι το Σύνταγμα λέει ότι πρέπει να σας δώσουμε ελληνοχριστιανική παιδεία.
Θα το καταργήσουμε το Σύνταγμα, λένε οι 15χρονοί.
Λέει, καλά καταργήστε το και ελάτε να βγάλουμε τις εικόνες, τους είπε ο Διευθυντής. Πού φτάσαμε!
Ήρθε στο μοναστήρι μια κυρία με ένα κοριτσάκι εννιά ετών.
Από περίχωρα της Αθήνας.
Και είχε τα νυχάκια της βαμμένα κατά μαύρα.
Λέω, κοριτσάκι μου, τι τα θες μαύρα τα νυχάκια σου, μαύρα είναι τα νύχια του διαβόλου.
Τι βάφεις τα νύχια σου μαύρα.
Να τα βάφεις άσπρα, να πω ήταν άσπρα, ήταν ροζ. Μαύρα, εννιά χρονών κοριτσάκι.
Μου λέει η μάνα, αυτό σας πείραξε, δεν σας πείραξε που ο καθηγητής, ο δάσκαλος, αντί για θρησκευτικά, τους κάνει για τους δώδεκα θεούς και τους βάζει να παίζουν τους δώδεκα θεούς στο κάθε παιδί και να λένε και τα ανάλογα του κάθε θεού.
Λέω, συγγνώμη, εσύ είσαι η μάνα.
Δε σε πείραξε αυτό.
Γιατί δεν πήγες στο σχολείο στον διευθυντή να πεις συγγνώμη έστειλα το παιδί μου στο σχολείο την ώρα των θρησκευτικών να μαθαίνει για τους 12 θεούς.
Λέει τι λες που θα πάω να το πω για να μην δώσει ποτέ βαθμό στο παιδί μου.
Λέω καλά δεν πήγες στον διευθυντή, δεν πήγες τον παπά της ενορίας να του πεις πάτερ μου γίνεται αυτό και αυτό το κακό. Πες το στον δεσπότη και κάντε κάτι για τα παιδιά μας.
Δεν έχω όρεξη.
Ας τα ξεμπερδέψουν μόνοι τους.
Αδιαφορία.
Άλλο περιστατικό.
Πάλι στο μοναστήρι.
Ήρθε μια καθώς πρέπει κυρία και ένας κύριος και λέει…
Το κοριτσάκι μας εμείς δεν είμαστε πολύ θρησκευόμενοι, αλλά πάμε στην εκκλησία, σεβόμαστε τον Θεό, Φοράμε ένα σταυρουδάκι στο κοριτσάκι μας.
Ξέρετε τι έκανε η δασκάλα χθες το παιδί μου.
Τι έκανε, λέω, πού να τα φανταστώ όλα αυτά.
Την έβγαλε, λέει, στη μέση της αιθούσης και λέει, παιδιά, τι ανάρμοστο βλέπετε στην Ελενίτσα, ας πούμε.
Και όλα τα παιδιά με ένα στόμα, ο σταυρός του φοράει.
Λέει, λοιπόν, η δασκάλα στο παιδί, θα πεις τη μαμά σου, άμα θέλει να σου φοράει
Την ελέησε αυτή τη δασκάλα ο Θεός και δεν ήμουνα εγώ η μάνα αυτή.
Την ελέησε.
Άλλο περιστατικό.
Βλέπει μια μαθήτρια και ανακατεύει καφέ. γιατί είναι πολύ ευγενής.
Λέει, παιδί μου, δεν ξέρεις ότι την ώρα του μαθήματος δεν πίνουμε καφέ.
Μα δεν πίνω, κυρία, ανακατεύω.
Ε, είπα, σοπάσου, λέει.
Ύστερα από λίγο σηκώνει, πίνει τον καφέ, γιατί τον ανακάτευε.
Λέει, κυρία, αυτό το ξέρεις, παιδί μου, ότι απαγορεύεται στη διδακτική τάξη, στη διδακτική ώρα, μέσα στην τάξη.
Λέει, δεν μου λέτε κυρία, το ότι σταματήσατε το μάθημα και ασχολείστε μαζί μου, επιτρέπετε;
Και δεν μπορείς να πεις τίποτα, γιατί σε περιμένουν απ’ έξω όπως περιμένανε τη φίλη μου.
