Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους, ο βορειοανατολικός δάκτυλος της γιγαντιαίας μυθικής παλάμης της Χαλκιδικής, που εισέρχεται σε βάθος 60 και πλέον χιλιομέτρων στο Αιγαίο πέλαγος, κατέχει έκταση 332,5 τετρ. χιλιομέτρων. Η κατάσταση εδαφολογικά χαρακτηρίζεται ανώμαλη: λοφοσειρές που αρχίζουν από τη Μεγάλη Βίγλα, παραλλήλως κατευθυνόμενες προς το νότιο άκρο, παρατάσσονται, για να στηρίξουν στην απόληξη τους, τον μυθικό πέτρινο γίγαντα Άθω, ύψους 2.035 μέτρων. Η γη είναι κατάφυτη, χωρίς να είναι ιδιαίτερα λιπαρή. Γίνεται όμως τέτοια στους κήπους των σκηνωμάτων, όπου, αιώνες μοναστικού μόχθου, δημιούργησαν γη καρπερή, από φυσικό λίπασμα, φυλλόχωµα μεταφερμένο από το δάσος.
Η Χερσόνησος, πριν καθιερωθεί σε µοναοπολιτεία, αποτελούσε τον τόπο όπου κατοικούσαν φύλα «δίγλωσσα», «Xαλκιδικόν ένι βραχύ, το δε πλείστον Πελασγικόν». Οι κοινότητές τους δεν ήταν παρά «µικρά πολίσµατα», ολιγάνθρωπα και περιορισµένης ιστορικής σηµασίας (Θουκυδίδης ΙV 109 – Στράβων VII 35). Ορισµένες πόλεις, εντός των ορίων της Χερσονήσου, μας είναι γνωστές: «Δίον, Ολόφυξος, Ακρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί» (Ηρόδοτος VII 22). Εκτός δε Χερσονήσου, βρίσκονται οι πόλεις : Πάνορµος, Στρατονίκη, Άκανθος, Σίγγος, Απολλωνία, Στάγειρα, Αµφίπολις, Γαληψός, Όλυνθος, Άσσα, Πύλωρος, Σίγγος, Σάρτη, Τορώνη, Ποτείδαια, Ουρανούπολις κ α. (Κλαύδιος Πτ., Γεωγρ. Υφ. 13, 11 – Ηρόδοτος V11 122. – Στράβων V11 35. – Στέφ. Βυζ., εκδ. Meinekii, 6. 65, 135, 229, 523, 557, 685).
Ο Άθως συνέδεσε την ιστορία και µε δύο καταποντισµούς στόλων. Ο πρώτος συνέβη το 492π.χ. όταν ο στρατηγός των Περσών Μαρδόνιος εκστρατεύει κατά των Αθηνών και της Ερέτριας. Στους βράχους του Νυµφαίου βυθίζονται τα 300 πλοία εκείνου, µαζί µε 20.000 οπλίτες. Το 411π.χ. βυθίζονται 50 Σπαρτιάτικα πλοία, µε ναύαρχο τον Επικλέα (Διόδωρος Σικ., Βιβλ. Ιστ. XIII 41, 1-3). Ο εποικισµός του Άθω είναι αρχαιότατος και χάνεται στην αχλύ της πρωτοϊστορίας. Ως πρώτοι έποικοι αναφέρονται Πελασγοί από τη Λήµνο (Στράβων VII 35,). Μετά την λήξη του Τρωϊκού πολέµου, το 1184 π.χ., µεγάλες περιοχές κοντά στην Τροία, µέχρι και τη Χαλκιδική, βρίσκονται έρηµες και ακατοίκητες. Τότε δύο δυναµικές πόλεις της Εύβοιας, η Ερέτρια και η Χαλκίς, αλλά και η Άνδρος, πολίζουν τη Χαλκιδική, φυσικά και τον Άθω (Θουκυδ., IV 109 . – Στράβων Χ 8 VIII 31. – Στέφανος Βυζ. Όπ. π. σ. 685).
