Ψαλμός Α’ ( 1ος )
( όταν φυτεύουν δένδρα ή αμπέλι, για να καρποφορήσουν )
Μακάριος ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών καί εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη καί επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν. 2 αλλ ή εν τώ νόμω Κυρίου τό θέλημα αυτού, καί εν τώ νόμω αυτού μελετήσει ημέρας καί νυκτός. 3 καί έσται ως τό ξύλον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τών υδάτων, ό τόν καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού, καί τό φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται· καί πάντα, όσα άν ποιή, κατευοδωθήσεται. 4 ουχ ούτως οι ασεβείς, ουχ ούτως, αλλ ή ωσεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου τής γής. 5 διά τούτο ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει, ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων· 6 ότι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων, καί οδός ασεβών απολείται.
Ψαλμός Β’ ( 2ος )
( για να δώσει φώτιση ο Θεός σ’ αυτούς που πηγαίνουν σε συνέδρια )
Ινατί εφρύαξαν έθνη, καί λαοί εμελέτησαν κενά; 2 παρέστησαν οι βασιλείς τής γής, καί οι άρχοντες συνήχθησαν επί τό αυτό κατά τού Κυρίου καί κατά τού χριστού αυτού. (διάψαλμα). 3 Διαρρήξωμεν τούς δεσμούς αυτών καί απορρίψωμεν αφ ημών τόν ζυγόν αυτών. 4 ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, καί ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς. 5 τότε λαλήσει πρός αυτούς εν οργή αυτού καί εν τώ θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. 6 Εγώ δέ κατεστάθην βασιλεύς υπ αυτού επί Σιών όρος τό άγιον αυτού 7 διαγγέλλων τό πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε πρός με· υιός μου εί σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. 8 αίτησαι παρ εμού, καί δώσω σοι έθνη τήν κληρονομίαν σου καί τήν κατάσχεσίν σου τά πέρατα τής γής. 9 ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς. 10 καί νύν, βασιλείς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες τήν γήν. 11 δουλεύσατε τώ Κυρίω εν φόβω καί αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. 12 δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος καί απολείσθε εξ οδού δικαίας. 13 όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ αυτώ.
Ψαλμός Γ’ ( 3ος )
( για να φύγει η κακία από ανθρώπους, για να μη βασανίζουν άδικα τους συνανθρώπους τους )
Κύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντές με; πολλοί επανίστανται επ εμέ· 3 πολλοί λέγουσι τή ψυχή μου· ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τώ Θεώ αυτού. 4 σύ δέ, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου καί υψών τήν κεφαλήν μου. 5 φωνή μου πρός Κύριον εκέκραξα, καί επήκουσέ μου εξ όρους αγίου αυτού. (διάψαλμα). 6 εγώ εκοιμήθην καί ύπνωσα· εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεταί μου. 7 ου φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού τών κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. 8 ανάστα, Κύριε, σώσόν με, ο Θεός μου, ότι σύ επάταξας πάντας τούς εχθραίνοντάς μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. 9 τού Κυρίου η σωτηρία, καί επί τόν λαόν σου η ευλογία σου.
Ψαλμός Δ’ ( 4ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους ευαίσθητους ανθρώπους, που αρρώστησαν από μελαγχολία από τη συμπεριφορά των σκληρόκαρδων ανθρώπων )
Εν τώ επικαλείσθαί με εισήκουσάς μου, ο Θεός τής δικαιοσύνης μου· εν θλίψει επλάτυνάς με. οικτείρησόν με καί εισάκουσον τής προσευχής μου. 3 υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος; (διάψαλμα). 4 καί γνώτε ότι εθαυμάστωσε Κύριος τόν όσιον αυτού· Κύριος εισακούσεταί μου εν τώ κεκραγέναι με πρός αυτόν. 5 οργίζεσθε, καί μή αμαρτάνετε· ά λέγετε εν ταίς καρδίαις υμών, επί ταίς κοίταις υμών κατανύγητε. (διάψαλμα). 6 θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καί ελπίσατε επί Κύριον. 7 πολλοί λέγουσι· τίς δείξει ημίν τά αγαθά; Εσημειώθη εφ ημάς τό φώς τού προσώπου σου, Κύριε. 8 έδωκας ευφροσύνην εις τήν καρδίαν μου· από καρπού σίτου, οίνου καί ελαίου αυτών επληθύνθησαν. 9 εν ειρήνη επί τό αυτό κοιμηθήσομαι καί υπνώσω, ότι σύ, Κύριε, κατά μόνας επ ελπίδι κατώκισάς με.
Ψαλμός Ε’ ( 5ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τα πληγωμένα, χτυπημένα μάτια από κακό άνθρωπο )
Τα ρήματά μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες τής κραυγής μου· 3 πρόσχες τή φωνή τής δεήσεώς μου, ο βασιλεύς μου καί ο Θεός μου. ότι πρός σέ προσεύξομαι, Κύριε· 4 τό πρωΐ εισακούση τής φωνής μου, τό πρωΐ παραστήσομαί σοι καί επόψει με, 5 ότι ουχί Θεός θέλων ανομίαν σύ εί· ου παροικήσει σοι πονηρευόμενος, 6 ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι τών οφθαλμών σου. εμίσησας πάντας τούς εργαζομένους τήν ανομίαν· 7 απολείς πάντας τούς λαλούντας τό ψεύδος. άνδρα αιμάτων καί δόλιον βδελύσσεται Κύριος. 8 εγώ δέ εν τώ πλήθει τού ελέους σου εισελεύσομαι εις τόν οίκόν σου, προσκυνήσω πρός ναόν άγιόν σου εν φόβω σου. 9 Κύριε, οδήγησόν με εν τή δικαιοσύνη σου ένεκα τών εχθρών μου, κατεύθυνον ενώπιόν σου τήν οδόν μου. 10 ότι ουκ έστιν εν τώ στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία· τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν. 11 κρίνον αυτούς, ο Θεός. αποπεσάτωσαν από τών διαβουλιών αυτών· κατά τό πλήθος τών ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς, ότι παρεπίκρανάν σε, Κύριε. 12 καί ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σέ· εις αιώνα αγαλλιάσονται, καί κατασκηνώσεις εν αυτοίς, καί καυχήσονται εν σοί πάντες οι αγαπώντες τό όνομά σου. 13 ότι σύ ευλογήσεις δίκαιον· Κύριε, ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς.
Ψαλμός ΣΤ’ ( 6ος )
( για να ελευθερώσει ο Θεός τον μαγεμένο άνθρωπο )
Κύριε, μή τώ θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τή οργή σου παιδεύσης με. 3 ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμι· ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τά οστά μου, 4 καί η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα· καί σύ, Κύριε, έως πότε; 5 επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι τήν ψυχήν μου, σώσόν με ένεκεν τού ελέους σου. 6 ότι ουκ έστιν εν τώ θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δέ τώ ῞Αδη τίς εξομολογήσεταί σοι; 7 εκοπίασα εν τώ στεναγμώ μου, λούσω καθ εκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, εν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω. 8 εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοίς εχθροίς μου. 9 απόστητε απ εμού πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος τής φωνής τού κλαυθμού μου· 10 ήκουσε Κύριος τής δεήσεώς μου, Κύριος τήν προσευχήν μου προσεδέξατο. 11 αισχυνθείησαν καί ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν καί καταισχυνθείησαν σφόδρα διά τάχους.
Ψαλμός Ζ’ ( 7ος )
( για αυτούς που έπαθαν από φοβία από τις φοβέρες και τις απειλές των κακών ανθρώπων )
Κύριε ο Θεός μου, επί σοί ήλπισα· σώσόν με εκ πάντων τών διωκόντων με καί ρύσαί με, 3 μήποτε αρπάση ως λέων τήν ψυχήν μου, μή όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος. 4 Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, ει έστιν αδικία εν χερσί μου, 5 ει ανταπέδωκα τοίς ανταποδιδούσί μοι κακά, αποπέσοιμι άρα από τών εχθρών μου κενός· 6 καταδιώξαι άρα ο εχθρός τήν ψυχήν μου καί καταλάβοι καί καταπατήσαι εις γήν τήν ζωήν μου καί τήν δόξαν μου εις χούν κατασκηνώσαι. (διάψαλμα). 7 ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου, υψώθητι εν τοίς πέρασι τών εχθρών σου. εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ώ ενετείλω, 8 καί συναγωγή λαών κυκλώσει σε, καί υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον. 9 Κύριος κρινεί λαούς. κρίνόν με, Κύριε, κατά τήν δικαιοσύνην μου καί κατά τήν ακακίαν μου επ εμοί. 10 συντελεσθήτω δή πονηρία αμαρτωλών καί κατευθυνείς δίκαιον, ετάζων καρδίας καί νεφρούς ο Θεός. 11 δικαία η βοήθειά μου παρά τού Θεού τού σώζοντος τούς ευθείς τή καρδία. 12 ο Θεός κριτής δίκαιος καί ισχυρός καί μακρόθυμος καί μή οργήν επάγων καθ εκάστην ημέραν. 13 εάν μή επιστραφήτε, τήν ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, τό τόξον αυτού ενέτεινε καί ητοίμασεν αυτό· 14 καί εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τά βέλη αυτού τοίς καιομένοις εξειργάσατο. 15 ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον καί έτεκεν ανομίαν. 16 λάκκον ώρυξε καί ανέσκαψεν αυτόν, καί εμπεσείται εις βόθρον, όν ειργάσατο· 17 επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού, καί επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται. 18 εξομολογήσομαι τώ Κυρίω κατά τήν δικαιοσύνην αυτού καί ψαλώ τώ ονόματι Κυρίου τού ῾Υψίστου.
Ψαλμός Η’ ( 8ος )
( για αυτούς που έπαθαν κακό από δαίμονες ή από πονηρούς ανθρώπους )
Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν τό όνομά σου εν πάση τή γή· ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου υπεράνω τών ουρανών. 3 εκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα τών εχθρών σου τού καταλύσαι εχθρόν καί εκδικητήν. 4 ότι όψομαι τούς ουρανούς, έργα τών δακτύλων σου, σελήνην καί αστέρας, ά σύ εθεμελίωσας· 5 τί εστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; 6 ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ αγγέλους, δόξη καί τιμή εστεφάνωσας αυτόν, 7 καί κατέστησας αυτόν επί τά έργα τών χειρών σου· πάντα υπέταξας υποκάτω τών ποδών αυτού, 8 πρόβατα, καί βόας απάσας, έτι δέ καί τά κτήνη τού πεδίου, 9 τά πετεινά τού ουρανού καί τούς ιχθύας τής θαλάσσης, τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών. 10 Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν τό όνομά σου εν πάση τή γή!
Ψαλμός Θ’ ( 9ος )
( για να πάψουν να σε φοβερίζουν οι δαίμονες στον ύπνο ή με τις φαντασίες την ημέρα )
Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τά θαυμάσιά σου· 3 ευφρανθήσομαι καί αγαλλιάσομαι εν σοί, ψαλώ τώ ονόματί σου, ῞Υψιστε. 4 εν τώ αποστραφήναι τόν εχθρόν μου εις τά οπίσω, ασθενήσουσι καί απολούνται από προσώπου σου, 5 ότι εποίησας τήν κρίσιν μου καί τήν δίκην μου, εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην. 6 επετίμησας έθνεσι, καί απώλετο ο ασεβής· τό όνομα αυτού εξήλειψας εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος. 7 τού εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος, καί πόλεις καθείλες· απώλετο τό μνημόσυνον αυτού μετ ήχου, 8 καί ο Κύριος εις τόν αιώνα μένει. ητοίμασεν εν κρίσει τόν θρόνον αυτού, 9 καί αυτός κρινεί τήν οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. 10 καί εγένετο Κύριος καταφυγή τώ πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις εν θλίψεσι· 11 καί ελπισάτωσαν επί σοί οι γινώσκοντες τό όνομά σου, ότι ουκ εγκατέλιπες τούς εκζητούντάς σε, Κύριε. 12 ψάλατε τώ Κυρίω, τώ κατοικούντι εν Σιών, αναγγείλατε εν τοίς έθνεσι τά επιτηδεύματα αυτού, 13 ότι εκζητών τά αίματα αυτών εμνήσθη, ουκ επελάθετο τής κραυγής τών πενήτων. 14 ελέησόν με, Κύριε, ίδε τήν ταπείνωσίν μου εκ τών εχθρών μου, ο υψών με εκ τών πυλών τού θανάτου, 15 όπως άν εξαγγείλω πάσας τάς αινέσεις σου εν ταίς πύλαις τής θυγατρός Σιών. αγαλλιάσομαι επί τώ σωτηρίω σου. 16 ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά, ή εποίησαν, εν παγίδι ταύτη, ή έκρυψαν, συνελήφθη ο πούς αυτών. 17 γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιών, εν τοίς έργοις τών χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός. (ωδή διαψάλματος). 18 αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τόν άδην, πάντα τά έθνη τά επιλανθανόμενα τού Θεού, 19 ότι ουκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός, η υπομονή τών πενήτων ουκ απολείται εις τέλος. 20 ανάστηθι, Κύριε, μή κραταιούσθω άνθρωπος, κριθήτωσαν έθνη ενώπιόν σου. 21 κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην επ αυτούς, γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποί εισιν. (διάψαλμα). 22 ῾Ινατί, Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν, υπεροράς εν ευκαιρίαις εν θλίψεσιν; 23 εν τώ υπερηφανεύεσθαι τόν ασεβή εμπυρίζεται ο πτωχός, συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις, οίς διαλογίζονται. 24 ότι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταίς επιθυμίαις τής ψυχής αυτού, καί ο αδικών ενευλογείται· 25 παρώξυνε τόν Κύριον ο αμαρτωλός· κατά τό πλήθος τής οργής αυτού ουκ εκζητήσει· ουκ έστιν ο Θεός ενώπιον αυτού. 26 βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ, ανταναιρείται τά κρίματά σου από προσώπου αυτού, πάντων τών εχθρών αυτού κατακυριεύσει· 27 είπε γάρ εν καρδία αυτού· ου μή σαλευθώ, από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού. 28 ού αράς τό στόμα αυτού γέμει καί πικρίας καί δόλου, υπό τήν γλώσσαν αυτού κόπος καί πόνος. 29 εγκάθηται ενέδρα μετά πλουσίων, εν αποκρύφοις τού αποκτείναι αθώον· οι οφθαλμοί αυτού εις τόν πένητα αποβλέπουσιν· 30 ενεδρεύει εν αποκρύφω ως λέων εν τή μάνδρα αυτού, ενεδρεύει τού αρπάσαι πτωχόν, αρπάσαι πτωχόν εν τώ ελκύσαι αυτόν· 31 εν τή παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν, κύψει καί πεσείται εν τώ αυτόν κατακυριεύσαι τών πενήτων. 32 είπε γάρ εν καρδία αυτού· επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε τό πρόσωπον αυτού τού μή βλέπειν εις τέλος. 33 ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ σου, μή επιλάθη τών πενήτων. 34 ένεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τόν Θεόν; είπε γάρ εν καρδία αυτού· ουκ εκζητήσει. 35 βλέπεις, ότι σύ πόνον καί θυμόν κατανοείς τού παραδούναι αυτούς εις χείράς σου· σοί εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σύ ήσθα βοηθός. 36 σύντριψον τόν βραχίονα τού αμαρτωλού καί πονηρού, ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού, καί ου μή ευρεθή. 37 βασιλεύσει Κύριος εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος, απολείσθε έθνη εκ τής γής αυτού. 38 τήν επιθυμίαν τών πενήτων εισήκουσε Κύριος, τήν ετοιμασίαν τής καρδίας αυτών προσέσχε τό ούς σου 39 κρίναι ορφανώ καί ταπεινώ, ίνα μή προσθή έτι μεγαλαυχείν άνθρωπος επί τής γής.
Ψαλμός Ι’ ( 10ος )
( για τα σκληρόκαρδα ανδρόγυνα που μαλώνουν και χωρίζουν, όταν βασανίζει άδικα ο σκληρός ή η σκληρή τον ευαίσθητο )
Επί τώ Κυρίω πέποιθα· πώς ερείτε τή ψυχή μου· μεταναστεύου επί τά όρη ως στρουθίον; 2 ότι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν τού κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τούς ευθείς τή καρδία. 3 ότι ά σύ κατηρτίσω, αυτοί καθείλον· ο δέ δίκαιος τί εποίησε; 4 Κύριος εν ναώ αγίω αυτού· Κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού. οι οφθαλμοί αυτού εις τόν πένητα αποβλέπουσι, τά βλέφαρα αυτού εξετάζει τούς υιούς τών ανθρώπων. 5 Κύριος εξετάζει τόν δίκαιον καί τόν ασεβή, ο δέ αγαπών τήν αδικίαν μισεί τήν εαυτού ψυχήν. 6 επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πύρ καί θείον καί πνεύμα καταιγίδος η μερίς τού ποτηρίου αυτών. 7 ότι δίκαιος Κύριος, καί δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε τό πρόσωπον αυτού.
Ψαλμός ΙΑ’ ( 11ος )
( για τους τρελούς που έχουν και κακότητα και κάνουν κακό στους ανθρώπους )
Σώσον με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος, ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από τών υιών τών ανθρώπων. 3 μάταια ελάλησεν έκαστος πρός τόν πλησίον αυτού, χείλη δόλια εν καρδία, καί εν καρδία ελάλησε κακά. 4 εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τά χείλη τά δόλια καί γλώσσαν μεγαλορρήμονα. 5 τούς ειπόντας· τήν γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν, τά χείλη ημών παρ ημίν εστι· τίς ημών Κύριός εστιν; 6 από τής ταλαιπωρίας τών πτωχών καί από τού στεναγμού τών πενήτων, νύν αναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ. 7 τά λόγια Κυρίου λόγια αγνά, αργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τή γή κεκαθαρισμένον επταπλασίως. 8 σύ, Κύριε, φυλάξαις ημάς καί διατηρήσαις ημάς από τής γενεάς ταύτης καί εις τόν αιώνα. 9 κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι· κατά τό ύψος σου επολυώρησας τούς υιούς τών ανθρώπων.
Ψαλμός ΙΒ’ ( 12ος )
( για αυτούς που πάσχουν από το συκώτι )
Έως πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψεις τό πρόσωπόν σου απ εμού; 3 έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας εν καρδία μου ημέρας καί νυκτός; έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ εμέ; 4 επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριε ο Θεός μου· φώτισον τούς οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, 5 μήποτε είπη ο εχθρός μου· ίσχυσα πρός αυτόν· οι θλίβοντές με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ. 6 εγώ δέ επί τώ ελέει σου ήλπισα, αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τώ σωτηρίω σου· άσω τώ Κυρίω τώ ευεργετήσαντί με καί ψαλώ τώ ονόματι Κυρίου τού ῾Υψίστου.
Ψαλμός ΙΓ’ ( 13ος )
( για φοβερό δαιμόνιο, 3 φορές την ημέρα επί 3 ημέρες )
Είπεν άφρων εν καρδία αυτού· ουκ έστι Θεός. διεφθάρησαν καί εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. 2 Κύριος εκ τού ουρανού διέκυψεν επί τούς υιούς τών ανθρώπων τού ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τόν Θεόν. 3 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός*. 4 ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν; οι εσθίοντες τόν λαόν μου βρώσει άρτου τόν Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. 5 εκεί εδειλίασαν φόβω, ού ουκ ήν φόβος, ότι ο Θεός εν γενεά δικαία. 6 βουλήν πτωχού κατησχύνατε, ο δέ Κύριος ελπίς αυτού εστι. 7 τίς δώσει εκ Σιών τό σωτήριον τού Ισραήλ; εν τώ επιστρέψαι Κύριον τήν αιχμαλωσίαν τού λαού αυτού αγαλλιάσεται Ιακώβ καί ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Ψαλμός ΙΔ’ ( 14ος )
( για ν’ αλλάξουν γνώμη οι ληστές και να επιστρέψουν άπρακτοι και μετανοημένοι )
Κύριε, τίς παροικήσει εν τώ σκηνώματί σου; ή τίς κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου; 2 πορευόμενος άμωμος καί εργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού, 3 ός ουκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού, ουδέ εποίησε τώ πλησίον αυτού κακόν καί ονειδισμόν ουκ έλαβεν επί τοίς έγγιστα αυτού. 4 εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος, τούς δέ φοβουμένους τόν Κύριον δοξάζει· ο ομνύων τώ πλησίον αυτού καί ουκ αθετών· 5 τό αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω καί δώρα επ αθώοις ουκ έλαβεν. ο ποιών ταύτα, ου σαλευθήσεται εις τόν αιώνα.
Ψαλμός ΙΕ’ ( 15ος )
( για να βρεθεί το κλειδί, όταν χαθεί )
Φύλαξόν με, Κύριε, ότι επί σοί ήλπισα. 2 είπα τώ Κυρίω· Κύριός μου εί σύ, ότι τών αγαθών μου ου χρείαν έχεις. 3 τοίς αγίοις τοίς εν τή γή αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τά θελήματα αυτού εν αυτοίς. 4 επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών, μετά ταύτα ετάχυναν· ου μή συναγάγω τάς συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων, ουδ ου μή μνησθώ τών ονομάτων αυτών διά χειλέων μου. 5 Κύριος μερίς τής κληρονομίας μου καί τού ποτηρίου μου· σύ εί ο αποκαθιστών τήν κληρονομίαν μου εμοί. 6 σχοινία επέπεσέ μοι εν τοίς κρατίστοις· καί γάρ η κληρονομία μου κρατίστη μοί εστιν. 7 ευλογήσω τόν Κύριον τόν συνετίσαντά με· έτι δέ καί έως νυκτός επαίδευσάν με οι νεφροί μου. 8 προωρώμην τόν Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μή σαλευθώ. 9 διά τούτο ηυφράνθη η καρδία μου, καί ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου, έτι δέ καί η σάρξ μου κατασκηνώσει επ ελπίδι, 10 ότι ουκ εγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσεις τόν όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. 11 εγνώρισάς μοι οδούς ζωής· πληρώσεις με ευφροσύνης μετά τού προσώπου σου, τερπνότητες εν τή δεξιά σου εις τέλος.
Ψαλμός ΙΣΤ’ ( 16ος )
( για μεγάλη συκοφαντία, 3 φορές την ημέρα επί 3 ημέρες )
Εισάκουσον, Κύριε, τής δικαιοσύνης μου, πρόσχες τή δεήσει μου, ενώτισαι τήν προσευχήν μου ουκ εν χείλεσι δολίοις. 2 εκ προσώπου σου τό κρίμά μου εξέλθοι, οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας. 3 εδοκίμασας τήν καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός· επύρωσάς με, καί ουχ ευρέθη εν εμοί αδικία. 4 όπως άν μή λαλήση τό στόμα μου τά έργα τών ανθρώπων, διά τούς λόγους τών χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς. 5 κατάρτισαι τά διαβήματά μου εν ταίς τρίβοις σου, ίνα μή σαλευθώσι τά διαβήματά μου. 6 εγώ εκέκραξα, ότι επήκουσάς μου, ο Θεός· κλίνον τό ούς σου εμοί καί εισάκουσον τών ρημάτων μου. 7 θαυμάστωσον τά ελέη σου, ο σώζων τούς ελπίζοντας επί σέ εκ τών ανθεστηκότων τή δεξιά σου. 8 φύλαξόν με ως κόρην οφθαλμού· εν σκέπη τών πτερύγων σου σκεπάσεις με 9 από προσώπου ασεβών τών ταλαιπωρησάντων με. οι εχθροί μου τήν ψυχήν μου περιέσχον· 10 τό στέαρ αυτών συνέκλεισαν, τό στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν. 11 εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με, τούς οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλίναι εν τή γή. 12 υπέλαβόν με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν καί ωσεί σκύμνος οικών εν αποκρύφοις. 13 ανάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αυτούς καί υποσκέλισον αυτούς, ρύσαι τήν ψυχήν μου από ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών τής χειρός σου. 14 Κύριε, από ολίγων από γής διαμέρισον αυτούς εν τή ζωή αυτών, καί τών κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών, εχορτάσθησαν υιών*, καί αφήκαν τά κατάλοιπα τοίς νηπίοις αυτών. 15 εγώ δέ εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τώ προσώπω σου, χορτασθήσομαι εν τώ οφθήναί μοι τήν δόξαν σου.
Ψαλμός ΙΖ’ ( 17ος )
( όταν γίνεται σεισμός ή θεομηνία, κατακλυσμός και κεραυνοί )
Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. 3 Κύριος στερέωμά μου καί καταφυγή μου καί ρύστης μου. ῾Ο Θεός μου βοηθός μου, ελπιώ επ αυτόν, υπερασπιστής μου καί κέρας σωτηρίας μου καί αντιλήπτωρ μου. 4 αινών επικαλέσομαι τόν Κύριον καί εκ τών εχθρών μου σωθήσομαι. 5 περιέσχον με ωδίνες θανάτου, καί χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με. 6 ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγίδες θανάτου. 7 καί εν τώ θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τόν Κύριον καί πρός τόν Θεόν μου εκέκραξα· ήκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου, καί η κραυγή μου ενώπιον αυτού εισελεύσεται εις τά ώτα αυτού. 8 καί εσαλεύθη καί έντρομος εγενήθη η γή, καί τά θεμέλια τών ορέων εταράχθησαν καί εσαλεύθησαν, ότι ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. 9 ανέβη καπνός εν οργή αυτού καί πύρ από προσώπου αυτού καταφλεγήσεται, άνθρακες ανήφθησαν απ αυτού. 10 καί έκλινεν ουρανούς καί κατέβη, καί γνόφος υπό τούς πόδας αυτού. 11 καί επέβη επί Χερουβίμ καί επετάσθη, επετάσθη επί πτερύγων ανέμων. 12 καί έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού· κύκλω αυτού η σκηνή αυτού, σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. 13 από τής τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον, χάλαζα καί άνθρακες πυρός. 14 καί εβρόντησεν εξ ουρανού Κύριος, καί ο ῞Υψιστος έδωκε φωνήν αυτού· 15 εξαπέστειλε βέλη καί εσκόρπισεν αυτούς καί αστραπάς επλήθυνε καί συνετάραξεν αυτούς. 16 καί ώφθησαν αι πηγαί τών υδάτων, καί ανεκαλύφθη τά θεμέλια τής οικουμένης από επιτιμήσεώς σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου. 17 εξαπέστειλεν εξ ύψους καί έλαβέ με, προσελάβετό με εξ υδάτων πολλών. 18 ρύσεταί με εξ εχθρών μου δυνατών, καί εκ τών μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ. 19 προέφθασάν με εν ημέρα κακώσεώς μου, καί εγένετο Κύριος αντιστήριγμά μου 20 καί εξήγαγέ με εις πλατυσμόν, ρύσεταί με, ότι ηθέλησέ με. 21 καί ανταποδώσει μοι Κύριος κατά τήν δικαιοσύνην μου καί κατά τήν καθαριότητα τών χειρών μου ανταποδώσει μοι, 22 ότι εφύλαξα τάς οδούς Κυρίου καί ουκ ησέβησα από τού Θεού μου, 23 ότι πάντα τά κρίματα αυτού ενώπιόν μου, καί τά δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν απ εμού. 24 καί έσομαι άμωμος μετ αυτού καί φυλάξομαι από τής ανομίας μου. 25 καί ανταποδώσει μοι Κύριος κατά τήν δικαιοσύνην μου καί κατά τήν καθαριότητα τών χειρών μου ενώπιον τών οφθαλμών αυτού. 26 μετά οσίου όσιος έση, καί μετά ανδρός αθώου αθώος έση, 27 καί μετά εκλεκτού εκλεκτός έση καί μετά στρεβλού διαστρέψεις. 28 ότι σύ λαόν ταπεινόν σώσεις καί οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. 29 ότι σύ φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς τό σκότος μου. 30 ότι εν σοί ρυσθήσομαι από πειρατηρίου καί εν τώ Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. 31 ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού, τά λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής εστι πάντων τών ελπιζόντων επ αυτόν. 32 ότι τίς Θεός πλήν τού Κυρίου, καί τίς Θεός πλήν τού Θεού ημών; 33 ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν καί έθετο άμωμον τήν οδόν μου· 34 καταρτιζόμενος τούς πόδας μου ωσεί ελάφου καί επί τά υψηλά ιστών με· 35 διδάσκων χείράς μου εις πόλεμον καί έθου τόξον χαλκούν τούς βραχίονάς μου· 36 καί έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας, καί η δεξιά σου αντελάβετό μου, καί η παιδεία σου ανώρθωσέ με εις τέλος, καί η παιδεία σου αυτή με διδάξει. 37 επλάτυνας τά διαβήματά μου υποκάτω μου, καί ουκ ησθένησαν τά ίχνη μου. 38 καταδιώξω τούς εχθρούς μου καί καταλήψομαι αυτούς καί ουκ αποστραφήσομαι, έως άν εκλίπωσιν· 39 εκθλίψω αυτούς, καί ου μή δύνωνται στήναι, πεσούνται υπό τούς πόδας μου. 40 καί περιέζωσάς με δύναμιν εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τούς επανισταμένους επ εμέ υποκάτω μου. 41 καί τούς εχθρούς μου έδωκάς μοι νώτον καί τούς μισούντάς με εξωλόθρευσας. 42 εκέκραξαν, καί ουκ ήν ο σώζων, πρός Κύριον, καί ουκ εισήκουσεν αυτών. 43 καί λεπτυνώ αυτούς ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. 44 ρύση με εξ αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. λαός, όν ουκ έγνων, εδούλευσέ μοι, 45 εις ακοήν ωτίου υπήκουσέ μου· υιοί αλλότριοι εψεύσαντό μοι, 46 υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν καί εχώλαναν από τών τρίβων αυτών. 47 ζή Κύριος, καί ευλογητός ο Θεός μου καί υψωθήτω ο Θεός τής σωτηρίας μου, 48 ο Θεός ο διδούς εκδικήσεις εμοί, καί υποτάξας λαούς υπ εμέ, 49 ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων, από τών επανισταμένων επ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύσαί με. 50 διά τούτο εξομολογήσομαί σοι εν έθνεσι, Κύριε, καί τώ ονόματί σου ψαλώ, 51 μεγαλύνων τάς σωτηρίας τού βασιλέως αυτού, καί ποιών έλεος τώ χριστώ αυτού, τώ Δαυΐδ καί τώ σπέρματι αυτού έως αιώνος.
Ψαλμός ΙΗ’ ( 18ος )
( για να γεννήσουν με ασφάλεια οι μητέρες )
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δέ χειρών αυτού αναγγέλλει τό στερέωμα. 3 ημέρα τή ημέρα ερεύγεται ρήμα, καί νύξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. 4 ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ών ουχί ακούονται αι φωναί αυτών· 5 εις πάσαν τήν γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών καί εις τά πέρατα τής οικουμένης τά ρήματα αυτών. 6 εν τώ ηλίω έθετο τό σκήνωμα αυτού· καί αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού, αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού. 7 απ άκρου τού ουρανού η έξοδος αυτού, καί τό κατάντημα αυτού έως άκρου τού ουρανού, καί ουκ έστιν ός αποκρυβήσεται τής θέρμης αυτού. 8 ο νόμος τού Κυρίου άμωμος, επιστρέφων ψυχάς· η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. 9 τά δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα οφθαλμούς· 10 ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος· τά κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί τό αυτό, 11 επιθυμητά υπέρ χρυσίον καί λίθον τίμιον πολύν καί γλυκύτερα υπέρ μέλι καί κηρίον. 12 καί γάρ ο δούλός σου φυλάσσει αυτά· εν τώ φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. 13 παραπτώματα τίς συνήσει; εκ τών κρυφίων μου καθάρισόν με. 14 καί από αλλοτρίων φείσαι τού δούλου σου· εάν μή μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι καί καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. 15 καί έσονται εις ευδοκίαν τά λόγια τού στόματός μου καί η μελέτη τής καρδίας μου ενώπιόν σου διά παντός, Κύριε, βοηθέ μου καί λυτρωτά μου.
Ψαλμός ΙΘ’ ( 19ος )
( για ανδρόγυνα που δεν γεννούν λόγω αναπηρίας, για να τους θεραπεύσει ο Θεός, για να μην χωρίσουν )
Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως, υπερασπίσαι σου τό όνομα τού Θεού Ιακώβ. 3 εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου καί εκ Σιών αντιλάβοιτό σου. 4 μνησθείη πάσης θυσίας σου καί τό ολοκαύτωμά σου πιανάτω. (διάψαλμα). 5 δώη σοι Κύριος κατά τήν καρδίαν σου καί πάσαν τήν βουλήν σου πληρώσαι. 6 αγαλλιασόμεθα εν τώ σωτηρίω σου καί εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. πληρώσαι Κύριος πάντα τά αιτήματά σου. 7 νύν έγνων ότι έσωσε Κύριος τόν χριστόν αυτού· επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού· εν δυναστείαις η σωτηρία τής δεξιάς αυτού. 8 ούτοι εν άρμασι καί ούτοι εν ίπποις, ημείς δέ εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. 9 αυτοί συνεποδίσθησαν καί έπεσαν, ημείς δέ ανέστημεν καί ανωρθώθημεν. 10 Κύριε, σώσον τόν βασιλέα, καί επάκουσον ημών, εν ή άν ημέρα επικαλεσώμεθά σε.
Ψαλμός Κ’ ( 20ος )
( για να μαλακώσει ο Θεός τις καρδιές των πλουσίων να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς )
Κύριε, εν τή δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς καί επί τώ σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα. 3 τήν επιθυμίαν τής καρδίας αυτού έδωκας αυτώ καί τήν θέλησιν τών χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν. (διάψαλμα). 4 ότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος, έθηκας επί τήν κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου. 5 ζωήν ητήσατό σε, καί έδωκας αυτώ, μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος. 6 μεγάλη η δόξα αυτού εν τώ σωτηρίω σου, δόξαν καί μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ αυτόν· 7 ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος, ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά τού προσώπου σου. 8 ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον καί εν τώ ελέει τού ῾Υψίστου ου μή σαλευθή. 9 ευρεθείη η χείρ σου πάσι τοίς εχθροίς σου, η δεξιά σου εύροι πάντας τούς μισούντάς σε. 10 θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός εις καιρόν τού προσώπου σου· Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς, καί καταφάγεται αυτούς πύρ. 11 τόν καρπόν αυτών από τής γής απολείς καί τό σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων, 12 ότι έκλιναν εις σέ κακά, διελογίσαντο βουλάς, αίς ου μή δύνωνται στήναι. 13 ότι θήσεις αυτούς νώτον· εν τοίς περιλοίποις σου ετοιμάσεις τό πρόσωπον αυτών. 14 υψώθητι, Κύριε, εν τή δυνάμει σου· άσομεν καί ψαλούμεν τάς δυναστείας σου.