Είχαμε μια φίλη που πριν 15 χρόνια έχει πεθάνει.
Και ήταν επιτηρήτρια στην αυλή και βλέπει μια μαθήτρια κρεμασμένη απ’ τον μπαλκόνι.
Και λέει, παιδί μου, τι κάνεις, θα σκοτωθείς. Πέταξα ένα γράμμα στο φίλο μου που ήταν από κάτω από το μπαλκόνι.
Λέει, πάμε στο γραφείο, να το πεις στο γυμνασιάρχη.
Αν καμιά μέρα σκοτωθείς, να μην έρθουν οι γονείς σου και μας πουν ότι εμείς δεν επιτηρούμε.
Φύγε, της λέει ο διευθυντής, και θα έρθεις τη Δευτέρα με το γονιό σου.
Βγαίνει η φίλη μου το μεσημέρι να φύγει και το αυτοκίνητό της ήταν διάτρητο με πρόκα.
Το πέταξε.
Στην Ελλάδα αυτά, τη χριστιανική, Από τους βαπτισμένους χριστιανούς.
Άλλο παράδειγμα.
Λέει στο διάλειμμα η καθηγήτρια, παιδιά πρέπει να βγαίνετε έξω, να αερίζεται η τάξη.
Έχουμε περάσει και τον κορονοϊό, τι πιο σπουδαίο να βγείτε έξω στην αυλή.
Ένας μαθητής κάθισε επίμονα στο θρανίο και λέει, εγώ δεν θα βγω.
Θα βγεις, του λέει η καθηγήτρια. Φωνάζει ο μαθητής, τον πιάνουν από τα χέρια και τον λέει στο γραφείο κατευθείαν του διευθυντού.
Τον πάνε στον διευθυντή και αυτός γαβγίζει.
Γαβγίζει ο μαθητής, μόλις μπήκε στο γραφείο του διευθυντού.
Του λέει, ο διευθυντής, τι γαβγίζεις.
Λέει, ποιος νόμος το απαγορεύει.
Μου λένε, φίλες μου, η μεγάλη σε ηλικία καθηγητή Βγαίνουν έξω για να μην πάθουν κεφαλικό.
Οι νεότεροι βάζουν και κάποια φωνή.
Πόσο θα πάει αυτό.
Στην Κορέα ήδη αυτοκτονούν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, λέει η εφημερίδα, επειδή δεν αντέχουν το bullying των μαθητών και των γονέων τους.
Θα έρθει σε λίγα χρόνια και εδώ αυτό.
Θα φεύγουν από τα σχολεία. Άλλο.
Γίνεται μια συγκέντρωση γονέων.
Ο Γυμνασιάρχης, υπομονετικός, ευγενής, λέει στους γονείς, σας παρακαλώ πολύ, να τα φροντίζετε τα παιδιά σας.
Πετάγονται οι γονείς, δεν τον άφησαν τι να φροντίζουν.
Να τα αφήνετε να έχουν τα κινητά τους, να μην τα μαλώνετε, να τα πηγαίνετε εκδρομές, Αν έχουν ανοιχτό το κινητό στην αίθουσα.
Για σταθείτε, λέει, εδώ ήρθατε να μας πείτε τι θα κάνουμε ή να σας πούμε τι θα κάνετε;
Μες στην Αθήνα αυτά, την περασμένη εβδομάδα.
Εκείνο που σας παρακαλώ, λέει ο Διευθυντής, είναι… τουλάχιστον οι μάνες των κοριτσιών, μάθετε τα να ντύνονται.
Γιατί έτσι που έρχονται, είναι σαν να φοράνε μόνο τα εσώρουχά τους. δεν είναι πλατεία, δεν είναι κλαμπ, δεν είναι καφετέρια, δεν είναι παραλία.
Ας ντύνονται.
Και έρχεται και χειμώνας να μην κρυώσουν, είπε ο καημένος, για να το μαλακώσει.
Πετάγεται μια μάνα και λέει, γιατί τα αγόρια δεν κρυώνουν, μόνο τα κορίτσια κρυώνουν.