Το επίτευγµα που πρέπει να αναφερθεί από την αρχαιότητα είναι το ότι κατά το 481 ολοκληρώθηκε η κατασκευή της διώρυγας του Άθω από τον Ξέρξη που διήρκεσε 3 χρόνια (Ηρόδοτος VII 22. – Στράβων VII 35. – Aίλιος Αριστ. – Παναθηναϊκός 120 – 122 και 126 – 128). Στη µυθολογία ο Άθως κατέχει µέρος σηµαντικό, αφού ήταν αφιερωµένος στο Δία (Αισχύλος, Αγαµέµνων 282. – Ησύχιος, στη λ. «Άθωος»). Την κορυφή του πατούσαν µόνο οι Θεοί, στο διάβα τους από τόπο σε τόπο, (Όµηρος Ξ 224 – 230). Ή έπεµπαν φρυκτωρίες, «λαµπρόν σέλας», επί µεγάλων κοσµοϊστορικών γεγονότων, όπως η πτώση της Τροίας (Αισχύλος, όπ. π.). Κατά το µεγάλο κοσµοϊστορικό και κοσµοχαρµόσυνο γεγονός του ευαγγελισµού των εθνών, ο Άθως δέχθηκε, πάλι, «λαπρόν σέλας», για να το καταπέµψει εν τω δέοντι καιρώ. Ο Απόστολος Παύλος και οι λοιποί θετοί συνοδοί του, περνούν πλάι του, «διοδεύοντες Αµφίπολιν και Απολλωνίαν» (Πρξ. Ιγ’ 1).
Εκχριστιανίζεται ταχύτατα, παρασκευαζόµενο την εσόµενη απογείωσή του. Με τον ισλαµικό επεκτατισµό, από τον Ζ’ αι., τα πολίσµατα του Άθω, δεχόµενα συχνές επιδροµές βάρβαρων φύλων, ερηµώνονται, επί ένα, ίσως και δύο αιώνες, ως προάγγελος της εισόδου σε µια νέα κλήση. Ο πρώτος οικιστής, ο οποίος και εγκανιάζει τη νέα κλήση του Άθω είναι ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης (Η’ αι.). Ο Πατήρ ασκήτευσε εδώ επί 53 χρόνια, χωρίς να συναντήσει άνθρωπο. Μετά την κοίµησή του, το µυροβλύζον σκήνος του, αλλά και η φήµη των ασκητικών παλαισµάτων του, ελκύουν τους πρώτους µιµητές, προερχόµενους µάλλον από την Παλαιστινιακή γη, ξεριζωµένοι από τις µοναστικές τους εστίες, λόγω της ισλαµικής προέλασης, Τούτο επιβεβαιώνεται και από τη χρήση ονοµασιών Παλαιστινιακών µονών στον Άθω. Όλοι τούτοι απετέλεσαν και την πρώτη ζύµη της Αγιορείτικης µοναχοπολιτείας, γι’ αυτό και επειδή είχαν ιστορία εικονόφιλης δράσης, συµµετείχαν στη Ζ’ Οικουµενική Σύνοδο, το 843 (Ιωσήφ Γενεσιος, Βόννης σ. 82). Κατά τον Θ’ αι., πολλοί επιφανείς ασκητές, µε τα ασκητικά τους παλαίσµατα, εµπεδώνουν την ονοµασία του Άθω ως Άγιον Όρος. Κατά το 859 – 860, βρίσκεται να ασκητεύει εδώ ο Άγιος Ευθύµιος, µαζί µε τον Ιωσήφ. Δύο µαθητές του Αγίου, ο Ιωάννης ο Κολοβός και ο Όσιος Βασίλειος, ιδρύουν τις πρώτες µονές στον Άθω: ο πρώτος την οµώνυµη µονή κοντά στην Ιερισσό και ο δεύτερος άλλη οµώνυµη µονή στον αρσανά της Μ. Χιλανδαρίου. Ένας άλλος, σύγχρονός τους, ο Άγιος Βασίλειος εξ Αµορίου, ιδρύει µονύδριο στα ριζά του Άθωνα.
