Τα δικά σας τα έτη όλων πολλά και ευλογημένα, χρόνια πολλά μια που σήμερα είναι η γιορτή όλων μας.
Κάποτε ο μακαριστός Άγιος Γέροντας Κύριλλος είχε πάει με την Αγιά Κάρα σε μια κωμόπολη, σε ένα χωριό.
Εκεί στην υποδοχή είδε ένα νέο ιερέα να περιμένει.
Όταν βρέθηκαν μετά, τον ρώτησε πότε χειροτονήθηκαν, πατέρα μου, μια από τον είδε νέο ιερέα και εκείνος του απάντησε στη γιορτή μας. “Πότε είναι η γιορτή μας;”, του είπε. “Του Ασώτου”.
Λίγο, ως πολύ αδελφοί μου, να μην παρεξηγηθεί κανείς μας, όλοι υπήρξαμε και υπάρχουμε άσωτοι.
Άσωτοι!
Ουδείς, αναμάρτητος των ανθρώπων το γένος γέγονεν, μας λένε τα Ιερά Γράμματα της Εκκλησίας μας.
Και αν δεν υπήρξαμε εξωτερικά στις πράξεις άσωτοι, όπως ακούσαμε στη σημερινή παραβολή, όμως οι πατέρες λένε ότι ένεκα της αλαζονείας, της επάρσεως, του εγωισμού που έχουμε, όλοι απεμπολούμε τον πλούτο της χάριτος και της αγάπης του Θεού που έχουμε στην ψυχή μας.
Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, κατά πολλούς πατέρας, θα έπρεπε να ονομάζεται όχι παραβολή του ασώτου, αλλά του φιλεύσπλαχνου πατρός.
Και κατά άλλους, αν θέλετε, των άσωτων υιών. Διότι και οι δύο στο τέλος αποδεικνύεται ότι υπήρξαν άσωτοι.
Όμως αυτή η Ευαγγελική περικοπή, τα μηνύματα που προέρχονται από αυτήν είναι πάμπολλα.
Ώρες πολλές θα ήθελε κανένας λέξη προς λέξη να αναλύσει, πέραν του κάλλους, του φιλολογικού. Αλλά για όλους μας είναι πηγή παρηγοριάς, είναι πηγή ελπίδας.
Αν ομοιάσαμε όλοι κατά ένα χρονικό διάστημα, έστω κι ολιγόλεπτο τον άσωτο, παίρνουμε θάρρος και καλούμεθα να του μοιάσουμε όχι μόνον ως προς την ταλαιπωρία της ασωτίας, αλλά κι ως προς τη μετάνοια.
Ήμαρτον εν τω ουρανό και ενώπιον σου, και ουκ ειμί άξιος κληθείν υιός σου.
Ήρθε στα συγκαλά του, ήρθε εις εαυτόν. Αφού υπέστη όλη την ταλαιπωρία.
Ζήτησε από τον πατέρα του να του μοιράσει την περιουσία και να του δώσει το ανήκον σε αυτόν μέλος.
Και ο πατέρας, χωρίς δεύτερη κουβέντα, που ο πατέρας εδώ απεικονίζεται ο ουράνιος πατέρας, που πρέπει να αποτελεί και μέσω των μηνυμάτων αυτής της Ευαγγελικής Περικοπής, αλλά και όλων των Θεών Λόγων, των Ιερών Γραφών, το πρότυπο για τους Πατέρες, τους επί γης και για όλους μας.
Ο Πατέρας, λοιπόν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, μοίρασε την περιουσία και του έδωσε το ανήκον.
Θα μου πείτε ένσταση, μήπως πρέπει να κάνουμε πάντα αυτό που ζητούν τα παιδιά μας.
Μα βλέπετε στην Ευαγγελική Περικοπή δε μιλάμε εμείς, ο ίδιος ο Θεός μας λέει τι έκανε. Πράγμα που και εδώ αποδεικνύεται η απόλυτη ελευθερία που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο, στον καθένα μας.