Ψαλμός ΚΑ’ ( 21ος )
( για να εμποδίσει ο Θεός την πυρκαϊά, για να μην γίνει κακό )
Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι· ίνα τί εγκατέλιπές με; μακράν από τής σωτηρίας μου οι λόγοι τών παραπτωμάτων μου. 3 ο Θεός μου, κεκράξομαι ημέρας, καί ουκ εισακούση, καί νυκτός, καί ουκ εις άνοιαν εμοί. 4 σύ δέ εν αγίω κατοικείς, ο έπαινος τού Ισραήλ. 5 επί σοί ήλπισαν οι πατέρες ημών, ήλπισαν, καί ερρύσω αυτούς· 6 πρός σέ εκέκραξαν καί εσώθησαν, επί σοί ήλπισαν καί ου κατησχύνθησαν. 7 εγώ δέ ειμι σκώληξ καί ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων καί εξουθένημα λαού. 8 πάντες οι θεωρούντές με εξεμυκτήρισάν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν· 9 ήλπισεν επί Κύριον, ρυσάσθω αυτόν· σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν. 10 ότι σύ εί ο εκσπάσας με εκ γαστρός, η ελπίς μου από μαστών τής μητρός μου· 11 επί σέ επερρίφην εκ μήτρας, εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εί σύ· 12 μή αποστής απ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών. 13 περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με· 14 ήνοιξαν επ εμέ τό στόμα αυτών ως λέων αρπάζων καί ωρυόμενος. 15 ωσεί ύδωρ εξεχύθην, καί διεσκορπίσθη πάντα τά οστά μου, εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος εν μέσω τής κοιλίας μου· 16 εξηράνθη ωσεί όστρακον η ισχύς μου, καί η γλώσσά μου κεκόλληται τώ λάρυγγί μου, καί εις χούν θανάτου κατήγαγές με. 17 ότι εκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ώρυξαν χείράς μου καί πόδας. 18 εξηρίθμησαν πάντα τά οστά μου, αυτοί δέ κατενόησαν καί επείδόν με. 19 διεμερίσαντο τά ιμάτιά μου εαυτοίς καί επί τόν ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. 20 σύ δέ, Κύριε, μή μακρύνης τήν βοήθειάν μου απ εμού, εις τήν αντίληψίν μου πρόσχες. 21 ρύσαι από ρομφαίας τήν ψυχήν μου, καί εκ χειρός κυνός τήν μονογενή μου· 22 σώσόν με εκ στόματος λέοντος καί από κεράτων μονοκερώτων τήν ταπείνωσίν μου. 23 διηγήσομαι τό όνομά σου τοίς αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε. 24 οι φοβούμενοι τόν Κύριον, αινέσατε αυτόν, άπαν τό σπέρμα Ιακώβ, δοξάσατε αυτόν, φοβηθήτωσαν αυτόν άπαν τό σπέρμα Ισραήλ, 25 ότι ουκ εξουδένωσεν ουδέ προσώχθισε τή δεήσει τού πτωχού, ουδέ απέστρεψε τό πρόσωπον αυτού απ εμού καί εν τώ κεκραγέναι με πρός αυτόν εισήκουσέ μου. 26 παρά σού ο έπαινός μου εν εκκλησία μεγάλη, τάς ευχάς μου αποδώσω ενώπιον τών φοβουμένων αυτόν. 27 φάγονται πένητες καί εμπλησθήσονται, καί αινέσουσι Κύριον οι εκζητούντες αυτόν· ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος. 28 μνησθήσονται καί επιστραφήσονται πρός Κύριον πάντα τά πέρατα τής γής καί προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού πάσαι αι πατριαί τών εθνών, 29 ότι τού Κυρίου η βασιλεία, καί αυτός δεσπόζει τών εθνών. 30 έφαγον καί προσεκύνησαν πάντες οι πίονες τής γής, ενώπιον αυτού προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις γήν. καί η ψυχή μου αυτώ ζή, 31 καί τό σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ· αναγγελήσεται τώ Κυρίω γενεά η ερχομένη, 32 καί αναγγελούσι τήν δικαιοσύνην αυτού λαώ τώ τεχθησομένω, όν εποίησεν ο Κύριος.
Ψαλμός ΚΒ’ ( 22ος )
( για να ημερέψει ο Θεός τα άτακτα και ανυπάκουα παιδιά, που θλίβουν τους γονείς τους )
Κύριος ποιμαίνει με καί ουδέν με υστερήσει. 2 εις τόπον χλόης, εκεί με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με, 3 τήν ψυχήν μου επέστρεψεν. ωδήγησέ με επί τρίβους δικαιοσύνης ένεκεν τού ονόματος αυτού. 4 εάν γάρ καί πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι σύ μετ εμού εί· η ράβδος σου καί η βακτηρία σου, αύταί με παρεκάλεσαν. 5 ητοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν, εξεναντίας τών θλιβόντων με· ελίπανας εν ελαίω τήν κεφαλήν μου, καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον. 6 καί τό έλεός σου καταδιώξει με πάσας τάς ημέρας τής ζωής μου, καί τό κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών.
Ψαλμός ΚΓ’ ( 23ος )
( για να ανοίξει η πόρτα, όταν χαθεί το κλειδί )
Τού Κυρίου η γή καί τό πλήρωμα αυτής, η οικουμένη καί πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. 2 αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν καί επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν. 3 τίς αναβήσεται εις τό όρος τού Κυρίου καί τίς στήσεται εν τόπω αγίω αυτού; 4 αθώος χερσί καί καθαρός τή καρδία, ός ουκ έλαβεν επί ματαίω τήν ψυχήν αυτού καί ουκ ώμοσεν επί δόλω τώ πλησίον αυτού. 5 ούτος λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου καί ελεημοσύνην παρά Θεού σωτήρος αυτού. 6 αύτη η γενεά ζητούντων τόν Κύριον, ζητούντων τό πρόσωπον τού Θεού Ιακώβ. (διάψαλμα). 7 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, καί επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, καί εισελεύσεται ο βασιλεύς τής δόξης. 8 τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς τής δόξης; Κύριος κραταιός καί δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. 9 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, καί επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, καί εισελεύσεται ο βασιλεύς τής δόξης. 10 τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς τής δόξης; Κύριος τών δυνάμεων αυτός εστιν ο βασιλεύς τής δόξης.
Ψαλμός ΚΔ’ ( 24ος )
( σε ανθρώπους που φθονεί πολύ ο πειρασμός και τους φέρνει συνέχεια αναποδιές στην ζωή τους, για να γογγύζουν )
Πρός σέ, Κύριε, ήρα τήν ψυχήν μου, ο Θεός μου. 2 επί σοί πέποιθα· μή καταισχυνθείην, μηδέ καταγελασάτωσάν με οι εχθροί μου. 3 καί γάρ πάντες οι υπομένοντές σε ου μή καταισχυνθώσιν· αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής. 4 τάς οδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, καί τάς τρίβους σου δίδαξόν με. 5 οδήγησόν με επί τήν αλήθειάν σου καί δίδαξόν με, ότι σύ εί ο Θεός ο σωτήρ μου, καί σέ υπέμεινα όλην τήν ημέραν. 6 μνήσθητι τών οικτιρμών σου, Κύριε, καί τά ελέη σου, ότι από τού αιώνός εισιν. 7 αμαρτίας νεότητός μου καί αγνοίας μου μή μνησθής· κατά τό έλεός σου μνήσθητί μου, σύ, ένεκεν χρηστότητός σου, Κύριε. 8 χρηστός καί ευθής ο Κύριος· διά τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. 9 οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού. 10 πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος καί αλήθεια τοίς εκζητούσι τήν διαθήκην αυτού καί τά μαρτύρια αυτού. 11 ένεκεν τού ονόματός σου, Κύριε, καί ιλάση τή αμαρτία μου, πολλή γάρ εστι. 12 τίς εστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τόν Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, ή ηρετίσατο. 13 η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται, καί τό σπέρμα αυτού κληρονομήσει γήν. 14 κραταίωμα Κύριος τών φοβουμένων αυτόν, καί η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. 15 οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τούς πόδας μου. 16 επίβλεψον επ εμέ καί ελέησόν με, ότι μονογενής καί πτωχός ειμι εγώ. 17 αι θλίψεις τής καρδίας μου επληθύνθησαν· εκ τών αναγκών μου εξάγαγέ με. 18 ίδε τήν ταπείνωσίν μου καί τόν κόπον μου καί άφες πάσας τάς αμαρτίας μου. 19 ίδε τούς εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν καί μίσος άδικον εμίσησάν με. 20 φύλαξον τήν ψυχήν μου καί ρύσαί με· μή καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σέ. 21 άκακοι καί ευθείς εκολλώντό μοι, ότι υπέμεινά σε, Κύριε. 22 λύτρωσαι, ο Θεός, τόν Ισραήλ εκ πασών τών θλίψεων αυτού.
Ψαλμός ΚΕ’ ( 25ος )
( όταν ζητάει κανείς κάτι καλό από τον Θεό, για να του το δώσει, χωρίς να τον βλάψει )
Κρίνόν με, Κύριε, ότι εγώ εν ακακία μου επορεύθην καί επί τώ Κυρίω ελπίζων, ου μή ασθενήσω. 2 δοκίμασόν με, Κύριε, καί πείρασόν με, πύρωσον τούς νεφρούς μου καί τήν καρδίαν μου. 3 ότι τό έλεός σου κατέναντι τών οφθαλμών μού εστι, καί ευηρέστησα εν τή αληθεία σου. 4 ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος καί μετά παρανομούντων ου μή εισέλθω· 5 εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων καί μετά ασεβών ου μή καθίσω. 6 νίψομαι εν αθώοις τάς χείράς μου καί κυκλώσω τό θυσιαστήριόν σου, Κύριε, 7 τού ακούσαί με φωνής αινέσεώς σου καί διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά σου. 8 Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου καί τόπον σκηνώματος δόξης σου. 9 μή συναπολέσης μετά ασεβών τήν ψυχήν μου καί μετά ανδρών αιμάτων τήν ζωήν μου, 10 ών εν χερσίν ανομίαι, η δεξιά αυτών επλήσθη δώρων. 11 εγώ δέ εν ακακία μου επορεύθην· λύτρωσαί με καί ελέησόν με. 12 ο πούς μου έστη εν ευθύτητι· εν εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε.
Ψαλμός ΚΣΤ’ ( 26ος )
( για να προστατέψει ο Θεός τους χωρικούς από τα εχθρικά στρατεύματα, να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους και λεηλασίες στις αγροικίες )
Κύριος φωτισμός μου καί σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής τής ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; 2 εν τώ εγγίζειν επ εμέ κακούντας τού φαγείν τάς σάρκας μου, οι θλίβοντές με καί οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν καί έπεσαν. 3 εάν παρατάξηται επ εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου· εάν επαναστή επ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω. 4 μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω· τού κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τάς ημέρας τής ζωής μου, τού θεωρείν με τήν τερπνότητα Κυρίου καί επισκέπτεσθαι τόν ναόν τόν άγιον αυτού. 5 ότι έκρυψέ με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου, εσκέπασέ με εν αποκρύφω τής σκηνής αυτού, εν πέτρα ύψωσέ με. 6 καί νύν ιδού ύψωσε κεφαλήν μου επ εχθρούς μου· εκύκλωσα καί έθυσα εν τή σκηνή αυτού θυσίαν αλαλαγμού, άσομαι καί ψαλώ τώ Κυρίω. 7 εισάκουσον, Κύριε, τής φωνής μου, ής εκέκραξα· ελέησόν με καί εισάκουσόν μου. 8 σοί είπεν η καρδία μου· εξεζήτησέ σε τό πρόσωπόν μου· τό πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω. 9 μή αποστρέψης τό πρόσωπόν σου απ εμού καί μή εκκλίνης εν οργή από τού δούλου σου· βοηθός μου γενού, μή αποσκορακίσης με καί μή εγκαταλίπης με, ο Θεός, ο σωτήρ μου. 10 ότι ο πατήρ μου καί η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δέ Κύριος προσελάβετό με. 11 νομοθέτησόν με, Κύριε, εν τή οδώ σου καί οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία ένεκα τών εχθρών μου. 12 μή παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με, ότι επανέστησάν μοι μάρτυρες άδικοι, καί εψεύσατο η αδικία εαυτή. 13 πιστεύω τού ιδείν τά αγαθά Κυρίου εν γή ζώντων. 14 υπόμεινον τόν Κύριον· ανδρίζου, καί κραταιούσθω η καρδία σου, καί υπόμεινον τόν Κύριον.
Ψαλμός ΚΖ’ ( 27ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους νευρασθενείς και τους νευρόπονους )
Πρός σέ, Κύριε, εκέκραξα, ο Θεός μου, μή παρασιωπήσης απ εμού, μήποτε παρασιωπήσης απ εμού καί ομοιωθήσομαι τοίς καταβαίνουσιν εις λάκκον. 2 εισάκουσον τής φωνής τής δεήσεώς μου εν τώ δέεσθαί με πρός σέ, εν τώ αίρειν με χείράς μου πρός ναόν άγιόν σου. 3 μή συνελκύσης μετά αμαρτωλών τήν ψυχήν μου καί μετά εργαζομένων αδικίαν μή συναπολέσης με τών λαλούντων ειρήνην μετά τών πλησίον αυτών, κακά δέ εν ταίς καρδίαις αυτών. 4 δός αυτοίς, Κύριε, κατά τά έργα αυτών καί κατά τήν πονηρίαν τών επιτηδευμάτων αυτών· κατά τά έργα τών χειρών αυτών δός αυτοίς, απόδος τό ανταπόδομα αυτών αυτοίς. 5 ότι ου συνήκαν εις τά έργα Κυρίου καί εις τά έργα τών χειρών αυτού· καθελείς αυτούς καί ου μή οικοδομήσεις αυτούς. 6 ευλογητός Κύριος, ότι εισήκουσε τής φωνής τής δεήσεώς μου. 7 Κύριος βοηθός μου καί υπερασπιστής μου· επ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου, καί εβοηθήθην, καί ανέθαλεν η σάρξ μου· καί εκ θελήματός μου εξομολογήσομαι αυτώ. 8 Κύριος κραταίωμα τού λαού αυτού καί υπερασπιστής τών σωτηρίων τού χριστού αυτού εστι. 9 σώσον τόν λαόν σου καί ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου καί ποίμανον αυτούς καί έπαρον αυτούς έως τού αιώνος.
Ψαλμός ΚΗ’ ( 28ος )
( για αυτούς που τους πειράζει η θάλασσα και φοβούνται στην πολλή φουρτούνα )
Ενέγκατε τώ Κυρίω, υιοί Θεού, ενέγκατε τώ Κυρίω υιούς κριών, ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν καί τιμήν, 2 ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, προσκυνήσατε τώ Κυρίω εν αυλή αγία αυτού. 3 φωνή Κυρίου επί τών υδάτων, ο Θεός τής δόξης εβρόντησε, Κύριος επί υδάτων πολλών. 4 φωνή Κυρίου εν ισχύϊ, φωνή Κυρίου εν μεγαλοπρεπεία. 5 φωνή Κυρίου συντρίβοντος κέδρους, καί συντρίψει Κύριος τάς κέδρους τού Λιβάνου 6 καί λεπτυνεί αυτάς ως τόν μόσχον τόν Λίβανον, καί ο ηγαπημένος ως υιός μονοκερώτων. 7 φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός, 8 φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον καί συσσείσει Κύριος τήν έρημον Κάδης. 9 φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους, καί αποκαλύψει δρυμούς· καί εν τώ ναώ αυτού πάς τις λέγει δόξαν. 10 Κύριος τόν κατακλυσμόν κατοικιεί, καί καθιείται Κύριος βασιλεύς εις τόν αιώνα. 11 Κύριος ισχύν τώ λαώ αυτού δώσει, Κύριος ευλογήσει τόν λαόν αυτού εν ειρήνη.
Ψαλμός ΚΘ’ ( 29ος )
( για αυτούς που κινδυνεύουν μακριά, μέσα σε βάρβαρους και άπιστους λαούς, για να τους φυλάξει ο Θεός και να φωτίσει κι εκείνους να ημερέψουν, και να γνωρίσουν το Θεό )
Υψώσω σε, Κύριε, ότι υπέλαβές με καί ουκ εύφρανας τούς εχθρούς μου επ εμέ. 3 Κύριε ο Θεός μου, εκέκραξα πρός σέ, καί ιάσω με· 4 Κύριε, ανήγαγες εξ άδου τήν ψυχήν μου, έσωσάς με από τών καταβαινόντων εις λάκκον. 5 ψάλατε τώ Κυρίω, οι όσιοι αυτού, καί εξομολογείσθε τή μνήμη τής αγιωσύνης αυτού· 6 ότι οργή εν τώ θυμώ αυτού, καί ζωή εν τώ θελήματι αυτού· τό εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός καί εις τό πρωΐ αγαλλίασις. 7 εγώ δέ είπα εν τή ευθηνία μου· ου μή σαλευθώ εις τόν αιώνα. 8 Κύριε, εν τώ θελήματί σου παρέσχου τώ κάλλει μου δύναμιν· απέστρεψας δέ τό πρόσωπόν σου καί εγενήθην τεταραγμένος. 9 πρός σέ, Κύριε, κεκράξομαι, καί πρός τόν Θεόν μου δεηθήσομαι. 10 τίς ωφέλεια εν τώ αίματί μου εν τώ καταβαίνειν με εις διαφθοράν; μή εξομολογήσεταί σοι χούς ή αναγγελεί τήν αλήθειάν σου; 11 ήκουσε Κύριος, καί ηλέησέ με, Κύριος εγενήθη βοηθός μου. 12 έστρεψας τόν κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τόν σάκκον μου καί περιέζωσάς με ευφροσύνην, 13 όπως άν ψάλη σοι η δόξα μου καί ου μή κατανυγώ. Κύριε ο Θεός μου, εις τόν αιώνα εξομολογήσομαί σοι.
Ψαλμός Λ’ ( 30ος )
( για να δώσει ο Θεός αφθονία σπαρτών και καρπών στα δέντρα, όταν ο καιρός δεν είναι ευνοϊκός )
Επί σοί, Κύριε, ήλπισα, μή καταισχυνθείην εις τόν αιώνα· εν τή δικαιοσύνη σου ρύσαί με καί εξελού με. 3 κλίνον πρός με τό ούς σου, τάχυνον τού εξελέσθαι με· γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν καί εις οίκον καταφυγής τού σώσαί με. 4 ότι κραταίωμά μου καί καταφυγή μου εί σύ καί ένεκεν τού ονόματός σου οδηγήσεις με καί διαθρέψεις με· 5 εξάξεις με εκ παγίδος ταύτης, ής έκρυψάν μοι, ότι σύ εί ο υπερασπιστής μου, Κύριε. 6 εις χείράς σου παραθήσομαι τό πνεύμά μου· ελυτρώσω με, Κύριε ο Θεός τής αληθείας. 7 εμίσησας τούς διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενής· εγώ δέ επί τώ Κυρίω ήλπισα. 8 αγαλλιάσομαι καί ευφρανθήσομαι επί τώ ελέει σου, ότι επείδες τήν ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ τών αναγκών τήν ψυχήν μου 9 καί ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, έστησας εν ευρυχώρω τούς πόδας μου. 10 ελέησόν με, Κύριε, ότι θλίβομαι· εταράχθη εν θυμώ ο οφθαλμός μου, η ψυχή μου καί η γαστήρ μου. 11 ότι εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου καί τά έτη μου εν στεναγμοίς· ησθένησεν εν πτωχεία η ισχύς μου, καί τά οστά μου εταράχθησαν. 12 παρά πάντας τούς εχθρούς μου εγενήθην όνειδος καί τοίς γείτοσί μου σφόδρα, καί φόβος τοίς γνωστοίς μου· οι θεωρούντες με έξω έφυγον απ εμού. 13 επελήσθην ωσεί νεκρός από καρδίας, εγενήθην ωσεί σκεύος απολωλός. 14 ότι ήκουσα ψόγον πολλών παροικούντων κυκλόθεν· εν τώ επισυναχθήναι αυτούς άμα επ εμέ τού λαβείν τήν ψυχήν μου εβουλεύσαντο. 15 εγώ δέ επί σοί ήλπισα, Κύριε, είπα· σύ εί ο Θεός μου. 16 εν ταίς χερσί σου οι κλήροί μου*· ρύσαί με εκ χειρός εχθρών μου καί εκ τών καταδιωκόντων με. 17 επίφανον τό πρόσωπόν σου επί τόν δούλόν σου, σώσόν με εν τώ ελέει σου. 18 Κύριε, μή καταισχυνθείην, ότι επεκαλεσάμην σε· αισχυνθείησαν οι ασεβείς καί καταχθείησαν εις άδου. 19 άλαλα γενηθήτω τά χείλη τά δόλια τά λαλούντα κατά τού δικαίου ανομίαν εν υπερηφανία καί εξουδενώσει. 20 ως πολύ τό πλήθος τής χρηστότητός σου, Κύριε, ής έκρυψας τοίς φοβουμένοις σε, εξειργάσω τοίς ελπίζουσιν επί σέ εναντίον τών υιών τών ανθρώπων. 21 κατακρύψεις αυτούς εν αποκρύφω τού προσώπου σου από ταραχής ανθρώπων, σκεπάσεις αυτούς εν σκηνή από αντιλογίας γλωσσών. 22 ευλογητός Κύριος, ότι εθαυμάστωσε τό έλεος αυτού εν πόλει περιοχής. 23 εγώ δέ είπα εν τή εκστάσει μου· απέρριμμαι από προσώπου τών οφθαλμών σου. διά τούτο εισήκουσας τής φωνής τής δεήσεώς μου εν τώ κεκραγέναι με πρός σέ. 24 αγαπήσατε τόν Κύριον πάντες οι όσιοι αυτού, ότι αληθείας εκζητεί Κύριος καί ανταποδίδωσι τοίς περισσώς ποιούσιν υπερηφανίαν. 25 ανδρίζεσθε, καί κραταιούσθω η καρδία υμών, πάντες οι ελπίζοντες επί Κύριον.
Ψαλμός ΛΑ’ ( 31ος )
( για να βρουν οι οδοιπόροι τον δρόμο, όταν χαθούν και ταλαιπωρούνται )
Μακάριοι ών αφέθησαν αι ανομίαι καί ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι· 2 μακάριος ανήρ, ώ ου μή λογίσηται Κύριος αμαρτίαν, ουδέ εστιν εν τώ στόματι αυτού δόλος. 3 ότι εσίγησα, επαλαιώθη τά οστά μου από τού κράζειν με όλην τήν ημέραν· 4 ότι ημέρας καί νυκτός εβαρύνθη επ εμέ η χείρ σου, εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τώ εμπαγήναί μοι άκανθαν. (διάψαλμα). 5 τήν αμαρτίαν μου εγνώρισα καί τήν ανομίαν μου ουκ εκάλυψα· είπα· εξαγορεύσω κατ εμού τήν ανομίαν μου τώ Κυρίω· καί σύ αφήκας τήν ασέβειαν τής καρδίας μου. (διάψαλμα). 6 υπέρ ταύτης προσεύξεται πρός σέ πάς όσιος εν καιρώ ευθέτω· πλήν εν κατακλυσμώ υδάτων πολλών πρός αυτόν ουκ εγγιούσι. 7 σύ μου εί καταφυγή από θλίψεως τής περιεχούσης με· τό αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από τών κυκλωσάντων με. (διάψαλμα). 8 συνετιώ σε καί συμβιβώ σε εν οδώ ταύτη, ή πορεύση, επιστηριώ επί σέ τούς οφθαλμούς μου. 9 μή γίνεσθε ως ίππος καί ημίονος, οίς ουκ έστι σύνεσις, εν κημώ καί χαλινώ τάς σιαγόνας αυτών άγξαις τών μή εγγιζόντων πρός σέ. 10 πολλαί αι μάστιγες τού αμαρτωλού, τόν δέ ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει. 11 ευφράνθητε επί Κύριον καί αγαλλιάσθε, δίκαιοι, καί καυχάσθε, πάντες οι ευθείς τή καρδία.
Ψαλμός ΛΒ’ ( 32ος )
( για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια στους αδικοφυλακισμένους, για να ελευθερωθούν )
Αγαλλιάσθε, δίκαιοι, εν Κυρίω· τοίς ευθέσι πρέπει αίνεσις. 2 εξομολογείσθε τώ Κυρίω εν κιθάρα, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλατε αυτώ. 3 άσατε αυτώ άσμα καινόν, καλώς ψάλατε αυτώ εν αλαλαγμώ. 4 ότι ευθής ο λόγος τού Κυρίου, καί πάντα τά έργα αυτού εν πίστει· 5 αγαπά ελεημοσύνην καί κρίσιν, τού ελέους Κυρίου πλήρης η γή. 6 τώ λόγω τού Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν καί τώ πνεύματι τού στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών· 7 συνάγων ωσεί ασκόν ύδατα θαλάσσης, τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους. 8 φοβηθήτω τόν Κύριον πάσα η γή, απ αυτού δέ σαλευθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες τήν οικουμένην· 9 ότι αυτός είπε καί εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο καί εκτίσθησαν. 10 Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δέ λογισμούς λαών καί αθετεί βουλάς αρχόντων· 11 η δέ βουλή τού Κυρίου εις τόν αιώνα μένει, λογισμοί τής καρδίας αυτού εις γενεάν καί γενεάν. 12 μακάριον τό έθνος, ού εστι Κύριος ο Θεός αυτού, λαός, όν εξελέξατο εις κληρονομίαν εαυτώ. 13 εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος, είδε πάντας τούς υιούς τών ανθρώπων· 14 εξ ετοίμου κατοικητηρίου αυτού επέβλεψεν επί πάντας τούς κατοικούντας τήν γήν, 15 ο πλάσας κατά μόνας τάς καρδίας αυτών, ο συνιείς πάντα τά έργα αυτών. 16 ου σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν, καί γίγας ου σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού. 17 ψευδής ίππος εις σωτηρίαν, εν δέ πλήθει δυνάμεως αυτού ου σωθήσεται. 18 ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τούς φοβουμένους αυτόν τούς ελπίζοντας επί τό έλεος αυτού, 19 ρύσασθαι εκ θανάτου τάς ψυχάς αυτών καί διαθρέψαι αυτούς εν λιμώ. 20 η ψυχή ημών υπομενεί τώ Κυρίω, ότι βοηθός καί υπερασπιστής ημών εστιν· 21 ότι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών, καί εν τώ ονόματι τώ αγίω αυτού ηλπίσαμεν. 22 γένοιτο, Κύριε, τό έλεός σου εφ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σέ.
Ψαλμός ΛΓ’ ( 33ος )
( σε ψυχορραγούντες, όταν βασανίζονται από τους δαίμονες την ώρα του θανάτου, ή σε εχθρικά στρατεύματα, όταν απειλούν και παραβιάζουν τα σύνορα, για να κάνουν κακό )
Ευλογήσω τόν Κύριον εν παντί καιρώ, διά παντός η αίνεσις αυτού εν τώ στόματί μου. 3 εν τώ Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή μου· ακουσάτωσαν πραείς, καί ευφρανθήτωσαν. 4 μεγαλύνατε τόν Κύριον σύν εμοί, καί υψώσωμεν τό όνομα αυτού επί τό αυτό. 5 εξεζήτησα τόν Κύριον, καί επήκουσέ μου καί εκ πασών τών θλίψεών μου ερρύσατό με. 6 προσέλθετε πρός αυτόν καί φωτίσθητε, καί τά πρόσωπα υμών ου μή καταισχυνθή. 7 ούτος ο πτωχός εκέκραξε καί ο Κύριος εισήκουσεν αυτού καί εκ πασών τών θλίψεων αυτού έσωσεν αυτόν. 8 παρεμβαλεί άγγελος Κυρίου κύκλω τών φοβουμένων αυτόν καί ρύσεται αυτούς. 9 γεύσασθε καί ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος· μακάριος ανήρ, ός ελπίζει επ αυτόν. 10 φοβήθητε τόν Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού, ότι ουκ έστιν υστέρημα τοίς φοβουμένοις αυτόν. 11 πλούσιοι επτώχευσαν καί επείνασαν, οι δέ εκζητούντες τόν Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. (διάψαλμα). 12 δεύτε, τέκνα, ακούσατέ μου· φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. 13 τίς εστιν άνθρωπος ο θέλων ζωήν, αγαπών ημέρας ιδείν αγαθάς; 14 παύσον τήν γλώσσάν σου από κακού καί χείλη σου τού μή λαλήσαι δόλον. 15 έκκλινον από κακού καί ποίησον αγαθόν, ζήτησον ειρήνην καί δίωξον αυτήν. 16 οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους, καί ώτα αυτού εις δέησιν αυτών. 17 πρόσωπον δέ Κυρίου επί ποιούντας κακά τού εξολοθρεύσαι εκ γής τό μνημόσυνον αυτών. 18 εκέκραξαν οι δίκαιοι, καί ο Κύριος εισήκουσεν αυτών, καί εκ πασών τών θλίψεων αυτών ερρύσατο αυτούς. 19 εγγύς Κύριος τοίς συντετριμμένοις τήν καρδίαν καί τούς ταπεινούς τώ πνεύματι σώσει. 20 πολλαί αι θλίψεις τών δικαίων, καί εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος· 21 φυλάσσει Κύριος πάντα τά οστά αυτών, έν εξ αυτών ου συντριβήσεται. 22 θάνατος αμαρτωλών πονηρός, καί οι μισούντες τόν δίκαιον πλημμελήσουσι. 23 λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτού, καί ου μή πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ αυτόν.
Ψαλμός ΛΔ’ ( 34ος )
( για να ελευθερώσει ο Θεός τους καλοκάγαθους ανθρώπους από τις παγίδες των πονηρών ανθρώπων, που εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους του Θεού )
Δίκασόν, Κύριε, τούς αδικούντάς με, πολέμησον τούς πολεμούντάς με. 2 επιλαβού όπλου καί θυρεού καί ανάστηθι εις τήν βοήθειάν μου, 3 έκχεον ρομφαίαν καί σύγκλεισον εξ εναντίας τών καταδιωκόντων με· είπον τή ψυχή μου· Σωτηρία σού ειμι εγώ. 4 αισχυνθήτωσαν καί εντραπήτωσαν οι ζητούντες τήν ψυχήν μου, αποστραφήτωσαν εις τά οπίσω καί καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοί μοι κακά. 5 γενηθήτωσαν ωσεί χνούς κατά πρόσωπον ανέμου, καί άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς· 6 γενηθήτω η οδός αυτών σκότος καί ολίσθημα, καί άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς· 7 ότι δωρεάν έκρυψάν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών, μάτην ωνείδισαν τήν ψυχήν μου. 8 ελθέτω αυτώ παγίς, ήν ου γινώσκει, καί η θήρα, ήν έκρυψε, συλλαβέτω αυτόν, καί εν τή παγίδι πεσείται εν αυτή. 9 η δέ ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τώ Κυρίω, τερφθήσεται επί τώ σωτηρίω αυτού. 10 πάντα τά οστά μου ερούσι· Κύριε, τίς όμοιός σοι; ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού καί πτωχόν καί πένητα από τών διαρπαζόντων αυτόν. 11 αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ουκ εγίνωσκον, επηρώτων με. 12 ανταπεδίδοσάν μοι πονηρά αντί αγαθών καί ατεκνίαν τή ψυχή μου. 13 εγώ δέ εν τώ αυτούς παρενοχλείν μοι ενεδυόμην σάκκον καί εταπείνουν εν νηστεία τήν ψυχήν μου, καί η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται. 14 ως πλησίον, ως αδελφώ ημετέρω ούτως ευηρέστουν· ως πενθών καί σκυθρωπάζων, ούτως εταπεινούμην. 15 καί κατ εμού ευφράνθησαν καί συνήχθησαν, συνήχθησαν επ εμέ μάστιγες, καί ουκ έγνων, διεσχίσθησαν καί ου κατενύγησαν. 16 επείρασάν με, εξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμώ, έβρυξαν επʼ εμέ τούς οδόντας αυτών. 17 Κύριε, πότε επόψη; αποκατάστησον τήν ψυχήν μου από τής κακουργίας αυτών, από λεόντων τήν μονογενή μου. 18 εξομολογήσομαί σοι εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί αινέσω σε. 19 μή επιχαρείησάν μοι οι εχθραίνοντές μοι αδίκως, οι μισούντες με δωρεάν καί διανεύοντες οφθαλμοίς. 20 ότι εμοί μέν ειρηνικά ελάλουν καί επ οργήν δόλους διελογίζοντο. 21 καί επλάτυναν επ εμέ τό στόμα αυτών, είπαν· εύγε, εύγε, είδον οι οφθαλμοί ημών. 22 είδες, Κύριε, μή παρασιωπήσης, Κύριε, μή αποστής απ εμού· 23 εξεγέρθητι, Κύριε, καί πρόσχες τή κρίσει μου, ο Θεός μου καί ο Κύριός μου, εις τήν δίκην μου. 24 κρίνόν με, Κύριε, κατά τήν δικαιοσύνην σου, Κύριε ο Θεός μου, καί μή επιχαρείησάν μοι. 25 μή είποισαν εν καρδίαις αυτών· εύγε, εύγε τή ψυχή ημών· μηδέ είποιεν· Κατεπίομεν αυτόν. 26 αισχυνθείησαν καί εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοίς κακοίς μου, ενδυσάσθωσαν αισχύνην καί εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ εμέ. 27 αγαλλιάσθωσαν καί ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες τήν δικαιοσύνην μου καί ειπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι θέλοντες τήν ειρήνην τού δούλου αυτού. 28 καί η γλώσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, όλην τήν ημέραν τόν έπαινόν σου.
Ψαλμός ΛΕ’ ( 35ος )
( για να εξαλειφθεί τελείως η έχθρα μετά από τα μαλώματα ή παρεξηγήσεις )
Φησίν ο παράνομος τού αμαρτάνειν εν εαυτώ, ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι τών οφθαλμών αυτού· 3 ότι εδόλωσεν ενώπιον αυτού τού ευρείν τήν ανομίαν αυτού καί μισήσαι. 4 τά ρήματα τού στόματος αυτού ανομία καί δόλος, ουκ ηβουλήθη συνιέναι τού αγαθύναι· 5 ανομίαν διελογίσατο επί τής κοίτης αυτού, παρέστη πάση οδώ ουκ αγαθή, κακία δέ ου προσώχθισε. 6 Κύριε, εν τώ ουρανώ τό έλεός σου, καί η αλήθειά σου έως τών νεφελών· 7 η δικαιοσύνη σου ως όρη Θεού, τά κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή· ανθρώπους καί κτήνη σώσεις, Κύριε. 8 ως επλήθυνας τό έλεός σου, ο Θεός· οι δέ υιοί τών ανθρώπων εν σκέπη τών πτερύγων σου ελπιούσι. 9 μεθυσθήσονται από πιότητος οίκου σου, καί τόν χειμάρρουν τής τρυφής σου ποτιείς αυτούς· 10 ότι παρά σοί πηγή ζωής, εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς. 11 παράτεινον τό έλεός σου τοίς γινώσκουσί σε καί τήν δικαιοσύνην σου τοίς ευθέσι τή καρδία. 12 μή ελθέτω μοι πούς υπερηφανίας, καί χείρ αμαρτωλού μή σαλεύσαι με. 13 εκεί έπεσον πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν, εξώσθησαν καί ου μή δύνωνται στήναι.
Ψαλμός ΛΣΤ’ ( 36ος )
( για βαριά πληγωμένους ανθρώπους από κακοποιούς εγκληματίες )
Μή παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τούς ποιούντας τήν ανομίαν· 2 ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται καί ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται. 3 έλπισον επί Κύριον καί ποίει χρηστότητα καί κατασκήνου τήν γήν, καί ποιμανθήση επί τώ πλούτω αυτής. 4 κατατρύφησον τού Κυρίου, καί δώσει σοι τά αιτήματα τής καρδίας σου. 5 αποκάλυψον πρός Κύριον τήν οδόν σου καί έλπισον επ αυτόν, καί αυτός ποιήσει 6 καί εξοίσει ως φώς τήν δικαιοσύνην σου καί τό κρίμά σου ως μεσημβρίαν. 7 υποτάγηθι τώ Κυρίω καί ικέτευσον αυτόν· μή παραζήλου εν τώ κατευοδουμένω εν τή οδώ αυτού εν ανθρώπω ποιούντι παρανομίαν. 8 παύσαι από οργής καί εγκατάλιπε θυμόν, μή παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι· 9 ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δέ υπομένοντες τόν Κύριον αυτοί κληρονομήσουσι γήν. 10 καί έτι ολίγον καί ου μή υπάρξη ο αμαρτωλός, καί ζητήσεις τόν τόπον αυτού, καί ου μή εύρης· 11 οι δέ πραείς κληρονομήσουσι γήν καί κατατρυφήσουσιν επί πλήθει ειρήνης. 12 παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τόν δίκαιον καί βρύξει επ αυτόν τούς οδόντας αυτού· 13 ο δέ Κύριος εκγελάσεται αυτόν, ότι προβλέπει ότι ήξει η ημέρα αυτού. 14 ρομφαίαν εσπάσαντο οι αμαρτωλοί, ενέτειναν τόξον αυτών τού καταβαλείν πτωχόν καί πένητα, τού σφάξαι τούς ευθείς τή καρδία· 15 η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις τάς καρδίας αυτών καί τά τόξα αυτών συντριβείη. 16 κρείσσον ολίγον τώ δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν· 17 ότι βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται, υποστηρίζει δέ δικαίους ο Κύριος. 18 γινώσκει Κύριος τάς οδούς τών αμώμων, καί η κληρονομία αυτών εις τόν αιώνα έσται· 19 ου καταισχυνθήσονται εν καιρώ πονηρώ καί εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται. 20 ότι οι αμαρτωλοί απολούνται, οι δέ εχθροί τού Κυρίου άμα τώ δοξασθήναι αυτούς καί υψωθήναι εκλείποντες ωσεί καπνός εξέλιπον. 21 δανείζεται ο αμαρτωλός καί ουκ αποτίσει, ο δέ δίκαιος οικτείρει καί δίδωσιν· 22 ότι οι ευλογούντες αυτόν κληρονομήσουσι γήν, οι δέ καταρώμενοι αυτόν εξολοθρευθήσονται. 23 παρά Κυρίου τά διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται, καί τήν οδόν αυτού θελήσει σφόδρα· 24 όταν πέση, ου καταρραχθήσεται, ότι Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού. 25 νεώτερος εγενόμην καί γάρ εγήρασα καί ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ τό σπέρμα αυτού ζητούν άρτους· 26 όλην τήν ημέραν ελεεί καί δανείζει ο δίκαιος, καί τό σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έσται. 27 έκκλινον από κακού καί ποίησον αγαθόν καί κατασκήνου εις αιώνα αιώνος· 28 ότι Κύριος αγαπά κρίσιν καί ουκ εγκαταλείψει τούς οσίους αυτού, εις τόν αιώνα φυλαχθήσονται· άνομοι δέ εκδιωχθήσονται, καί σπέρμα ασεβών εξολοθρευθήσεται. 29 δίκαιοι δέ κληρονομήσουσι γήν καί κατασκηνώσουσιν εις αιώνα αιώνος επ αυτής. 30 στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καί η γλώσσα αυτού λαλήσει κρίσιν. 31 ο νόμος τού Θεού αυτού εν καρδία αυτού, καί ουχ υποσκελισθήσεται τά διαβήματα αυτού. 32 κατανοεί ο αμαρτωλός τόν δίκαιον καί ζητεί τού θανατώσαι αυτόν, 33 ο δέ Κύριος ου μή εγκαταλίπη αυτόν εις τάς χείρας αυτού, ουδέ μή καταδικάσηται αυτόν, όταν κρίνηται αυτώ. 34 υπόμεινον τόν Κύριον καί φύλαξον τήν οδόν αυτού, καί υψώσει σε τού κατακληρονομήσαι γήν· εν τώ εξολοθρεύεσθαι αμαρτωλούς όψει. 35 είδον τόν ασεβή υπερυψούμενον καί επαιρόμενον ως τάς κέδρους τού Λιβάνου· 36 καί παρήλθον, καί ιδού ουκ ήν, καί εζήτησα αυτόν, καί ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. 37 φύλασσε ακακίαν καί ίδε ευθύτητα, ότι εστίν εγκατάλειμμα ανθρώπω ειρηνικώ· 38 οι δέ παράνομοι εξολοθρευθήσονται επί τό αυτό, τά εγκαταλείμματα τών ασεβών εξολοθρευθήσονται. 39 σωτηρία δέ τών δικαίων παρά Κυρίου, καί υπερασπιστής αυτών εστιν εν καιρώ θλίψεως, 40 καί βοηθήσει αυτοίς Κύριος καί ρύσεται αυτούς καί εξελείται αυτούς εξ αμαρτωλών καί σώσει αυτούς, ότι ήλπισαν επ αυτόν.