Για να γελοιοποιήσουν αυτό που έλεγε.
Θύμωσε ο διευθυντής και πήρε τους καθηγητές και έφυγε, διέλυσε τη σύναξη.
Πού είμαστε! Πού είμαστε!
Αυτό λέγεται χριστιανική Ελλάδα! και έβλεπε και στην κάμερα της φίλης της που την τράβαγε για να δείξει κανονικά το ξύλο που έδινε.
Και δεν συγκεντρώνονται τα Υπουργεία και δεν ξέρω ποια άλλη να πουν γιατί τόση βία στα παιδιά.
Γιατί τόσο άγρια τα παιδιά μας.
Μας το είπε ο πατήρ Παΐσιος, ο Άγιος Παΐσιος.
Όταν δεν τους δώσουμε Θεό, θα τους δώσει ο δαίμονας τα δικά του.
Και από παιδιά θα τα κάνουμε διαβολάκια.
Τα λένε οι Άγιοι.
Τα ακούμε όμως όλοι.
Λοιπόν, μια άλλη έρευνα λέει ότι οι νέοι μας είναι πρώτοι στα ατυχήματα, πρώτοι στα ναρκωτικά, πρώτοι στο αλκοόλ. Ας κοιτάξουμε όλοι ειλικρινά μέσα μας.
Κάτω στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ, Στην Ισραήλ, στη Συρία, στην Αίγυπτο, στο Πακιστάν, στην Ταΐλάνδη σφάζονται οι άνθρωποι σαν αρνιά.
Χριστιανοί και εμείς.
Και εμείς, οι χριστιανοί της Ελλάδος, δεν προλαβαίνουμε να πάμε στην εκκλησία με τις τόσες ανέσεις της σημερινής εκκλησίας.
Θέρμανση, ψύξη, ομορφιά, άνεση, καρέκλες.
Δεν προλαβαίνουμε.
Και όχι μόνο δεν προλαβαίνουμε να πάμε, Αποφεύγουμε και με χίλιες προφάσεις την εξομολόγηση.
Βαπτισμένοι χριστιανοί, δυσκολευόμαστε να μετανοήσουμε.
Αδιαφορούμε για τη Θεία Κοινωνία ή πάμε εντελώς απροετοίμαστοι.
Ακούστε κάτι που μας διηγήθηκε ο Άγιος Ιάκωβος.
Εξομολογούσαν λέει μια γιαγιά από τη Χαλκίδα.
Δεν μπορούσε όμως να καταφέρει να φέρει τον άντρα της στην εξομολόγηση. Στα 75 του τον κατάφερε, τον έφερε.
Αλλά αυτός δεν είχε και πολλή κέφι να μιλήσει, ούτε και είχε καταλάβει ότι είναι αμαρτία.
Του έβγαλα, λέει, μερικές αμαρτίες με ερωτήσεις.
Και του είπα, άκου να δεις, αύριο δεν θα έρθεις να κοινωνήσεις, γιατί μείνανε στο νόσιο, δηλαδή.
Θα κάνεις αυτές τις προσευχές, αυτές τις ελεημοσύνες, θα σκεφτείς τις αμαρτίες που θα ζητήσεις από τον Θεό, συγγνώμη, γιατί τον λύπησες και θα ξαναέρθει στα Χριστούγεννα να τα πούμε.
Την άλλη μέρα το πρωί, μας λέει ο Άγιος Ιάκωβος, να σου ο παππούς στη σειρά να κοινωνήσει.
Μπορείς να κάνεις παρατήρηση, λέει, στον Έλληνα, έστω και δίκαια παρατήρηση, θα ακούσεις τα εξ αμάξης.
Όταν έφτασε κοντά να κοινωνήσει, λέει, είπα μέσα μου, Θεέ μου, σε παρακαλώ, εσύ που τους καθαρούς τους φωτίζεις, αλλά τους βρώμικους τους καις, μην μπεις μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο και τον κάψεις, δεν καταλαβαίνει.