Πήρε το επιβάλλον μέρος λοιπόν της ουσίας, της περιουσίας και σε λίγες μέρες έφυγε μακριά. Να μην τον βλέπει το βλέμμα του Πατέρα.
Το βλέμμα όμως του ουράνιου Πατέρα δεν αφήνει κανέναν μας ανεξιχνίαστο.
Και τα πιο κρυφά της καρδίας μας, όπως έλεγε ο Άγιος Ιάκωβος, αυτά που λέμε εμείς θα έχουμε πολύ κρυφά μέσα στην καρδιά μας, ο Θεός τα γνωρίζει, γνωρίζει τα πάντα.
Και έφυγε και έζησε το βίο του λέει στην ασωτία.
Και μάλιστα προκύπτει και απ’ τους λόγους του μεγαλύτερου αδελφού, πως ήταν άσωτος μετά πόρνων και με όλων των ταλαιπωριών.
Ώσπου, αφού τα πάθη του και ο διάβολος τον ταλαιπώρησαν, έμεινε απένταρος.
Δεν είχε ούτε να φάει.
Πήγε ένας από τους πολίτες της πόλεως, που κάποτε μπορεί και να διασκέδαζαν μαζί, και τον έβαλε χοιροβοσκό να βόσκει με συγχωρείτε τους χοίρους.
Ο ίδιος δεν είχε να φάει και δεν του δίνανε ούτε απ’ τα χαρούπια, αυτά που τρώγανε οι χοίροι, τα ξυλοκέρατα με συγχωρείτε.
Ήρθε στα συγκαλά του, λέει τι κάνω εγώ; Στο σπίτι του πατέρα μου ακόμα και οι δούλοι περνάνε πιο καλά και απ’ τα αφεντικά.
Εγώ τι κάνω;
Ήρθε σε εαυτόν, μετανόησε, αλλά ταπεινώθηκε.
Γιατί η ταπείνωση που ακούσαμε την περασμένη Κυριακή που είχε ο Τελώνης, δεν μπορούμε να την προσπεράσουμε έτσι, ήταν μόνο στο Ευαγγέλιο της περασμένη Κυριακής και φεύγει, όλα αυτά είναι συνεχώς, είναι μπροστά μας και πρέπει να είναι μηνύματα και αρετές που να οδηγούν τη ζωή μας στα βήματα αυτά.
Και είπε, θα πάω στον πατέρα μου.
Όμως ο πατέρας του, του είχε δημιουργήσει αυτή την πεποίθηση, την βεβαιότητα μέσα στην καρδιά του, ότι όταν θα γυρίσει θα τον δεχτεί, θα τον ακούσει.
Ένα μήνυμα προς τους επί γης πατέρες, είτε βιολογικούς είτε πνευματικούς, ότι όταν τα παιδιά μας τα σαρκικά, ή τα πνευματικά μας όσοι είναι πνευματικοί, όταν τους συμβεί κάτι να έχουν την πληροφορία μέσα τους και την πεποίθηση ότι ο πατέρας θα τα δεχθεί, θα τα αγκαλιάσει, θα ακούσει, θα συμμετάσχει, θα συμπαθήσει, θα κλάψει μετά κλαιόντων και θα γελάσει μετά γελόντων, θα χαίρει μετά χαιρόντων.
Το ίδιο αυτή, αυτή η πεποίθηση πρέπει να υπάρχει και ανάμεσα στους συζύγους, ότι αν ω μη γένοιτο κάτι συμβεί στον έναν ή στον άλλο σύζυγο, ο άλλος θα ακούσει. Δεν θα εξοργιστεί, δεν θα βάλει detective να παρακολουθήσει ο ένας τον άλλον, δεν θα πάθει κατάθλιψη από αυτά που θα ακούσει, αλλά με ψυχραιμία, με σεβασμό, με αγάπη θα ακούσει ο ένας τον πειρασμό ενδεχομένως του άλλου.
Έτρεξε λοιπόν με αυτή τη βεβαιότητα ο νέος.