Ψαλμός ΛΖ’ ( 37ος )
( όταν πονάνε οι σιαγόνες από σάπια δόντια )
Κύριε, μή τώ θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τή οργή σου παιδεύσης με. 3 ότι τά βέλη σου ενεπάγησάν μοι, καί επεστήριξας επ εμέ τήν χείρά σου· 4 ουκ έστιν ίασις εν τή σαρκί μου από προσώπου τής οργής σου, ουκ έστιν ειρήνη εν τοίς οστέοις μου από προσώπου τών αμαρτιών μου. 5 ότι αι ανομίαι μου υπερήραν τήν κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ εμέ. 6 προσώζεσαν καί εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου τής αφροσύνης μου· 7 εταλαιπώρησα καί κατεκάμφθην έως τέλους, όλην τήν ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. 8 ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, καί ουκ έστιν ίασις εν τή σαρκί μου· 9 εκακώθην καί εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού τής καρδίας μου. 10 Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, καί ο στεναγμός μου από σού ουκ απεκρύβη. 11 η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, καί τό φώς τών οφθαλμών μου, καί αυτό ουκ έστι μετ εμού. 12 οι φίλοι μου καί οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν καί έστησαν, καί οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν· 13 καί εξεβιάζοντο οι ζητούντες τήν ψυχήν μου, καί οι ζητούντες τά κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, καί δολιότητας όλην τήν ημέραν εμελέτησαν. 14 εγώ δέ ωσεί κωφός ουκ ήκουον καί ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων τό στόμα αυτού· 15 καί εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων καί ουκ έχων εν τώ στόματι αυτού ελεγμούς. 16 ότι επί σοί, Κύριε, ήλπισα· σύ εικακούση, Κύριε ο Θεός μου. 17 ότι είπα· μήποτε επιχαρώσί μοι οι εχθροί μου· καί εν τώ σαλευθήναι πόδας μου επ εμέ εμεγαλορρημόνησαν. 18 ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος, καί η αλγηδών μου ενώπιόν μού εστι διαπαντός. 19 ότι τήν ανομίαν μου εγώ αναγγελώ καί μεριμνήσω υπέρ τής αμαρτίας μου. 20 οι δέ εχθροί μου ζώσι καί κεκραταίωνται υπέρ εμέ, καί επληθύνθησαν οι μισούντές με αδίκως· 21 οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλόν με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. 22 μή εγκαταλίπης με, Κύριε· ο Θεός μου, μή αποστής απ εμού· 23 πρόσχες εις τήν βοήθειάν μου, Κύριε τής σωτηρίας μου.
Ψαλμός ΛΗ’ ( 38ος )
( για να βρουν εργασία οι εγκαταλελειμμένοι και δυστυχισμένοι άνθρωποι, για να μη θλίβονται )
Είπα· φυλάξω τάς οδούς μου τού μή αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τώ στόματί μου φυλακήν εν τώ συστήναι τόν αμαρτωλόν εναντίον μου. 3 εκωφώθην καί εταπεινώθην καί εσίγησα εξ αγαθών, καί τό άλγημά μου ανεκαινίσθη. 4 εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου, καί εν τή μελέτη μου εκκαυθήσεται πύρ. ελάλησα εν γλώσση μου· 5 γνώρισόν μοι, Κύριε, τό πέρας μου καί τόν αριθμόν τών ημερών μου, τίς εστιν, ίνα γνώ τί υστερώ εγώ. 6 ιδού παλαιστάς έθου τάς ημέρας μου, καί η υπόστασίς μου ωσεί ουθέν ενώπιόν σου· πλήν τά σύμπαντα ματαιότης, πάς άνθρωπος ζών. (διάψαλμα). 7 μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλήν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει καί ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά. 8 καί νύν τίς η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος; καί η υπόστασίς μου παρά σοί εστιν. 9 από πασών τών ανομιών μου ρύσαί με, όνειδος άφρονι έδωκάς με. 10 εκωφώθην καί ουκ ήνοιξα τό στόμα μου, ότι σύ εποίησας. 11 απόστησον απ εμού τάς μάστιγάς σου· από γάρ τής ισχύος τής χειρός σου εγώ εξέλιπον. 12 εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον καί εξέτηξας ως αράχνην τήν ψυχήν αυτού· πλήν μάτην ταράσσεται πάς άνθρωπος. (διάψαλμα). 13 εισάκουσον τής προσευχής μου, Κύριε, καί τής δεήσεώς μου, ενώτισαι τών δακρύων μου· μή παρασιωπήσης, ότι πάροικος εγώ ειμι παρά σοί καί παρεπίδημος καθώς πάντες οι πατέρες μου. 14 άνες μοι, ίνα αναψύξω πρό τού με απελθείν καί ουκέτι μή υπάρξω.
Ψαλμός ΛΘ’ ( 39ος )
( για να επανέλθει αγάπη μεταξύ αφεντικού και υπαλλήλων, όταν δημιουργούνται προστριβές )
Υπομένων υπέμεινα τόν Κύριον, καί προσέσχε μοι καί εισήκουσε τής δεήσεώς μου 3 καί ανήγαγέ με εκ λάκκου ταλαιπωρίας καί από πηλού ιλύος καί έστησεν επί πέτραν τούς πόδας μου καί κατηύθυνε τά διαβήματά μου 4 καί ενέβαλεν εις τό στόμα μου άσμα καινόν, ύμνον τώ Θεώ ημών· όψονται πολλοί καί φοβηθήσονται καί ελπιούσιν επί Κύριον. 5 μακάριος ανήρ, ού εστι τό όνομα Κυρίου ελπίς αυτού, καί ουκ επέβλεψεν εις ματαιότητας καί μανίας ψευδείς. 6 πολλά εποίησας σύ, Κύριε ο Θεός μου, τά θαυμάσιά σου, καί τοίς διαλογισμοίς σου ουκ έστι τίς ομοιωθήσεταί σοι· απήγγειλα καί ελάλησα, επληθύνθησαν υπέρ αριθμόν. 7 θυσίαν καί προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δέ κατηρτίσω μοι· ολοκαυτώματα καί περί αμαρτίας ουκ εζήτησας. 8 τότε είπον· ιδού ήκω, εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού· 9 τού ποιήσαι τό θέλημά σου, ο Θεός μου, εβουλήθην καί τόν νόμον σου εν μέσω τής κοιλίας μου. 10 ευηγγελισάμην δικαιοσύνην εν εκκλησία μεγάλη· ιδού τά χείλη μου ου μή κωλύσω· Κύριε, σύ έγνως. 11 τήν δικαιοσύνην σου ουκ έκρυψα εν τή καρδία μου, τήν αλήθειάν σου καί τό σωτήριόν σου είπα, ουκ έκρυψα τό έλεός σου καί τήν αλήθειάν σου από συναγωγής πολλής. 12 σύ δέ, Κύριε, μή μακρύνης τούς οικτιρμούς σου απ εμού· τό έλεός σου καί η αλήθειά σου διαπαντός αντιλάβοιντό μου. 13 ότι περιέσχον με κακά, ών ουκ έστιν αριθμός, κατέλαβόν με αι ανομίαι μου, καί ουκ ηδυνήθην τού βλέπειν· επληθύνθησαν υπέρ τάς τρίχας τής κεφαλής μου, καί η καρδία μου εγκατέλιπέ με. 14 ευδόκησον, Κύριε, τού ρύσασθαί με· Κύριε, εις τό βοηθήσαί μοι πρόσχες. 15 καταισχυνθείησαν καί εντραπείησαν άμα οι ζητούντες τήν ψυχήν μου τού εξάραι αυτήν· αποστραφείησαν εις τά οπίσω καί καταισχυνθείησαν οι θέλοντές μοι κακά· 16 κομισάσθωσαν παραχρήμα αισχύνην αυτών οι λέγοντές μοι· εύγε, εύγε. 17 αγαλλιάσθωσαν καί ευφρανθήτωσαν επί σοί πάντες οι ζητούντές σε, Κύριε, καί ειπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες τό σωτήριόν σου. 18 εγώ δέ πτωχός ειμι καί πένης, Κύριος φροντιεί μου. βοηθός μου καί υπερασπιστής μου εί σύ· ο Θεός μου, μή χρονίσης.
Ψαλμός Μ’ ( 40ος )
( για να ελευθερωθούν οι μητέρες στην γέννα, από πρόωρο τοκετό )
Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν καί πένητα· εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος. 3 Κύριος διαφυλάξαι αυτόν καί ζήσαι αυτόν καί μακαρίσαι αυτόν εν τή γή καί μή παραδώ αυτόν εις χείρας εχθρών αυτού. 4 Κύριος βοηθήσαι αυτώ επί κλίνης οδύνης αυτού· όλην τήν κοίτην αυτού έστρεψας εν τή αρρωστία αυτού. 5 εγώ είπα· Κύριε, ελέησόν με, ίασαι τήν ψυχήν μου, ότι ήμαρτόν σοι. 6 οι εχθροί μου είπαν κακά μοι· πότε αποθανείται, καί απολείται τό όνομα αυτού; 7 καί εισεπορεύετο τού ιδείν, μάτην ελάλει· η καρδία αυτού συνήγαγεν ανομίαν εαυτώ, εξεπορεύετο έξω καί ελάλει επί τό αυτό. 8 κατ εμού εψιθύριζον πάντες οι εχθροί μου, κατ εμού ελογίζοντο κακά μοι· 9 λόγον παράνομον κατέθεντο κατ εμού· μή ο κοιμώμενος ουχί προσθήσει τού αναστήναι; 10 καί γάρ ο άνθρωπος τής ειρήνης μου, εφ όν ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου, εμεγάλυνεν επ εμέ πτερνισμόν. 11 σύ δέ, Κύριε, ελέησόν με καί ανάστησόν με, καί ανταποδώσω αυτοίς. 12 εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με, ότι ου μή επιχαρή ο εχθρός μου επ εμέ. 13 εμού δέ διά τήν ακακίαν αντελάβου, καί εβεβαίωσάς με ενώπιόν σου εις τόν αιώνα. 14 ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ από τού αιώνος καί εις τόν αιώνα. γένοιτο, γένοιτο.
Ψαλμός ΜΑ’ ( 41ος )
( σε νέους που αρρωσταίνουν από έρωτα, όταν τραυματίζεται το ένα πρόσωπο και θλίβεται )
Όν τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τάς πηγάς τών υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου πρός σέ, ο Θεός. 3 εδίψησεν η ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ζώντα· πότε ήξω καί οφθήσομαι τώ προσώπω τού Θεού; 4 εγενήθη τά δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας καί νυκτός εν τώ λέγεσθαί μοι καθ εκάστην ημέραν· πού εστιν ο Θεός σου; 5 ταύτα εμνήσθην καί εξέχεα επ εμέ τήν ψυχήν μου, ότι διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής έως τού οίκου τού Θεού εν φωνή αγαλλιάσεως καί εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος. 6 ινατί περίλυπος εί, η ψυχή μου, καί ινατί συνταράσσεις με; έλπισον επί τόν Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον τού προσώπου μου καί ο Θεός μου. 7 πρός εμαυτόν η ψυχή μου εταράχθη· διά τούτο μνησθήσομαί σου εκ γής Ιορδάνου καί Ερμωνιείμ, από όρους μικρού. 8 άβυσσος άβυσσον επικαλείται εις φωνήν τών καταρρακτών σου, πάντες οι μετεωρισμοί σου καί τά κύματά σου επ εμέ διήλθον. 9 ημέρας εντελείται Κύριος τό έλεος αυτού, καί νυκτός ωδή αυτώ παρ εμοί, προσευχή τώ Θεώ τής ζωής μου. 10 ερώ τώ Θεώ· αντιλήπτωρ μου εί· διατί μου επελάθου; καί ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τώ εκθλίβειν τόν εχθρόν μου; 11 εν τώ καταθλάσθαι τά οστά μου ωνείδιζόν με οι εχθροί μου, εν τώ λέγειν αυτούς μοι καθ εκάστην ημέραν· Πού εστιν ο Θεός σου; 12 ινατί περίλυπος εί, η ψυχή μου; καί ινατί συνταράσσεις με; έλπισον επί τόν Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον τού προσώπου μου καί ο Θεός μου.
Ψαλμός ΜΒ’ ( 42ος )
( για να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι από τις φυλακές του εχθρικού έθνους )
Κρίνόν με, ο Θεός, καί δίκασον τήν δίκην μου εξ έθνους ουχ οσίου· από ανθρώπου αδίκου καί δολίου ρύσαί με. 2 ότι σύ εί ο Θεός κραταίωμά μου· ινατί απώσω με; καί ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τώ εκθλίβειν τόν εχθρόν μου; 3 εξαπόστειλον τό φώς σου καί τήν αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν καί ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου καί εις τά σκηνώματά σου. 4 καί εισελεύσομαι πρός τό θυσιαστήριον τού Θεού, πρός τόν Θεόν τόν ευφραίνοντα τήν νεότητά μου· εξομολογήσομαί σοι εν κιθάρα, ο Θεός, ο Θεός μου. 5 ινατί περίλυπος εί, η ψυχή μου; καί ινατί συνταράσσεις με; έλπισον επί τόν Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ· σωτήριον τού προσώπου μου καί ο Θεός μου.
Ψαλμός ΜΓ’ ( 43ος )
( για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια στα παρεξηγημένα ανδρόγυνα, για να συμφιλιωθούν )
Ο Θεός, εν τοίς ωσίν ημών ηκούσαμεν, καί οι πατέρες ημών ανήγγειλαν ημίν έργον, ό ειργάσω εν ταίς ημέραις αυτών, εν ημέραις αρχαίαις. 3 η χείρ σου έθνη εξωλόθρευσε, καί κατεφύτευσας αυτούς, εκάκωσας λαούς καί εξέβαλες αυτούς. 4 ου γάρ εν τή ρομφαία αυτών εκληρονόμησαν γήν, καί ο βραχίων αυτών ουκ έσωσεν αυτούς, αλλ η δεξιά σου καί ο βραχίων σου καί ο φωτισμός τού προσώπου σου, ότι ηυδόκησας εν αυτοίς. 5 σύ εί αυτός ο Βασιλεύς μου καί ο Θεός μου ο εντελλόμενος τάς σωτηρίας Ιακώβ· 6 εν σοί τούς εχθρούς ημών κερατιούμεν καί εν τώ ονόματί σου εξουδενώσομεν τούς επανισταμένους ημίν. 7 ου γάρ επί τώ τόξω μου ελπιώ, καί η ρομφαία μου ου σώσει με· 8 έσωσας γάρ ημάς εκ τών θλιβόντων ημάς καί τούς μισούντας ημάς κατήσχυνας. 9 εν τώ Θεώ επαινεθησόμεθα όλην τήν ημέραν καί εν τώ ονόματί σου εξομολογηθησόμεθα εις τόν αιώνα. (διάψαλμα). 10 νυνί δέ απώσω καί κατήσχυνας ημάς καί ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταίς δυνάμεσιν ημών. 11 απέστρεψας ημάς εις τά οπίσω παρά τούς εχθρούς ημών, καί οι μισούντες ημάς διήρπαζον εαυτοίς. 12 έδωκας ημάς ως πρόβατα βρώσεως καί εν τοίς έθνεσι διέσπειρας ημάς· 13 απέδου τόν λαόν σου άνευ τιμής, καί ουκ ήν πλήθος εν τοίς αλαλάγμασιν αυτών. 14 έθου ημάς όνειδος τοίς γείτοσιν ημών, μυκτηρισμόν καί χλευασμόν τοίς κύκλω ημών· 15 έθου ημάς εις παραβολήν εν τοίς έθνεσιν, κίνησιν κεφαλής εν τοίς λαοίς. 16 όλην τήν ημέραν η εντροπή μου κατεναντίον μού εστι, καί η αισχύνη τού προσώπου μου εκάλυψέ με 17 από φωνής ονειδίζοντος καί καταλαλούντος, από προσώπου εχθρού καί εκδιώκοντος. 18 ταύτα πάντα ήλθεν εφ ημάς καί ουκ επελαθόμεθά σου καί ουκ ηδικήσαμεν εν τή διαθήκη σου, 19 καί ουκ απέστη εις τά οπίσω η καρδία ημών καί εξέκλινας τάς τρίβους ημών από τής οδού σου. 20 ότι εταπείνωσας ημάς εν τόπω κακώσεως, καί επεκάλυψεν ημάς σκιά θανάτου. 21 ει επελαθόμεθα τού ονόματος τού Θεού ημών καί ει διεπετάσαμεν χείρας ημών πρός Θεόν αλλότριον, 22 ουχί ο Θεός εκζητήσει ταύτα; αυτός γάρ γινώσκει τά κρύφια τής καρδίας. 23 ότι ένεκά σου θανατούμεθα όλην τήν ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. 24 εξεγέρθητι· ινατί υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι καί μή απώση εις τέλος. 25 ινατί τό πρόσωπόν σου αποστρέφεις; επιλανθάνη τής πτωχείας ημών καί τής θλίψεως ημών; 26 ότι εταπεινώθη εις χούν η ψυχή ημών, εκολλήθη εις γήν η γαστήρ ημών. 27 ανάστα, Κύριε, βοήθησον ημίν καί λύτρωσαι ημάς ένεκεν τού ονόματός σου.
Ψαλμός ΜΔ’ ( 44ος )
( για τους ανθρώπους που πάσχουν από την καρδιά ή από τα νεφρά )
Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν, λέγω εγώ τά έργα μου τώ βασιλεί, η γλώσσά μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου. 3 ωραίος κάλλει παρά τούς υιούς τών ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου· διά τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τόν αιώνα. 4 περίζωσαι τήν ρομφαίαν σου επί τόν μηρόν σου, δυνατέ, τή ωραιότητί σου καί τώ κάλλει σου 5 καί έντεινον καί κατευοδού καί βασίλευε ένεκεν αληθείας καί πραότητος καί δικαιοσύνης, καί οδηγήσει σε θαυμαστώς η δεξιά σου. 6 τά βέλη σου ηκονημένα, δυνατέ —λαοί υποκάτω σου πεσούνται— εν καρδία τών εχθρών τού βασιλέως. 7 ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τόν αιώνα τού αιώνος, ράβδος ευθύτητος η ράβδος τής βασιλείας σου. 8 ηγάπησας δικαιοσύνην καί εμίσησας ανομίαν· διά τούτο έχρισέ σε ο Θεός ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου. 9 σμύρνα καί στακτή καί κασσία από τών ιματίων σου από βάρεων ελεφαντίνων, εξ ών εύφρανάν σε. 10 θυγατέρας βασιλέων εν τή τιμή σου· παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. 11 άκουσον, θύγατερ, καί ίδε καί κλίνον τό ούς σου καί επιλάθου τού λαού σου καί τού οίκου τού πατρός σου· 12 καί επιθυμήσει ο βασιλεύς τού κάλλους σου, ότι αυτός εστι Κύριός σου, 13 καί προσκυνήσεις αυτώ. καί θυγάτηρ Τύρου εν δώροις· τό πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι τού λαού. 14 πάσα η δόξα τής θυγατρός τού βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. 15 απενεχθήσονται τώ βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι· 16 απενεχθήσονται εν ευφροσύνη καί αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως. 17 αντί τών πατέρων σου εγενήθησαν υιοί σου· καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν τήν γήν. 18 μνησθήσομαι τού ονόματός σου εν πάση γενεά καί γενεά· διά τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος.
Ψαλμός ΜΕ’ ( 45ος )
( για τους νέους, που εμποδίζει ο εχθρός, από φθόνο, να δημιουργήσουν οικογένεια (να παντρευτούν) )
Ο Θεός ημών καταφυγή καί δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταίς ευρούσαις ημάς σφόδρα. 3 διά τούτο ου φοβηθησόμεθα εν τώ ταράσσεσθαι τήν γήν καί μετατίθεσθαι όρη εν καρδίαις θαλασσών. 4 ήχησαν καί εταράχθησαν τά ύδατα αυτών, εταράχθησαν τά όρη εν τή κραταιότητι αυτού. (διάψαλμα). 5 τού ποταμού τά ορμήματα ευφραίνουσι τήν πόλιν τού Θεού· ηγίασε τό σκήνωμα αυτού ο ῞Υψιστος. 6 ο Θεός εν μέσω αυτής καί ου σαλευθήσεται· βοηθήσει αυτή ο Θεός τό πρός πρωΐ πρωΐ. 7 εταράχθησαν έθνη, έκλιναν βασιλείαι· έδωκε φωνήν αυτού, εσαλεύθη η γή. 8 Κύριος τών δυνάμεων μεθ ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός Ιακώβ. (διάψαλμα). 9 δεύτε καί ίδετε τά έργα τού Θεού, ά έθετο τέρατα επί τής γής. 10 ανταναιρών πολέμους μέχρι τών περάτων τής γής τόξον συντρίψει καί συνθλάσει όπλον καί θυρεούς κατακαύσει εν πυρί. 11 σχολάσατε καί γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός· υψωθήσομαι εν τοίς έθνεσιν, υψωθήσομαι εν τή γή. 12 Κύριος τών δυνάμεων μεθ ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός Ιακώβ.
Ψαλμός ΜΣΤ’ ( 46ος )
( για να ειρηνεύσει ο υπηρέτης ή ο δούλος, όταν φύγει πληγωμένος από το αφεντικό του και να βρει δουλειά )
Πάντα τά έθνη κροτήσατε χείρας, αλαλάξατε τώ Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. 3 ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας επί πάσαν τήν γήν. 4 υπέταξε λαούς ημίν καί έθνη υπό τούς πόδας ημών· 5 εξελέξατο ημίν τήν κληρονομίαν αυτού, τήν καλλονήν Ιακώβ, ήν ηγάπησεν. (διάψαλμα). 6 ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος. 7 ψάλατε τώ Θεώ ημών, ψάλατε, ψάλατε τώ βασιλεί ημών, ψάλατε, 8 ότι βασιλεύς πάσης τής γής ο Θεός, ψάλατε συνετώς. 9 εβασίλευσεν ο Θεός επί τά έθνη, ο Θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού. 10 άρχοντες λαών συνήχθησαν μετά τού Θεού ῾Αβραάμ, ότι τού Θεού οι κραταιοί τής γής σφόδρα επήρθησαν.
Ψαλμός ΜΖ’ ( 47ος )
( όταν γίνονται μεγάλες καταστροφές και ληστείες από βαρβαρικές συμμορίες – πειρατών – να διαβάζεται καθημερινά επί 40 ημέρες )
Μέγας Κύριος καί αινετός σφόδρα εν πόλει τού Θεού ημών, εν όρει αγίω αυτού, 3 ευρίζω αγαλλιάματι πάσης τής γής. όρη Σιών, τά πλευρά τού Βορρά, η πόλις τού βασιλέως τού μεγάλου. 4 ο Θεός εν τοίς βάρεσιν αυτής γινώσκεται, όταν αντιλαμβάνηται αυτής. 5 ότι ιδού οι βασιλείς τής γής συνήχθησαν, ήλθοσαν επί τό αυτό· 6 αυτοί ιδόντες ούτως εθαύμασαν, εταράχθησαν, εσαλεύθησαν, 7 τρόμος επελάβετο αυτών, εκεί ωδίνες ως τικτούσης. 8 εν πνεύματι βιαίω συντρίψεις πλοία Θαρσίς. 9 καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω καί είδομεν εν πόλει Κυρίου τών δυνάμεων, εν πόλει τού Θεού ημών· ο Θεός εθεμελίωσεν αυτήν εις τόν αιώνα. (διάψαλμα). 10 υπελάβομεν, ο Θεός, τό έλεός σου εν μέσω τού λαού σου. 11 κατά τό όνομά σου, ο Θεός, ούτω καί η αίνεσίς σου επί τά πέρατα τής γής· δικαιοσύνης πλήρης η δεξιά σου. 12 ευφρανθήτω τό όρος Σιών, αγαλλιάσθωσαν αι θυγατέρες τής Ιουδαίας ένεκεν κριμάτων σου, Κύριε. 13 κυκλώσατε Σιών καί περιλάβετε αυτήν, διηγήσασθε εν τοίς πύργοις αυτής, 14 θέσθε τάς καρδίας υμών εις τήν δύναμιν αυτής καί καταδιέλεσθε τάς βάρεις αυτής, όπως άν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν. 15 ότι ούτός εστιν ο Θεός ημών εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος· αυτός ποιμανεί ημάς εις τούς αιώνας.
Ψαλμός ΜΗ’ ( 48ος )
( για αυτούς που κάνουν επικίνδυνη δουλειά )
Ακούσατε ταύτα, πάντα τά έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες τήν οικουμένην, 3 οί τε γηγενείς καί οι υιοί τών ανθρώπων, επί τό αυτό πλούσιος καί πένης. 4 τό στόμα μου λαλήσει σοφίαν καί η μελέτη τής καρδίας μου σύνεσιν· 5 κλινώ εις παραβολήν τό ούς μου, ανοίξω εν ψαλτηρίω τό πρόβλημά μου. 6 ινατί φοβούμαι εν ημέρα πονηρά; η ανομία τής πτέρνης μου κυκλώσει με. 7 οι πεποιθότες επί τή δυνάμει αυτών καί επί τώ πλήθει τού πλούτου αυτών καυχώμενοι, 8 αδελφός ου λυτρούται, λυτρώσεται άνθρωπος; ου δώσει τώ Θεώ εξίλασμα εαυτού 9 καί τήν τιμήν τής λυτρώσεως τής ψυχής αυτού. καί εκοπίασεν εις τόν αιώνα 10 καί ζήσεται εις τέλος· ουκ όψεται καταφθοράν, 11 όταν ίδη σοφούς αποθνήσκοντας. επί τό αυτό άφρων καί άνους απολούνται καί καταλείψουσιν αλλοτρίοις τόν πλούτον αυτών, 12 καί οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τόν αιώνα, σκηνώματα αυτών εις γενεάν καί γενεάν. επεκαλέσαντο τά ονόματα αυτών επί τών γαιών αυτών. 13 καί άνθρωπος εν τιμή ών ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοίς κτήνεσι τοίς ανοήτοις καί ωμοιώθη αυτοίς. 14 αύτη η οδός αυτών σκάνδαλον αυτοίς, καί μετά ταύτα εν τώ στόματι αυτών ευδοκήσουσι. (διάψαλμα). 15 ως πρόβατα εν άδη έθεντο, θάνατος ποιμανεί αυτούς· καί κατακυριεύσουσιν αυτών οι ευθείς τό πρωΐ, καί η βοήθεια αυτών παλαιωθήσεται εν τώ άδη, εκ τής δόξης αυτών εξώσθησαν. 16 πλήν ο Θεός λυτρώσεται τήν ψυχήν μου εκ χειρός άδου, όταν λαμβάνη με. (διάψαλμα). 17 μή φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος καί όταν πληθυνθή η δόξα τού οίκου αυτού· 18 ότι ουκ εν τώ αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τά πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού. 19 ότι η ψυχή αυτού εν τή ζωή αυτού ευλογηθήσεται· εξομολογήσεταί σοι, όταν αγαθύνης αυτώ. 20 εισελεύσεται έως γενεάς πατέρων αυτού, έως αιώνος ουκ όψεται φώς. 21 καί άνθρωπος εν τιμή ών ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοίς κτήνεσι τοίς ανοήτοις καί ωμοιώθη αυτοίς.
Ψαλμός ΜΘ’ ( 49ος )
( για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό οι απομακρυσμένοι άνθρωποι, για να σωθούν )
Θεός θεών Κύριος ελάλησε καί εκάλεσε τήν γήν από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. 2 εκ Σιών η ευπρέπεια τής ωραιότητος αυτού, 3 ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών, καί ου παρασιωπήσεται· πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, καί κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα. 4 προσκαλέσεται τόν ουρανόν άνω καί τήν γήν τού διακρίναι τόν λαόν αυτού· 5 συναγάγετε αυτώ τούς οσίους αυτού, τούς διατιθεμένους τήν διαθήκην αυτού επί θυσίαις, 6 καί αναγγελούσιν οι ουρανοί τήν δικαιοσύνην αυτού, ότι ο Θεός κριτής εστι. (διάψαλμα). 7 άκουσον, λαός μου, καί λαλήσω σοι, Ισραήλ, καί διαμαρτύρομαί σοι· ο Θεός ο Θεός σού ειμι εγώ. 8 ουκ επί ταίς θυσίαις σου ελέγξω σε, τά δέ ολοκαυτώματά σου ενώπιόν μου εστί διαπαντός. 9 ου δέξομαι εκ τού οίκου σου μόσχους ουδέ εκ τών ποιμνίων σου χιμάρους. 10 ότι εμά εστι πάντα τά θηρία τού δρυμού, κτήνη εν τοίς όρεσι καί βόες· 11 έγνωκα πάντα τά πετεινά τού ουρανού, καί ωραιότης αγρού μετ εμού εστιν. 12 εάν πεινάσω, ου μή σοι είπω· εμή γάρ εστιν η οικουμένη καί τό πλήρωμα αυτής. 13 μή φάγομαι κρέα ταύρων, ή αίμα τράγων πίομαι; 14 θύσον τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως καί απόδος τώ ῾Υψίστω τάς ευχάς σου· 15 καί επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου, καί εξελούμαί σε, καί δοξάσεις με. (διάψαλμα). 16 τώ δέ αμαρτωλώ είπεν ο Θεός· ινατί σύ διηγή τά δικαιώματά μου καί αναλαμβάνεις τήν διαθήκην μου διά στόματός σου; 17 σύ δέ εμίσησας παιδείαν καί εξέβαλες τούς λόγους μου εις τά οπίσω. 18 ει εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ, καί μετά μοιχού τήν μερίδα σου ετίθεις. 19 τό στόμα σου επλεόνασε κακίαν, καί η γλώσσά σου περιέπλεκε δολιότητα· 20 καθήμενος κατά τού αδελφού σου κατελάλεις καί κατά τού υιού τής μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον. 21 ταύτα εποίησας, καί εσίγησα· υπέλαβες ανομίαν, ότι έσομαί σοι όμοιος· ελέγξω σε καί παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τάς αμαρτίας σου. 22 σύνετε δή ταύτα, οι επιλανθανόμενοι τού Θεού, μήποτε αρπάση, καί ου μή ή ο ρυόμενος. 23 θυσία αινέσεως δοξάσει με, καί εκεί οδός, ή δείξω αυτώ τό σωτήριόν μου.
Ψαλμός Ν’ ( 50ος )
( όταν εξ αμαρτιών μας έρθει παιδαγωγική οργή Θεού, επιδημία αρρώστιας και θανατικό στους ανθρώπους ή στα ζώα )
Ελέησόν με, ο Θεός, κατά τό μέγα έλεός σου καί κατά τό πλήθος τών οικτιρμών σου εξάλειψον τό ανόμημά μου· 4 επί πλείον πλύνόν με από τής ανομίας μου καί από τής αμαρτίας μου καθάρισόν με. 5 ότι τήν ανομίαν μου εγώ γινώσκω, καί η αμαρτία μου ενώπιόν μού εστι διαπαντός. 6 σοί μόνω ήμαρτον καί τό πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα, όπως άν δικαιωθής εν τοίς λόγοις σου, καί νικήσης εν τώ κρίνεσθαί σε. 7 ιδού γάρ εν ανομίαις συνελήφθην, καί εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. 8 ιδού γάρ αλήθειαν ηγάπησας, τά άδηλα καί τά κρύφια τής σοφίας σου εδήλωσάς μοι. 9 ραντιείς με υσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, καί υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. 10 ακουτιείς μοι αγαλλίασιν καί ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. 11 απόστρεψον τό πρόσωπόν σου από τών αμαρτιών μου καί πάσας τάς ανομίας μου εξάλειψον. 12 καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, καί πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοίς εγκάτοις μου. 13 μή απορρίψης με από τού προσώπου σου καί τό πνεύμά σου τό άγιον μή αντανέλης απ εμού. 14 απόδος μοι τήν αγαλλίασιν τού σωτηρίου σου καί πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. 15 διδάξω ανόμους τάς οδούς σου, καί ασεβείς επί σέ επιστρέψουσι. 16 ρύσαί με εξ αιμάτων, ο Θεός ο Θεός τής σωτηρίας μου· αγαλλιάσεται η γλώσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. 17 Κύριε, τά χείλη μου ανοίξεις, καί τό στόμα μου αναγγελεί τήν αίνεσίν σου. 18 ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα άν· ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. 19 θυσία τώ Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. 20 αγάθυνον, Κύριε, εν τή ευδοκία σου τήν Σιών, καί οικοδομηθήτω τά τείχη ῾Ιερουσαλήμ· 21 τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν καί ολοκαυτώματα· τότε ανοίσουσιν επί τό θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Ψαλμός ΝΑ’ ( 51ος )
( για να μετανοήσουν οι σκληρόκαρδοι άρχοντες και να γίνουν ευσπλαχνικοί, για να μη βασανίζουν τον λαό )
Τί εγκαυχά εν κακία, ο δυνατός, ανομίαν όλην τήν ημέραν; 4 αδικίαν ελογίσατο η γλώσσά σου· ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον. 5 ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην, αδικίαν υπέρ τό λαλήσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα). 6 ηγάπησας πάντα τά ρήματα καταποντισμού, γλώσσαν δολίαν. 7 διά τούτο ο Θεός καθέλοι σε εις τέλος· εκτίλαι σε καί μεταναστεύσαι σε από σκηνώματός σου καί τό ρίζωμά σου εκ γής ζώντων. (διάψαλμα). 8 όψονται δίκαιοι καί φοβηθήσονται καί επ αυτόν γελάσονται καί ερούσιν· 9 ιδού άνθρωπος, ός ουκ έθετο τόν Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ επήλπισεν επί τό πλήθος τού πλούτου αυτού καί ενεδυναμώθη επί τή ματαιότητι αυτού. 10 εγώ δέ ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τώ οίκω τού Θεού· ήλπισα επί τό έλεος τού Θεού εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος. 11 εξομολογήσομαί σοι εις τόν αιώνα, ότι εποίησας, καί υπομενώ τό όνομά σου, ότι χρηστόν εναντίον τών οσίων σου.