Το 883 εκδίδεται και το πρώτο αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, από τον Βασίλειο Ά Μακεδόνα, µε το οποίο και ευνοείται η απρόσκοπτη ανάπτυξη του Αγίου Όρους σε µοναχοπολιτεία, µε το αίτηµα, οι εδώ ασκούµενοι να εύχονται «υπέρ της γαληνότητος και υπέρ παντός του των χριστιανών συστήµατος».Το δεύτερο χρυσόβουλλο εκδίδεται το 908, και το τρίτο το 934, όπου δείχνεται το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον υπέρ του Αγίου Όρους. Από δω διαπιστώνεται πως το πνευµατικό κέντρο του Αγίου Όρους, µε διοικητικές αρµοδιότητες, µετεφέρθη από τον Ζυγό στις Καρυές και πως το Πρωτάτο, ως «καθέδρα των γερόντων», αποτελεί το σύµβολο της πνευµατικής εξουσίας και της παναγιορειτικής ενότητας. Το 942 – 944 , µε ειδικό επίσηµο έγγραφο, διευθετείται και η οριοθέτηση µεταξύ των Αθωνιτών και των Ιερισσιωτών, µε φυσικό σύνορο τον Ζυγό, όπως και σήµερα. Τον Ί αι. το Άγιον Όρος επιβάλλεται ως πανορθόδοξη και οικουµενική µοναστική πολιτεία, από την παρουσία του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 930 και πέθανε στη Μεγίστη Λαύρα, που αυτός ίδρυσε, το 997. Το 961 ο Αθανάσιος, καλεσµένος στην Κρήτη, από τον ανδρείο στρατηγό και µετέπειτα αυτοκράτορα (963) Νικηφόρο τον Φωκά, συντελεί στην ανακατάληψη της Νήσου από τους σαρακηνούς που την κατείχαν. Η εκστρατεία εκείνη, µεγάλης σηµασίας για τη Μεσόγειο, στέφεται από επιτυχία, δι’ ευχών του Αγίου. Οι πειρατικοί θησαυροί στα 1.500 σπήλαια της Κρήτης περνούν στην κατοχή των νικητών. Ο Νικηφόρος παραχωρεί µε ευγνωµοσύνη στον δάσκαλό του, που συντέλεσε στην κατάληψη, µέρος εκείνου του θησαυρού, για να ιδρυθεί η Λαύρα. Η ανέγερση της Λαύρας εισάγει επαναστατική εποχή για τ’ αγιορείτικα πράγµατα, επειδή τα συντηρητικά στοιχεία του Άθω την αντιµετωπίζουν ως επικίνδυνη καινοτοµία, που ανέτρεπε τον ήδη διαµορφωµένο θεσµό του ερηµιτισµού στον Άθω. Δηµιουργείται κλίµα διχοστασίας και οι φιλονεικίες φτάνουν µέχρι τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Τσιµισκή (969 – 976), ο οποίος και στέλνει εδώ τον ηγούµενο της µονής Στουδίου Ευθύµιο. Ο Ευθύµιος επαναφέρει την ευταξία, εκδίδοντας και το Ά Τυπικό (972).
Ο ΙΑ΄ αι. αρχίζει µε το µεσουράνηµα του Αγίου Όρους, το οποίο αναγνωρίζεται ως η µεγαλύτερη µοναστηριούπολη της οικουµένης, µε πρωτολογική και εσχατολογική εµβέλεια. Εδώ αλληλοπεριχωρούνται όλοι οι τρόποι µοναστικής άσκησης, από τον ακραίο ερηµιτισµό µέχρι και τον ιδιόρρυθµο. Οι µεγάλες Μονές είναι ήδη στερεωµένες: Μ. Λαύρα, Βατοπεδίου, Ιβήρων, Ξηροποτάµου, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Φιλοθέου, Εσφιγµένου, Ρωσικού, Αµαλφηνών. Λειτουργούν και περί τα 180 µονύδρια, κελλιά και καλύβες, ενώ ο αριθµός των µοναχών ανέρχεται σε 3.000 και πλέον. Οι µεγάλες Μονές είναι αυτοδιοικούµενες και ανεξάρτητες από τη βουλή του Πρώτου. Και καλούνται «βασιλικαί», «µέγισται», «πρώται», ενώ οι άλλες χαρακτηρίζονται ως «ελάσσω», «δεύτεραι», «τα υπό τον Πρώτον µοναστήρια».
Το 1045 συντάσσεται το Β΄ Τυπικό, µε σκοπό την επαναφορά όσων αθετήθηκαν. Τα υπογράφει ο Κων/νος ο Θ΄, ο Μονοµάχος. Ο Πρώτος αναγνωρίζεται ως ο πρόεδρος, ο «προκαθεζόµενος» των συνάξεων, ενώ παράλληλα µε τη σύναξη των γερόντων λειτουργεί η µικρή σύναξη διάρκειας, η Επιστασία.