Ο πατέρας δεν ειδοποιήθηκε από κανέναν, δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα που έχουμε τώρα, αλλά η αγάπη, η φιλοστοργία, η επαγρύπνηση του πατρός μόνιμη για τα παιδιά και χωρίς να τον ειδοποιήσει κανένας το πατρικό φίλτρο λειτούργησε και βγήκε ο ίδιος ο πατέρας και έτρεξε και υποδέχθηκε τον γιο.
Αμάρτησα πατέρα μου συγχώρεσέ με δεν είμαι άξιος ούτε να ονομαστώ καν γιος σου πάρε με σαν έναν από τους δούλους σου.
Εκείνος τον αγκάλιασε, τον ασπάστηκε, διέταξε να του βάλουν την πρώτη στολή και έσφαξε το μόσχο το σιτευτό για να χαρούν και να ευφρανθούν οι πάντες.
Διότι ήταν νεκρός και αναστήθηκε.
Ήταν χαμένος και βρέθηκε.
Γιαυτό ήρθε ο Θεός, για εμάς όλους, τα πλανεμένα πρόβατα που κάποια στιγμή χαθήκαμε.
Εμάς όλους που πέσαμε από την αμαρτία, από τα πάθη, τα φιλήδονα, τα ηδονοφόρα, που λέει και στην παράκληση του Αγίου Ιακώβου ο Άγιος Εδέσσης ο πατήρ Ιωήλ.
Εμάς όλους που πέσαμε και πεθάναμε δουλεύοντας τα πράγματα, και πεθάναμε δουλεύοντας τα πάθη μας, ήρθε να μας αναστήσει με τη μετάνοια.
Γιατί ο Θεός, όπως έλεγε ο Άγιος Γέροντας Κύριλλος, δεν μας θέλει αναμάρτητους. Μακάρι, δεν μπορούμε. Η ανθρώπινη φύσης, εκτός εξαιρέσεων, μας θέλει αμαρτωλούς, μετανοημένους. Και έλεγε επικαλούμενος και ένα παράδειγμα που βίωσε ο ίδιος:
«Δεν κολάζει την αμαρτία, την αμετανοησία κολάζει»
Και χρησιμοποιούσε ένα παράδειγμα που το έχω με νομίζω ξαναπεί. Διάβαζε κάποτε μια ταλαιπωρημένη γυναίκα από δαιμόνιο, καθώς τη διάβαζε με τις ευλογίες του Αγίου Ιακώβου, τα δαιμόνια την έριξαν κάτω λέει.
«Γονάτισα κι εγώ» είπε ο πατήρ Κύριλλος, «έβαλα το πετραχήλι πάνω της και μάλιστα είδα ότι πήγε στο πρόσωπό της και έκανα ενώ διάβαζα, έκανα μια κίνηση» λέει στους δικούς της, λιγάκι να παραμερίσουν το πετραχηλάκι για να είναι πιο εύκολη η ανάσα της.
Και το δαιμόνιο φώναξε λέει «Μη σκας ρε μη σκας, δεν πνίγεται αυτή».
Και στη συνέχεια λέει μου φώναξε «Ρε παπά και σένα σε πειράζω».
«Ευχαριστώ πολύ, για νέο μας το λες;» απάντησε ο πατήρ Κύριλλος.
“Εδώ και τον Θεό μας, τον Κύριό μας, τον Χριστό μας θέλησες να πειράξεις”.
Αλλά του λέει, «ό,τι κι αν κάνουμε, έχουμε φιλάνθρωπο Θεό, και όταν μετανοούμε και του λέμε το ήμαρτον, Εκείνος μας συγχωρεί».
«Ναι, ναι, ναι, εσάς θα συγχωρεί, μόνο εμένα με μαύρισε», απάντησε ο διάβολος.
Και εσένα του λέει, άμα μετανοήσεις και του πεις το ήμαρτον θα σε συγχωρήσει.
Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Απάντησε ο εωσφορικός εγωισμός του διαβόλου, και πάνω εκεί έλεγε ο Άγιος Κύριλλος δεν κολάζει παιδιά μου η αμαρτία, η αμετανοησία κολάζει.