Ψαλμός ΝΒ’ ( 52ος )
( για να ευλογήσει ο Θεός τα δίχτυα, να γεμίζουν ψάρια )
Είπεν άφρων εν καρδία αυτού· Ουκ έστι Θεός. διεφθάρησαν καί εβδελύχθησαν εν ανομίαις, ουκ έστι ποιών αγαθόν. 3 ο Θεός εκ τού ουρανού διέκυψεν επί τούς υιούς τών ανθρώπων τού ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τόν Θεόν. 4 πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός. 5 ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν; οι κατεσθίοντες τόν λαόν μου εν βρώσει άρτου τόν Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. 6 εκεί εφοβήθησαν φόβον, ού ουκ ήν φόβος, ότι ο Θεός διεσπόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων· κατησχύνθησαν, ότι ο Θεός εξουδένωσεν αυτούς. 7 τίς δώσει εκ Σιών τό σωτήριον τού Ισραήλ; εν τώ αποστρέψαι τόν Θεόν τήν αιχμαλωσίαν τού λαού αυτού αγαλλιάσεται Ιακώβ καί ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Ψαλμός ΝΓ’ ( 53ος )
( για να φωτίσει ο Θεός τους πλούσιους, που έχουν αγορασμένους δούλους, να τους ελευθερώσουν )
Ο Θεός, εν τώ ονόματί σου σώσόν με καί εν τή δυνάμει σου κρίνόν με. 4 ο Θεός, εισάκουσον τής προσευχής μου, ενώτισαι τά ρήματα τού στόματός μου. 5 ότι αλλότριοι επανέστησαν επ εμέ καί κραταιοί εζήτησαν τήν ψυχήν μου καί ου προέθεντο τόν Θεόν ενώπιον αυτών. (διάψαλμα). ιδού γάρ ο Θεός βοηθεί μοι, καί ο Κύριος αντιλήπτωρ τής ψυχής μου. 7 αποστρέψει τά κακά τοίς εχθροίς μου· εν τή αληθεία σου εξολόθρευσον αυτούς. 8 εκουσίως θύσω σοι, εξομολογήσομαι τώ ονόματί σου, Κύριε, ότι αγαθόν· 9 ότι εκ πάσης θλίψεως ερρύσω με, καί εν τοίς εχθροίς μου επείδεν ο οφθαλμός μου.
Ψαλμός ΝΔ’ ( 54ος )
( για να αποκατασταθεί η υπόληψη της δυσφημισμένης οικογένειας που είχε συκοφαντηθεί )
Ενώτισαι, ο Θεός, τήν προσευχήν μου καί μή υπερίδης τήν δέησίν μου, 3 πρόσχες μοι καί εισάκουσόν μου. ελυπήθην εν τή αδολεσχία μου καί εταράχθην 4 από φωνής εχθρού καί από θλίψεως αμαρτωλού, ότι εξέκλιναν επ εμέ ανομίαν καί εν οργή ενεκότουν μοι. 5 η καρδία μου εταράχθη εν εμοί, καί δειλία θανάτου επέπεσεν επ εμέ· 6 φόβος καί τρόμος ήλθεν επ εμέ, καί εκάλυψέ με σκότος. 7 καί είπα· τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς καί πετασθήσομαι καί καταπαύσω; 8 ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων καί ηυλίσθην εν τή ερήμω. (διάψαλμα). 9 προσεδεχόμην τόν σώζοντά με, από ολιγοψυχίας καί από καταιγίδος. 10 καταπόντισον, Κύριε, καί καταδίελε τάς γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν καί αντιλογίαν εν τή πόλει. 11 ημέρας καί νυκτός κυκλώσει αυτήν επί τά τείχη αυτής, καί ανομία καί κόπος εν μέσω αυτής 12 καί αδικία, καί ουκ εξέλιπεν εκ τών πλατειών αυτής τόκος καί δόλος. 13 ότι ει εχθρός ωνείδισέ με, υπήνεγκα άν, καί ει ο μισών επ εμέ εμεγαλορρημόνησεν, εκρύβην άν απ αυτού. 14 σύ δέ, άνθρωπε ισόψυχε, ηγεμών μου καί γνωστέ μου, 15 ός επί τό αυτό εγλύκανάς μοι εδέσματα, εν τώ οίκω τού Θεού επορεύθην εν ομονοία. 16 ελθέτω δή θάνατος επ αυτούς, καί καταβήτωσαν εις άδου ζώντες· ότι πονηρία εν ταίς παροικίαις αυτών εν μέσω αυτών. 17 εγώ πρός τόν Θεόν εκέκραξα, καί ο Κύριος εισήκουσέ μου. 18 εσπέρας καί πρωΐ καί μεσημβρίας διηγήσομαι καί απαγγελώ, καί εισακούσεται τής φωνής μου. 19 λυτρώσεται εν ειρήνη τήν ψυχήν μου από τών εγγιζόντων μοι, ότι εν πολλοίς ήσαν σύν εμοί. 20 εισακούσεται ο Θεός καί ταπεινώσει αυτούς ο υπάρχων πρό τών αιώνων. (διάψαλμα). ου γάρ εστιν αυτοίς αντάλλαγμα, ότι ουκ εφοβήθησαν τόν Θεόν. 21 εξέτεινε τήν χείρα αυτού εν τώ αποδιδόναι· εβεβήλωσαν τήν διαθήκην αυτού. 22 διεμερίσθησαν από οργής τού προσώπου αυτού, καί ήγγισαν αι καρδίαι αυτών· ηπαλύνθησαν οι λόγοι αυτού υπέρ έλαιον, καί αυτοί εισι βολίδες. 23 επίρριψον επί Κύριον τήν μέριμνάν σου, καί αυτός σε διαθρέψει· ου δώσει εις τόν αιώνα σάλον τώ δικαίω. 24 σύ δέ, ο Θεός, κατάξεις αυτούς εις φρέαρ διαφθοράς· άνδρες αιμάτων καί δολιότητος ου μή ημισεύσωσι τάς ημέρας αυτών, εγώ δέ, Κύριε, ελπιώ επί σέ.
Ψαλμός ΝΕ’ ( 55ος )
( σε ευαίσθητους, που έχουν πληγωθεί ψυχικά από τους συνανθρώπους τους )
Ελέησόν με, ο Θεός, ότι κατεπάτησέ με άνθρωπος, όλην τήν ημέραν πολεμών έθλιψέ με. 3 κατεπάτησάν με οι εχθροί μου όλην τήν ημέραν, ότι πολλοί οι πολεμούντες με από ύψους. 4 ημέρας ου φοβηθήσομαι, εγώ δέ ελπιώ επί σέ. 5 εν τώ Θεώ επαινέσω τούς λόγους μου, επί τώ Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ. 6 όλην τήν ημέραν τούς λόγους μου εβδελύσσοντο, κατ εμού πάντες οι διαλογισμοί αυτών εις κακόν. 7 παροικήσουσι καί κατακρύψουσιν· αυτοί τήν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ υπέμειναν τή ψυχή μου. 8 υπέρ τού μηθενός σώσεις αυτούς, εν οργή λαούς κατάξεις. ο Θεός, 9 τήν ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τά δάκρυά μου ενώπιόν σου ως καί εν τή επαγγελία σου. 10 επιστρέψουσιν οι εχθροί μου εις τά οπίσω, εν ή άν ημέρα επικαλέσωμαί σε· ιδού έγνων ότι Θεός μου εί σύ. 11 επί τώ Θεώ αινέσω ρήμα, επί τώ Κυρίω αινέσω λόγον. 12 επί τώ Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος. 13 εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, άς αποδώσω αινέσεώς σου, 14 ότι ερρύσω τήν ψυχήν μου εκ θανάτου καί τούς πόδας μου εξ ολισθήματος· ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου εν φωτί ζώντων.
Ψαλμός ΝΣΤ’ ( 56ος )
( για ανθρώπους που υποφέρουν από πονοκέφαλο, από πολλή στενοχώρια )
Ελέησόν με, ο Θεός, ελέησόν με, ότι επί σοί πέποιθεν η ψυχή μου καί εν τή σκιά τών πτερύγων σου ελπιώ, έως ού παρέλθη η ανομία. 3 κεκράξομαι πρός τόν Θεόν τόν ῞Υψιστον, τόν Θεόν τόν ευεργετήσαντά με. 4 εξαπέστειλεν εξ ουρανού καί έσωσέ με, έδωκεν εις όνειδος τούς καταπατούντάς με. (διάψαλμα). εξαπέστειλεν ο Θεός τό έλεος αυτού καί τήν αλήθειαν αυτού 5 καί ερρύσατο τήν ψυχήν μου εκ μέσου σκύμνων. εκοιμήθην τεταραγμένος· υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλα καί βέλη, καί η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία. 6 υψώθητι επί τούς ουρανούς, ο Θεός, καί επί πάσαν τήν γήν η δόξα σου. 7 παγίδα ητοίμασαν τοίς ποσί μου καί κατέκαμψαν τήν ψυχήν μου· ώρυξαν πρό προσώπου μου βόθρον καί ενέπεσαν εις αυτόν. (διάψαλμα). 8 ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι καί ψαλώ εν τή δόξη μου. 9 εξεγέρθητι, η δόξα μου· εξεγέρθητι, ψαλτήριον καί κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. 10 εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσι, 11 ότι εμεγαλύνθη έως τών ουρανών τό έλεός σου καί έως τών νεφελών η αλήθειά σου. 12 υψώθητι επί τούς ουρανούς, ο Θεός, καί επί πάσαν τήν γήν η δόξα σου.
Ψαλμός ΝΖ’ ( 57ος )
( για να έλθουν ευνοϊκά τα πράγματα σ’ εκείνους που ενεργούν για το καλό, να εμποδίσει ο Θεός κάθε πονηρή ενέργεια δαιμόνων ή φθονερών ανθρώπων )
Ει αληθώς άρα δικαιοσύνην λαλείτε; ευθείας κρίνετε οι υιοί τών ανθρώπων; 3 καί γάρ εν καρδία ανομίαν εργάζεσθε εν τή γή, αδικίαν αι χείρες υμών συμπλέκουσιν. 4 απηλλοτριώθησαν οι αμαρτωλοί από μήτρας, επλανήθησαν από γαστρός, ελάλησαν ψευδή. 5 θυμός αυτοίς κατά τήν ομοίωσιν τού όφεως, ωσεί ασπίδος κωφής καί βυούσης τά ώτα αυτής, 6 ήτις ουκ εισακούσεται φωνής επαδόντων, φαρμάκου τε φαρμακευομένου παρά σοφού. 7 ο Θεός συντρίψει τούς οδόντας αυτών εν τώ στόματι αυτών, τάς μύλας τών λεόντων συνέθλασεν ο Κύριος· 8 εξουδενωθήσονται ωσεί ύδωρ διαπορευόμενον· εκτενεί τό τόξον αυτού έως ού ασθενήσουσιν. 9 ωσεί κηρός τακείς ανταναιρεθήσονται· έπεσε πύρ επ αυτούς, καί ουκ είδον τόν ήλιον. 10 πρό τού συνιέναι τάς ακάνθας αυτών τήν ράμνον, ωσεί ζώντας, ωσεί εν οργή καταπίεται αυτούς. 11 ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν· τάς χείρας αυτού νίψεται εν τώ αίματι τού αμαρτωλού. 12 καί ερεί άνθρωπος· ει άρα εστί καρπός τώ δικαίω, άρα εστίν ο Θεός κρίνων αυτούς εν τή γή.
Ψαλμός ΝΗ’ ( 58ος )
( για τους βουβούς, να δώσει ο Θεός λαλιά )
Εξελού με εκ τών εχθρών μου, ο Θεός, καί εκ τών επανισταμένων επ εμέ λύτρωσαί με· 3 ρύσαί με εκ τών εργαζομένων τήν ανομίαν καί εξ ανδρών αιμάτων σώσόν με. 4 ότι ιδού εθήρευσαν τήν ψυχήν μου, επέθεντο επ εμέ κραταιοί. ούτε η ανομία μου ούτε η αμαρτία μου, Κύριε· 5 άνευ ανομίας έδραμον καί κατεύθυνα· εξεγέρθητι εις συνάντησίν μου καί ίδε. 6 καί σύ, Κύριε, ο Θεός τών δυνάμεων, ο Θεός τού Ισραήλ, πρόσχες τού επισκέψασθαι πάντα τά έθνη, μή οικτειρήσης πάντας τούς εργαζομένους τήν ανομίαν. (διάψαλμα). 7 επιστρέψουσιν εις εσπέραν καί λιμώξουσιν ως κύων καί κυκλώσουσι πόλιν. 8 ιδού αποφθέγξονται εν τώ στόματι αυτών, καί ρομφαία εν τοίς χείλεσιν αυτών, ότι τίς ήκουσε; 9 καί σύ, Κύριε, εκγελάση αυτούς, εξουδενώσεις πάντα τά έθνη. 10 τό κράτος μου, πρός σέ φυλάξω, ότι σύ, ο Θεός, αντιλήπτωρ μου εί. 11 ο Θεός μου, τό έλεος αυτού προφθάσει με· ο Θεός μου δείξει μοι εν τοίς εχθροίς μου. 12 μή αποκτείνης αυτούς, μήποτε επιλάθωνται τού νόμου σου· διασκόρπισον αυτούς εν τή δυνάμει σου καί κατάγαγε αυτούς, ο υπερασπιστής μου, Κύριε. 13 αμαρτία στόματος αυτών, λόγος χειλέων αυτών, καί συλληφθήτωσαν εν τή υπερηφανία αυτών· καί εξ αράς καί ψεύδους διαγγελήσονται εν συντελεία, 14 εν οργή συντελείας, καί ου μή υπάρξουσι· καί γνώσονται, ότι Θεός δεσπόζει τού Ιακώβ τών περάτων τής γής. (διάψαλμα). 15 επιστρέψουσιν εις εσπέραν, καί λιμώξουσιν ως κύων καί κυκλώσουσι πόλιν. 16 αυτοί διασκορπισθήσονται τού φαγείν· εάν δέ μή χορτασθώσι, καί γογγύσουσιν. 17 εγώ δέ άσομαι τή δυνάμει σου καί αγαλλιάσομαι τό πρωΐ τό έλεός σου, ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου καί καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου. 18 βοηθός μου εί, σοί ψαλώ, ότι σύ, ο Θεός, αντιλήπτωρ μου εί, ο Θεός μου, τό έλεός μου.
Ψαλμός ΝΘ’ ( 59ος )
( για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια, όταν συκοφαντείται σύνολο ανθρώπων )
Ο Θεός, απώσω ημάς καί καθείλες ημάς, ωργίσθης καί οικτείρησας ημάς. 4 συνέσεισας τήν γήν καί συνετάραξας αυτήν· ίασαι τά συντρίμματα αυτής ότι εσαλεύθη. 5 έδειξας τώ λαώ σου σκληρά, επότισας ημάς οίνον κατανύξεως. 6 έδωκας τοίς φοβουμένοις σε σημείωσιν τού φυγείν από προσώπου τόξου. (διάψαλμα). 7 όπως άν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τή δεξιά σου καί επάκουσόν μου. 8 ο Θεός ελάλησεν εν τώ αγίω αυτού· αγαλλιάσομαι καί διαμεριώ Σίκιμα καί τήν κοιλάδα τών σκηνών διαμετρήσω. 9 εμός εστι Γαλαάδ, καί εμός εστι Μανασσή, καί Εφραίμ κραταίωσις τής κεφαλής μου, Ιούδας βασιλεύς μου· 10 Μωάβ λέβης τής ελπίδος μου, επί τήν Ιδουμαίαν εκτενώ τό υπόδημά μου, εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. 11 τίς απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τίς οδηγήσει με έως τής Ιδουμαίας; 12 ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; καί ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταίς δυνάμεσιν ημών; 13 δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως, καί ματαία σωτηρία ανθρώπου. 14 εν τώ Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν, καί αυτός εξουδενώσει τούς θλίβοντας ημάς.
Ψαλμός Ξ’ ( 60ος )
( για αυτούς που δυσκολεύονται στην εργασία, είτε από τεμπελιά είτε από δειλία )
Εισάκουσόν, ο Θεός, τής δεήσεώς μου, πρόσχες τή προσευχή μου. 3 από τών περάτων τής γής πρός σέ εκέκραξα εν τώ ακηδιάσαι τήν καρδίαν μου· εν πέτρα ύψωσάς με, ωδήγησάς με, 4 ότι εγενήθης ελπίς μου, πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού. 5 παροικήσω εν τώ σκηνώματί σου εις τούς αιώνας, σκεπασθήσομαι εν σκέπει τών πτερύγων σου. (διάψαλμα). 6 ότι σύ, ο Θεός, εισήκουσας τών ευχών μου, έδωκας κληρονομίαν τοίς φοβουμένοις τό όνομά σου. 7 ημέρας εφ ημέρας τού βασιλέως προσθήσεις, τά έτη αυτού έως ημέρας γενεάς καί γενεάς. 8 διαμενεί εις τόν αιώνα ενώπιον τού Θεού· έλεος καί αλήθειαν αυτού τίς εκζητήσει; 9 ούτως ψαλώ τώ ονόματί σου εις τόν αιώνα τού αιώνος τού αποδούναί με τάς ευχάς μου ημέραν εξ ημέρας.
Ψαλμός ΞΑ’ ( 61ος )
( για να απαλλάξει ο Θεός από δοκιμασίες τον ολιγόψυχο άνθρωπο, που δεν έχει υπομονή και γογγύζει )
Ουχί τώ Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; παρ αυτώ γάρ τό σωτήριόν μου· 3 καί γάρ αυτός Θεός μου καί σωτήρ μου, καί αντιλήπτωρ μου, ου μή σαλευθώ επί πλείον. 4 έως πότε επιτίθεσθε επ άνθρωπον; φονεύετε πάντες ως τοίχω κεκλιμένω καί φραγμώ ωσμένω. 5 πλήν τήν τιμήν μου εβουλεύσαντο απώσασθαι, έδραμον εν δίψει, τώ στόματι αυτών ευλόγουν καί τή καρδία αυτών κατηρώντο. (διάψαλμα). 6 πλήν τώ Θεώ υποτάγηθι, η ψυχή μου, ότι παρ αυτώ η υπομονή μου. 7 ότι αυτός Θεός μου καί σωτήρ μου, αντιλήπτωρ μου, ου μή μεταναστεύσω. 8 επί τώ Θεώ τό σωτήριόν μου καί η δόξα μου· ο Θεός τής βοηθείας μου, καί η ελπίς μου επί τώ Θεώ. 9 ελπίσατε επ αυτόν πάσα συναγωγή λαού· εκχέετε ενώπιον αυτού τάς καρδίας υμών, ότι ο Θεός βοηθός ημών. (διάψαλμα). 10 πλήν μάταιοι οι υιοί τών ανθρώπων, ψευδείς οι υιοί τών ανθρώπων εν ζυγοίς τού αδικήσαι αυτοί εκ ματαιότητος επί τό αυτό. 11 μή ελπίζετε επ αδικίαν καί επί αρπάγματα μή επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μή προστίθεσθε καρδίαν. 12 άπαξ ελάλησεν ο Θεός, δύο ταύτα ήκουσα, ότι τό κράτος τού Θεού, 13 καί σού, Κύριε, τό έλεος, ότι σύ αποδώσεις εκάστω κατά τά έργα αυτού.
Ψαλμός ΞΒ’ ( 62ος )
( για να καρπίσουν τα χωράφια και τα δέντρα, όταν στερούνται από νερό )
Ο Θεός ο Θεός μου, πρός σέ ορθρίζω· εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γή ερήμω καί αβάτω καί ανύδρω. 3 ούτως εν τώ αγίω ώφθην σοι τού ιδείν τήν δύναμίν σου καί τήν δόξαν σου. 4 ότι κρείσσον τό έλεός σου υπέρ ζωάς· τά χείλη μου επαινέσουσί σε. 5 ούτως ευλογήσω σε εν τή ζωή μου καί εν τώ ονόματί σου αρώ τάς χείράς μου. 6 ως εκ στέατος καί πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου, καί χείλη αγαλλιάσεως αινέσει τό στόμα μου. 7 ει εμνημόνευόν σου επί τής στρωμνής μου, εν τοίς όρθροις εμελέτων εις σέ· 8 ότι εγενήθης βοηθός μου, καί εν τή σκέπη τών πτερύγων σου αγαλλιάσομαι. 9 εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δέ αντελάβετο η δεξιά σου. 10 αυτοί δέ εις μάτην εζήτησαν τήν ψυχήν μου, εισελεύσονται εις τά κατώτατα τής γής· 11 παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας, μερίδες αλωπέκων έσονται. 12 ο δέ βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τώ Θεώ, επαινεθήσεται πάς ο ομνύων εν αυτώ, ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα.
Ψαλμός ΞΓ’ ( 63ος )
( όταν δαγκωθεί ο άνθρωπος από λύκο ή σκύλο λυσσασμένο, τους έδινε και από το διαβασμένο νερό, για να πιουν )
Εισάκουσον, ο Θεός, τής φωνής μου, εν τώ δέεσθαί με πρός σέ, από φόβου εχθρού εξελού τήν ψυχήν μου. 3 εσκέπασάς με από συστροφής πονηρευομένων, από πλήθους εργαζομένων αδικίαν, 4 οίτινες ηκόνησαν ως ρομφαίαν τάς γλώσσας αυτών, ενέτειναν τόξον αυτών πράγμα πικρόν 5 τού κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον, εξάπινα κατατοξεύσουσιν αυτόν καί ου φοβηθήσονται. 6 εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν, διηγήσαντο τού κρύψαι παγίδας, είπαν· τίς όψεται αυτούς; 7 εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις. προσελεύσεται άνθρωπος, καί καρδία βαθεία, 8 καί υψωθήσεται, ο Θεός. βέλος νηπίων εγενήθησαν αι πληγαί αυτών, 9 καί εξησθένησαν επ αυτούς αι γλώσσαι αυτών. εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς, 10 καί εφοβήθη πάς άνθρωπος. καί ανήγγειλαν τά έργα τού Θεού καί τά ποιήματα αυτού συνήκαν. 11 ευφρανθήσεται δίκαιος εν τώ Κυρίω καί ελπιεί επ αυτόν, καί επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τή καρδία.
Ψαλμός ΞΔ’ ( 64ος )
( για να έχουν οι έμποροι ευλογία, για να μην φλυαρούν και αδικούν τους απλούς ανθρώπους )
Σοί πρέπει ύμνος, ο Θεός, εν Σιών, καί σοί αποδοθήσεται ευχή εν ῾Ιερουσαλήμ. 3 εισάκουσον προσευχής μου· πρός σέ πάσα σάρξ ήξει. 4 λόγοι ανόμων υπερεδυνάμωσαν ημάς, καί ταίς ασεβείαις ημών σύ ιλάση. 5 μακάριος όν εξελέξω καί προσελάβου· κατασκηνώσει εν ταίς αυλαίς σου. πλησθησόμεθα εν τοίς αγαθοίς τού οίκου σου· άγιος ο ναός σου, 6 θαυμαστός εν δικαιοσύνη. επάκουσον ημών, ο Θεός, ο σωτήρ ημών, η ελπίς πάντων τών περάτων τής γής καί τών εν θαλάσση μακράν, 7 ετοιμάζων όρη εν τή ισχύϊ αυτού, περιεζωσμένος εν δυναστεία, 8 ο συνταράσσων τό κύτος τής θαλάσσης, ήχους κυμάτων αυτής. ταραχθήσονται τά έθνη, 9 καί φοβηθήσονται οι κατοικούντες τά πέρατα από τών σημείων σου· εξόδους πρωΐας καί εσπέρας τέρψεις. 10 επεσκέψω τήν γήν καί εμέθυσας αυτήν, επλήθυνας τού πλουτίσαι αυτήν· ο ποταμός τού Θεού επληρώθη υδάτων· ητοίμασας τήν τροφήν αυτών, ότι ούτως η ετοιμασία. 11 τούς αύλακας αυτής μέθυσον, πλήθυνον τά γεννήματα αυτής, εν ταίς σταγόσιν αυτής ευφρανθήσεται ανατέλλουσα. 12 ευλογήσεις τόν στέφανον τού ενιαυτού τής χρηστότητός σου, καί τά πεδία σου πλησθήσονται πιότητος· 13 πιανθήσεται τά όρη τής ερήμου, καί αγαλλίασιν οι βουνοί περιζώσονται. 14 ενεδύσαντο οι κριοί τών προβάτων, καί αι κοιλάδες πληθυνούσι σίτον· κεκράξονται, καί γάρ υμνήσουσι.
Ψαλμός ΞΕ’ ( 65ος )
( για να μην φέρει αναποδιές ο πονηρός στα σπίτια και θλίβει τις οικογένειες )
Αλαλάξατε τώ Κυρίω πάσα η γή, 2 ψάλατε δή τώ ονόματι αυτού. δότε δόξαν αινέσει αυτού. 3 είπατε τώ Θεώ· ως φοβερά τά έργα σου· εν τώ πλήθει τής δυνάμεώς σου ψεύσονταί σε οι εχθροί σου. 4 πάσα η γή προσκυνησάτωσάν σοι καί ψαλάτωσάν σοι, ψαλάτωσαν τώ ονόματί σου. (διάψαλμα). 5 δεύτε καί ίδετε τά έργα τού Θεού· φοβερός εν βουλαίς υπέρ τούς υιούς τών ανθρώπων, 6 ο μεταστρέφων τήν θάλασσαν εις ξηράν, εν ποταμώ διελεύσονται ποδί. εκεί ευφρανθησόμεθα επ αυτώ, 7 τώ δεσπόζοντι εν τή δυναστεία αυτού τού αιώνος. οι οφθαλμοί αυτού επί τά έθνη επιβλέπουσιν, οι παραπικραίνοντες μή υψούσθωσαν εν εαυτοίς. (διάψαλμα). 8 ευλογείτε, έθνη, τόν Θεόν ημών καί ακουτίσασθε τήν φωνήν τής αινέσεως αυτού, 9 τού θεμένου τήν ψυχήν μου εις ζωήν, καί μή δόντος εις σάλον τούς πόδας μου. 10 ότι εδοκίμασας ημάς, ο Θεός, επύρωσας ημάς, ως πυρούται τό αργύριον· 11 εισήγαγες ημάς εις τήν παγίδα, έθου θλίψεις επί τόν νώτον ημών. 12 επεβίβασας ανθρώπους επί τάς κεφαλάς ημών, διήλθομεν διά πυρός καί ύδατος, καί εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν. 13 εισελεύσομαι εις τόν οίκόν σου εν ολοκαυτώμασιν, αποδώσω σοι τάς ευχάς μου, 14 άς διέστειλε τά χείλη μου καί ελάλησε τό στόμα μου εν τή θλίψει μου· 15 ολοκαυτώματα μεμυελωμένα ανοίσω σοι μετά θυμιάματος καί κριών, ανοίσω σοι βόας μετά χιμάρων. (διάψαλμα). 16 δεύτε ακούσατε, καί διηγήσομαι, πάντες οι φοβούμενοι τόν Θεόν, όσα εποίησε τή ψυχή μου. 17 πρός αυτόν τώ στόματί μου εκέκραξα καί ύψωσα υπό τήν γλώσσάν μου. 18 αδικίαν ει εθεώρουν εν καρδία μου, μή εισακουσάτω μου Κύριος. 19 διά τούτο εισήκουσέ μου ο Θεός, προσέσχε τή φωνή τής δεήσεώς μου. 20 ευλογητός ο Θεός, ός ουκ απέστησε τήν προσευχήν μου καί τό έλεος αυτού απ εμού.
Ψαλμός ΞΣΤ’ ( 66ος )
( για να ευλογηθούν τα πουλερικά – ορνιθοτροφεία )
Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς καί ευλογήσαι ημάς, επιφάναι τό πρόσωπον αυτού εφ ημάς. (διάψαλμα). 3 τού γνώναι εν τή γή τήν οδόν σου, εν πάσιν έθνεσι τό σωτήριόν σου. 4 εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί, ο Θεός, εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες. 5 ευφρανθήτωσαν καί αγαλλιάσθωσαν έθνη, ότι κρινείς λαούς εν ευθύτητι καί έθνη εν τή γή οδηγήσεις. (διάψαλμα). 6 εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί, ο Θεός, εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες. 7 γή έδωκε τόν καρπόν αυτής· ευλογήσαι ημάς ο Θεός, ο Θεός ημών. 8 ευλογήσαι ημάς ο Θεός, καί φοβηθήτωσαν αυτόν πάντα τά πέρατα τής γής.
Ψαλμός ΞΖ’ ( 67ος )
( για να ελευθερωθούν οι μητέρες, που δυσκολεύονται να αποβάλλουν, όταν παθαίνουν κακό )
Αναστήτω ο Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, καί φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. 3 ως εκλείπει καπνός, εκλιπέτωσαν· ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου τού Θεού. 4 καί οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν, αγαλλιάσθωσαν ενώπιον τού Θεού, τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη. 5 άσατε τώ Θεώ, ψάλατε τώ ονόματι αυτού· οδοποιήσατε τώ επιβεβηκότι επί δυσμών, Κύριος όνομα αυτώ, καί αγαλλιάσθε ενώπιον αυτού. 6 ταραχθήσονται από προσώπου αυτού, τού πατρός τών ορφανών καί κριτού τών χηρών· ο Θεός εν τόπω αγίω αυτού. 7 ο Θεός κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω εξάγων πεπεδημένους εν ανδρεία, ομοίως τούς παραπικραίνοντας, τούς κατοικούντας εν τάφοις. 8 ο Θεός, εν τώ εκπορεύεσθαί σε ενώπιον τού λαού σου, εν τώ διαβαίνειν σε εν τή ερήμω. (διάψαλμα). 9 γή εσείσθη, καί γάρ οι ουρανοί έσταξαν από προσώπου τού Θεού τού Σινά, από προσώπου τού Θεού Ισραήλ. 10 βροχήν εκούσιον αφοριείς, ο Θεός, τή κληρονομία σου, καί ησθένησε, σύ δέ κατηρτίσω αυτήν. 11 τά ζώά σου κατοικούσιν εν αυτή· ητοίμασας εν τή χρηστότητί σου τώ πτωχώ, ο Θεός. 12 Κύριος δώσει ρήμα τοίς ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή, 13 ο βασιλεύς τών δυνάμεων τού αγαπητού, τή ωραιότητι τού οίκου διελέσθαι σκύλα. 14 εάν κοιμηθήτε ανά μέσον τών κλήρων, πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμέναι, καί τά μετάφρενα αυτής εν χλωρότητι χρυσίου. 15 εν τώ διαστέλλειν τόν επουράνιον βασιλείς επ αυτής, χιονωθήσονται εν Σελμών. 16 όρος τού Θεού, όρος πίον, όρος τετυρωμένον, όρος πίον. 17 ινατί υπολαμβάνετε, όρη τετυρωμένα, τό όρος, ό ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ; καί γάρ ο Κύριος κατασκηνώσει εις τέλος. 18 τό άρμα τού Θεού μυριοπλάσιον, χιλιάδες ευθηνούντων· Κύριος εν αυτοίς εν Σινά ήν, εν τώ αγίω. 19 ανέβης εις ύψος, ηχμαλώτευσας αιχμαλωσίαν, έλαβες δόματα εν ανθρώποις, καί γάρ απειθούντας τού κατασκηνώσαι. 20 Κύριος ο Θεός ευλογητός, ευλογητός Κύριος ημέραν καθ ημέραν· κατευοδώσαι ημίν ο Θεός τών σωτηρίων ημών. (διάψαλμα). 21 ο Θεός ημών, ο Θεός τού σώζειν, καί τού Κυρίου Κυρίου αι διέξοδοι τού θανάτου. 22 πλήν ο Θεός συνθλάσει κεφαλάς εχθρών αυτού, κορυφήν τριχός διαπορευομένων εν πλημμελείαις αυτών. 23 είπε Κύριος· εκ Βασάν επιστρέψω, επιστρέψω εν βυθοίς θαλάσσης. 24 όπως άν βαφή ο πούς σου εν αίματι, η γλώσσα τών κυνών σου εξ εχθρών παρ αυτού. 25 εθεωρήθησαν αι πορείαί σου, ο Θεός, αι πορείαι τού Θεού μου τού βασιλέως τού εν τώ αγίω. 26 προέφθασαν άρχοντες εχόμενοι ψαλλόντων εν μέσω νεανίδων τυμπανιστριών. 27 εν εκκλησίαις ευλογείτε τόν Θεόν, Κύριον εκ πηγών Ισραήλ. 28 εκεί Βενιαμίν νεώτερος εν εκστάσει, άρχοντες Ιούδα ηγεμόνες αυτών, άρχοντες Ζαβουλών, άρχοντες Νεφθαλείμ. 29 έντειλαι, ο Θεός, τή δυνάμει σου, δυνάμωσον, ο Θεός, τούτο, ό κατειργάσω εν ημίν. 30 από τού ναού σου επί ῾Ιερουσαλήμ σοί οίσουσι βασιλείς δώρα. 31 επιτίμησον τοίς θηρίοις τού καλάμου· η συναγωγή τών ταύρων εν ταίς δαμάλεσι τών λαών τού εγκλεισθήναι τούς δεδοκιμασμένους τώ αργυρίω· διασκόρπισον έθνη τά τούς πολέμους θέλοντα. 32 ήξουσι πρέσβεις εξ Αιγύπτου, Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τώ Θεώ. 33 αι βασιλείαι τής γής, άσατε τώ Θεώ, ψάλατε τώ Κυρίω. (διάψαλμα). 34 ψάλατε τώ Θεώ τώ επιβεβηκότι επί τόν ουρανόν τού ουρανού κατά ανατολάς· ιδού δώσει τή φωνή αυτού φωνήν δυνάμεως. 35 δότε δόξαν τώ Θεώ· επί τόν Ισραήλ η μεγαλοπρέπεια αυτού, καί η δύναμις αυτού εν ταίς νεφέλαις. 36 θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις αυτού· ο Θεός Ισραήλ, αυτός δώσει δύναμιν καί κραταίωσιν τώ λαώ αυτού. ευλογητός ο Θεός.
Ψαλμός ΞΗ’ ( 68ος )
( όταν γίνονται θεομηνίες και πλημμυρίζουν τα ποτάμια και παρασύρουν σπίτια και ανθρώπους )
Σώσόν με, ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. 3 ενεπάγην εις ιλύν βυθού, καί ουκ έστιν υπόστασις· ήλθον εις τά βάθη τής θαλάσσης καί καταιγίς κατεπόντισέ με. 4 εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από τού ελπίζειν με επί τόν Θεόν μου. 5 επληθύνθησαν υπέρ τάς τρίχας τής κεφαλής μου οι μισούντές με δωρεάν, εκραταιώθησαν οι εχθροί μου οι εκδιώκοντές με αδίκως· ά ουχ ήρπαζον, τότε απετίννυον. 6 ο Θεός, σύ έγνως τήν αφροσύνην μου καί αι πλημμέλειαί μου από σού ουκ απεκρύβησαν. 7 μή αισχυνθείησαν επ εμέ οι υπομένοντές σε, Κύριε, Κύριε τών δυνάμεων, μή εντραπείησαν επ εμέ οι ζητούντές σε, ο Θεός τού Ισραήλ, 8 ότι ένεκά σου υπήνεγκα ονειδισμόν, εκάλυψεν εντροπή τό πρόσωπόν μου. 9 απηλλοτριωμένος εγενήθην τοίς αδελφοίς μου καί ξένος τοίς υιοίς τής μητρός μου, 10 ότι ο ζήλος τού οίκου σου κατέφαγέ με, καί οι ονειδισμοί τών ονειδιζόντων σε επέπεσον επ εμέ. 11 καί συνεκάλυψα εν νηστεία τήν ψυχήν μου, καί εγενήθη εις ονειδισμούς εμοί· 12 καί εθέμην τό ένδυμά μου σάκκον, καί εγενόμην αυτοίς εις παραβολήν. 13 κατ εμού ηδολέσχουν οι καθήμενοι εν πύλαις, καί εις εμέ έψαλλον οι πίνοντες οίνον. 14 εγώ δέ τή προσευχή μου πρός σέ, Κύριε· καιρός ευδοκίας, ο Θεός, εν τώ πλήθει τού ελέους σου· επάκουσόν μου, εν αληθεία τής σωτηρίας σου. 15 σώσόν με από πηλού, ίνα μή εμπαγώ· ρυσθείην εκ τών μισούντων με καί εκ τών βαθέων τών υδάτων. 16 μή με καταποντισάτω καταιγίς ύδατος, μηδέ καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω επ εμέ φρέαρ τό στόμα αυτού. 17 εισάκουσόν μου, Κύριε, ότι χρηστόν τό έλεός σου· κατά τό πλήθος τών οικτιρμών σου επίβλεψον επ εμέ. 18 μή αποστρέψης τό πρόσωπόν σου από τού παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσόν μου. 19 πρόσχες τή ψυχή μου καί λύτρωσαι αυτήν, ένεκα τών εχθρών μου ρύσαί με. 20 σύ γάρ γινώσκεις τόν ονειδισμόν μου καί τήν αισχύνην μου καί τήν εντροπήν μου· εναντίον σου πάντες οι θλίβοντές με. 21 ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου καί ταλαιπωρίαν, καί υπέμεινα συλλυπούμενον, καί ουχ υπήρξε, καί παρακαλούντας, καί ουχ εύρον. 22 καί έδωκαν εις τό βρώμά μου χολήν καί εις τήν δίψαν μου επότισάν με όξος. 23 γενηθήτω η τράπεζα αυτών ενώπιον αυτών εις παγίδα καί εις ανταπόδοσιν καί εις σκάνδαλον. 24 σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών τού μή βλέπειν, καί τόν νώτον αυτών διαπαντός σύγκαμψον. 25 έκχεον επ αυτούς τήν οργήν σου, καί ο θυμός τής οργής σου καταλάβοι αυτούς. 26 γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη, καί εν τοίς σκηνώμασιν αυτών μή έστω ο κατοικών· 27 ότι όν σύ επάταξας, αυτοί κατεδίωξαν, καί επί τό άλγος τών τραυμάτων μου προσέθηκαν. 28 πρόσθες ανομίαν επί τή ανομία αυτών, καί μή εισελθέτωσαν εν δικαιοσύνη σου· 29 εξαλειφθήτωσαν εκ βίβλου ζώντων καί μετά δικαίων μή γραφήτωσαν. 30 πτωχός καί αλγών ειμι εγώ· η σωτηρία σου, ο Θεός, αντιλάβοιτό μου. 31 αινέσω τό όνομα τού Θεού μου μετ ωδής, μεγαλυνώ αυτόν εν αινέσει, 32 καί αρέσει τώ Θεώ υπέρ μόσχον νέον κέρατα εκφέροντα καί οπλάς. 33 ιδέτωσαν πτωχοί καί ευφρανθήτωσαν· εκζητήσατε τόν Θεόν, καί ζήσεται η ψυχή υμών, 34 ότι εισήκουσε τών πενήτων ο Κύριος καί τούς πεπεδημένους αυτού ουκ εξουδένωσεν. 35 αινεσάτωσαν αυτόν οι ουρανοί καί η γή, θάλασσα καί πάντα τά έρποντα εν αυτή. 36 ότι ο Θεός σώσει τήν Σιών, καί οικοδομηθήσονται αι πόλεις τής Ιουδαίας, καί κατοικήσουσιν εκεί καί κληρονομήσουσιν αυτήν· 37 καί τό σπέρμα τών δούλων αυτού καθέξουσιν αυτήν, καί οι αγαπώντες τό όνομά σου κατασκηνώσουσιν εν αυτή.