Αλλά, φευ, οι λαµπρές µέρες που το Άγιον Όρος απλωνόταν υπέρλαµπρο, φτάνουν στο τέλος. Η Αγιορείτικη κοινότητα κινδυνεύει συθέµελα µε τη βέβηλη κυριαρχία επί µεγάλου µέρους της βυζαντινής επικράτειας, µαζί και του Άθω, από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας (1204). Τώρα το Άγιον Όρος, µε γράµµα του Πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ (27/11/1206), υπάγεται πολιτικά στο «κράτος», της Θεσσαλονίκης υπό τον Βονιφάτιο de Montisterrati και εκκλησιαστικά υπό τον «επίσκοπο» Σαµάρειας – Σεβάστειας, συµβατικής παπικής επισκοπής στη Θράκη (PL 215, 1030). Από δω και στο εξής, η τυραννία, οι αρπαγές, οι ταπεινώσεις, οι φόνοι θα είναι τρόπος ζωής. Τα µοναστήρια «αθρόον απέσβη καθάπαξ ρεύσαντα, των ενοικούντων δίκην ιερείων απανθρώπως ανηρηµένων» (PG 145, 432 εξ. 140, 1061BC).
Tο 1222 ο δεσπότης Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας ανακαταλαµβάνει τη Μακεδονία και το Όρος βρίσκεται πάλι ελεύθερο. Το 1261, µε την ανακατάληψη της Πόλης, το Όρος ανανεώνει τους δεσµούς του µε το Πατριαρχείο. Η κατάσταση όµως θα παραµείνει ρευστή, επιτεινόµενη από τις συχνές εφόδους των Βουλγάρων, Σικελών, Φράγκων, Τούρκων.
Ενώ ήταν ακόµη νωπή στους Έλληνες η ζοφερή µνήµη της λατινοκρατίας, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Η΄ αρχίζει τις προσπάθειες για την ένωση της Ορθοδοξίας µε τον παπισµό, που οι εκπρόσωποι του τελευταίου εννοούσαν ως υποταγή και απορρόφηση. Η ένωση εκείνη συντελείται το 1277. Οι Αγιορείτες µε σεβασµό, αλλά και σταθερότητα µηνύουν του αυτοκράτορα και της Συνόδου να ανανήψουν, όµως ο Μιχαήλ «εξ τόσον γαρ παρωξυσµένοςήν, λογισµοίς αγρίοις διεκβακχευθείς» ώστε κατεδίκαζε σε ποινή την κάθε κίνηση: «µόνον τινά κινηθέντα . . .» (Παχυµέρης, Ε΄ 18, 24 ςτ΄ 24). Το Άγιον Όρος κόβει το µνηµόσυνο του αυτοκράτορα κι αυτός στέλνει εδώ στρατεύµατα, να εκδικηθούν: «διέταξε πάντας (Αγιορείτες) µαχαίρας έργον γενέσθαι». Μονές πυρπολήθηκαν, καθώς και το Πρωτάτο: «πυρί παρέδωσαν το Πρωτάτον άπαν συν τη εκκλησία» (αυτ. Ε΄ 24 – Lawrent και Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon, 1976, σ. 487 – 507). Μετά το θάνατο του Μιχαήλ, αυτοκράτορας ανακηρύσσεται ο γιος του Ανδρόνικος Β΄ (1282 – 1328) που έριξε το βάρος στην ανασυγκρότηση και την επούλωση των πληγών, εκδίδοντας, ειδικά για το Άγιον Όρος πάνω από 100 χρυσόβουλλα. Κατά το διάστηµα 1307 – 08, ένα κύµα καταλάνικων συµµοριών, µε επικεφαλής έναν εβραίο τσαρλατάνο, τον Arnaldo de Villanova, κατακλύζει τον Άθω, φέρνοντας την καταστροφή. Με την προέλαση των Σέρβων και την επίσκεψη του κράλλη Στέφανου Dusan, το 1347 – 48, Σέρβοι αρχιερείς ζητούν να υπαγάγουν τον Άθω υπό το νεωστί εµφανισθέν πατριαρχείο των Σέρβων. Οι Αγιορείτες, δι’ ενεργειών του Πατριάρχη Φιλόθεου Κόκκινου, µετέρχονται ελιγµό, δηλώνοντας εξάρτηση από τον Έλληνα επίσκοπο Ιερισσού, για λίγα χρόνια. Δύοντος του αιώνος, εκδίδεται και το Γ΄ Τυπικό, το 1393.