Και είδαν εκείνη την ώρα όλο το εκκλησίασμα και ο άνθρωπος αυτός να φεύγει από το κουταλάκι μια φωτιά, να περνάει από το κεφάλι, μου λέει ο Άγιος Ιάκωβος, και να πηγαίνει μέσα στο Άγιο Αρτοφόριο πάνω στην Αγία Τράπεζα.
Το είδαν όλοι. Φωνάζω τον παππού στο ιερό και λέω, δεν μου λες.
Είδες τίποτα.
Τι ήταν αυτή η φωτιά που πήγαινε να με κάψει, Χριστιανέ μου;
Α, λέει, την είδες.
Γιατί μπήκες να κοινωνήσεις τη σειρά. Δεν σου είπα να μην έρθεις;
Λέει, είπα, να, που ξέρει τώρα.
Θυμάται αυτός ο γέρος τώρα σε ποιον είπε να κοινωνήσει και σε ποιον είπε να μην κοινωνήσει από όλους αυτούς που εξομολόγησε.
Και έπειτα, άμα δεν ερχόμουν, τι θα έπρεπε να κάνω. Άκουγα απ’ τη γριά μου, ποιος ξέρει.
Είπα να πάω να κοινωνήσω, ξεμπερδεύουμε.
Λέει, ναι, αλλά εγώ προσευχήθηκα και δεν μπήκε μέσα σου ο Χριστός να μη σε κάψει.
Σε μια γνωστή εκκλησία, άμα πας, δεν ξέρω αν θα προσευχηθούνε και αν μπει μέσα σου ο Χριστός.
Πάμε έτσι, βαφτισμένοι χριστιανοί.
Πάμε και κοινωνάμε.
Είναι και έθιμο, λένε μερικοί.
Ε, είναι και συνήθεια, μην πίνω και κοινωνήσω.
Σοβαρά πράγματα. Είμαστε βαφτισμένοι χριστιανοί να το θυμόμαστε.
Έπειτα, πάμε ασύστολα και ψωνίζουμε χωρίς ντροπή την Κυριακή.
Θα μου πείτε, γιατί να μην πάμε να ψωνίσουμε, τι κακό είναι.
Τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό τον κρεμάσανε, γιατί οι Εβραίοι, που το Σάββατο δεν δουλεύουν, θέλανε την Κυριακή να είναι ανοιχτά τα μαγαζιά. οι χριστιανοί να παραβούνε και επειδή ο Άγιος δεν τους άφηνε να πάνε Κυριακή να ψωνίσουνε και χάνανε αυτοί γιατί το Σάββατο δεν μπορούσαν αυτοί τον κατήγγειλαν στον Αλή Πασά και τον κρεμάσανε για το πιο κύριο λόγο αυτό κάτι μας έλειψε μια μέρα και λέω στους αδελφές να πάμε στο σούπερ μάρκετ να το πάρουμε θα σηκωθεί ο Άγιος Κοσμάς και θα σας δώσει καμιά μπάτσα Τώρα θα πεθάνουμε, θα πάμε τη Δευτέρα.
Είναι λεπτομέρειες, θα μου πείτε όλα αυτά, αλλά δείχνουν την ευαισθησία μας.
Και καυχήθηκε ο Υπουργός της νυν κυβερνήσεως που κατήργησε την αργία της Κυριακής και λέει… Βλέπετε ξυπνά εδώ ο διάβολος.
Όλα μας τα παρουσιάζουν πολύ ωραία.
Και θα σας πω κάτι που ντράπηκα και το λέω και στα παιδιά που έρχονται της κατασκηνώσεως.
Στην Ταϊλάνδη μπήκανε αυτοί του Άισις μέσα στην εκκλησία, κατεβάσανε την εικόνα του Χριστού από το τέμπλο, τη βάλανε στην πόρτα εξόδου και είπανε… όποιος πατήσει και φτύσει την εικόνα, θα φύγει. Όποιος δεν το κάνει, θα σκοτωθεί επιτόπου.
Ήταν μέσα νέοι, γέροι, παιδιά.
Ο ένας ήταν αρραβωνιασμένος και πρέπει να παντρευτεί.
Ο άλλος ήταν παντρεμένος και είχε τα παιδιά του.
Ο άλλος δεν ξέρω τι άλλες υποχρεώσεις είχε.