Ψαλμός ΞΘ’ ( 69ος )
( σε ευαίσθητους ανθρώπους που θλίβονται για το παραμικρό και έρχονται σε απόγνωση, να τους ενισχύει ο Θεός )
Ο Θεός, εις τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εις τό βοηθήσαί μοι σπεύσον. 3 αισχυνθήτωσαν καί εντραπήτωσαν οι ζητούντες τήν ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τά οπίσω καί καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοί μου κακά· 4 αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι· εύγε εύγε. 5 αγαλλιάσθωσαν καί ευφρανθήτωσαν επί σοί πάντες οι ζητούντές σε, ο Θεός, καί λεγέτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες τό σωτήριόν σου. 6 εγώ δέ πτωχός ειμι καί πένης· ο Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καί ρύστης μου εί σύ· Κύριε, μή χρονίσης.
Ψαλμός Ο’ ( 70ος )
( για εγκαταλελειμμένους ανθρώπους, που γίνονται βαρετοί από φθόνο του διαβόλου και έρχονται σε απόγνωση, για να βρουν έλεος από τον Θεό και περίθαλψη )
Επί σοί, Κύριε, ήλπισα, μή καταισχυνθείην εις τόν αιώνα. 2 εν τή δικαιοσύνη σου ρύσαί με καί εξελού με, κλίνον πρός με τό ούς σου καί σώσόν με. 3 γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν καί εις τόπον οχυρόν τού σώσαί με, ότι στερέωμά μου καί καταφυγή μου εί σύ. 4 ο Θεός μου, ρύσαί με εκ χειρός αμαρτωλού, εκ χειρός παρανομούντος καί αδικούντος· 5 ότι σύ εί η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητός μου, 6 επί σέ επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εί σκεπαστής· εν σοί η ύμνησίς μου διαπαντός. 7 ωσεί τέρας εγενήθην τοίς πολλοίς, καί σύ βοηθός κραταιός. 8 πληρωθήτω τό στόμα μου αινέσεως, όπως υμνήσω τήν δόξαν σου, όλην τήν ημέραν τήν μεγαλοπρέπειάν σου. 9 μή απορρίψης με εις καιρόν γήρως, εν τώ εκλείπειν τήν ισχύν μου μή εγκαταλίπης με. 10 ότι είπαν οι εχθροί μου εμοί καί οι φυλάσσοντες τήν ψυχήν μου εβουλεύσαντο επί τό αυτό 11 λέγοντες· ο Θεός εγκατέλιπεν αυτόν· καταδιώξατε καί καταλάβετε αυτόν, ότι ουκ έστιν ο ρυόμενος. 12 ο Θεός μου, μή μακρύνης απ εμού· ο Θεός μου, εις τήν βοήθειάν μου πρόσχες. 13 αισχυνθήτωσαν καί εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες τήν ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αισχύνην καί εντροπήν οι ζητούντες τά κακά μοι. 14 εγώ δέ διαπαντός ελπιώ επί σέ καί προσθήσω επί πάσαν τήν αίνεσίν σου. 15 τό στόμα μου εξαγγελεί τήν δικαιοσύνην σου, όλην τήν ημέραν τήν σωτηρίαν σου, ότι ουκ έγνων γραμματείας. 16 εισελεύσομαι εν δυναστεία Κυρίου· Κύριε, μνησθήσομαι τής δικαιοσύνης σού μόνου. 17 ο Θεός, ά εδίδαξάς με εκ νεότητός μου, καί μέχρι τού νύν απαγγελώ τά θαυμάσιά σου. 18 καί έως γήρως καί πρεσβείου, ο Θεός, μή εγκαταλίπης με, έως άν απαγγελώ τόν βραχίονά σου τή γενεά πάση τή επερχομένη, 19 τήν δυναστείαν σου καί τήν δικαιοσύνην σου. ο Θεός, έως υψίστων ά εποίησας μεγαλεία· ο Θεός, τίς όμοιός σοι; 20 όσας έδειξάς μοι θλίψεις πολλάς καί κακάς, καί επιστρέψας εζωοποίησάς με, καί εκ τών αβύσσων τής γής πάλιν ανήγαγές με. 21 επλεόνασας επ εμέ τήν μεγαλωσύνην σου καί επιστρέψας παρεκάλεσάς με καί εκ τών αβύσσων τής γής πάλιν ανήγαγές με. 22 καί γάρ εγώ εξομολογήσομαί σοι εν σκεύει ψαλμού τήν αλήθειάν σου, ο Θεός· ψαλώ σοι εν κιθάρα, ο άγιος τού Ισραήλ. 23 αγαλλιάσονται τά χείλη μου, όταν ψάλω σοι, καί η ψυχή μου, ήν ελυτρώσω. 24 έτι δέ καί η γλώσσά μου όλην τήν ημέραν μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, όταν αισχυνθώσι καί εντραπώσιν οι ζητούντες τά κακά μοι.
Ψαλμός ΟΑ’ ( 71ος )
( για να ευλογήσει ο Θεός τα αγαθά της νέας εσοδείας, που μετέφεραν στα σπίτια τους οι γεωργοί )
Ο Θεός, τό κρίμα σου τώ βασιλεί δός καί τήν δικαιοσύνην σου τώ υιώ τού βασιλέως 2 κρίνειν τόν λαόν σου εν δικαιοσύνη καί τούς πτωχούς σου εν κρίσει. 3 αναλαβέτω τά όρη ειρήνην τώ λαώ σου καί οι βουνοί δικαιοσύνην. 4 κρινεί τούς πτωχούς τού λαού καί σώσει τούς υιούς τών πενήτων καί ταπεινώσει συκοφάντην 5 καί συμπαραμενεί τώ ηλίω καί πρό τής σελήνης γενεάς γενεών. 6 καταβήσεται ως υετός επί πόκον καί ωσεί σταγών η στάζουσα επί τήν γήν. 7 ανατελεί εν ταίς ημέραις αυτού δικαιοσύνη καί πλήθος ειρήνης, έως ού ανταναιρεθή η σελήνη. 8 καί κατακυριεύσει από θαλάσσης έως θαλάσσης καί από ποταμών έως περάτων τής οικουμένης. 9 ενώπιον αυτού προπεσούνται Αιθίοπες, καί οι εχθροί αυτού χούν λείξουσι. 10 βασιλείς Θαρσίς καί νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων καί Σαβά δώρα προσάξουσι. 11 καί προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς τής γής, πάντα τά έθνη δουλεύσουσιν αυτώ. 12 ότι ερρύσατο πτωχόν εκ δυνάστου καί πένητα, ώ ουχ υπήρχε βοηθός. 13 φείσεται πτωχού καί πένητος καί ψυχάς πενήτων σώσει. 14 εκ τόκου καί εξ αδικίας λυτρώσεται τάς ψυχάς αυτών, καί έντιμον τό όνομα αυτού ενώπιον αυτών. 15 καί ζήσεται, καί δοθήσεται αυτώ εκ τού χρυσίου τής Αραβίας, καί προσεύξονται περί αυτού διαπαντός, όλην τήν ημέραν ευλογήσουσιν αυτόν. 16 έσται στήριγμα εν τή γή επ άκρων τών ορέων· υπεραρθήσεται υπέρ τόν Λίβανον ο καρπός αυτού, καί εξανθήσουσιν εκ πόλεως ωσεί χόρτος τής γής. 17 έσται τό όνομα αυτού ευλογημένον εις τούς αιώνας, πρό τού ηλίου διαμένει τό όνομα αυτού· καί ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάσαι αι φυλαί τής γής, πάντα τά έθνη μακαριούσιν αυτόν. 18 ευλογητός Κύριος, ο Θεός τού Ισραήλ, ο ποιών θαυμάσια μόνος, 19 καί ευλογητόν τό όνομα τής δόξης αυτού εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος, καί πληρωθήσεται τής δόξης αυτού πάσα η γή. γένοιτο, γένοιτο.
Ψαλμός ΟΒ’ ( 72ος )
( για να μετανοήσουν οι κακοποιοί άνθρωποι )
Ως αγαθός ο Θεός τώ Ισραήλ, τοίς ευθέσι τή καρδία. 2 εμού δέ παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες, παρ ολίγον εξεχύθη τά διαβήματά μου. 3 ότι εζήλωσα επί τοίς ανόμοις ειρήνην αμαρτωλών θεωρών, 4 ότι ουκ έστιν ανάνευσις εν τώ θανάτω αυτών καί στερέωμα εν τή μάστιγι αυτών· 5 εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί καί μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται. 6 διά τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία, περιεβάλοντο αδικίαν καί ασέβειαν εαυτών. 7 εξελεύσεται ως εκ στέατος η αδικία αυτών, διήλθον εις διάθεσιν καρδίας· 8 διενοήθησαν καί ελάλησαν εν πονηρία, αδικίαν εις τό ύψος ελάλησαν· 9 έθεντο εις ουρανόν τό στόμα αυτών, καί η γλώσσα αυτών διήλθεν επί τής γής. 10 διά τούτο επιστρέψει ο λαός μου ενταύθα, καί ημέραι πλήρεις ευρεθήσονται εν αυτοίς. 11 καί είπαν· πώς έγνω ο Θεός; καί ει έστι γνώσις εν τώ ῾Υψίστω; 12 ιδού ούτοι οι αμαρτωλοί καί ευθηνούντες· εις τόν αιώνα κατέσχον πλούτου. 13 καί είπα· άρα ματαίως εδικαίωσα τήν καρδίαν μου καί ενιψάμην εν αθώοις τάς χείράς μου· 14 καί εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην τήν ημέραν, καί ο έλεγχός μου εις τάς πρωΐας. 15 ει έλεγον· διηγήσομαι ούτως, ιδού τή γενεά τών υιών σου ησυνθέτηκα. 16 καί υπέλαβον τού γνώναι τούτο· κόπος εστίν ενώπιόν μου, 17 έως εισέλθω εις τό αγιαστήριον τού Θεού καί συνώ εις τά έσχατα αυτών. 18 πλήν διά τάς δολιότητας αυτών έθου αυτοίς κακά, κατέβαλες αυτούς εν τώ επαρθήναι. 19 πώς εγένοντο εις ερήμωσιν εξάπινα· εξέλιπον, απώλοντο διά τήν ανομίαν αυτών. 20 ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου, Κύριε, εν τή πόλει σου τήν εικόνα αυτών εξουδενώσεις. 21 ότι εξεκαύθη η καρδία μου, καί οι νεφροί μου ηλλοιώθησαν, 22 καγώ εξουδενωμένος καί ουκ έγνων, κτηνώδης εγενόμην παρά σοι. 23 καγώ διαπαντός μετά σού, εκράτησας τής χειρός τής δεξιάς μου 24 καί εν τή βουλή σου ωδήγησάς με καί μετά δόξης προσελάβου με. 25 τί γάρ μοι υπάρχει εν τώ ουρανώ, καί παρά σού τί ηθέλησα επί τής γής; 26 εξέλιπεν η καρδία μου καί η σάρξ μου, ο Θεός τής καρδίας μου καί η μερίς μου ο Θεός εις τόν αιώνα. 27 ότι ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σού απολούνται, εξωλόθρευσας πάντα τόν πορνεύοντα από σού. 28 εμοί δέ τό προσκολλάσθαι τώ Θεώ αγαθόν εστι, τίθεσθαι εν τώ Κυρίω τήν ελπίδα μου τού εξαγγείλαί με πάσας τάς αινέσεις σου εν ταίς πύλαις τής θυγατρός Σιών.
Ψαλμός ΟΓ’ ( 73ος )
( για να προφυλάξει ο Θεός τους χωρικούς που εργάζονται στα χωράφια τους, όταν οι εχθροί έχουν περικυκλωμένο το χωριό )
Ινατί, ο Θεός, απώσω εις τέλος; ωργίσθη ο θυμός σου επί πρόβατα νομής σου; 2 μνήσθητι τής συναγωγής σου, ής εκτήσω απ αρχής· ελυτρώσω ράβδον κληρονομίας σου, όρος Σιών τούτο, ό κατεσκήνωσας εν αυτώ. 3 έπαρον τάς χείράς σου επί τάς υπερηφανίας αυτών εις τέλος, όσα επονηρεύσατο ο εχθρός εν τοίς αγίοις σου. 4 καί ενεκαυχήσαντο οι μισούντές σε εν μέσω τής εορτής σου, έθεντο τά σημεία αυτών σημεία καί ουκ έγνωσαν. 5 ως εις τήν έξοδον υπεράνω, 6 ως εν δρυμώ ξύλων αξίναις εξέκοψαν τάς θύρας αυτής επί τό αυτό εν πελέκει καί λαξευτηρίω κατέρραξαν αυτήν. 7 ενεπύρισαν εν πυρί τό αγιαστήριόν σου, εις τήν γήν εβεβήλωσαν τό σκήνωμα τού ονόματός σου. 8 είπαν εν τή καρδία αυτών αι συγγένειαι αυτών επί τό αυτό· δεύτε καί καταπαύσωμεν πάσας τάς εορτάς τού Θεού από τής γής. 9 τά σημεία αυτών ουκ είδομεν, ουκ έστιν έτι προφήτης, καί ημάς ου γνώσεται έτι. 10 έως πότε, ο Θεός, ονειδιεί ο εχθρός, παροξυνεί ο υπεναντίος τό όνομά σου εις τέλος; 11 ινατί αποστρέφεις τήν χείρά σου καί τήν δεξιάν σου εκ μέσου τού κόλπου σου εις τέλος; 12 ο δέ Θεός βασιλεύς ημών πρό αιώνων, ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω τής γής. 13 σύ εκραταίωσας εν τή δυνάμει σου τήν θάλασσαν, σύ συνέτριψας τάς κεφαλάς τών δρακόντων επί τού ύδατος. 14 σύ συνέθλασας τήν κεφαλήν τού δράκοντος, έδωκας αυτόν βρώμα λαοίς τοίς Αιθίοψι. 15 σύ διέρρηξας πηγάς καί χειμάρρους, σύ εξήρανας ποταμούς Ηθάμ. 16 σή εστιν η ημέρα, καί σή εστιν η νύξ, σύ κατηρτίσω φαύσιν καί ήλιον. 17 σύ εποίησας πάντα τά ωραία τής γής· θέρος καί έαρ, σύ έπλασας αυτά. 18 μνήσθητι ταύτης· εχθρός ωνείδισε τόν Κύριον, καί λαός άφρων παρώξυνε τό όνομά σου. 19 μή παραδώς τοίς θηρίοις ψυχήν εξομολογουμένην σοι, τών ψυχών τών πενήτων σου μή επιλάθη εις τέλος. 20 επίβλεψον εις τήν διαθήκην σου, ότι επληρώθησαν οι εσκοτισμένοι τής γής οίκων ανομιών. 21 μή αποστραφήτω τεταπεινωμένος καί κατησχυμένος· πτωχός καί πένης αινέσουσι τό όνομά σου. 22 ανάστα, ο Θεός, δίκασον τήν δίκην σου· μνήσθητι τού ονειδισμού σου τού υπό άφρονος όλην τήν ημέραν. 23 μή επιλάθη τής φωνής τών ικετών σου· η υπερηφανία τών μισούντων σε ανέβη διά παντός.
Ψαλμός ΟΔ’ ( 74ος )
( για να ημερέψει το βάρβαρο αφεντικό, να μην βασανίζει τους συνανθρώπους του, τους υπαλλήλους )
Εξομολογησόμεθά σοι, ο Θεός, εξομολογησόμεθά σοι καί επικαλεσόμεθα τό όνομά σου. 3 διηγήσομαι πάντα τά θαυμάσιά σου, όταν λάβω καιρόν· εγώ ευθύτητας κρινώ. 4 ετάκη η γή καί πάντες οι κατοικούντες εν αυτή, εγώ εστερέωσα τούς στύλους αυτής. (διάψαλμα). 5 είπα τοίς παρανομούσι· μή παρανομείτε, καί τοίς αμαρτάνουσι· μή υψούτε κέρας, 6 μή επαίρετε εις ύψος τό κέρας υμών καί μή λαλείτε κατά τού Θεού αδικίαν. 7 ότι ούτε εξ εξόδων ούτε από δυσμών ούτε από ερήμων ορέων, 8 ότι ο Θεός κριτής εστι, τούτον ταπεινοί καί τούτον υψοί. 9 ότι ποτήριον εν χειρί Κυρίου οίνου ακράτου πλήρες κεράσματος. καί έκλινεν εκ τούτου εις τούτο, πλήν ο τρυγίας αυτού ουκ εξεκενώθη, πίονται πάντες οι αμαρτωλοί τής γής· 10 εγώ δέ αγαλλιάσομαι εις τόν αιώνα, ψαλώ τώ Θεώ Ιακώβ· καί πάντα τά κέρατα τών αμαρτωλών συνθλάσω, καί υψωθήσεται τά κέρατα τού δικαίου.
Ψαλμός ΟΕ’ ( 75ος )
( σε μητέρα που φοβάται στη γέννα της, για να την ενθαρρύνει και να την προστατέψει ο Θεός )
Γνωστός εν τή Ιουδαία ο Θεός, εν τώ Ισραήλ μέγα τό όνομα αυτού. 3 καί εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού, καί τό κατοικητήριον αυτού εν Σιών· 4 εκεί συνέτριψε τά κράτη τών τόξων, όπλον καί ρομφαίαν καί πόλεμον. (διάψαλμα). 5 φωτίζεις σύ θαυμαστώς από ορέων αιωνίων· 6 εταράχθησαν πάντες οι ασύνετοι τή καρδία, ύπνωσαν ύπνον αυτών καί ουχ εύρον ουδέν πάντες οι άνδρες τού πλούτου ταίς χερσίν αυτών. 7 από επιτιμήσεώς σου, ο Θεός Ιακώβ, ενύσταξαν οι επιβεβηκότες τοίς ίπποις. 8 σύ φοβερός εί, καί τίς αντιστήσεταί σοι; από τότε η οργή σου. 9 εκ τού ουρανού ηκούτισας κρίσιν, γή εφοβήθη καί ησύχασεν 10 εν τώ αναστήναι εις κρίσιν τόν Θεόν τού σώσαι πάντας τούς πραείς τής γής. (διάψαλμα). 11 ότι ενθύμιον ανθρώπου εξομολογήσεταί σοι, καί εγκατάλειμμα ενθυμίου εορτάσει σοι. 12 εύξασθε καί απόδοτε Κυρίω τώ Θεώ ημών· πάντες οι κύκλω αυτού οίσουσι δώρα 13 τώ φοβερώ καί αφαιρουμένω πνεύματα αρχόντων, φοβερώ παρά τοίς βασιλεύσι τής γής.
Ψαλμός ΟΣΤ’ ( 76ος )
( όταν δεν υπάρχει κατανόηση μεταξύ γονέων και παιδιών, να τους φωτίσει ο Θεός, για να ακούνε τα παιδιά τους γονείς και οι γονείς να δείχνουν αγάπη )
Φωνή μου πρός Κύριον εκέκραξα, φωνή μου πρός τόν Θεόν, καί προσέσχε μοι. 3 εν ημέρα θλίψεώς μου τόν Θεόν εξεζήτησα, ταίς χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού, καί ουκ ηπατήθην· απηνήνατο παρακληθήναι η ψυχή μου. 4 εμνήσθην τού Θεού καί ευφράνθην· ηδολέσχησα, καί ωλιγοψύχησε τό πνεύμά μου. (διάψαλμα). 5 προκατελάβοντο φυλακάς οι οφθαλμοί μου, εταράχθην καί ουκ ελάλησα. 6 διελογισάμην ημέρας αρχαίας, καί έτη αιώνια εμνήσθην καί εμελέτησα· 7 νυκτός μετά τής καρδίας μου ηδολέσχουν, καί έσκαλλε τό πνεύμά μου. 8 μή εις τούς αιώνας απώσεται Κύριος καί ου προσθήσει τού ευδοκήσαι έτι; 9 ή εις τέλος τό έλεος αυτού αποκόψει; συνετέλεσε ρήμα από γενεάς εις γενεάν; 10 μή επιλήσεται τού οικτειρήσαι ο Θεός; ή συνέξει εν τή οργή αυτού τούς οικτιρμούς αυτού; (διάψαλμα). 11 καί είπα· νύν ηρξάμην, αύτη η αλλοίωσις τής δεξιάς τού ῾Υψίστου. 12 εμνήσθην τών έργων Κυρίου, ότι μνησθήσομαι από τής αρχής τών θαυμασίων σου 13 καί μελετήσω εν πάσι τοίς έργοις σου καί εν τοίς επιτηδεύμασί σου αδολεσχήσω. 14 ο Θεός, εν τώ αγίω η οδός σου· τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; 15 σύ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια, εγνώρισας εν τοίς λαοίς τήν δύναμίν σου· 16 ελυτρώσω εν τώ βραχίονί σου τόν λαόν σου, τούς υιούς Ιακώβ καί Ιωσήφ. (διάψαλμα). 17 είδοσάν σε ύδατα, ο Θεός, είδοσάν σε ύδατα καί εφοβήθησαν, εταράχθησαν άβυσσοι, 18 πλήθος ήχους υδάτων, φωνήν έδωκαν αι νεφέλαι, καί γάρ τά βέλη σου διαπορεύονται· 19 φωνή τής βροντής σου εν τώ τροχώ, έφαναν αι αστραπαί σου τή οικουμένη, εσαλεύθη καί έντρομος εγενήθη η γή. 20 εν τή θαλάσση αι οδοί σου, καί αι τρίβοι σου εν ύδασι πολλοίς, καί τά ίχνη σου ου γνωσθήσονται. 21 ωδήγησας ως πρόβατα τόν λαόν σου εν χειρί Μωϋσή καί Ααρών.
Ψαλμός ΟΖ’ ( 77ος )
( για να φωτίσει ο Θεός τους δανειστές, να μην πιέζουν τους συνανθρώπους τους για το χρέος τους, και να είναι ευσπλαχνικοί )
Προσέχετε, λαός μου, τώ νόμω μου, κλίνατε τό ούς υμών εις τά ρήματα τού στόματός μου· 2 ανοίξω εν παραβολαίς τό στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα απ αρχής. 3 όσα ηκούσαμεν καί έγνωμεν αυτά καί οι πατέρες ημών διηγήσαντο ημίν, 4 ουκ εκρύβη από τών τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν, απαγγέλλοντες τάς αινέσεις Κυρίου καί τάς δυναστείας αυτού καί τά θαυμάσια αυτού, ά εποίησε. 5 καί ανέστησε μαρτύριον εν Ιακώβ καί νόμον έθετο εν Ισραήλ, όσα ενετείλατο τοίς πατράσιν ημών τού γνωρίσαι αυτά τοίς υιοίς αυτών, 6 όπως άν γνώ γενεά ετέρα, υιοί οι τεχθησόμενοι, καί αναστήσονται καί απαγγελούσιν αυτά τοίς υιοίς αυτών· 7 ίνα θώνται επί τόν Θεόν τήν ελπίδα αυτών καί μή επιλάθωνται τών έργων τού Θεού καί τάς εντολάς αυτού εκζητήσωσιν· 8 ίνα μή γένωνται ως οι πατέρες αυτών, γενεά σκολιά καί παραπικραίνουσα, γενεά, ήτις ου κατηύθυνε τήν καρδίαν εαυτής καί ουκ επιστώθη μετά τού Θεού τό πνεύμα αυτής. 9 υιοί Εφραίμ εντείνοντες καί βάλλοντες τόξοις εστράφησαν εν ημέρα πολέμου. 10 ουκ εφύλαξαν τήν διαθήκην τού Θεού καί εν τώ νόμω αυτού ουκ ηβουλήθησαν πορεύεσθαι. 11 καί επελάθοντο τών ευεργεσιών αυτού καί τών θαυμασίων αυτού, ών έδειξεν αυτοίς, 12 εναντίον τών πατέρων αυτών ά εποίησε θαυμάσια εν γή Αιγύπτω, εν πεδίω Τάνεως. 13 διέρρηξε θάλασσαν καί διήγαγεν αυτούς, παρέστησεν ύδατα ωσεί ασκόν 14 καί ωδήγησεν αυτούς εν νεφέλη ημέρας καί όλην τήν νύκτα εν φωτισμώ πυρός. 15 διέρρηξε πέτραν εν ερήμω καί επότισεν αυτούς ως εν αβύσσω πολλή 16 καί εξήγαγεν ύδωρ εκ πέτρας καί κατήγαγεν ως ποταμούς ύδατα. 17 καί προσέθεντο έτι τού αμαρτάνειν αυτώ, παρεπίκραναν τόν ῞Υψιστον εν ανύδρω 18 καί εξεπείρασαν τόν Θεόν εν ταίς καρδίαις αυτών, τού αιτήσαι βρώματα ταίς ψυχαίς αυτών 19 καί κατελάλησαν τού Θεού καί είπαν· μή δυνήσεται ο Θεός ετοιμάσαι τράπεζαν εν ερήμω; 20 επεί επάταξε πέτραν καί ερρύησαν ύδατα καί χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μή καί άρτον δύναται δούναι ή ετοιμάσαι τράπεζαν τώ λαώ αυτού; 21 διά τούτο ήκουσε Κύριος καί ανεβάλετο, καί πύρ ανήφθη εν Ιακώβ, καί οργή ανέβη επί τόν Ισραήλ, 22 ότι ουκ επίστευσαν εν τώ Θεώ ουδέ ήλπισαν επί τό σωτήριον αυτού. 23 καί ενετείλατο νεφέλαις υπεράνωθεν καί θύρας ουρανού ανέωξε 24 καί έβρεξεν αυτοίς μάννα φαγείν καί άρτον ουρανού έδωκεν αυτοίς· 25 άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος, επισιτισμόν απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν. 26 απήρε Νότον εξ ουρανού καί επήγαγεν εν τή δυνάμει αυτού Λίβα 27 καί έβρεξεν επ αυτούς ωσεί χούν σάρκας καί ωσεί άμμον θαλασσών πετεινά πτερωτά, 28 καί επέπεσον εν μέσω παρεμβολής αυτών κύκλω τών σκηνωμάτων αυτών, 29 καί έφαγον καί ενεπλήσθησαν σφόδρα, καί τήν επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς, 30 ουκ εστερήθησαν από τής επιθυμίας αυτών. έτι τής βρώσεως ούσης εν τώ στόματι αυτών, 31 καί η οργή τού Θεού ανέβη επ αυτούς, καί απέκτεινεν εν τοίς πλείοσιν αυτών, καί τούς εκλεκτούς τού Ισραήλ συνεπόδισεν. 32 εν πάσι τούτοις ήμαρτον έτι καί ουκ επίστευσαν εν τοίς θαυμασίοις αυτού, 33 καί εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι αυτών καί τά έτη αυτών μετά σπουδής. 34 όταν απέκτειναν αυτούς, τότε εξεζήτουν αυτόν καί επέστρεφον καί ώρθριζον πρός τόν Θεόν 35 καί εμνήσθησαν ότι ο Θεός βοηθός αυτών εστι καί ο Θεός ο ῞Υψιστος λυτρωτής αυτών εστι. 36 καί ηγάπησαν αυτόν εν τώ στόματι αυτών καί τή γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ, 37 η δέ καρδία αυτών ουκ ευθεία μετ αυτού, ουδέ επιστώθησαν εν τή διαθήκη αυτού. 38 αυτός δέ εστιν οικτίρμων καί ιλάσκεται ταίς αμαρτίαις αυτών καί ου διαφθερεί καί πληθυνεί τού αποστρέψαι τόν θυμόν αυτού καί ουχί εκκαύσει πάσαν τήν οργήν αυτού. 39 καί εμνήσθη ότι σάρξ εισι, πνεύμα πορευόμενον καί ουκ επιστρέφον. 40 ποσάκις παρεπίκραναν αυτόν εν τή ερήμω, παρώργισαν αυτόν εν γή ανύδρω; 41 καί επέστρεψαν καί επείρασαν τόν Θεόν καί τόν άγιον τού Ισραήλ παρώξυναν. 42 καί ουκ εμνήσθησαν τής χειρός αυτού, ημέρας, ής ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός θλίβοντος, 43 ως έθετο εν Αιγύπτω τά σημεία αυτού καί τά τέρατα αυτού εν πεδίω Τάνεως. 44 καί μετέστρεψεν εις αίμα τούς ποταμούς αυτών καί τά ομβρήματα αυτών, όπως μή πίωσιν· 45 εξαπέστειλεν εις αυτούς κυνόμυιαν, καί κατέφαγεν αυτούς, καί βάτραχον, καί διέφθειρεν αυτούς· 46 καί έδωκε τή ερυσίβη τούς καρπούς αυτών καί τούς πόνους αυτών τή ακρίδι· 47 απέκτεινεν εν χαλάζη τήν άμπελον αυτών καί τάς συκαμίνους αυτών εν τή πάχνη· 48 καί παρέδωκεν εις χάλαζαν τά κτήνη αυτών καί τήν ύπαρξιν αυτών τώ πυρί· 49 εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν καί οργήν καί θλίψιν, αποστολήν δι αγγέλων πονηρών. 50 ωδοποίησε τρίβον τή οργή αυτού καί ουκ εφείσατο από θανάτου τών ψυχών αυτών καί τά κτήνη αυτών εις θάνατον συνέκλεισε 51 καί επάταξε πάν πρωτότοκον εν γή Αιγύπτω, απαρχήν παντός πόνου αυτών εν τοίς σκηνώμασι Χάμ, 52 καί απήρεν ως πρόβατα τόν λαόν αυτού καί ανήγαγεν αυτούς ωσεί ποίμνιον εν ερήμω 53 καί ωδήγησεν αυτούς επ ελπίδι, καί ουκ εδειλίασαν, καί τούς εχθρούς αυτών εκάλυψε θάλασσα. 54 καί εισήγαγεν αυτούς εις όρος αγιάσματος αυτού, όρος τούτο, ό εκτήσατο η δεξιά αυτού, 55 καί εξέβαλεν από προσώπου αυτών έθνη καί εκληροδότησεν αυτούς εν σχοινίω κληροδοσίας καί κατεσκήνωσεν εν τοίς σκηνώμασιν αυτών τάς φυλάς τού Ισραήλ. 56 καί επείρασαν καί παρεπίκραναν τόν Θεόν τόν ῞Υψιστον καί τά μαρτύρια αυτού ουκ εφυλάξαντο 57 καί απέστρεψαν καί ηθέτησαν, καθώς καί οι πατέρες αυτών, μετεστράφησαν εις τόξον στρεβλόν 58 καί παρώργισαν αυτόν εν τοίς βουνοίς αυτών, καί εν τοίς γλυπτοίς αυτών παρεζήλωσαν αυτόν. 59 ήκουσεν ο Θεός καί υπερείδε καί εξουδένωσε σφόδρα τόν Ισραήλ. 60 καί απώσατο τήν σκηνήν Σιλώμ, σκήνωμα, ό κατεσκήνωσεν εν ανθρώποις. 61 καί παρέδωκεν εις αιχμαλωσίαν τήν ισχύν αυτών καί τήν καλλονήν αυτών εις χείρα εχθρών 62 καί συνέκλεισεν εν ρομφαία τόν λαόν αυτού καί τήν κληρονομίαν αυτού υπερείδε. 63 τούς νεανίσκους αυτών κατέφαγε πύρ, καί αι παρθένοι αυτών ουκ επενθήθησαν· 64 οι ιερείς αυτών εν ρομφαία έπεσον, καί αι χήραι αυτών ου κλαυθήσονται. 65 καί εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος, ως δυνατός κεκραιπαληκώς εξ οίνου, 66 καί επάταξε τούς εχθρούς αυτού εις τά οπίσω, όνειδος αιώνιον έδωκεν αυτοίς. 67 καί απώσατο τό σκήνωμα Ιωσήφ καί τήν φυλήν Εφραίμ ουκ εξελέξατο· 68 καί εξελέξατο τήν φυλήν Ιούδα, τό όρος τό Σιών, ό ηγάπησε, 69 καί ωκοδόμησεν ως μονοκέρωτος τό αγίασμα αυτού, εν τή γή εθεμελίωσεν αυτήν εις τόν αιώνα. 70 καί εξελέξατο Δαυΐδ τόν δούλον αυτού καί ανέλαβεν αυτόν εκ τών ποιμνίων τών προβάτων, 71 εξόπισθεν τών λοχευομένων έλαβεν αυτόν ποιμαίνειν Ιακώβ τόν δούλον αυτού καί Ισραήλ τήν κληρονομίαν αυτού 72 καί εποίμανεν αυτούς εν τή ακακία τής καρδίας αυτού, καί εν τή συνέσει τών χειρών αυτού ωδήγησεν αυτούς.
Ψαλμός ΟΗ’ ( 78ος )
( για να προφυλάξει ο Θεός τα χωριά από ληστείες και καταστροφές των εχθρικών στρατευμάτων )
Ο Θεός, ήλθοσαν έθνη εις τήν κληρονομίαν σου, εμίαναν τόν ναόν τόν άγιόν σου, έθεντο ῾Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον. 2 έθεντο τά θνησιμαία τών δούλων σου βρώματα τοίς πετεινοίς τού ουρανού, τάς σάρκας τών οσίων σου τοίς θηρίοις τής γής· 3 εξέχεαν τό αίμα αυτών ωσεί ύδωρ κύκλω ῾Ιερουσαλήμ, καί ουκ ήν ο θάπτων. 4 εγενήθημεν όνειδος τοίς γείτοσιν ημών, μυκτηρισμός καί χλευασμός τοίς κύκλω ημών. 5 έως πότε, Κύριε, οργισθήση εις τέλος, εκκαυθήσεται ως πύρ ο ζήλός σου; 6 έκχεον τήν οργήν σου επί τά έθνη τά μή γινώσκοντά σε καί επί βασιλείας, αί τό όνομά σου ουκ επεκαλέσαντο, 7 ότι κατέφαγον τόν Ιακώβ, καί τόν τόπον αυτού ηρήμωσαν. 8 μή μνησθής ημών ανομιών αρχαίων· ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, Κύριε, ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα. 9 βοήθησον ημίν, ο Θεός, ο σωτήρ ημών· ένεκεν τής δόξης τού ονόματός σου, Κύριε, ρύσαι ημάς καί ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών ένεκα τού ονόματός σου, 10 μή ποτε είπωσι τά έθνη· πού έστιν ο Θεός αυτών; καί γνωσθήτω εν τοίς έθνεσιν ενώπιον τών οφθαλμών ημών η εκδίκησις τού αίματος τών δούλων σου τού εκκεχυμένου. 11 εισελθέτω ενώπιόν σου ο στεναγμός τών πεπεδημένων, κατά τήν μεγαλωσύνην τού βραχίονός σου περιποίησαι τούς υιούς τών τεθανατωμένων. 12 απόδος τοίς γείτοσιν ημών επταπλασίονα εις τόν κόλπον αυτών τόν ονειδισμόν αυτών, όν ωνείδισάν σε, Κύριε. 13 ημείς δέ λαός σου καί πρόβατα νομής σου ανθομολογησόμεθά σοι εις τόν αιώνα, εις γενεάν καί γενεάν εξαγγελούμεν τήν αίνεσίν σου.