Μέχρι εδώ, ένα ιστορικό πανόραµα της παρουσίας και δραστηριότητας του Άθω δίνει την εικόνα τούτη: ο Άθως µεταποιείται σε ασκητικό κέντρο και αποκτά ταυτότητα (Θ΄ αι) υποστασιώνεται µε νόµους και τυπικά (Ι΄ αι.) συγκροτείται κτιριακά και απλώνεται ανάλογα µε τη φήµη του (ΙΑ΄ αι.) δοκιµάζει την έξαρση και την ύφεση σε δυναµικές µορφές (ΙΒ΄ αι.) υπερβαίνει τις επικίνδυνες καµπές της ιστορίας µε σύνεση και βούληση (ΙΓ΄ αι.).
Όµως ο αιώνας, όπου το Άγιον Όρος θα θριαµβεύσει δυναµικά και για πρώτη φορά, στη θεολογία, την τέχνη, τον µυστικισµό, θα είναι ο ΙΔ΄! ο αιών του Ησυχασµού. Ο Ησυχασµός δεν είναι απλώς ένα κίνηµα, είναι άσκηση και βίωση της Ορθοδόξου πνευµατικότητος, είναι µέθεξη του κεκρυµµένου µυστηρίου, είναι θεολογική ανάταση και βυθισµός σε απρόσιτες διανοίξεις του δόγµατος. Μόνο εδώ συνέτρεξαν η αριστοκρατικότητα της πνευµατικής κοινωνίας µε την ταπεινοφροσύνη του ησυχαστικού βίου. Εδώ ο Θεολόγος κοινωνεί µ’ ένα συγκροτηµένο και συνεπές σύστηµα, ο µυστικός µ’ έναν αυθεντικό και αλάθητο κανόνα πνευµατικής ζωής, ο καλλιτέχνης µε µιάν ανεξάντλητη πηγή έµπνευσης (βλ. περισσότερα, Δωρόθεος Μον., Το Άγιον Όρος, 1985, σ., 66 – 77).
Το 1380 το Άγιον Όρος κυριεύεται για µια 25ετία από το «δυσσεβές και θεοµισές και παµµίαρον γένος των οθωµανών» («Νέος Ελληνοµνήµων 16, 1922, 10) και το 1403 ο γενναίος Βασιλιάς Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος ανακαταλαµβάνει τη Μακεδονία µέχρι τα Τέµπη, αναγκάζοντας τους Τούρκους, µε ειδικό όρο της 29/09/1404, να µην εισέρχονται στο Όρος ούτε να ενοχλούν τους µοναχούς. Οι πιστοί του Αλλάχ δεν ληστεύουν µόνο τις περιουσίες, δεν καταλύουν µόνο τα κτίσµατα εκ θεµελίων, δεν πυρπολούν τις καλλιέργειες, αλλά αγρεύουν και τους ανθρώπους ως αιχµαλώτους.
Το 1424 το Άγιον Όρος παραδίδεται στο σουλτάνο Μουράτ Β, αφού απέσπασε την υπόσχεσή του ότι θα γίνουν σεβαστά τα θέσµια του Άθω. Τώρα οι Αγιορείτες καλούνται να χρησιµοποιήσουν όλη την επίνοιά τους, αλλά και χρήµα πολύ, για να τηρήσουν τον Άθω ακέραιο, που στέναζε από τα υπέρογκα χαράτσια, τις αυθαιρεσίες των κρατικών οργάνων, τον στρατωνισµό οπλιτών, τις πειρατικές και ληστρικές εφόδους. Τις κρίσιµες εκείνες ώρες αναδέχονται την προστασία του Άθω οι οµόπιστοι ηγεµόνες του Βορρά: της Ουγγροβλαχίας, της Μολδαβίας, της Γεωργίας, της Ρωσίας. Από το Β΄ µισό του ςτ΄ αι. το σκοτάδι πυκνώνει, αφού η τυραννία συστηµατοποιείται. Το 1568 ο πολυχρονεµένος σουλτάνος Σελίµ Β΄ προβαίνει στη δήµευση των αγιορειτικών κτηµάτων, µαζί και όλης της ακίνητης περιουσίας τους. Οι Μονές, για να τ’ αποκτήσουν πάλι, καταφεύγουν σε εβραίους τοκογλύφους, µε συνέπεια να κινδυνεύουν να περιέλθουν στην κατοχή εκείνων. Η απειλή ήταν µεγάλη και ορατή. Ο Άγιος Διονύσιος, τέκνο του Αγίου Όρους, που ασκήτευε στο Θεσσαλικό Όλυµπο, µέγει τους Αγιορείτες, γι’ αυτή τους την αφροσύνη: Είχατε πολλά πολύτιµα αντικείµενα, «και δεν τα επωλήσατε, αµέ τα εδώσατε εις τους εβραίους, τους εχθρούς του Θεού και τα εκέρδησαν µόνον δια τον τόκον…» (Meyer, σ. 218 εξ.). Συγχρόνως τους παρηγορεί ότι υπάρχουν πολλοί άγιοι στο Όρος. Ο αριθµός των µοναχών, κατά την περίοδο εκείνη, υπερβαίνει τις 6.000 (βλ. Δωροθέου, τόµ., Β΄σ. 117, σηµ. 6). Τότε, το 1574, εκδίδεται και το Ε΄ Τυπικό.