Όλοι πατήσανε, φτύσανε και βγήκανε.
Όχι βέβαια και στενοχωρημένοι για αυτό που κάνανε.
Τέλος, ένα δεκατετράχρονο κοριτσάκι.
Λένε οι στρατιώτες σιγά τώρα.
Όλοι φτύσαν και φύγανε.
Η μικρή δεν θα το κάνει.
Έρχεται λοιπόν η μικρή.
Τη βλέπω μπροστά μου.
Γονατίζει μπροστά στην εικόνα του Χριστού.
Σκουπίζει με το φουστανάκι της τα φτυσίματα.
Τον παίρνει η αγκαλιά και λέει.
Κι όμως εγώ δεν θα σε φτύσω. και της σκοτώσανε επί τόπου.
Δεν ντρεπόμαστε τουλάχιστον αυτό το κοριτσάκι, όταν εμείς δεν κάνουμε αυτά που λέει ο Θεός.
Μήπως κοντεύουν και για εμάς οι δοκιμασίες.
Η λεβεντιά δεν βγαίνει την τελευταία ώρα.
Πρέπει να είμαστε πάντα φιλότιμοι και λεβέντες στις σχέσεις μας με τον Θεό και τους ανθρώπους. Και μην μου πείτε είναι δύσκολο, είμαστε λίγοι, δεν έχουμε φωτεινά πρότυπα, δεν μιλάνε εκείνοι που πρέπει να μιλάνε, γιατί λέμε και αυτό.
Δεν μας φτάνει ο Χριστός και τα δώδεκα εκατομμύρια μάρτυρες που πολλοί από αυτούς ήταν και αβάφτιστοι, αλλά πέθαιναν για τον Χριστό μόλις τον είχαν γνωρίσει.
Το Σεπτέμβριο γιόρταζε ο Άγιος Γοβδελαάς, ο γιος του βασιλιά Σαββωρή, και ενώ περνούσε τα μαρτύρια από τον πατέρα του και οι χριστιανοί ιερείς γράφανε αυτά που περνάει τους παρακαλεί και λέει μα φέρτε νερό και λάδι να με βαφτίσετε να φύγω βαφτισμένος ο ειδωλολάτρης και επειδή δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό προς τον βασιλιά ποιος μπορούσε να το κάνει αυτό έβρεξε ο Θεός από τον ουρανό νερό και λάδι και βαφτίστηκε ο Άγιος Γοβδελαάς.
Και η Αγία Δροσούλα, η κόρη του αυτοκράτορα Τραϊανού, 14 ετών, που ο πατέρας της έλιωσε χαλκό και σίδηρο για να φτιάξει λουτρά δημόσια και μέσα εκεί απείλησε ότι θα λιώσει και την κόρη του και τις πέντε καλόγριες που τη συνοδεύανε, είπε η Αγία Δροσούλα, βάλε με, θα γίνει το βαφτισμά μου.
Και την έβαλε.
Ε, καλά πια, μόνο εμείς δεν μπορούμε;
Και έχουμε για όλα μια δικαιολογία.
Από τους πιο μικρούς μέχρι τους πιο μεγάλους.
Και να σας πω και το τελευταίο.
Διάβασα στο Κβο Βάντις Ντόμινε, που έχει πολύ ωραία την περιγραφή, επί του Αποστόλου Πέτρου και Παύλου, και τα μαρτύρια των χριστιανών επί Διοκλητιανού, και μου έχει μείνει η σκηνή.
Ο Διοκλητιανός, για να γλεντήσει, έδεσε τους χριστιανούς γύρω-γύρω από τον κήπο τους σε στήλους και τους έβαλε φωτιά για να φωτίζουν τα όργια που θα έκανε.
Στα αυτιά μου φαντάζομαι τα ουρλιαχτά, γιατί άμα καίγεσαι, δεν μπορείς να μη φωνάξεις.
Όμως δεν είπαν, βγάλτε με άλλο νου με τον Χριστό.
Ας θυμόμαστε και κάτι από αυτούς που δώσαν
Ο εφησυχασμός αδελφοί μου είναι συνενοχή και έγκλημα.