Ψαλμός ΟΘ’ ( 79ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τον άνθρωπο, όταν πρήζεται το πρόσωπό του και πονάει όλο το κεφάλι του )
Ο ποιμαίνων τόν Ισραήλ, πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατα τόν Ιωσήφ. ο καθήμενος επί τών Χερουβίμ, εμφάνηθι. 3 εναντίον Εφραίμ καί Βενιαμίν καί Μανασσή εξέγειρον τήν δυναστείαν σου καί ελθέ εις τό σώσαι ημάς. 4 ο Θεός, επίστρεψον ημάς καί επίφανον τό πρόσωπόν σου καί σωθησόμεθα. 5 Κύριε ο Θεός τών δυνάμεων, έως πότε οργίζη επί τήν προσευχήν τών δούλων σου; 6 ψωμιείς ημάς άρτον δακρύων; καί ποτιείς ημάς εν δάκρυσιν εν μέτρω; 7 έθου ημάς εις αντιλογίαν τοίς γείτοσιν ημών, καί οι εχθροί ημών εμυκτήρισαν ημάς. 8 Κύριε ο Θεός τών δυνάμεων, επίστρεψον ημάς καί επίφανον τό πρόσωπόν σου, καί σωθησόμεθα. (διάψαλμα). 9 άμπελον εξ Αιγύπτου μετήρας, εξέβαλες έθνη καί κατεφύτευσας αυτήν· 10 ωδοποίησας έμπροσθεν αυτής καί κατεφύτευσας τάς ρίζας αυτής, καί επλήρωσε τήν γήν. 11 εκάλυψεν όρη η σκιά αυτής καί αι αναδενδράδες αυτής τάς κέδρους τού Θεού· 12 εξέτεινε τά κλήματα αυτής έως θαλάσσης καί έως ποταμών τάς παραφυάδας αυτής. 13 ινατί καθείλες τόν φραγμόν αυτής καί τρυγώσιν αυτήν πάντες οι παραπορευόμενοι τήν οδόν; 14 ελυμήνατο αυτήν ύς εκ δρυμού, καί μονιός άγριος κατενεμήσατο αυτήν. 15 ο Θεός τών δυνάμεων, επίστρεψον δή, καί επίβλεψον εξ ουρανού καί ίδε καί επίσκεψαι τήν άμπελον ταύτην 16 καί κατάρτισαι αυτήν, ήν εφύτευσεν η δεξιά σου, καί επί υιόν ανθρώπου, όν εκραταίωσας σεαυτώ. 17 εμπεπυρισμένη πυρί καί ανεσκαμμένη· από επιτιμήσεως τού προσώπου σου απολούνται. 18 γενηθήτω η χείρ σου επ άνδρα δεξιάς σου καί επί υιόν ανθρώπου, όν εκραταίωσας σεαυτώ· 19 καί ου μή αποστώμεν από σού, ζωώσεις ημάς, καί τό όνομά σου επικαλεσόμεθα. 20 Κύριε, ο Θεός τών δυνάμεων, επίστρεψον ημάς καί επίφανον τό πρόσωπόν σου, καί σωθησόμεθα.
Ψαλμός Π’ ( 80ος )
( για να οικονομήσει ο Θεός τους φτωχούς, που στερούνται και στενοχωριούνται από την ανέχεια και θλίβονται )
Αγαλλιάσθε τώ Θεώ τώ βοηθώ ημών, αλαλάξατε τώ Θεώ Ιακώβ· 3 λάβετε ψαλμόν καί δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνόν μετά κιθάρας· 4 σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι, εν ευσήμω ημέρα εορτής υμών· 5 ότι πρόσταγμα τώ Ισραήλ εστι καί κρίμα τώ Θεώ Ιακώβ. 6 μαρτύριον εν τώ Ιωσήφ έθετο αυτόν εν τώ εξελθείν αυτόν εκ γής Αιγύπτου· γλώσσαν, ήν ουκ έγνω, ήκουσεν· 7 απέστησεν από άρσεων τόν νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τώ κοφίνω εδούλευσαν. 8 εν θλίψει επεκαλέσω με, καί ερρυσάμην σε· επήκουσά σου εν αποκρύφω καταιγίδος, εδοκίμασά σε επί ύδατος αντιλογίας. (διάψαλμα). 9 άκουσον, λαός μου, καί διαμαρτύρομαί σοι, Ισραήλ, εάν ακούσης μου, 10 ουκ έσται εν σοί Θεός πρόσφατος, ουδέ προσκυνήσεις Θεώ αλλοτρίω· 11 εγώ γάρ ειμι Κύριος ο Θεός σου ο αναγαγών σε εκ γής Αιγύπτου· πλάτυνον τό στόμα σου, καί πληρώσω αυτό. 12 καί ουκ ήκουσεν ο λαός μου τής φωνής μου, καί Ισραήλ ου προσέσχε μοι· 13 καί εξαπέστειλα αυτούς κατά τά επιτηδεύματα τών καρδιών αυτών, πορεύσονται εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών. 14 ει ο λαός μου ήκουσέ μου, Ισραήλ ταίς οδοίς μου ει επορεύθη, 15 εν τώ μηδενί άν τούς εχθρούς αυτών εταπείνωσα καί επί τούς θλίβοντας αυτούς επέβαλον άν τήν χείρά μου. 16 οι εχθροί Κυρίου εψεύσαντο αυτώ, καί έσται ο καιρός αυτών εις τόν αιώνα. 17 καί εψώμισεν αυτούς εκ στέατος πυρού καί εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς.
Ψαλμός ΠΑ’ ( 81ος )
( για να αγοράσουν οι άνθρωποι τα προϊόντα των γεωργών, για να μην στενοχωριούνται και θλίβονται οι χωρικοί )
Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δέ θεούς διακρινεί. 2 έως πότε κρίνετε αδικίαν καί πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; (διάψαλμα). 3 κρίνατε ορφανώ καί πτωχώ, ταπεινόν καί πένητα δικαιώσατε· 4 εξέλεσθε πένητα καί πτωχόν, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν. 5 ουκ έγνωσαν ουδέ συνήκαν, εν σκότει διαπορεύονται· σαλευθήσονται πάντα τά θεμέλια τής γής. 6 εγώ είπα· θεοί εστε καί υιοί ῾Υψίστου πάντες· 7 υμείς δέ ως άνθρωποι αποθνήσκετε καί ως είς τών αρχόντων πίπτετε. 8 ανάστα, ο Θεός, κρίνων τήν γήν, ότι σύ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοίς έθνεσι.
Ψαλμός ΠΒ’ ( 82ος )
( για να εμποδίσει ο Θεός τους κακούς ανθρώπους, που θέλουν να κάνουν δολοφονίες )
Ο Θεός, τίς ομοιωθήσεταί σοι; μή σιγήσης μηδέ καταπραΰνης, ο Θεός· 3 ότι ιδού οι εχθροί σου ήχησαν, καί οι μισούντές σε ήραν κεφαλήν, 4 επί τόν λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην καί εβουλεύσαντο κατά τών αγίων σου· 5 είπαν· δεύτε καί εξολοθρεύσωμεν αυτούς εξ έθνους, καί ου μή μνησθή τό όνομα Ισραήλ έτι. 6 ότι εβουλεύσαντο εν ομονοία επί τό αυτό, κατά σού διαθήκην διέθεντο 7 τά σκηνώματα τών Ιδουμαίων καί οι Ισμαηλίται, Μωάβ καί οι Αγαρηνοί, 8 Γεβάλ καί Αμμών καί Αμαλήκ καί αλλόφυλοι μετά τών κατοικούντων Τύρον. 9 καί γάρ καί Ασσούρ συμπαρεγένετο μετ αυτών, εγενήθησαν εις αντίληψιν τοίς υιοίς Λώτ. (διάψαλμα). 10 ποίησον αυτοίς ως τή Μαδιάμ καί τώ Σισάρα, ως τώ Ιαβείμ εν τώ χειμάρρω Κεισών· 11 εξωλοθρεύθησαν εν Αενδώρ, εγενήθησαν ωσεί κόπρος τή γή. 12 θού τούς άρχοντας αυτών ως τόν Ωρήβ καί Ζήβ καί Ζεβεέ καί Σαλμανά πάντας τούς άρχοντας αυτών, 13 οίτινες είπαν· Κληρονομήσωμεν εαυτοίς τό αγιαστήριον τού Θεού. 14 ο Θεός μου, θού αυτούς ως τροχόν, ως καλάμην κατά πρόσωπον ανέμου· 15 ωσεί πύρ, ό διαφλέξει δρυμόν, ωσεί φλόξ, ή κατακαύσει όρη, 16 ούτως καταδιώξεις αυτούς εν τή καταιγίδι σου, καί εν τή οργή σου συνταράξεις αυτούς. 17 πλήρωσον τά πρόσωπα αυτών ατιμίας, καί ζητήσουσι τό όνομά σου, Κύριε. 18 αισχυνθήτωσαν καί ταραχθήτωσαν εις τόν αιώνα τού αιώνος καί εντραπήτωσαν καί απολέσθωσαν 19 καί γνώτωσαν ότι όνομά σοι Κύριος· σύ μόνος ῞Υψιστος επί πάσαν τήν γήν.
Ψαλμός ΠΓ’ ( 83ος )
( για να διατηρηθούν από τον Θεό όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού καλά, τα ζώα και τα προϊόντα των παραγωγών )
Ως αγαπητά τά σκηνώματά σου, Κύριε τών δυνάμεων. 3 επιποθεί καί εκλείπει η ψυχή μου εις τάς αυλάς τού Κυρίου, η καρδία μου καί η σάρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα. 4 καί γάρ στρουθίον εύρεν εαυτώ οικίαν καί τρυγών νοσσιάν εαυτή, ού θήσει τά νοσσία εαυτής, τά θυσιαστήριά σου, Κύριε τών δυνάμεων, ο Βασιλεύς μου καί ο Θεός μου. 5 μακάριοι οι κατοικούντες εν τώ οίκω σου, εις τούς αιώνας τών αιώνων αινέσουσί σε. (διάψαλμα). 6 μακάριος ανήρ, ώ εστιν η αντίληψις αυτού παρά σοί· αναβάσεις εν τή καρδία αυτού διέθετο 7 εις τήν κοιλάδα τού κλαυθμώνος, εις τόν τόπον, όν έθετο· καί γάρ ευλογίας δώσει ο νομοθετών. 8 πορεύσονται εκ δυνάμεως εις δύναμιν, οφθήσεται ο Θεός τών θεών εν Σιών. 9 Κύριε ο Θεός τών δυνάμεων, εισάκουσον τής προσευχής μου, ενώτισαι, ο Θεός Ιακώβ. (διάψαλμα). 10 υπερασπιστά ημών, ίδε, ο Θεός, καί επίβλεψον εις τό πρόσωπον τού χριστού σου. 11 ότι κρείσσων ημέρα μία εν ταίς αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας· εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τώ οίκω τού Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών. 12 ότι έλεος καί αλήθειαν αγαπά Κύριος ο Θεός, χάριν καί δόξαν δώσει· Κύριος ου στερήσει τά αγαθά τοίς πορευομένοις εν ακακία. 13 Κύριε, ο Θεός τών δυνάμεων, μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί σέ.
Ψαλμός ΠΔ’ ( 84ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που έχουν πληγωθεί από τους ληστές και έπαθαν και από φοβία )
Ευδόκησας, Κύριε, τήν γήν σου, απέστρεψας τήν αιχμαλωσίαν Ιακώβ· 3 αφήκας τάς ανομίας τώ λαώ σου, εκάλυψας πάσας τάς αμαρτίας αυτών. (διάψαλμα). 4 κατέπαυσας πάσαν τήν οργήν σου, απέστρεψας από οργής θυμού σου. 5 επίστρεψον ημάς, ο Θεός τών σωτηρίων ημών, καί απόστρεψον τόν θυμόν σου αφ ημών. 6 μή εις τούς αιώνας οργισθής ημίν; ή διατενείς τήν οργήν σου από γενεάς εις γενεάν; 7 ο Θεός, σύ επιστρέψας ζωώσεις ημάς, καί ο λαός σου ευφρανθήσεται επί σοί. 8 δείξον ημίν, Κύριε, τό έλεός σου καί τό σωτήριόν σου δώης ημίν. 9 ακούσομαι τί λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός, ότι λαλήσει ειρήνην επί τόν λαόν αυτού καί επί τούς οσίους αυτού καί επί τούς επιστρέφοντας καρδίαν επ αυτόν. 10 πλήν εγγύς τών φοβουμένων αυτόν τό σωτήριον αυτού τού κατασκηνώσαι δόξαν εν τή γή ημών. 11 έλεος καί αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καί ειρήνη κατεφίλησαν· 12 αλήθεια εκ τής γής ανέτειλε, καί δικαιοσύνη εκ τού ουρανού διέκυψε. 13 καί γάρ ο Κύριος δώσει χρηστότητα, καί η γή ημών δώσει τόν καρπόν αυτής· 14 δικαιοσύνη εναντίον αυτού προπορεύσεται καί θήσει εις οδόν τά διαβήματα αυτού.
Ψαλμός ΠΕ’ ( 85ος )
( για να σώσει ο Θεός τον κόσμο, όταν πέφτει χολέρα στους ανθρώπους και πεθαίνουν )
Κλίνον, Κύριε, τό ούς σου καί επάκουσόν μου, ότι πτωχός καί πένης ειμί εγώ. 2 φύλαξον τήν ψυχήν μου, ότι όσιός ειμι· σώσον τόν δούλόν σου, ο Θεός μου, τόν ελπίζοντα επί σέ. 3 ελέησόν με, Κύριε, ότι πρός σέ κεκράξομαι όλην τήν ημέραν. 4 εύφρανον τήν ψυχήν τού δούλου σου, ότι πρός σέ, Κύριε, ήρα τήν ψυχήν μου. 5 ότι σύ, Κύριε, χρηστός καί επιεικής καί πολυέλεος πάσι τοίς επικαλουμένοις σε. 6 ενώτισαι, Κύριε, τήν προσευχήν μου καί πρόσχες τή φωνή τής δεήσεώς μου. 7 εν ημέρα θλίψεώς μου εκέκραξα πρός σέ, ότι επήκουσάς μου. 8 ουκ έστιν όμοιός σοι εν θεοίς, Κύριε, καί ουκ έστι κατά τά έργα σου. 9 πάντα τά έθνη, όσα εποίησας, ήξουσι καί προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου, Κύριε, καί δοξάσουσι τό όνομά σου. 10 ότι μέγας εί σύ καί ποιών θαυμάσια, σύ εί Θεός μόνος. 11 οδήγησόν με, Κύριε, εν τή οδώ σου, καί πορεύσομαι εν τή αληθεία σου· ευφρανθήτω η καρδία μου τού φοβείσθαι τό όνομά σου. 12 εξομολογήσομαί σοι, Κύριε ο Θεός μου, εν όλη καρδία μου, καί δοξάσω τό όνομά σου εις τόν αιώνα. 13 ότι τό έλεός σου μέγα επ εμέ καί ερρύσω τήν ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου. 14 ο Θεός, παράνομοι επανέστησαν επ εμέ, καί συναγωγή κραταιών εζήτησαν τήν ψυχήν μου καί ου προέθεντό σε ενώπιον αυτών. 15 καί σύ, Κύριε ο Θεός μου, οικτίρμων καί ελεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί αληθινός. 16 επίβλεψον επ εμέ καί ελέησόν με, δός τό κράτος σου τώ παιδί σου καί σώσον τόν υιόν τής παιδίσκης σου. 17 ποίησον μετ εμού σημείον εις αγαθόν, καί ιδέτωσαν οι μισούντές με καί αισχυνθήτωσαν, ότι σύ, Κύριε, εβοήθησάς μοι καί παρεκάλεσάς με.
Ψαλμός ΠΣΤ’ ( 86ος )
( για να παρατείνει ο Θεός την ζωή στους οικογενειάρχες, που έχουν ακόμη υποχρεώσεις οικογενειακές )
Οι θεμέλιοι αυτού εν τοίς όρεσι τοίς αγίοις· 2 αγαπά Κύριος τάς πύλας Σιών υπέρ πάντα τά σκηνώματα Ιακώβ. 3 δεδοξασμένα ελαλήθη περί σού η πόλις τού Θεού. (διάψαλμα). 4 μνησθήσομαι Ραάβ καί Βαβυλώνος τοίς γινώσκουσί με· καί ιδού αλλόφυλοι καί Τύρος καί λαός τών Αιθιόπων, ούτοι εγενήθησαν εκεί. 5 μήτηρ Σιών, ερεί άνθρωπος, καί άνθρωπος εγενήθη εν αυτή, καί αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο ῞Υψιστος. 6 Κύριος διηγήσεται εν γραφή λαών καί αρχόντων τούτων τών γεγενημένων εν αυτή. (διάψαλμα). 7 ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοί.
Ψαλμός ΠΖ’ ( 87ος )
( για να προστατεύσει ο Θεός όλους τους απροστάτευτους ανθρώπους, που ταλαιπωρούνται από σκληρούς συνανθρώπους )
Κύριε ο Θεός τής σωτηρίας μου, ημέρας εκέκραξα καί εν νυκτί εναντίον σου· 3 εισελθέτω ενώπιόν σου η προσευχή μου, κλίνον τό ούς σου εις τήν δέησίν μου. 4 ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου, καί η ζωή μου τώ άδη ήγγισε· 5 προσελογίσθην μετά τών καταβαινόντων εις λάκκον, εγενήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος εν νεκροίς ελεύθερος, 6 ωσεί τραυματίαι καθεύδοντες εν τάφω, ών ουκ εμνήσθης έτι καί αυτοί εκ τής χειρός σου απώσθησαν. 7 έθεντό με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς καί εν σκιά θανάτου. 8 επ εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, καί πάντας τούς μετεωρισμούς σου επήγαγες επ εμέ. (διάψαλμα). 9 εμάκρυνας τούς γνωστούς μου απ εμού, έθεντό με βδέλυγμα εαυτοίς, παρεδόθην καί ουκ εξεπορευόμην. 10 οι οφθαλμοί μου ησθένησαν από πτωχείας· εκέκραξα πρός σέ, Κύριε, όλην τήν ημέραν, διεπέτασα πρός σέ τάς χείράς μου· 11 μή τοίς νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, καί εξομολογήσονταί σοι; 12 μή διηγήσεταί τις εν τώ τάφω τό έλεός σου καί τήν αλήθειάν σου εν τή απωλεία; 13 μή γνωσθήσεται εν τώ σκότει τά θαυμάσιά σου καί η δικαιοσύνη σου εν γή επιλελησμένη; 14 καγώ πρός σέ, Κύριε, εκέκραξα, καί τό πρωΐ η προσευχή μου προφθάσει σε. 15 ινατί, Κύριε, απωθή τήν ψυχήν μου, αποστρέφεις τό πρόσωπόν σου απ εμού; 16 πτωχός ειμι εγώ καί εν κόποις εκ νεότητός μου, υψωθείς δέ εταπεινώθην καί εξηπορήθην. 17 επ εμέ διήλθον αι οργαί σου, οι φοβερισμοί σου εξετάραξάν με, 18 εκύκλωσάν με ωσεί ύδωρ όλην τήν ημέραν, περιέσχον με άμα. 19 εμάκρυνας απ εμού φίλον καί πλησίον καί τούς γνωστούς μου από ταλαιπωρίας.
Ψαλμός ΠΗ’ ( 88ος )
( για να δυναμώσει ο Θεός τους φιλάσθενους και αδύνατους ανθρώπους, για να μπορούν να εργάζονται χωρίς να κουράζονται και να θλίβονται )
Τά ελέη σου, Κύριε, εις τόν αιώνα άσομαι, εις γενεάν καί γενεάν απαγγελώ τήν αλήθειάν σου εν τώ στόματί μου, 3 ότι είπας· εις τόν αιώνα έλεος οικοδομηθήσεται· εν τοίς ουρανοίς ετοιμασθήσεται η αλήθειά σου· 4 διεθέμην διαθήκην τοίς εκλεκτοίς μου, ώμοσα Δαυΐδ τώ δούλω μου· 5 έως τού αιώνος ετοιμάσω τό σπέρμα σου καί οικοδομήσω εις γενεάν καί γενεάν τόν θρόνον σου. (διάψαλμα). 6 εξομολογήσονται οι ουρανοί τά θαυμάσιά σου, Κύριε, καί τήν αλήθειάν σου εν εκκλησία αγίων. 7 ότι τίς εν νεφέλαις ισωθήσεται τώ Κυρίω; καί τίς ομοιωθήσεται τώ Κυρίω εν υιοίς Θεού; 8 ο Θεός ενδοξαζόμενος εν βουλή αγίων, μέγας καί φοβερός επί πάντας τούς περικύκλω αυτού. 9 Κύριε ο Θεός τών δυνάμεων, τίς όμοιός σοι; δυνατός εί, Κύριε, καί η αλήθειά σου κύκλω σου. 10 σύ δεσπόζεις τού κράτους τής θαλάσσης, τόν δέ σάλον τών κυμάτων αυτής σύ καταπραΰνεις. 11 σύ εταπείνωσας ως τραυματίαν υπερήφανον, εν τώ βραχίονι τής δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τούς εχθρούς σου. 12 σοί εισιν οι ουρανοί, καί σή εστιν η γή· τήν οικουμένην καί τό πλήρωμα αυτής σύ εθεμελίωσας. 13 τόν βορράν καί τήν θάλασσαν σύ έκτισας, Θαβώρ καί ῾Ερμών εν τώ ονόματί σου αγαλλιάσονται. 14 σός ο βραχίων μετά δυναστείας· κραταιωθήτω η χείρ σου, υψωθήτω η δεξιά σου. 15 δικαιοσύνη καί κρίμα ετοιμασία τού θρόνου σου, έλεος καί αλήθεια προπορεύσονται πρό προσώπου σου. 16 μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλαλαγμόν· Κύριε, εν τώ φωτί τού προσώπου σου πορεύσονται 17 καί εν τώ ονόματί σου αγαλλιάσονται όλην τήν ημέραν καί εν τή δικαιοσύνη σου υψωθήσονται. 18 ότι καύχημα τής δυνάμεως αυτών σύ εί, καί εν τή ευδοκία σου υψωθήσεται τό κέρας ημών. 19 ότι τού Κυρίου η αντίληψις καί τού αγίου Ισραήλ βασιλέως ημών. 20 τότε ελάλησας εν οράσει τοίς υιοίς σου καί είπας· εθέμην βοήθειαν επί δυνατόν, ύψωσα εκλεκτόν εκ τού λαού μου· 21 εύρον Δαυΐδ τόν δούλόν μου, εν ελέει αγίω μου έχρισα αυτόν. 22 η γάρ χείρ μου συναντιλήψεται αυτώ καί ο βραχίων μου κατισχύσει αυτόν· 23 ουκ ωφελήσει εχθρός εν αυτώ, καί υιός ανομίας ου προσθήσει τού κακώσαι αυτόν. 24 καί συγκόψω από προσώπου αυτού τούς εχθρούς αυτού καί τούς μισούντας αυτόν τροπώσομαι. 25 καί η αλήθειά μου καί τό έλεός μου μετ αυτού, καί εν τώ ονόματί μου υψωθήσεται τό κέρας αυτού. 26 καί θήσομαι εν θαλάσση χείρα αυτού καί εν ποταμοίς δεξιάν αυτού. 27 αυτός επικαλέσεταί με· πατήρ μου εί σύ, Θεός μου καί αντιλήπτωρ τής σωτηρίας μου· 28 καγώ πρωτότοκον θήσομαι αυτόν, υψηλόν παρά τοίς βασιλεύσι τής γής. 29 εις τόν αιώνα φυλάξω αυτώ τό έλεός μου, καί η διαθήκη μου πιστή αυτώ· 30 καί θήσομαι εις τόν αιώνα τού αιώνος τό σπέρμα αυτού καί τόν θρόνον αυτού ως τάς ημέρας τού ουρανού. 31 εάν εγκαταλίπωσιν οι υιοί αυτού τόν νόμον μου καί τοίς κρίμασί μου μή πορευθώσιν, 32 εάν τά δικαιώματά μου βεβηλώσωσι καί τάς εντολάς μου μή φυλάξωσιν, 33 επισκέψομαι εν ράβδω τάς ανομίας αυτών καί εν μάστιξι τάς αδικίας αυτών· 34 τό δέ έλεός μου ου μή διασκεδάσω απ αυτών, ουδ ου μή αδικήσω εν τή αληθεία μου, 35 ουδ ου μή βεβηλώσω τήν διαθήκην μου καί τά εκπορευόμενα διά τών χειλέων μου ου μή αθετήσω. 36 άπαξ ώμοσα εν τώ αγίω μου, ει τώ Δαυΐδ ψεύσομαι· 37 τό σπέρμα αυτού εις τόν αιώνα μενεί καί ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος εναντίον μου 38 καί ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τόν αιώνα· καί ο μάρτυς εν ουρανώ πιστός. (διάψαλμα). 39 σύ δέ απώσω καί εξουδένωσας, ανεβάλου τόν χριστόν σου· 40 κατέστρεψας τήν διαθήκην τού δούλου σου, εβεβήλωσας εις τήν γήν τό αγίασμα αυτού. 41 καθείλες πάντας τούς φραγμούς αυτού, έθου τά οχυρώματα αυτού δειλίαν· 42 διήρπασαν αυτόν πάντες οι διοδεύοντες οδόν, εγενήθη όνειδος τοίς γείτοσιν αυτού. 43 ύψωσας τήν δεξιάν τών θλιβόντων αυτόν, εύφρανας πάντας τούς εχθρούς αυτού. 44 απέστρεψας τήν βοήθειαν τής ρομφαίας αυτού καί ουκ αντελάβου αυτού εν τώ πολέμω. 45 κατέλυσας από καθαρισμού αυτού, τόν θρόνον αυτού εις τήν γήν κατέρραξας. 46 εσμίκρυνας τάς ημέρας τού χρόνου αυτού, κατέχεας αυτού αισχύνην. (διάψαλμα). 47 έως πότε, Κύριε, αποστρέφη εις τέλος, εκκαυθήσεται ως πύρ η οργή σου; 48 μνήσθητι τίς μου η υπόστασις· μή γάρ ματαίως έκτισας πάντας τούς υιούς τών ανθρώπων; 49 τίς εστιν άνθρωπος, ός ζήσεται, καί ουκ όψεται θάνατον; ρύσεται τήν ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου; (διάψαλμα). 50 πού εστι τά ελέη σου τά αρχαία, Κύριε, ά ώμοσας τώ Δαυΐδ εν τή αληθεία σου; 51 μνήσθητι, Κύριε, τού ονειδισμού τών δούλων σου, ού υπέσχον εν τώ κόλπω πολλών εθνών, 52 ού ωνείδισαν οι εχθροί σου, Κύριε, ού ωνείδισαν τό αντάλλαγμα τού χριστού σου. 53 ευλογητός Κύριος εις τόν αιώνα. γένοιτο γένοιτο.
Ψαλμός ΠΘ’ ( 89ος )
( για να βρέξει ο Θεός, όταν υπάρχει ανομβρία ή όταν στερέψουν τα πηγάδια, για να βγάλουν νερό )
Κύριε, καταφυγή εγενήθης ημίν εν γενεά καί γενεά· 2 πρό τού όρη γενηθήναι καί πλασθήναι τήν γήν καί τήν οικουμένην, καί από τού αιώνος καί έως τού αιώνος σύ εί. 3 μή αποστρέψης άνθρωπον εις ταπείνωσιν· καί είπας· επιστρέψατε υιοί τών ανθρώπων. 4 ότι χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε, καί φυλακή εν νυκτί. 5 τά εξουδενώματα αυτών έτη έσονται. τό πρωΐ ωσεί χλόη παρέλθοι, 6 τό πρωΐ ανθήσαι καί παρέλθοι, τό εσπέρας αποπέσοι, σκληρυνθείη καί ξηρανθείη. 7 ότι εξελίπομεν εν τή οργή σου καί εν τώ θυμώ σου εταράχθημεν. 8 έθου τάς ανομίας ημών εναντίον σου· αιών ημών εις φωτισμόν τού προσώπου σου. 9 ότι πάσαι αι ημέραι ημών εξέλιπον, καί εν τή οργή σου εξελίπομεν· τά έτη ημών ωσεί αράχνη εμελέτων. 10 αι ημέραι τών ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη, εάν δέ εν δυναστείαις, ογδοήκοντα έτη, καί τό πλείον αυτών κόπος καί πόνος· ότι επήλθε πραότης εφ ημάς, καί παιδευθησόμεθα. 11 τίς γινώσκει τό κράτος τής οργής σου καί από τού φόβου σου τόν θυμόν σου εξαριθμήσασθαι; 12 τήν δεξιάν σου ούτω γνώρισόν μοι καί τούς πεπαιδευμένους τή καρδία εν σοφία. 13 επίστρεψον, Κύριε· έως πότε; καί παρακλήθητι επί τοίς δούλοις σου. 14 ενεπλήσθημεν τό πρωΐ τού ελέους σου, Κύριε, καί ηγαλλιασάμεθα καί ευφράνθημεν εν πάσαις ταίς ημέραις ημών· ευφρανθείημεν 15 ανθ ών ημερών εταπείνωσας ημάς, ετών, ών είδομεν κακά. 16 καί ίδε επί τούς δούλους σου καί επί τά έργα σου καί οδήγησον τούς υιούς αυτών, 17 καί έστω η λαμπρότης Κυρίου τού Θεού ημών εφ ημάς, καί τά έργα τών χειρών ημών κατεύθυνον εφ ημάς καί τό έργον τών χειρών ημών κατεύθυνον.
Ψαλμός Ϟ’ ( 90ος )
( για να εξαφανιστεί ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται σε άνθρωπο και τον τρομάζει )
Ο κατοικών εν βοηθεία τού ῾Υψίστου, εν σκέπη τού Θεού τού ουρανού αυλισθήσεται. 2 ερεί τώ Κυρίω· αντιλήπτωρ μου εί καί καταφυγή μου, ο Θεός μου, καί ελπιώ επ αυτόν, 3 ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών καί από λόγου ταραχώδους. 4 εν τοίς μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι, καί υπό τάς πτέρυγας αυτού ελπιείς· όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού. 5 ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, 6 από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου, από συμπτώματος καί δαιμονίου μεσημβρινού. 7 πεσείται εκ τού κλίτους σου χιλιάς καί μυριάς εκ δεξιών σου, πρός σέ δέ ουκ εγγιεί· 8 πλήν τοίς οφθαλμοίς σου κατανοήσεις καί ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει. 9 ότι σύ, Κύριε, η ελπίς μου· τόν ῞Υψιστον έθου καταφυγήν σου. 10 ου προσελεύσεται πρός σέ κακά, καί μάστιξ ουκ εγγιεί εν τώ σκηνώματί σου. 11 ότι τοίς αγγέλοις αυτού εντελείται περί σού τού διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταίς οδοίς σου· 12 επί χειρών αρούσί σε, μήποτε προσκόψης πρός λίθον τόν πόδα σου· 13 επί ασπίδα καί βασιλίσκον επιβήση καί καταπατήσεις λέοντα καί δράκοντα. 14 ότι επ εμέ ήλπισε, καί ρύσομαι αυτόν· σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω τό όνομά μου. 15 κεκράξεται πρός με, καί επακούσομαι αυτού, μετ αυτού ειμι εν θλίψει· εξελούμαι αυτόν, καί δοξάσω αυτόν. 16 μακρότητα ημερών εμπλήσω αυτόν καί δείξω αυτώ τό σωτήριόν μου.
Ψαλμός ϞΑ’ ( 91ος )
( για να δώσει ο Θεός σύνεση στους ανθρώπους, για να προκόπτουν πνευματικά )
Αγαθόν τό εξομολογείσθαι τώ Κυρίω καί ψάλλειν τώ ονόματί σου, ῞Υψιστε, 3 τού αναγγέλλειν τώ πρωΐ τό έλεός σου καί τήν αλήθειάν σου κατά νύκτα 4 εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω μετ ωδής εν κιθάρα. 5 ότι εύφρανάς με, Κύριε, εν τοίς ποιήμασί σου, καί εν τοίς έργοις τών χειρών σου αγαλλιάσομαι. 6 ως εμεγαλύνθη τά έργα σου Κύριε· σφόδρα εβαθύνθησαν οι διαλογισμοί σου. 7 ανήρ άφρων ου γνώσεται, καί ασύνετος ου συνήσει ταύτα. 8 εν τώ ανατείλαι αμαρτωλούς ωσεί χόρτον καί διέκυψαν πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν, όπως άν εξολοθρευθώσιν εις τόν αιώνα τού αιώνος. 9 σύ δέ ῞Υψιστος εις τόν αιώνα, Κύριε· 10 ότι ιδού οι εχθροί σου, Κύριε, ιδού οι εχθροί σου απολούνται, καί διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν, 11 καί υψωθήσεται ως μονοκέρωτος τό κέρας μου καί τό γήράς μου εν ελαίω πίονι· 12 καί επείδεν ο οφθαλμός μου εν τοίς εχθροίς μου, καί εν τοίς επανισταμένοις επ εμέ πονηρευομένοις ακούσατε τό ούς μου. 13 δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει, ωσεί η κέδρος η εν τώ Λιβάνω πληθυνθήσεται. 14 πεφυτευμένοι εν τώ οίκω Κυρίου, εν ταίς αυλαίς τού Θεού ημών εξανθήσουσιν· 15 έτι πληθυνθήσονται εν γήρει πίονι καί ευπαθούντες έσονται τού αναγγείλαι 16 ότι ευθής Κύριος ο Θεός ημών καί ουκ έστιν αδικία εν αυτώ.
Ψαλμός ϞΒ’ ( 92ος )
( για να προφυλάξει ο Θεός το πλοίο, όταν κινδυνεύει από μεγάλη φουρτούνα στη θάλασσα (έριχνε δε και αγιασμένο νερό στα τέσσερα σημεία του πλοίου) )
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο, ενεδύσατο Κύριος δύναμιν καί περιεζώσατο· καί γάρ εστερέωσε τήν οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται. 2 έτοιμος ο θρόνος σου από τότε, από τού αιώνος σύ εί. 3 επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών· αρούσιν οι ποταμοί επιτρίψεις αυτών. 4 από φωνών υδάτων πολλών θαυμαστοί οι μετεωρισμοί τής θαλάσσης, θαυμαστός εν υψηλοίς ο Κύριος. 5 τά μαρτύριά σου επιστώθησαν σφόδρα· τώ οίκω σου πρέπει αγίασμα, Κύριε, εις μακρότητα ημερών.
Ψαλμός ϞΓ’ ( 93ος )
( για να φωτίσει ο Θεός τους άτακτους ανθρώπους, που δημιουργούν θέματα στο έθνος και αναστατώνουν τον λαό και τον ταλαιπωρούν με ακαταστασίες και φαγωμάρες )
Θεός εκδικήσεων Κύριος, Θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο. 2 υψώθητι ο κρίνων τήν γήν, απόδος ανταπόδοσιν τοίς υπερηφάνοις. 3 έως πότε αμαρτωλοί, Κύριε, έως πότε αμαρτωλοί καυχήσονται, 4 φθέγξονται καί λαλήσουσιν αδικίαν, λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν; 5 τόν λαόν σου, Κύριε, εταπείνωσαν καί τήν κληρονομίαν σου εκάκωσαν, 6 χήραν καί ορφανόν απέκτειναν, καί προσήλυτον εφόνευσαν 7 καί είπαν· ουκ όψεται Κύριος, ουδέ συνήσει ο Θεός τού Ιακώβ. 8 σύνετε δή, άφρονες εν τώ λαώ· καί, μωροί, ποτέ φρονήσατε. 9 ο φυτεύσας τό ούς ουχί ακούει; ή ο πλάσας τόν οφθαλμόν ουχί κατανοεί; 10 ο παιδεύων έθνη ουχί ελέγξει; ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; 11 Κύριος γινώσκει τούς διαλογισμούς τών ανθρώπων ότι εισί μάταιοι. 12 μακάριος ο άνθρωπος, όν άν παιδεύσης, Κύριε, καί εκ τού νόμου σου διδάξης αυτόν 13 τού πραΰναι αυτόν αφ ημερών πονηρών, έως ού ορυγή τώ αμαρτωλώ βόθρος. 14 ότι ουκ απώσεται Κύριος τόν λαόν αυτού καί τήν κληρονομίαν αυτού ουκ εγκαταλείψει, 15 έως ού δικαιοσύνη επιστρέψη εις κρίσιν καί εχόμενοι αυτής πάντες οι ευθείς τή καρδία. (διάψαλμα). 16 τίς αναστήσεταί μοι επί πονηρευομένοις; ή τίς συμπαραστήσεταί μοι επί τούς εργαζομένους τήν ανομίαν; 17 ει μή ότι Κύριος εβοήθησέ μοι, παρά βραχύ παρώκησε τώ άδη η ψυχή μου. 18 ει έλεγον· σεσάλευται ο πούς μου, τό έλεός σου, Κύριε, εβοήθει μοι. 19 Κύριε, κατά τό πλήθος τών οδυνών μου εν τή καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν τήν ψυχήν μου. 20 μή συμπροσέστω σοι θρόνος ανομίας, ο πλάσσων κόπον επί πρόσταγμα. 21 θηρεύσουσιν επί ψυχήν δικαίου καί αίμα αθώον καταδικάσονται. 22 καί εγένετό μοι Κύριος εις καταφυγήν καί ο Θεός μου εις βοηθόν ελπίδος μου· 23 καί αποδώσει αυτοίς Κύριος τήν ανομίαν αυτών, καί κατά τήν πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς Κύριος ο Θεός.