Ο Ελληνισµός και το Άγιον Όρος οµοίως, προετοιµάζονται για την αποτίναξη του ζυγού. Οι προετοιµασίες, πάντοτε αθόρυβες, γίνονται σε όλα τα επίπεδα. Οι νεοµάρτυρες, ψυχές έµπληστες φλόγας και πάθους, είναι εκείνοι που σφραγίζουν µε το αίµα τους την πίστη και την ελληνικότητά τους, ενώ οπλίζουν µε δύναµη και πάθος τις ψυχές των υποδούλων. Χιλιάδες οι νεοµάρτυρες κι ένας στους δύο ειν’ Αγιορείτης. Ακολουθούν οι δυνάµει µάρτυρες: οι αλείπτες νεοµαρτύρων, οι λόγιοι, οι εθναπόστολοι, οι οπλουργοί, οι αρµατολοί, οι δάσκαλοι, οι Φιλικοί, οι Προφήτες. Από τους τελευταίους να αναφερθεί ο πάµµεγας Πατροκοσµάς (1714 – 79), που σαν Άτλαντας κράτησε στους ώµους του τον Ελληνισµό. Επί 19 χρόνια οργώνει τα Βαλκάνια, κυρίως την Ελλάδα. Εµψυχώνει και εµπνέει τον περίτροµο ραγιά, θυµίζοντάς του την ευγενή καταγωγή του και την υπεροχή του έναντι των τούρκων και των εβραίων, όπου οι πρώτοι τον ταπεινώνουν ανελέητα και οι δεύτεροι τον καταδολιεύονται µε σατανικότητα. Το µήνυµα της Επανάστασης βρίσκει τον Άθω να δονείται από πάθος. Ο ξεσηκωµός ήταν καθολικός, χωρίς αµφιταλαντεύσεις. Οι Αγιορείτες που συµµετείχαν σ’ αυτήν ορίζονται από χίλιοι εώς υπερδισχίλιοι (βλ. Δωροθέου σ.132 σηµ. 7). Όµως τα πυροµαχικά τέλειωσαν και αρχίζει η αναστροφή, ανατριχιαστική στην περιγραφή της. Ο Άθως θα αργήσει να ελευθερωθεί. Στις 2/11/1912 απελευθερώνεται µε τη δυναµική παρουσία της ναυαρχίδας «Αβέρωφ» και ναύαρχο τον θρυλικό Παύλο Κουντουριώτη. Η άνοδος που άρχισε από την αρχή του αιώνα, έφτασε στο αποκόρυφο το 1917. Μοναχοί που φτάνουν τις 10.000, έµποροι και τεχνίτες 500 – 600, καταστήµατα και εργαστήρια 120, ναυτιλιακές εταιρίες 3. Το 1924 ψηφίζεται ο Καταστατικός Χάρτης, µε τον οποίο καθορίζονται οι σχέσεις Αγίου Όρους και Ελληνικού Κράτους. Το 1963 γιορτάζεται µε βυζαντινή µεγαλοπρέπεια και χάρη η επέτειος της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, το τελευταίο µεγάλο και λαµπρό γεγονός στην πολύπλαγκτη ιστορία του Άθω. Οι µοναχοί σήµερα κοντεύουν τους 1.500.
Το κείμενο αυτό μας έστειλε ο Λεωνίδας Σ., τον οποίο και ευχαριστούμε πολύ!