Οι καιροί δεν περιμένουν.
Ο Χριστός κατέβηκε στη γη για να μας ανεβάσει στους ουρανούς.
Ας έρθουμε κοντά του γνήσια, όχι μισά-μισά, λέει ο Άγιος Εφραίμ.
Πάμε τη Μεγάλη Παρασκευή και δακρύζουμε για τα πάθη του Χριστού και τη Μεγάλη Πέμπτη. Αν δεν έχει πάρει ακόμα τη μεγαλύτερη πληγή ο Χριστός, λέει ο Άγιος Εφραίμ, ξέρετε πότε θα την πάρει, λέει.
Όταν γίνει η δευτέρα παρουσία και θα πάρει ο Χριστός τους δικούς του και ο διάβολος τους δικούς του, ο διάβολος θα χαμογελάσει και θα του πει, μέτρα τους δικούς σου και μέτρα και τους δικούς μου.
Και τότε, λέει ο Χριστός, Θα νιώσει πιο δύσκολα από το σταυρό, από τα ραβδίσματα, από τα αυτισήματα.
Γιατί θα πει, τι θέλανε πια αυτά τα παιδιά μου να κάνω άλλο.
Κατέβηκα να τους πω τι να κάνουν για να έρθουν στον Παράδεισο.
Και αυτοί οι περισσότεροι προτίμησαν το διάβολο.
Αυτό είναι η μεγαλύτερη πληγή, λέει, του Χριστού που θα την πάρει τότε. Δεν αξίζει, λοιπόν, να πούμε στον διάβολο με τη ζωή μας και όχι με λόγια.
Μας προσφέρει σαν ακαθαρσίες σε χρυσούς δίσκους.
Ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε.
Αγαπάμε τον Χριστό και τις εντολές Του.
Δεν ξεπουλάμε τις αρχές μας που της πότισαν τόσα αίματα αγίων και μαρτύρων.
Δεν θα φτύσουμε εκείνων που έδωσε τα πάντα για μας. η συντροφιά σου δεν μας χρειάζεται.
Σου χαρίζουμε την κόλαση.
Προτιμούμε το σπίτι μας, τον Παράδεισο και όσους κατοικούν εκεί μέσα.
Αν θέλουμε να μη φωνάζουμε στην άλλη ζωή, βοήθεια χανόμαστε, εκεί που δεν μπορεί να μας βοηθήσει κανείς, παρά μόνο τα έργα μας, και η μετάνοιά μας, ας φροντίσουμε σε αυτή τη ζωή να υπακούμε σε Εκείνον που μας έπλασε και θα μας κρίνει.
Θα το κάνουμε.
Όπως στρώσουμε, θα κοιμηθούμε.
Και να σας πω κάτι που μου είπε ένας καθηγητής θεολόγος, που έμαθα ότι θα έρθω να μιλήσω, λέει, «Γερόντισσα, ξέρετε πώς έχει βγει αυτή η κόκκινη σημαία, βήτα, βήτα, βήτα, βήτα, Δεν θυμόμουνα.
Μου λέει, όταν ο Γεννάδιος, ο πρώτος Πατριάρχης, έπρεπε να φτιάξει μια σημαία για το Πατριαρχείο, λέει, πρέπει να τη φτιάξω κόκκινη, σαν τους Τούρκους.
Να μην μου πούνε τι είναι αυτό που έκανες.
Έφτιαξε λοιπόν μια κόκκινη σημαία και έβαλε τρία, τέσσερα β’ επάνω.
Βασιλεύ βασιλευόντων, βλέπε βασιλεύουσα.
Τι να καταλάβουν οι Τούρκοι, βλέπαν τέσσερα β’;
Εκείνος όμως το έκανε για να αναγκάσει τον Χριστό.
Και μου λέει αυτός ο καθηγητής, γι’ αυτό σας το λέω γιατί μ’ άρεσε.
Λέει «Γερούτα, ξέρεις τώρα τι πρέπει να γράφουμε» «Βασιλεύ βασιλευόντων, βοήθεια βυθιζόμαστε».
Εκεί φτάσαμε.