Ψαλμός ϞΔ’ ( 94ος )
( για να μην πλησιάσουν μάγια στα ανδρόγυνα και δημιουργούνται θέματα και προστριβές )
Δεύτε αγαλλιασώμεθα τώ Κυρίω, αλαλάξωμεν τώ Θεώ τώ Σωτήρι ημών· 2 προφθάσωμεν τό πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει καί εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ. 3 ότι Θεός μέγας Κύριος καί Βασιλεύς μέγας επί πάσαν τήν γήν· 4 ότι εν τή χειρί αυτού τά πέρατα τής γής, καί τά ύψη τών ορέων αυτού εισιν· 5 ότι αυτού εστιν η θάλασσα, καί αυτός εποίησεν αυτήν, καί τήν ξηράν αι χείρες αυτού έπλασαν. 6 δεύτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν αυτώ καί κλαύσωμεν εναντίον Κυρίου, τού ποιήσαντος ημάς· 7 ότι αυτός εστιν ο Θεός ημών, καί ημείς λαός νομής αυτού καί πρόβατα χειρός αυτού. 8 σήμερον, εάν τής φωνής αυτού ακούσητε, μή σκληρύνητε τάς καρδίας υμών, ως εν τώ παραπικρασμώ κατά τήν ημέραν τού πειρασμού εν τή ερήμω, 9 ού επείρασάν με οι πατέρες υμών, εδοκίμασάν με καί είδον τά έργα μου. 10 τεσσαράκοντα έτη προσώχθισα τή γενεά εκείνη καί είπα· αεί πλανώνται τή καρδία, αυτοί δέ ουκ έγνωσαν τάς οδούς μου, 11 ως ώμοσα εν τή οργή μου· ει εισελεύσονται εις τήν κατάπαυσίν μου.
Ψαλμός ϞΕ’ ( 95ος )
( για να δώσει ο Θεός την ακοή στους κουφούς )
Άσατε τώ Κυρίω άσμα καινόν, άσατε τώ Κυρίω πάσα η γή· 2 άσατε τώ Κυρίω· ευλογήσατε τό όνομα αυτού, ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας τό σωτήριον αυτού· 3 αναγγείλατε εν τοίς έθνεσι τήν δόξαν αυτού, εν πάσι τοίς λαοίς τά θαυμάσια αυτού. 4 ότι μέγας Κύριος καί αινετός σφόδρα, φοβερός εστιν υπέρ πάντας τούς θεούς· 5 ότι πάντες οι θεοί τών εθνών δαιμόνια, ο δέ Κύριος τούς ουρανούς εποίησεν. 6 εξομολόγησις καί ωραιότης ενώπιον αυτού. αγιωσύνη καί μεγαλοπρέπεια εν τώ αγιάσματι αυτού. 7 ενέγκατε τώ Κυρίω, αι πατριαί τών εθνών, ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν καί τιμήν· 8 ενέγκατε τώ Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, άρατε θυσίας καί εισπορεύεσθε εις τάς αυλάς αυτού· 9 προσκυνήσατε τώ Κυρίω εν αυλή αγία αυτού, σαλευθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γή. 10 είπατε εν τοίς έθνεσιν· ο Κύριος εβασίλευσε, καί γάρ κατώρθωσε τήν οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. 11 ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί καί αγαλλιάσθω η γή, σαλευθήτω η θάλασσα καί τό πλήρωμα αυτής· 12 χαρήσεται τά πεδία καί πάντα τά εν αυτοίς· τότε αγαλλιάσονται πάντα τά ξύλα τού δρυμού 13 πρό προσώπου τού Κυρίου, ότι έρχεται, ότι έρχεται κρίναι τήν γήν. κρινεί τήν οικουμένην εν δικαιοσύνη καί λαούς εν τή αληθεία αυτού.
Ψαλμός ϞΣΤ’ ( 96ος )
( για να φύγουν τα μάγια από τους ανθρώπους )
Ο Κύριος εβασίλευσεν, αγαλλιάσθω η γή, ευφρανθήτωσαν νήσοι πολλαί. 2 νέφη καί γνόφος κύκλω αυτού, δικαιοσύνη καί κρίμα κατόρθωσις τού θρόνου αυτού. 3 πύρ εναντίον αυτού προπορεύσεται καί φλογιεί κύκλω τούς εχθρούς αυτού· 4 έφαναν αι αστραπαί αυτού τή οικουμένη, είδε καί εσαλεύθη η γή. 5 τά όρη ωσεί κηρός ετάκησαν από προσώπου Κυρίου, από προσώπου Κυρίου πάσης τής γής. 6 ανήγγειλαν οι ουρανοί τήν δικαιοσύνην αυτού, καί είδοσαν πάντες οι λαοί τήν δόξαν αυτού. 7 αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοίς γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοίς ειδώλοις αυτών· προσκυνήσατε αυτώ, πάντες οι άγγελοι αυτού. 8 ήκουσε καί ευφράνθη η Σιών, καί ηγαλλιάσαντο αι θυγατέρες τής Ιουδαίας ένεκεν τών κριμάτων σου, Κύριε· 9 ότι σύ εί Κύριος ύψιστος επί πάσαν τήν γήν, σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τούς θεούς. 10 οι αγαπώντες τόν Κύριον, μισείτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τάς ψυχάς τών οσίων αυτού, εκ χειρός αμαρτωλών ρύσεται αυτούς. 11 φώς ανέτειλε τώ δικαίω καί τοίς ευθέσι τή καρδία ευφροσύνη. 12 ευφράνθητε, δίκαιοι, εν τώ Κυρίω, καί εξομολογείσθε τή μνήμη τής αγιωσύνης αυτού.
Ψαλμός ϞΖ’ ( 97ος )
( για να δώσει ο Θεός παρηγοριά στους στενοχωρημένους ανθρώπους, για να μη θλίβονται )
Άσατε τώ Κυρίω άσμα καινόν, ότι θαυμαστά εποίησεν ο Κύριος· έσωσεν αυτόν η δεξιά αυτού καί ο βραχίων ο άγιος αυτού. 2 εγνώρισε Κύριος τό σωτήριον αυτού, εναντίον τών εθνών απεκάλυψε τήν δικαιοσύνην αυτού. 3 εμνήσθη τού ελέους αυτού τώ Ιακώβ καί τής αληθείας αυτού τώ οίκω Ισραήλ· είδοσαν πάντα τά πέρατα τής γής τό σωτήριον τού Θεού ημών. 4 αλαλάξατε τώ Θεώ, πάσα η γή, άσατε καί αγαλλιάσθε καί ψάλατε· 5 ψάλατε τώ Κυρίω εν κιθάρα, εν κιθάρα καί φωνή ψαλμού· 6 εν σάλπιγξιν ελαταίς καί φωνή σάλπιγγος κερατίνης αλαλάξατε ενώπιον τού Βασιλέως Κυρίου. 7 σαλευθήτω η θάλασσα καί τό πλήρωμα αυτής, η οικουμένη καί πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. 8 ποταμοί κροτήσουσι χειρί επί τό αυτό, τά όρη αγαλλιάσονται, 9 ότι ήκει κρίναι τήν γήν· κρινεί τήν οικουμένην εν δικαιοσύνη καί λαούς εν ευθύτητι.
Ψαλμός ϞΗ’ ( 98ος )
( για να ευλογήσει και να χαριτώσει ο Θεός τους νέους που θέλουν να αφιερωθούν στον Θεό )
Ο Κύριος εβασίλευσεν, οργιζέσθωσαν λαοί· ο καθήμενος επί τών Χερουβίμ, σαλευθήτω η γή. 2 Κύριος εν Σιών μέγας καί υψηλός εστιν επί πάντας τούς λαούς. 3 εξομολογησάσθωσαν τώ ονόματί σου τώ μεγάλω, ότι φοβερόν καί άγιόν εστι. 4 καί τιμή βασιλέως κρίσιν αγαπά· σύ ητοίμασας ευθύτητας, κρίσιν καί δικαιοσύνην εν Ιακώβ σύ εποίησας. 5 υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών καί προσκυνείτε τώ υποποδίω τών ποδών αυτού, ότι άγιός εστι. 6 Μωυσής καί Ααρών εν τοίς ιερεύσιν αυτού, καί Σαμουήλ εν τοίς επικαλουμένοις τό όνομα αυτού· επεκαλούντο τόν Κύριον, καί αυτός εισήκουσεν αυτών, 7 εν στύλω νεφέλης ελάλει πρός αυτούς· ότι εφύλασσον τά μαρτύρια αυτού καί τά προστάγματα αυτού, ά έδωκεν αυτοίς. 8 Κύριε ο Θεός ημών, σύ επήκουσε αυτών· ο Θεός, σύ ευίλατος εγίνου αυτοίς καί εκδικών επί πάντα τά επιτηδεύματα αυτών. 9 υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών καί προσκυνείτε εις όρος άγιον αυτού, ότι άγιος Κύριος ο Θεός ημών.
Ψαλμός ϞΘ’ ( 99ος )
( για να ευλογήσει και να εκπληρώσει ο Θεός τους θείους πόθους των ανθρώπων )
Αλαλάξατε τώ Κυρίω, πάσα η γή, 2 δουλεύσατε τώ Κυρίω εν ευφροσύνη, εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει. 3 γνώτε ότι Κύριος, αυτός εστιν ο Θεός ημών, αυτός εποίησεν ημάς καί ουχ ημείς· ημείς δέ λαός αυτού καί πρόβατα τής νομής αυτού. 4 εισέλθετε εις τάς πύλας αυτού εν εξομολογήσει, εις τάς αυλάς αυτού εν ύμνοις. εξομολογείσθε αυτώ, αινείτε τό όνομα αυτού, 5 ότι χρηστός Κύριος, εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, καί έως γενεάς καί γενεάς η αλήθεια αυτού.
Ψαλμός Ρ’ ( 100ος )
( για να δίνει ο Θεός χαρίσματα στους καλοκάγαθους ανθρώπους )
Έλεος καί κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε· 2 ψαλώ καί συνήσω εν οδώ αμώμω· πότε ήξεις πρός με; διεπορευόμην εν ακακία καρδίας μου εν μέσω τού οίκου μου. 3 ου προεθέμην πρό οφθαλμών μου πράγμα παράνομον, ποιούντας παραβάσεις εμίσησα· ουκ εκολλήθη μοι καρδία σκαμβή. 4 εκκλίνοντος απ εμού τού πονηρού ουκ εγίνωσκον. 5 τόν καταλαλούντα λάθρα τόν πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον· υπερηφάνω οφθαλμώ καί απλήστω καρδία, τούτω ου συνήσθιον. 6 οι οφθαλμοί μου επί τούς πιστούς τής γής τού συγκαθήσθαι αυτούς μετ εμού· πορευόμενος εν οδώ αμώμω, ούτός μοι ελειτούργει. 7 ου κατώκει εν μέσω τής οικίας μου ποιών υπερηφανίαν, λαλών άδικα ου κατεύθυνεν ενώπιον τών οφθαλμών μου. 8 εις τάς πρωίας απέκτεινον πάντας τούς αμαρτωλούς τής γής τού εξολοθρεύσαι εκ πόλεως Κυρίου πάντας τούς εργαζομένους τήν ανομίαν.
Ψαλμός ΡΑ’ ( 101ος )
( για να ευλογήσει ο Θεός τους ανθρώπους, που φέρουν αξιώματα, για να βοηθούν τον κόσμο με καλοσύνη και κατανόηση )
Κύριε, εισάκουσον τής προσευχής μου, καί η κραυγή μου πρός σέ ελθέτω. 3 μή αποστρέψης τό πρόσωπόν σου απ εμού· εν ή άν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον πρός με τό ούς σου· εν ή άν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν μου, 4 ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου, καί τά οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν. 5 επλήγην ωσεί χόρτος καί εξηράνθη η καρδία μου, ότι επελαθόμην τού φαγείν τόν άρτον μου. 6 από φωνής τού στεναγμού μου εκολλήθη τό οστούν μου τή σαρκί μου. 7 ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, 8 ηγρύπνησα καί εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. 9 όλην τήν ημέραν ωνείδιζόν με οι εχθροί μου, καί οι επαινούντές με κατ εμού ώμνυον. 10 ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον καί τό πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων 11 από προσώπου τής οργής σου καί τού θυμού σου, ότι επάρας κατέρραξάς με. 12 αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην. 13 σύ δέ, Κύριε, εις τόν αιώνα μένεις, καί τό μνημόσυνόν σου εις γενεάν καί γενεάν. 14 σύ αναστάς οικτειρήσεις τήν Σιών, ότι καιρός τού οικτειρήσαι αυτήν, ότι ήκει καιρός· 15 ότι ευδόκησαν οι δούλοί σου τούς λίθους αυτής, καί τόν χούν αυτής οικτειρήσουσι. 16 καί φοβηθήσονται τά έθνη τό όνομά σου, Κύριε, καί πάντες οι βασιλείς τής γής τήν δόξαν σου, 17 ότι οικοδομήσει Κύριος τήν Σιών καί οφθήσεται εν τή δόξη αυτού. 18 επέβλεψεν επί τήν προσευχήν τών ταπεινών καί ουκ εξουδένωσε τήν δέησιν αυτών. 19 γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν, καί λαός ο κτιζόμενος αινέσει τόν Κύριον. 20 ότι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού, Κύριος εξ ουρανού επί τήν γήν επέβλεψε 21 τού ακούσαι τού στεναγμού τών πεπεδημένων, τού λύσαι τούς υιούς τών τεθανατωμένων, 22 τού αναγγείλαι εν Σιών τό όνομα Κυρίου καί τήν αίνεσιν αυτού εν ῾Ιερουσαλήμ 23 εν τώ συναχθήναι λαούς επί τό αυτό καί βασιλείς τού δουλεύειν τώ Κυρίω. 24 απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού· τήν ολιγότητα τών ημερών μου ανάγγειλόν μοι· 25 μή αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου· εν γενεά γενεών τά έτη σου. 26 κατ αρχάς σύ, Κύριε, τήν γήν εθεμελίωσας, καί έργα τών χειρών σού εισιν οι ουρανοί· 27 αυτοί απολούνται, σύ δέ διαμένεις, καί πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, καί ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς καί αλλαγήσονται· 28 σύ δέ ο αυτός εί, καί τά έτη σου ουκ εκλείψουσιν. 29 οι υιοί τών δούλων σου κατασκηνώσουσι, καί τό σπέρμα αυτών εις τόν αιώνα κατευθυνθήσεται.
Ψαλμός ΡΒ’ ( 102ος )
( για να έλθουν τα έμμηνα, όταν καθυστερούν )
Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον καί, πάντα τά εντός μου, τό όνομα τό άγιον αυτού· 2 ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον καί μή επιλανθάνου πάσας τάς ανταποδόσεις αυτού· 3 τόν ευιλατεύοντα πάσας τάς ανομίας σου, τόν ιώμενον πάσας τάς νόσους σου· 4 τόν λυτρούμενον εκ φθοράς τήν ζωήν σου, τόν στεφανούντά σε εν ελέει καί οικτιρμοίς· 5 τόν εμπιπλώντα εν αγαθοίς τήν επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. 6 ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος καί κρίμα πάσι τοίς αδικουμένοις. 7 εγνώρισε τάς οδούς αυτού τώ Μωυσή, τοίς υιοίς Ισραήλ τά θελήματα αυτού. 8 οικτίρμων καί ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος· 9 ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τόν αιώνα μηνιεί· 10 ου κατά τάς ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τάς αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν, 11 ότι κατά τό ύψος τού ουρανού από τής γής εκραταίωσε Κύριος τό έλεος αυτού επί τούς φοβουμένους αυτόν· 12 καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ ημών τάς ανομίας ημών. 13 καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αυτόν, 14 ότι αυτός έγνω τό πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χούς εσμεν. 15 άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού· ωσεί άνθος τού αγρού, ούτως εξανθήσει· 16 ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, καί ουχ υπάρξει καί ουκ επιγνώσεται έτι τόν τόπον αυτού. 17 τό δέ έλεος τού Κυρίου από τού αιώνος καί έως τού αιώνος επί τούς φοβουμένους αυτόν, καί η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών 18 τοίς φυλάσσουσι τήν διαθήκην αυτού καί μεμνημένοις τών εντολών αυτού τού ποιήσαι αυτάς. 19 Κύριος εν τώ ουρανώ ητοίμασε τόν θρόνον αυτού, καί η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. 20 ευλογείτε τόν Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύϊ ποιούντες τόν λόγον αυτού τού ακούσαι τής φωνής τών λόγων αυτού. 21 ευλογείτε τόν Κύριον, πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού ποιούντες τό θέλημα αυτού· 22 ευλογείτε τόν Κύριον, πάντα τά έργα αυτού, εν παντί τόπω τής δεσποτείας αυτού· ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.
Ψαλμός ΡΓ’ ( 103ος )
( για να ευλογήσει ο Θεός τα υπάρχοντα των ανθρώπων, για να μην στερούνται και θλίβονται, αλλά να δοξάσουν τον Θεό )
Ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον. Κύριε ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα, εξομολόγησιν καί μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω 2 αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον, εκτείνων τόν ουρανόν ωσεί δέρριν· 3 ο στεγάζων εν ύδασι τά υπερώα αυτού, ο τιθείς νέφη τήν επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων· 4 ο ποιών τούς αγγέλους αυτού πνεύματα καί τούς λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. 5 ο θεμελιών τήν γήν επί τήν ασφάλειαν αυτής, ου κλιθήσεται εις τόν αιώνα τού αιώνος. 6 άβυσσος ως ιμάτιον τό περιβόλαιον αυτού, επί τών ορέων στήσονται ύδατα· 7 από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. 8 αναβαίνουσιν όρη καί καταβαίνουσι πεδία εις τόν τόπον όν εθεμελίωσας αυτά· 9 όριον έθου, ό ου παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι τήν γήν. 10 ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανά μέσον τών ορέων διελεύσονται ύδατα· 11 ποτιούσι πάντα τά θηρία τού αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών· 12 επ αυτά τά πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου τών πετρών δώσουσι φωνήν. 13 ποτίζων όρη εκ τών υπερώων αυτού, από καρπού τών έργων σου χορτασθήσεται η γή. 14 ο εξανατέλλων χόρτον τοίς κτήνεσι καί χλόην τή δουλεία τών ανθρώπων τού εξαγαγείν άρτον εκ τής γής· 15 καί οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου τού ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω, καί άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. 16 χορτασθήσονται τά ξύλα τού πεδίου, αι κέδροι τού Λιβάνου, άς εφύτευσας. 17 εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι, τού ερωδιού η οικία ηγείται αυτών. 18 όρη τά υψηλά ταίς ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοίς λαγωοίς. 19 εποίησε σελήνην εις καιρούς, ο ήλιος έγνω τήν δύσιν αυτού. 20 έθου σκότος, καί εγένετο νύξ· εν αυτή διελεύσονται πάντα τά θηρία τού δρυμού. 21 σκύμνοι ωρυόμενοι τού αρπάσαι καί ζητήσαι παρά τώ Θεώ βρώσιν αυτοίς. 22 ανέτειλεν ο ήλιος, καί συνήχθησαν καί εις τάς μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. 23 εξελεύσεται άνθρωπος επί τό έργον αυτού καί επί τήν εργασίαν αυτού έως εσπέρας. 24 ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γή τής κτίσεώς σου. 25 αύτη η θάλασσα η μεγάλη καί ευρύχωρος, εκεί ερπετά, ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων· 26 εκεί πλοία διαπορεύονται, δράκων ούτος, όν έπλασας εμπαίζειν αυτή. 27 πάντα πρός σέ προσδοκώσι, δούναι τήν τροφήν αυτών εις εύκαιρον. 28 δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν, ανοίξαντός σου τήν χείρα, τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. 29 αποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον ταραχθήσονται· αντανελείς τό πνεύμα αυτών, καί εκλείψουσι καί εις τόν χούν αυτών επιστρέψουσιν. 30 εξαποστελείς τό πνεύμά σου, καί κτισθήσονται, καί ανακαινιείς τό πρόσωπον τής γής. 31 ήτω η δόξα Κυρίου εις τούς αιώνας, ευφρανθήσεται Κύριος επί τοίς έργοις αυτού· 32 ο επιβλέπων επί τήν γήν καί ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος τών ορέων καί καπνίζονται. 33 άσω τώ Κυρίω εν τή ζωή μου, ψαλώ τώ Θεώ μου έως υπάρχω· 34 ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δέ ευφρανθήσομαι επί τώ Κυρίω. 35 εκλείποιεν αμαρτωλοί από τής γής καί άνομοι, ώστε μή υπάρχειν αυτούς. ευλόγει, η ψυχή μου, τόν Κύριον.
Ψαλμός ΡΔ’ ( 104ος )
( για να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους )
Εξομολογείσθε τώ Κυρίω καί επικαλείσθε τό όνομα αυτού, απαγγείλατε εν τοίς έθνεσι τά έργα αυτού· 2 άσατε αυτώ καί ψάλατε αυτώ, διηγήσασθε πάντα τά θαυμάσια αυτού. 3 επαινείσθε εν τώ ονόματι τώ αγίω αυτού. ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τόν Κύριον· 4 ζητήσατε τόν Κύριον καί κραταιώθητε, ζητήσατε τό πρόσωπον αυτού διαπαντός. 5 μνήσθητε τών θαυμασίων αυτού, ών εποίησε, τά τέρατα αυτού καί τά κρίματα τού στόματος αυτού, 6 σπέρμα ῾Αβραάμ δούλοι αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. 7 αυτός Κύριος ο Θεός ημών, εν πάση τή γή τά κρίματα αυτού. 8 εμνήσθη εις τόν αιώνα διαθήκης αυτού, λόγου, ού ενετείλατο εις χιλίας γενεάς, 9 όν διέθετο τώ ῾Αβραάμ, καί τού όρκου αυτού τώ Ισαάκ 10 καί έστησεν αυτόν τώ Ιακώβ εις πρόσταγμα καί τώ Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον 11 λέγων· σοί δώσω τήν γήν Χαναάν σχοίνισμα κληρονομίας υμών. 12 εν τώ είναι αυτούς αριθμώ βραχείς, ολιγοστούς καί παροίκους εν αυτή 13 καί διήλθον εξ έθνους εις έθνος, καί εκ βασιλείας εις λαόν έτερον. 14 ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς καί ήλεγξεν υπέρ αυτών βασιλείς· 15 μή άπτεσθε τών χριστών μου καί εν τοίς προφήταις μου μή πονηρεύεσθε. 16 καί εκάλεσε λιμόν επί τήν γήν, πάν στήριγμα άρτου συνέτριψεν· 17 απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον, εις δούλον επράθη Ιωσήφ. 18 εταπείνωσαν εν πέδαις τούς πόδας αυτού, σίδηρον διήλθεν η ψυχή αυτού 19 μέχρι τού ελθείν τόν λόγον αυτού, τό λόγιον τού Κυρίου επύρωσεν αυτόν. 20 απέστειλε βασιλεύς καί έλυσεν αυτόν, άρχων λαού, καί αφήκεν αυτόν. 21 κατέστησεν αυτόν κύριον τού οίκου αυτού καί άρχοντα πάσης τής κτήσεως αυτού 22 τού παιδεύσαι τούς άρχοντας αυτού ως εαυτόν καί τούς πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι. 23 καί εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον, καί Ιακώβ παρώκησεν εν γή Χάμ. 24 καί ηύξησε τόν λαόν αυτού σφόδρα καί εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τούς εχθρούς αυτού. 25 μετέστρεψε τήν καρδίαν αυτού τού μισήσαι τόν λαόν αυτού, τού δολιούσθαι εν τοίς δούλοις αυτού. 26 εξαπέστειλε Μωϋσήν τόν δούλον αυτού, Ααρών, όν εξελέξατο εαυτώ. 27 έθετο εν αυτοίς τούς λόγους τών σημείων αυτού καί τών τεράτων αυτού εν γή Χάμ. 28 εξαπέστειλε σκότος καί εσκότασεν, ότι παρεπίκραναν τούς λόγους αυτού· 29 μετέστρεψε τά ύδατα αυτών εις αίμα, καί απέκτεινε τούς ιχθύας αυτών. 30 εξήρψεν η γή αυτών βατράχους εν τοίς ταμιείοις τών βασιλέων αυτών. 31 είπε, καί ήλθε κυνόμυια καί σκνίπες εν πάσι τοίς ορίοις αυτών. 32 έθετο τάς βροχάς αυτών χάλαζαν, πύρ καταφλέγον εν τή γή αυτών, 33 καί επάταξε τάς αμπέλους αυτών καί τάς συκάς αυτών καί συνέτριψε πάν ξύλον ορίου αυτών. 34 είπε καί ήλθεν ακρίς, καί βρούχος, ού ουκ ήν αριθμός, 35 καί κατέφαγε πάντα τόν χόρτον εν τή γή αυτών, καί κατέφαγε τόν καρπόν τής γής αυτών. 36 καί επάταξε πάν πρωτότοκον εν τή γή αυτών, απαρχήν παντός πόνου αυτών. 37 καί εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω καί χρυσίω, καί ουκ ήν εν ταίς φυλαίς αυτών ο ασθενών. 38 ευφράνθη Αίγυπτος εν τή εξόδω αυτών, ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ αυτούς. 39 διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς καί πύρ τού φωτίσαι αυτοίς τήν νύκτα. 40 ήτησαν, καί ήλθεν ορτυγομήτρα, καί άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς· 41 διέρρηξε πέτραν, καί ερρύησαν ύδατα, επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί. 42 ότι εμνήσθη τού λόγου τού αγίου αυτού τού πρός ῾Αβραάμ τόν δούλον αυτού 43 καί εξήγαγε τόν λαόν αυτού εν αγαλλιάσει καί τούς εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη. 44 καί έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών, καί πόνους λαών κατεκληρονόμησαν, 45 όπως άν φυλάξωσι τά δικαιώματα αυτού, καί τόν νόμον αυτού εκζητήσωσιν.
Ψαλμός ΡΕ’ ( 105ος )
( για να δώσει φώτιση ο Θεός στους ανθρώπους να μην ξεκλίνουν από την οδό της σωτηρίας )
Εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού. 2 τίς λαλήσει τάς δυναστείας τού Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τάς αινέσεις αυτού; 3 μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν καί ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ. 4 μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τή ευδοκία τού λαού σου, επίσκεψαι ημάς εν τώ σωτηρίω σου 5 τού ιδείν εν τή χρηστότητι τών εκλεκτών σου, τού ευφρανθήναι εν τή ευφροσύνη τού έθνους σου, τού επαινείσθαι μετά τής κληρονομίας σου. 6 ημάρτομεν μετά τών πατέρων ημών, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν. 7 οι πατέρες ημών εν Αιγύπτω ου συνήκαν τά θαυμάσιά σου καί ουκ εμνήσθησαν τού πλήθους τού ελέους σου καί παρεπίκραναν αναβαίνοντες εν τή ερυθρά θαλάσση. 8 καί έσωσεν αυτούς ένεκεν τού ονόματος αυτού τού γνωρίσαι τήν δυναστείαν αυτού· 9 καί επετίμησε τή ερυθρά θαλάσση, καί εξηράνθη, καί ωδήγησεν αυτούς εν αβύσσω ως εν ερήμω· 10 καί έσωσεν αυτούς εκ χειρός μισούντος καί ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός εχθρών· 11 εκάλυψεν ύδωρ τούς θλίβοντας αυτούς, είς εξ αυτών ουχ υπελείφθη. 12 καί επίστευσαν τοίς λόγοις αυτού καί ήσαν τήν αίνεσιν αυτού. 13 ετάχυναν, επελάθοντο τών έργων αυτού, ουχ υπέμειναν τήν βουλήν αυτού· 14 καί επεθύμησαν επιθυμίαν εν τή ερήμω καί επείρασαν τόν Θεόν εν ανύδρω. 15 καί έδωκεν αυτοίς τό αίτημα αυτών, καί εξαπέστειλε πλησμονήν εις τάς ψυχάς αυτών. 16 καί παρώργισαν Μωυσήν εν τή παρεμβολή, τόν Ααρών τόν άγιον Κυρίου· 17 ηνοίχθη η γή καί κατέπιε Δαθάν καί εκάλυψεν επί τήν συναγωγήν Αβειρών· 18 καί εξεκαύθη πύρ εν τή συναγωγή αυτών, φλόξ κατέφλεξεν αμαρτωλούς. 19 καί εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ καί προσεκύνησαν τώ γλυπτώ. 20 καί ηλλάξαντο τήν δόξαν αυτών εν ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον. 21 καί επελάθοντο τού Θεού τού σώζοντος αυτούς, τού ποιήσαντος μεγάλα εν Αιγύπτω, 22 θαυμαστά εν γή Χάμ, φοβερά επί θαλάσσης ερυθράς. 23 καί είπε τού εξολοθρεύσαι αυτούς, ει μή Μωυσής ο εκλεκτός αυτού έστη εν τή θραύσει ενώπιον αυτού τού αποστρέψαι τόν θυμόν αυτού τού μή εξολοθρεύσαι αυτούς. 24 καί εξουδένωσαν γήν επιθυμητήν, ουκ επίστευσαν τώ λόγω αυτού· 25 καί εγόγγυσαν εν τοίς σκηνώμασιν αυτών, ουκ εισήκουσαν τής φωνής Κυρίου. 26 καί επήρε τήν χείρα αυτού επ αυτούς τού καταβαλείν αυτούς εν τή ερήμω 27 καί τού καταβαλείν τό σπέρμα αυτών εν τοίς έθνεσι καί διασκορπίσαι αυτούς εν ταίς χώραις. 28 καί ετελέσθησαν τώ Βεελφεγώρ καί έφαγον θυσίας νεκρών· 29 καί παρώξυναν αυτόν εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών, καί επληθύνθη εν αυτοίς η πτώσις. 30 καί έστη Φινεές καί εξιλάσατο, καί εκόπασεν η θραύσις· 31 καί ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην εις γενεάν καί γενεάν έως τού αιώνος. 32 καί παρώργισαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας καί εκακώθη Μωυσής δι αυτούς, 33 ότι παρεπίκραναν τό πνεύμα αυτού, καί διέστειλεν εν τοίς χείλεσιν αυτού. 34 ουκ εξωλόθρευσαν τά έθνη, ά είπε Κύριος αυτοίς, 35 καί εμίγησαν εν τοίς έθνεσι καί έμαθον τά έργα αυτών· 36 καί εδούλευσαν τοίς γλυπτοίς αυτών, καί εγενήθη αυτοίς εις σκάνδαλον· 37 καί έθυσαν τούς υιούς αυτών καί τάς θυγατέρας αυτών τοίς δαιμονίοις 38 καί εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών καί θυγατέρων, ών έθυσαν τοίς γλυπτοίς Χαναάν καί εφονοκτονήθη η γή εν τοίς αίμασι 39 καί εμιάνθη εν τοίς έργοις αυτών, καί επόρνευσαν εν τοίς επιτηδεύμασιν αυτών. 40 καί ωργίσθη θυμώ Κύριος επί τόν λαόν αυτού καί εβδελύξατο τήν κληρονομίαν αυτού· 41 καί παρέδωκεν αυτούς εις χείρας εχθρών, καί εκυρίευσαν αυτών οι μισούντες αυτούς. 42 καί έθλιψαν αυτούς οι εχθροί αυτών, καί εταπεινώθησαν υπό τάς χείρας αυτών. 43 πλεονάκις ερρύσατο αυτούς, αυτοί δέ παρεπίκραναν αυτόν εν τή βουλή αυτών καί εταπεινώθησαν εν ταίς ανομίαις αυτών. 44 καί είδε Κύριος εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, εν τώ αυτόν εισακούσαι τής δεήσεως αυτών· 45 καί εμνήσθη τής διαθήκης αυτού καί μετεμελήθη κατά τό πλήθος τού ελέους αυτού 46 καί έδωκεν αυτούς εις οικτιρμούς εναντίον πάντων τών αιχμαλωτευσάντων αυτούς. 47 σώσον ημάς, Κύριε ο Θεός ημών, καί επισυνάγαγε ημάς εκ τών εθνών τού εξομολογήσασθαι τώ ονόματί σου τώ αγίω, τού εγκαυχάσθαι εν τή αινέσει σου. 48 ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ από τού αιώνος καί έως τού αιώνος. καί ερεί πάς ο λαός· γένοιτο γένοιτο.
Ψαλμός ΡΣΤ’ ( 106ος )
( για να λύσει ο Θεός την στείρωση των γυναικών )
Εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 2 ειπάτωσαν οι λελυτρωμένοι υπό Κυρίου, ούς ελυτρώσατο εκ χειρός εχθρού. 3 εκ τών χωρών συνήγαγεν αυτούς, από ανατολών καί δυσμών καί βορρά καί θαλάσσης. 4 επλανήθησαν εν τή ερήμω εν γή ανύδρω, οδόν πόλεως κατοικητηρίου ουχ εύρον, 5 πεινώντες καί διψώντες, η ψυχή αυτών εν αυτοίς εξέλιπε· 6 καί εκέκραξαν πρός Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, καί εκ τών αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς 7 καί ωδήγησεν αυτούς εις οδόν ευθείαν τού πορευθήναι εις πόλιν κατοικητηρίου. 8 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τά ελέη αυτού καί τά θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς τών ανθρώπων, 9 ότι εχόρτασε ψυχήν κενήν καί πεινώσαν ενέπλησεν αγαθών. 10 καθημένους εν σκότει καί σκιά θανάτου, πεπεδημένους εν πτωχεία καί σιδήρω, 11 ότι παρεπίκραναν τά λόγια τού Θεού, καί τήν βουλήν τού ῾Υψίστου παρώξυναν, 12 καί εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών, ησθένησαν, καί ουκ ήν ο βοηθών· 13 καί εκέκραξαν πρός Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, καί εκ τών αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς 14 καί εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους καί σκιάς θανάτου καί τούς δεσμούς αυτών διέρρηξεν. 15 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τά ελέη αυτού καί τά θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς τών ανθρώπων, 16 ότι συνέτριψε πύλας χαλκάς καί μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν. 17 αντελάβετο αυτών εξ οδού ανομίας αυτών, διά γάρ τάς ανομίας αυτών εταπεινώθησαν· 18 πάν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών, καί ήγγισαν έως τών πυλών τού θανάτου· 19 καί εκέκραξαν πρός Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, καί εκ τών αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς, 20 απέστειλε τόν λόγον αυτού καί ιάσατο αυτούς καί ερρύσατο αυτούς εκ τών διαφθορών αυτών. 21 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τά ελέη αυτού καί τά θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς τών ανθρώπων 22 καί θυσάτωσαν αυτώ θυσίαν αινέσεως καί εξαγγειλάτωσαν τά έργα αυτού εν αγαλλιάσει. 23 οι καταβαίνοντες εις θάλασσαν εν πλοίοις, ποιούντες εργασίαν εν ύδασι πολλοίς, 24 αυτοί είδον τά έργα Κυρίου καί τά θαυμάσια αυτού εν τώ βυθώ. 25 είπε, καί έστη πνεύμα καταιγίδος, καί υψώθη τά κύματα αυτής· 26 αναβαίνουσιν έως τών ουρανών καί καταβαίνουσιν έως τών αβύσσων, η ψυχή αυτών εν κακοίς ετήκετο· 27 εταράχθησαν, εσαλεύθησαν ως ο μεθύων, καί πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη· 28 καί εκέκραξαν πρός Κύριον εν τώ θλίβεσθαι αυτούς, καί εκ τών αναγκών αυτών εξήγαγεν αυτούς 29 καί επέταξε τή καταιγίδι, καί έστη εις αύραν, καί εσίγησαν τά κύματα αυτής· 30 καί ευφράνθησαν, ότι ησύχασαν, καί ωδήγησεν αυτούς επί λιμένα θελήματος αυτού. 31 εξομολογησάσθωσαν τώ Κυρίω τά ελέη αυτού καί τά θαυμάσια αυτού τοίς υιοίς τών ανθρώπων. 32 υψωσάτωσαν αυτόν εν εκκλησία λαού καί εν καθέδρα πρεσβυτέρων αινεσάτωσαν αυτόν. 33 έθετο ποταμούς εις έρημον καί διεξόδους υδάτων εις δίψαν, 34 γήν καρποφόρον εις άλμην από κακίας τών κατοικούντων εν αυτή. 35 έθετο έρημον εις λίμνας υδάτων καί γήν άνυδρον εις διεξόδους υδάτων. 36 καί κατώκισεν εκεί πεινώντας, καί συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας 37 καί έσπειραν αγρούς καί εφύτευσαν αμπελώνας καί εποίησαν καρπόν γεννήματος, 38 καί ευλόγησεν αυτούς, καί επληθύνθησαν σφόδρα, καί τά κτήνη αυτών ουκ εσμίκρυνε. 39 καί ωλιγώθησαν καί εκακώθησαν από θλίψεως κακών καί οδύνης. 40 εξεχύθη εξουδένωσις επ άρχοντας αυτών, καί επλάνησεν αυτούς εν αβάτω καί ουχ οδώ. 41 καί εβοήθησε πένητι εκ πτωχείας καί έθετο ως πρόβατα πατριάς. 42 όψονται ευθείς καί ευφρανθήσονται, καί πάσα ανομία εμφράξει τό στόμα αυτής. 43 τίς σοφός καί φυλάξει ταύτα καί συνήσει τά ελέη τού Κυρίου;
Ψαλμός ΡΖ’ ( 107ος )
( για να ταπεινώσει ο Θεός τους εχθρούς, για να αλλάξουν τις κακές των διαθέσεις )
Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου, άσομαι καί ψαλώ εν τή δόξη μου. 3 εξεγέρθητι, ψαλτήριον καί κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. 4 εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσιν, 5 ότι μέγα επάνω τών ουρανών τό έλεός σου καί έως τών νεφελών η αλήθειά σου. 6 υψώθητι επί τούς ουρανούς, ο Θεός, καί επί πάσαν τήν γήν η δόξα σου. 7 όπως άν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τή δεξιά σου καί επάκουσόν μου. 8 ο Θεός ελάλησεν εν τώ αγίω αυτού· υψωθήσομαι καί διαμεριώ Σίκιμα, καί τήν κοιλάδα τών σκηνών διαμετρήσω· 9 εμός εστι Γαλαάδ, καί εμός εστι Μανασσής, καί Εφραίμ αντίληψις τής κεφαλής μου, Ιούδας βασιλεύς μου, 10 Μωάβ λέβης τής ελπίδος μου, επί τήν Ιδουμαίαν επιβαλώ τό υπόδημά μου, εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. 11 τίς απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τίς οδηγήσει με έως τής Ιδουμαίας; 12 ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; καί ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταίς δυνάμεσιν ημών; 13 δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως, καί ματαία σωτηρία ανθρώπου. 14 εν τώ Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν, καί αυτός εξουδενώσει τούς εχθρούς ημών.