Πριν να τελειώσω, θέλω να σας πω κάτι τελείως προσωπικό που συνέβη στο μοναστήρι μας. Μόνο αυτό θα σας πω για να δείτε ποιος μας υποκινεί για όλα.
Ήρθε ένα πούλμαν πρώτη Νοεμβρίου.
Δεν θα πω από ποιο μέρος της Αθήνας.
Πρώτη Νοεμβρίου γιορτάζει ο Όσιος Δαβίδ.
Κάθισαν στην αίθουσα ο ιερεύς και ο κόσμος, 50 άνθρωποι, και είπα να τους πω κάτι που με είχε συγκλονίσει, το είχα μάθει εκείνο το καλοκαίρι, θα σας το πω.
Όση ώρα όμως μιλούσα, Ένας άντρας και μια γυναίκα σταυρώναν το στόμα τους συνέχεια.
Λέω, φαίνεται ξυπνήσανε πρωί και επειδή ταλαιπωρηθήκανε θέλουν να χασμουρηθούν οι καημένοι άνθρωποι και γι’ αυτό σταυρώνουν το στόμα τους.
Εγώ αυτό κατάλαβα.
Ακούστε λοιπόν τι τους είπα.
Ήρθα κάποιοι προσκυνητές στο μοναστήρι που είχαν κάνει της Παναγίας στην Κάρπαθο.
Εκεί λέει έχει μια μεγάλη Παναγία ωραία εκκλησία που γύρω-γύρω είναι γκρεμός μέχρι τη θάλασσα και μόνο από μπροστά μπαίνεις μέσα και έχει μια πλατεία και κάθονται οι καρπάθιοι εκεί.
Μόλις τέλειωσε λέει η λειτουργία είπε ο παππούλης βλέπετε τον Πολυέλεο αυτόν ένα Πολυέλεο λέει θαυμάσιο δεν τον έχουμε δει σε καμία εκκλησία της Ελλάδας.
Παρακαλώ τον Κύριο που τον έκανε δώρο να ανέβει στο βήμα και να μας πει γιατί έκανε αυτό το δώρο. Και ανέβηκε, λέει, ένας κύριος και λέει, είμαι 46 χρόνων.
Πριν 40 χρόνια, ενώ ήμουν 6 ετών, πέθανε η μανούλα μου.
Ο πατέρας μου που πήγαινε με τα καράβια εκεί και με τα σφουγκάρια του, όλα αυτά, πώς να με μεγαλώσει.
Παντρεύτηκε σε λίγο καιρό μια άλλη γυναίκα και ήρθανε εδώ στη Παναγία, στη πλατεία, όπως όλοι οι άνθρωποι, για να καθίσουν να μιλήσουν. Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, με πήρε η μητριά από το χέρι, με πήγε από εκεί που δεν ήταν κανένας άλλος και με πέταξε στον γκρεμό.
Και γύρισε με κροκοδείλια δάκρυα και φώναζε «έχασα το παιδί, μου πέσε το παιδί, έχασα το παιδί».
Ο πατέρας μου λέει τρελάθηκε.
Εν τω μεταξύ νύχτωσε.
Δεν είχαν καμία δυνατότητα να κατέβουν στον γκρεμό.
Τα τσακάλια άρχισαν να φύγουν. Ο πατέρας μου λέει μαζί με τον πρόεδρο, τον αστυνομικό, τον δάσκαλο και όλους.
Καθόντουσαν στην άκρη του γκρεμού και φωνάζανε «Κωστάκη μη φοβάσαι, το πρωί θα σε παραλάβουμε».
Όλη τη νύχτα αυτό γινόταν.
Το πρωί μόλις χάραξε λέει, ακούνε τη φωνή του Κωστάκη «Μπαμπά είμαι καλά στην τάδε παραλία» είπε το σημείο. Τρελαθήκαν οι άνθρωποι.
Μαζέψαν, λέει, τα σκοινιά όλα της πόλεως.
Δέθηκε ένας νεαρός σε ένα μεγάλο δέντρο και κατέβηκε κάτω και με έφερε, λέει, από κάτω.
Ο πατέρας μου μόλις με έφερε, μ’ αγκάλιασε και λέει, Κωστάκη μου, γιατί, αγόρι μου, όλη τη νύχτα μας άφησες στην αγωνία αφού ήσουνα ζωντανός.
Λέει, μπαμπά, όταν με πέταξε η μαμά, την πιάσανε αυτή, πέθανε στη φυλακή, η χωροφύλακη ήταν παρόντα. με πήρε μία θεία στην αγκαλιά της ο πατέρας μου δεν κατάλαβε λέει και γιατί δεν φώναζε η θεία αφού δεν φώναζες εσύ μου κλείνε το στόμα και μου λέγει όχι αγόρι μου τώρα γιατί θα σκοτωθούνε όταν όμως έγινε πρωί μου είπε τώρα φώναξε και έφυγε η θεία.
Ο παπάς λέει κατάλαβε, με πήρε από το χεράκι με έβαλε μέσα στην εκκλησία. Μήπως είναι αυτή η Θεία η Αγία Ειρήνη, η Αγία Αικατερίνη, η Αγία Παρασκευή;
Όχι, έλεγα.
Μόλις φτάσαμε, λέει, στο τέμπλο και είδα την Παναγία.
Αυτή είναι η Θεία που με κράταγε αγκαλιά όλη τη νύχτα, είπε.
Ε, αυτή η Παναγία μας που έγινε μάνα μου τη δύσκολη ώρα δεν της άξιζε ένα δώρο.
Πήγα στην Καναδά, σπούδασα χημικός και τα πρώτα μου λεφτά Είναι αυτός ο Πολυέλεος.
Εγώ τόσο πολύ συγκινήθηκα, που όποιος ερχόταν εκείνη τη χρονιά, ένας, δύο, πέντε, πενήντα, εκατό, καθίστε να σας πω μια ιστορία.
Καθίστε να σας πω μια ιστορία.
Πώς η Παναγία μας, και χωρίς να τη φωνάζουμε, τρέχει.
Όπως τα έλεγα λοιπόν στο πούλμαν, μόλις τέλειωσα το θαύμα, συνεχίζω.
Είδατε, Χριστιανοί μου, η Παναγία μας.
Αυτοί που σταυρώναν το στόμα τους ήταν δαιμονισμένοι.
Εγώ δεν το ήξερα, το ξέρανε όμως το πούλμαν και τους αρπάξανε γιατί σηκώθηκαν να με δείρουν.
Εγώ, νιώθοντας ασφαλής αφού τους κρατάγανε, λέω μπα παραξηγήθηκες διάβολε γιατί μιλάμε για την Παναγία.
Και λένε αυτοί, βρε βρωμόγρια, σ’αυτό το πούλμαν. Στο βρώμο-μοναστήρι, μου χαλάτε τα σχέδια μου.
Εγώ λέω να τη βρίζουν.
Εγώ λέω να μην την ακούνε.
Εγώ λέω να μην ακούνε το γιο της.
Και ήταν, σας λέω, τόσο έτοιμοι να με δείρουν, αλλά ήμουν επί του ασφαλούς και λέω, α, επειδή σε ενοχλεί τόσο πολύ, γι’ αυτό θα το λέω συνέχεια.
Αλλά σας βεβαιώ, όταν έφυγα από το μοναστήρι, μου λέει μια αδερφή, μην πάτε και πείτε το παιδάκι, ποιος ξέρει τι πειρασμός θα μας βρει.
Κάθε φορά που το λέμε έρχεται και ένας πειρασμός.
Τόσο θυμώνει ο διάβολος.
Ας θυμώσουμε λίγο το διάβολο από το να θυμώνουμε τον Θεό.
Ας τον θυμώσουμε.
Δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα γιατί μείζων ο εν ημίν η ο έν τω κόσμω (επιστολή Ιωάννη Α’. Κεφάλαιο 4).
Σας κούρασα όμως, ζητώ συγγνώμη.
Είπαμε, θα πούμε τους καημούς μας.
Μακάρι όλοι όσοι είμαστε εδώ να βρεθούμε στον Παράδεισο και μακάρι μαζί με εμάς και όλοι οι βαφτισμένοι χριστιανοί και όλοι οι αβάφτιστοι να γνωρίσουν το Θεό.