Ψαλμός ΡΗ’ ( 108ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους σεληνιασμένους ή για να ελεήσει τους ψευδομάρτυρες, να μετανοήσουν )
Ο Θεός, τήν αίνεσίν μου μή παρασιωπήσης, 2 ότι στόμα αμαρτωλού καί στόμα δολίου επ εμέ ηνοίχθη, ελάλησαν κατ εμού γλώσση δολία 3 καί λόγοις μίσους εκύκλωσάν με καί επολέμησάν με δωρεάν. 4 αντί τού αγαπάν με ενδιέβαλλόν με, εγώ δέ προσηυχόμην· 5 καί έθεντο κατ εμού κακά αντί αγαθών καί μίσος αντί τής αγαπήσεώς μου. 6 κατάστησον επ αυτόν αμαρτωλόν, καί διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού· 7 εν τώ κρίνεσθαι αυτόν εξέλθοι καταδεδικασμένος, καί η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν. 8 γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι, καί τήν επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. 9 γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί καί η γυνή αυτού χήρα· 10 σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτού καί επαιτησάτωσαν, εκβληθήτωσαν εκ τών οικοπέδων αυτών. 11 εξερευνησάτω δανειστής πάντα, όσα υπάρχει αυτώ, καί διαρπασάτωσαν αλλότριοι τούς πόνους αυτού· 12 μή υπαρξάτω αυτώ αντιλήπτωρ, μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοίς ορφανοίς αυτού· 13 γενηθήτω τά τέκνα αυτού εις εξολόθρευσιν, εν γενεά μιά εξαλειφθείη τό όνομα αυτού. 14 αναμνησθείη η ανομία τών πατέρων αυτού έναντι Κυρίου, καί η αμαρτία τής μητρός αυτού μή εξαλειφθείη· 15 γενηθήτωσαν εναντίον Κυρίου διαπαντός, καί εξολοθρευθείη εκ γής τό μνημόσυνον αυτών, 16 ανθ ών ουκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος καί κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα καί πτωχόν καί κατανενυγμένον τή καρδία τού θανατώσαι. 17 καί ηγάπησε κατάραν, καί ήξει αυτώ· καί ουκ ηθέλησεν ευλογίαν, καί μακρυνθήσεται απ αυτού. 18 καί ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον, καί εισήλθεν ωσεί ύδωρ εις τά έγκατα αυτού καί ωσεί έλαιον εν τοίς οστέοις αυτού. 19 γενηθήτω αυτώ ως ιμάτιον, ό περιβάλλεται, καί ωσεί ζώνη, ήν διαπαντός περιζώννυται. 20 τούτο τό έργον τών ενδιαβαλλόντων με παρά Κυρίου καί τών λαλούντων πονηρά κατά τής ψυχής μου. 21 καί σύ, Κύριε Κύριε, ποίησον μετ εμού ένεκεν τού ονόματός σου, ότι χρηστόν τό έλεός σου. ρύσαί με, 22 ότι πτωχός καί πένης ειμί εγώ, καί η καρδία μου τετάρακται εντός μου. 23 ωσεί σκιά εν τώ εκκλίναι αυτήν αντανηρέθην, εξετινάχθην ωσεί ακρίδες. 24 τά γόνατά μου ησθένησαν από νηστείας, καί η σάρξ μου ηλλοιώθη δι έλαιον. 25 καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς· είδοσάν με, εσάλευσαν κεφαλάς αυτών. 26 βοήθησόν μοι, Κύριε ο Θεός μου, καί σώσόν με κατά τό έλεός σου. 27 καί γνώτωσαν ότι η χείρ σου αύτη καί σύ, Κύριε, εποίησας αυτήν. 28 καταράσονται αυτοί, καί σύ ευλογήσεις· οι επανιστάμενοί μοι αισχυνθήτωσαν, ο δέ δούλός σου ευφρανθήσεται. 29 ενδυσάσθωσαν οι ενδιαβάλλοντές με εντροπήν καί περιβαλέσθωσαν ως διπλοΐδα αισχύνην αυτών. 30 εξομολογήσομαι τώ Κυρίω σφόδρα εν τώ στόματί μου καί εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν, 31 ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος τού σώσαι εκ τών καταδιωκόντων τήν ψυχήν μου.
Ψαλμός ΡΘ’ ( 109ος )
( για να έχουν σεβασμό οι νεότεροι στους μεγαλύτερους )
Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου· κάθου εκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον τών ποδών σου. 2 ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών, καί κατακυρίευε εν μέσω τών εχθρών σου. 3 μετά σού η αρχή εν ημέρα τής δυνάμεώς σου εν ταίς λαμπρότησι τών αγίων σου· εκ γαστρός πρό εωσφόρου εγέννησά σε. 4 ώμοσε Κύριος καί ου μεταμεληθήσεται· σύ ιερεύς εις τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ. 5 Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς· 6 κρινεί εν τοίς έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γής πολλών. 7 εκ χειμάρρου εν οδώ πίεται· διά τούτο υψώσει κεφαλήν.
Ψαλμός ΡΙ’ ( 110ος )
( για να μετανοήσουν οι άδικοι κριτές και να κρίνουν δίκαια τον λαό του Θεού )
Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου εν βουλή ευθέων καί συναγωγή. 2 μεγάλα τά έργα Κυρίου, εξεζητημένα εις πάντα τά θελήματα αυτού· 3 εξομολόγησις καί μεγαλοπρέπεια τό έργον αυτού, καί η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τόν αιώνα τού αιώνος. 4 μνείαν εποιήσατο τών θαυμασίων αυτού, ελεήμων καί οικτίρμων ο Κύριος· 5 τροφήν έδωκε τοίς φοβουμένοις αυτόν, μνησθήσεται εις τόν αιώνα διαθήκης αυτού. 6 ισχύν έργων αυτού ανήγγειλε τώ λαώ αυτού τού δούναι αυτοίς κληρονομίαν εθνών. 7 έργα χειρών αυτού αλήθεια καί κρίσις· πισταί πάσαι αι εντολαί αυτού, 8 εστηριγμέναι εις τόν αιώνα τού αιώνος, πεποιημέναι εν αληθεία καί ευθύτητι. 9 λύτρωσιν απέστειλε τώ λαώ αυτού, ενετείλατο εις τόν αιώνα διαθήκην αυτού· άγιον καί φοβερόν τό όνομα αυτού. 10 αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δέ αγαθή πάσι τοίς ποιούσιν αυτήν. η αίνεσις αυτού μένει εις τόν αιώνα τού αιώνος.
Ψαλμός ΡΙΑ’ ( 111ος )
( για να προφυλάξει ο Θεός τους στρατιώτες, όταν πηγαίνουν στον πόλεμο )
Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τόν Κύριον, εν ταίς εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα· 2 δυνατόν εν τή γή έσται τό σπέρμα αυτού, γενεά ευθέων ευλογηθήσεται. 3 δόξα καί πλούτος εν τώ οίκω αυτού, καί η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τόν αιώνα τού αιώνος. 4 εξανέτειλεν εν σκότει φώς τοίς ευθέσιν ελεήμων καί οικτίρμων καί δίκαιος. 5 χρηστός ανήρ ο οικτείρων καί κιχρών· οικονομήσει τούς λόγους αυτού εν κρίσει, 6 ότι εις τόν αιώνα ου σαλευθήσεται, εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος. 7 από ακοής πονηράς ου φοβηθήσεται· ετοίμη η καρδία αυτού ελπίζειν επί Κύριον. 8 εστήρικται η καρδία αυτού, ου μή φοβηθή, έως ού επίδη επί τούς εχθρούς αυτού· 9 εσκόρπισεν, έδωκε τοίς πένησιν· η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τόν αιώνα τού αιώνος, τό κέρας αυτού υψωθήσεται εν δόξη. 10 αμαρτωλός όψεται καί οργισθήσεται, τούς οδόντας αυτού βρύξει καί τακήσεται· επιθυμία αμαρτωλού απολείται.
Ψαλμός ΡΙΒ’ ( 112ος )
( για να δώσει ο Θεός ευλογίες στη φτωχή χήρα, να πληρώσει τα χρέη της και να μην πάει φυλακή )
Αινείτε, παίδες, Κύριον, αινείτε τό όνομα Κυρίου· 2 είη τό όνομα Κυρίου ευλογημένον από τού νύν καί έως τού αιώνος. 3 από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αινετόν τό όνομα Κυρίου. 4 υψηλός επί πάντα τά έθνη ο Κύριος, επί τούς ουρανούς η δόξα αυτού. 5 τίς ως Κύριος ο Θεός ημών; ο εν υψηλοίς κατοικών 6 καί τά ταπεινά εφορών εν τώ ουρανώ καί εν τή γή, 7 ο εγείρων από γής πτωχόν καί από κοπρίας ανυψών πένητα 8 τού καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού· 9 ο κατοικίζων στείραν εν οίκω, μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην.
Ψαλμός ΡΙΓ’ ( 113ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τα καθυστερημένα διανοητικά και μογγόλαλα παιδιά )
Εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου, οίκου Ιακώβ εκ λαού βαρβάρου, 2 εγενήθη Ιουδαία αγίασμα αυτού, Ισραήλ εξουσία αυτού. 3 η θάλασσα είδε καί έφυγεν, ο Ιορδάνης εστράφη εις τά οπίσω· 4 τά όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί καί οι βουνοί ως αρνία προβάτων. 5 τί σοί εστι, θάλασσα, ότι έφυγες, καί σύ, Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τά οπίσω; 6 τά όρη, ότι εσκιρτήσατε ωσεί κριοί, καί οι βουνοί ως αρνία προβάτων; 7 από προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γή, από προσώπου τού Θεού Ιακώβ 8 τού στρέψαντος τήν πέτραν εις λίμνας υδάτων καί τήν ακρότομον εις πηγάς υδάτων. 9 μή ημίν, Κύριε, μή ημίν, αλλ ή τώ ονόματί σου δός δόξαν, επί τώ ελέει σου καί τή αληθεία σου, 10 μήποτε είπωσι τά έθνη· πού εστιν ο Θεός αυτών; 11 ο δέ Θεός ημών εν τώ ουρανώ καί εν τή γή πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησε. 12 τά είδωλα τών εθνών, αργύριον καί χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· 13 στόμα έχουσι, καί ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι, καί ουκ όψονται, 14 ώτα έχουσι, καί ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι, καί ουκ οσφρανθήσονται, 15 χείρας έχουσι, καί ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι καί ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τώ λάρυγγι αυτών. 16 όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά καί πάντες οι πεποιθότες επ αυτοίς. 17 οίκος Ισραήλ ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός καί υπερασπιστής αυτών εστιν. 18 οίκος Ααρών ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός καί υπερασπιστής αυτών εστιν. 19 οι φοβούμενοι τόν Κύριον ήλπισαν επί Κύριον· βοηθός καί υπερασπιστής αυτών εστιν. 20 Κύριος μνησθείς ημών ευλόγησεν ημάς, ευλόγησε τόν οίκον Ισραήλ, ευλόγησε τόν οίκον Ααρών, 21 ευλόγησε τούς φοβουμένους τόν Κύριον, τούς μικρούς μετά τών μεγάλων. 22 προσθείη Κύριος εφ υμάς, εφ υμάς καί επί τούς υιούς υμών. 23 ευλογημένοι υμείς τώ Κυρίω τώ ποιήσαντι τόν ουρανόν καί τήν γήν. 24 ο ουρανός τού ουρανού τώ Κυρίω, τήν δέ γήν έδωκε τοίς υιοίς τών ανθρώπων. 25 ουχ οι νεκροί αινέσουσί σε, Κύριε, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις άδου, 26 αλλ ημείς οι ζώντες ευλογήσομεν τόν Κύριον, από τού νύν, καί έως τού αιώνος.
Ψαλμός ΡΙΔ’ ( 114ος )
( για να δίνει ο Θεός ευλογίες και παρηγοριά στα δυστυχισμένα, φτωχά παιδάκια, για να μην περιφρονούνται από τα παιδιά των πλουσίων και θλίβονται )
Ηγάπησα, ότι εισακούσεται Κύριος τής φωνής τής δεήσεώς μου, 2 ότι έκλινε τό ούς αυτού εμοί, καί εν ταίς ημέραις μου επικαλέσομαι. 3 περιέσχον με ωδίνες θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσάν με· θλίψιν καί οδύνην εύρον, 4 καί τό όνομα Κυρίου επεκαλεσάμην· ώ Κύριε, ρύσαι τήν ψυχήν μου. 5 ελεήμων ο Κύριος καί δίκαιος, καί ο Θεός ημών ελεεί. 6 φυλάσσων τά νήπια ο Κύριος· εταπεινώθην, καί έσωσέ με. 7 επίστρεψον, ψυχή μου, εις τήν ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε, 8 ότι εξείλετο τήν ψυχήν μου εκ θανάτου, τούς οφθαλμούς μου από δακρύων καί τούς πόδας μου από ολισθήματος. 9 ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου, εν χώρα ζώντων.
Ψαλμός ΡΙΕ’ ( 115ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός το φοβερό πάθος του ψεύδους )
Επίτευσα, διό ελάλησα· εγώ δέ εταπεινώθην σφόδρα. 2 εγώ δέ είπα εν τή εκστάσει μου· πάς άνθρωπος ψεύστης. 3 τί ανταποδώσω τώ Κυρίω περί πάντων, ών ανταπέδωκέ μοι; 4 ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καί τό όνομα Κυρίου επικαλέσομαι. 5 τάς ευχάς μου τώ Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός τού λαού αυτού. 6 τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος τών οσίων αυτού. 7 ώ Κύριε, εγώ δούλος σός, εγώ δούλος σός καί υιός τής παιδίσκης σου. διέρρηξας τούς δεσμούς μου, 8 σοί θύσω θυσίαν αινέσεως καί εν ονόματι Κυρίου επικαλέσομαι. 9 τάς ευχάς μου τώ Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός τού λαού αυτού, 10 εν αυλαίς οίκου Κυρίου εν μέσω σου, ῾Ιερουσαλήμ.
Ψαλμός ΡΙΣΤ’ ( 116ος )
( για να διατηρούν αγάπη και ομόνοια οι οικογένειες και να δοξολογούν τον Θεό )
Αινείτε τόν Κύριον, πάντα τά έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί, 2 ότι εκραταιώθη τό έλεος αυτού εφ ημάς, καί η αλήθεια τού Κυρίου μένει εις τόν αιώνα.
Ψαλμός ΡΙΖ’ ( 117ος )
( για να ταπεινώσει ο Θεός τους βαρβάρους, όταν κυκλώνουν το χωριό και το απειλούν, και να ανατρέψει τις κακές διαθέσεις τους )
Εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού. 2 ειπάτω δή οίκος Ισραήλ ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 3 ειπάτω δή οίκος Ααρών ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 4 ειπάτωσαν δή πάντες οι φοβούμενοι τόν Κύριον ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού. 5 εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τόν Κύριον, καί επήκουσέ μου εις πλατυσμόν. 6 Κύριος εμοί βοηθός, καί ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος. 7 Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τούς εχθρούς μου. 8 αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ άνθρωπον· 9 αγαθόν ελπίζειν επί Κύριον ή ελπίζειν επ άρχουσι. 10 πάντα τά έθνη εκύκλωσάν με, καί τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς· 11 κυκλώσαντες εκύκλωσάν με, καί τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. 12 εκύκλωσάν με ωσεί μέλισσαι κηρίον καί εξεκαύθησαν ως πύρ εν ακάνθαις, καί τώ ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. 13 ωσθείς ανετράπην τού πεσείν, καί ο Κύριος αντελάβετό μου. 14 ισχύς μου καί ύμνησίς μου ο Κύριος καί εγένετό μοι εις σωτηρίαν. 15 φωνή αγαλλιάσεως καί σωτηρίας εν σκηναίς δικαίων· δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν, 16 δεξιά Κυρίου ύψωσέ με, δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν. 17 ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι καί διηγήσομαι τά έργα Κυρίου. 18 παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος καί τώ θανάτω ου παρέδωκέ με. 19 ανοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης· εισελθών εν αυταίς εξομολογήσομαι τώ Κυρίω. 20 αύτη η πύλη τού Κυρίου, δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή. 21 εξομολογήσομαί σοι, ότι επήκουσάς μου καί εγένου μοι εις σωτηρίαν. 22 λίθον, όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας· 23 παρά Κυρίου εγένετο αύτη καί έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. 24 αύτη η ημέρα, ήν εποίησεν ο Κύριος· αγαλλιασώμεθα καί ευφρανθώμεν εν αυτή. 25 ώ Κύριε, σώσον δή, ώ Κύριε, ευόδωσον δή. 26 ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ευλογήκαμεν υμάς εξ οίκου Κυρίου. 27 Θεός Κύριος καί επέφανεν ημίν· συστήσασθε εορτήν εν τοίς πυκάζουσιν έως τών κεράτων τού θυσιαστηρίου. 28 Θεός μου εί σύ, καί εξομολογήσομαί σοι· Θεός μου εί σύ, καί υψώσω σε· εξομολογήσομαί σοι, ότι επήκουσάς μου καί εγένου μοι εις σωτηρίαν. 29 εξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού.
Ψαλμός ΡΙΗ’ ( 118ος )
( για να πατάξει ο Θεός τους βαρβάρους, και να ταπεινώσει την δράση τους, όταν σφάζουν αθώα γυναικόπαιδα )
Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου. 2 μακάριοι οι εξερευνώντες τά μαρτύρια αυτού· εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν. 3 ου γάρ οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν εν ταίς οδοίς αυτού επορεύθησαν. 4 σύ ενετείλω τάς εντολάς σου τού φυλάξασθαι σφόδρα. 5 όφελον κατευθυνθείησαν αι οδοί μου τού φυλάξασθαι τά δικαιώματά σου. 6 τότε ου μή αισχυνθώ εν τώ με επιβλέπειν επί πάσας τάς εντολάς σου. 7 εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας εν τώ μεμαθηκέναι με τά κρίματα τής δικαιοσύνης σου. 8 τά δικαιώματά σου φυλάξω· μή με εγκαταλίπης έως σφόδρα. — 9 Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος τήν οδόν αυτού; εν τώ φυλάξασθαι τούς λόγους σου. 10 εν όλη καρδία μου εξεζήτησά σε· μή απώση με από τών εντολών σου. 11 εν τή καρδία μου έκρυψα τά λόγιά σου, όπως άν μή αμάρτω σοι. 12 ευλογητός εί, Κύριε· δίδαξόν με τά δικαιώματά σου. 13 εν τοίς χείλεσί μου εξήγγειλα πάντα τά κρίματα τού στόματός σου. 14 εν τή οδώ τών μαρτυρίων σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω. 15 εν ταίς εντολαίς σου αδολεσχήσω καί κατανοήσω τάς οδούς σου. 16 εν τοίς δικαιώμασί σου μελετήσω, ουκ επιλήσομαι τών λόγων σου. — 17 Ανταπόδος τώ δούλω σου· ζήσομαι καί φυλάξω τούς λόγους σου. 18 αποκάλυψον τούς οφθαλμούς μου, καί κατανοήσω τά θαυμάσια εκ τού νόμου σου. 19 πάροικος εγώ ειμι εν τή γή· μή αποκρύψης απ εμού τάς εντολάς σου. 20 επεπόθησεν η ψυχή μου τού επιθυμήσαι τά κρίματά σου εν παντί καιρώ. 21 επετίμησας υπερηφάνοις· επικατάρατοι οι εκκλίνοντες από τών εντολών σου. 22 περίελε απ εμού όνειδος καί εξουδένωσιν, ότι τά μαρτύριά σου εξεζήτησα. 23 καί γάρ εκάθισαν άρχοντες καί κατ εμού κατελάλουν, ο δέ δούλός σου ηδολέσχει εν τοίς δικαιώμασί σου. 24 καί γάρ τά μαρτύριά σου μελέτη μού εστι, καί αι συμβουλίαι μου τά δικαιώματά σου. — 25 Εκολλήθη τώ εδάφει η ψυχή μου· ζήσόν με κατά τόν λόγον σου. 26 τάς οδούς μου εξήγγειλα, καί επήκουσάς μου· δίδαξόν με τά δικαιώματά σου. 27 οδόν δικαιωμάτων σου συνέτισόν με, καί αδολεσχήσω εν τοίς θαυμασίοις σου. 28 ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας· βεβαίωσόν με εν τοίς λόγοις σου. 29 οδόν αδικίας απόστησον απ εμού καί τώ νόμω σου ελέησόν με. 30 οδόν αληθείας ηρετισάμην καί τά κρίματά σου ουκ επελαθόμην. 31 εκολλήθην τοίς μαρτυρίοις σου, Κύριε· μή με καταισχύνης. 32 οδόν εντολών σου έδραμον, όταν επλάτυνας τήν καρδίαν μου.— 33 Νομοθέτησόν με, Κύριε, τήν οδόν τών δικαιωμάτων σου, καί εκζητήσω αυτήν διαπαντός. 34 συνέτισόν με, καί εξερευνήσω τόν νόμον σου καί φυλάξω αυτόν εν όλη καρδία μου. 35 οδήγησόν με εν τή τρίβω τών εντολών σου, ότι αυτήν ηθέλησα. 36 κλίνον τήν καρδίαν μου εις τά μαρτύριά σου καί μή εις πλεονεξίαν. 37 απόστρεψον τούς οφθαλμούς μου τού μή ιδείν ματαιότητα, εν τή οδώ σου ζήσόν με. 38 στήσον τώ δούλω σου τό λόγιόν σου εις τόν φόβον σου. 39 περίελε τόν ονειδισμόν μου, όν υπώπτευσα· ότι τά κρίματά σου χρηστά. 40 ιδού επεθύμησα τάς εντολάς σου· εν τή δικαιοσύνη σου ζήσόν με. — 41 Καί έλθοι επ εμέ τό έλεός σου, Κύριε, τό σωτήριόν σου κατά τόν λόγον σου. 42 καί αποκριθήσομαι τοίς ονειδίζουσί μοι λόγον, ότι ήλπισα επί τοίς λόγοις σου. 43 καί μή περιέλης εκ τού στόματός μου λόγον αληθείας έως σφόδρα, ότι επί τοίς κρίμασί σου επήλπισα. 44 καί φυλάξω τόν νόμον σου διαπαντός, εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος. 45 καί επορευόμην εν πλατυσμώ, ότι τάς εντολάς σου εξεζήτησα. 46 καί ελάλουν εν τοίς μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων καί ουκ ησχυνόμην. 47 καί εμελέτων εν ταίς εντολαίς σου, άς ηγάπησα σφόδρα. 48 καί ήρα τάς χείράς μου πρός τάς εντολάς σου άς ηγάπησα, καί ηδολέσχουν εν τοίς δικαιώμασί σου. — 49 Μνήσθητι τών λόγων σου τώ δούλω σου, ών επήλπισάς με. 50 αύτη με παρεκάλεσεν εν τή ταπεινώσει μου, ότι τό λόγιόν σου έζησέ με. 51 υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα, από δέ τού νόμου σου ουκ εξέκλινα. 52 εμνήσθην τών κριμάτων σου απ αιώνος, Κύριε, καί παρεκλήθην. 53 αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών τών εγκαταλιμπανόντων τόν νόμον σου. 54 ψαλτά ήσάν μοι τά δικαιώματά σου εν τόπω παροικίας μου. 55 εμνήσθην εν νυκτί τού ονόματός σου, Κύριε, καί εφύλαξα τόν νόμον σου. 56 αύτη εγενήθη μοι, ότι τά δικαιώματά σου εξεζήτησα. — 57 Μερίς μου εί, Κύριε, είπα τού φυλάξασθαι τόν νόμον σου. 58 εδεήθην τού προσώπου σου εν όλη καρδία μου· ελέησόν με κατά τό λόγιόν σου. 59 διελογισάμην τάς οδούς σου καί επέστρεψα τούς πόδας μου εις τά μαρτύριά σου. 60 ητοιμάσθην καί ουκ εταράχθην τού φυλάξασθαι τάς εντολάς σου. 61 σχοινία αμαρτωλών περιεπλάκησάν μοι, καί τού νόμου σου ουκ επελαθόμην. 62 μεσονύκτιον εξηγειρόμην τού εξομολογείσθαί σοι επί τά κρίματα τής δικαιοσύνης σου. 63 μέτοχος εγώ ειμι πάντων τών φοβουμένων σε καί τών φυλασσόντων τάς εντολάς σου. 64 τού ελέους σου, Κύριε, πλήρης η γή· τά δικαιώματά σου δίδαξόν με. — 65 Χρηστότητα εποίησας μετά τού δούλου σου, Κύριε, κατά τόν λόγον σου. 66 χρηστότητα καί παιδείαν καί γνώσιν δίδαξόν με, ότι ταίς εντολαίς σου επίστευσα. 67 πρό τού με ταπεινωθήναι εγώ επλημμέλησα, διά τούτο τό λόγιόν σου εφύλαξα. 68 χρηστός εί σύ, Κύριε, καί εν τή χρηστότητί σου δίδαξόν με τά δικαιώματά σου. 69 επληθύνθη επ εμέ αδικία υπερηφάνων, εγώ δέ εν όλη καρδία μου εξερευνήσω τάς εντολάς σου. 70 ετυρώθη ως γάλα η καρδία αυτών, εγώ δέ τόν νόμον σου εμελέτησα. 71 αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως άν μάθω τά δικαιώματά σου. 72 αγαθός μοι ο νόμος τού στόματός σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου καί αργυρίου. 73 Αι χείρές σου εποίησάν με καί έπλασάν με· συνέτισόν με καί μαθήσομαι τάς εντολάς σου. 74 οι φοβούμενοί σε όψονταί με καί ευφρανθήσονται, ότι εις τούς λόγους σου επήλπισα. 75 έγνων, Κύριε, ότι δικαιοσύνη τά κρίματά σου, καί αληθεία εταπείνωσάς με. 76 γενηθήτω δή τό έλεός σου τού παρακαλέσαι με κατά τό λόγιόν σου τώ δούλω σου. 77 ελθέτωσάν μοι οι οικτιρμοί σου, καί ζήσομαι, ότι ο νόμος σου μελέτη μού εστιν. 78 αισχυνθήτωσαν υπερήφανοι, ότι αδίκως ηνόμησαν εις εμέ· εγώ δέ αδολεσχήσω εν ταίς εντολαίς σου. 79 επιστρεψάτωσάν με οι φοβούμενοί σε καί οι γινώσκοντες τά μαρτύριά σου. 80 γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοίς δικαιώμασί σου, όπως άν μή αισχυνθώ. — 81 Εκλείπει εις τό σωτήριόν σου η ψυχή μου, εις τούς λόγους σου επήλπισα. 82 εξέλιπον οι οφθαλμοί μου εις τό λόγιόν σου λέγοντες· πότε παρακαλέσεις με; 83 ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη· τά δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην. 84 πόσαι εισίν αι ημέραι τού δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι εκ τών καταδιωκόντων με κρίσιν; 85 διηγήσαντό μοι παράνομοι αδολεσχίας, αλλ ουχ ως ο νόμος σου, Κύριε. 86 πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια· αδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι. 87 παρά βραχύ συνετέλεσάν με εν τή γή, εγώ δέ ουκ εγκατέλιπον τάς εντολάς σου. 88 κατά τό έλεός σου ζήσόν με, καί φυλάξω τά μαρτύρια τού στόματός σου. — 89 Εις τόν αιώνα, Κύριε, ο λόγος σου διαμένει εν τώ ουρανώ. 90 εις γενεάν καί γενεάν η αλήθειά σου· εθεμελίωσας τήν γήν καί διαμένει. 91 τή διατάξει σου διαμένει ημέρα, ότι τά σύμπαντα δούλα σά. 92 ει μή ότι ο νόμος σου μελέτη μού εστι, τότε άν απωλόμην εν τή ταπεινώσει μου. 93 εις τόν αιώνα ου μή επιλάθωμαι τών δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησάς με. 94 σός ειμι εγώ, σώσόν με, ότι τά δικαιώματά σου εξεζήτησα. 95 εμέ υπέμειναν αμαρτωλοί τού απολέσαι με· τά μαρτύριά σου συνήκα. 96 πάσης συντελείας είδον πέρας· πλατεία η εντολή σου σφόδρα. — 97 ῾Ως ηγάπησα τόν νόμον σου, Κύριε· όλην τήν ημέραν μελέτη μού εστιν. 98 υπέρ τούς εχθρούς μου εσόφισάς με τήν εντολήν σου, ότι εις τόν αιώνα εμή εστιν. 99 υπέρ πάντας τούς διδάσκοντάς με συνήκα, ότι τά μαρτύριά σου μελέτη μού εστιν. 100 υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τάς εντολάς σου εξεζήτησα. 101 εκ πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τούς πόδας μου, όπως άν φυλάξω τούς λόγους σου. 102 από τών κριμάτων σου ουκ εξέκλινα, ότι σύ ενομοθέτησάς με. 103 ως γλυκέα τώ λάρυγγί μου τά λόγιά σου, υπέρ μέλι τώ στόματί μου. 104 από τών εντολών σου συνήκα· διά τούτο εμίσησα πάσαν οδόν αδικίας. — 105 Λύχνος τοίς ποσί μου ο νόμος σου καί φώς ταίς τρίβοις μου. 106 ώμοσα καί έστησα τού φυλάξασθαι τά κρίματα τής δικαιοσύνης σου. 107 εταπεινώθην έως σφόδρα· Κύριε, ζήσόν με κατά τόν λόγον σου. 108 τά εκούσια τού στόματός μου ευδόκησον δή, Κύριε, καί τά κρίματά σου δίδαξόν με. 109 η ψυχή μου εν ταίς χερσί σου διαπαντός, καί τού νόμου σου ουκ επελαθόμην. 110 έθεντο αμαρτωλοί παγίδα μοι, καί εκ τών εντολών σου ουκ επλανήθην. 111 εκληρονόμησα τά μαρτύριά σου εις τόν αιώνα, ότι αγαλλίαμα τής καρδίας μού εισιν. 112 έκλινα τήν καρδίαν μου τού ποιήσαι τά δικαιώματά σου εις τόν αιώνα δι αντάμειψιν. — 113 Παρανόμους εμίσησα, τόν δέ νόμον σου ηγάπησα. 114 βοηθός μου, καί αντιλήπτωρ μου εί σύ· εις τούς λόγους σου επήλπισα. 115 εκκλίνατε απ εμού, πονηρευόμενοι, καί εξερευνήσω τάς εντολάς τού Θεού μου.116 αντιλαβού μου κατά τό λόγιόν σου, καί ζήσόν με, καί μή καταισχύνης με από τής προσδοκίας μου. 117 βοήθησόν μοι, καί σωθήσομαι καί μελετήσω εν τοίς δικαιώμασί σου διαπαντός. 118 εξουδένωσας πάντας τούς αποστατούντας από τών δικαιωμάτων σου, ότι άδικον τό ενθύμημα αυτών. 119 παραβαίνοντας ελογισάμην πάντας τούς αμαρτωλούς τής γής· διά τούτο ηγάπησα τά μαρτύριά σου. 120 καθήλωσον εκ τού φόβου σου τάς σάρκας μου· από γάρ τών κριμάτων σου εφοβήθην. — 121 Εποίησα κρίμα καί δικαιοσύνην· μή παραδώς με τοίς αδικούσί με. 122 έκδεξαι τόν δούλόν σου εις αγαθόν· μή συκοφαντησάτωσάν με υπερήφανοι. 123 οι οφθαλμοί μου εξέλιπον εις τό σωτήριόν σου καί εις τό λόγιον τής δικαιοσύνης σου. 124 ποίησον μετά τού δούλου σου κατά τό έλεός σου καί τά δικαιώματά σου δίδαξόν με. 125 δούλός σού ειμι εγώ· συνέτισόν με, καί γνώσομαι τά μαρτύριά σου. 126 καιρός τού ποιήσαι τώ Κυρίω· διεσκέδασαν τόν νόμον σου. 127 διά τούτο ηγάπησα τάς εντολάς σου υπέρ χρυσίον καί τοπάζιον. 128 διά τούτο πρός πάσας τάς εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν άδικον εμίσησα. — 129 Θαυμαστά τά μαρτύριά σου· διά τούτο εξηρεύνησεν αυτά η ψυχή μου. 130 η δήλωσις τών λόγων σου φωτιεί καί συνετιεί νηπίους. 131 τό στόμα μου ήνοιξα καί είλκυσα πνεύμα, ότι τάς εντολάς σου επεπόθουν. 132 Επίβλεψον επ εμέ καί ελέησόν με κατά τό κρίμα τών αγαπώντων τό όνομά σου. 133 τά διαβήματά μου κατεύθυνον κατά τό λόγιόν σου, καί μή κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία. 134 λύτρωσαί με από συκοφαντίας ανθρώπων, καί φυλάξω τάς εντολάς σου. 135 τό πρόσωπόν σου επίφανον επί τόν δούλόν σου καί δίδαξόν με τά δικαιώματά σου. 136 διεξόδους υδάτων κατέδυσαν οι οφθαλμοί μου, επεί ουκ εφύλαξα τόν νόμον σου. — 137 Δίκαιος εί, Κύριε, καί ευθείαι αι κρίσεις σου. 138 ενετείλω δικαιοσύνην τά μαρτύριά σου καί αλήθειαν σφόδρα. 139 εξέτηξέ με ο ζήλός σου, ότι επελάθοντο τών λόγων σου οι εχθροί μου. 140 πεπυρωμένον τό λόγιόν σου σφόδρα, καί ο δούλός σου ηγάπησεν αυτό. 141 νεώτερος εγώ ειμι καί εξουδενωμένος· τά δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην. 142 η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τόν αιώνα, καί ο νόμος σου αλήθεια. 143 θλίψεις καί ανάγκαι εύροσάν με· αι εντολαί σου μελέτη μου. 144 δικαιοσύνη τά μαρτύριά σου εις τόν αιώνα· συνέτισόν με, καί ζήσομαι. — 145 Εκέκραξα εν όλη καρδία μου· επάκουσόν μου, Κύριε, τά δικαιώματά σου εκζητήσω. 146 εκέκραξά σοι· σώσόν με, καί φυλάξω τά μαρτύριά σου. 147 προέφθασα εν αωρία καί εκέκραξα, εις τούς λόγους σου επήλπισα. 148 προέφθασαν οι οφθαλμοί μου πρός όρθρον τού μελετάν τά λόγιά σου. 149 τής φωνής μου άκουσον, Κύριε, κατά τό έλεός σου, κατά τό κρίμά σου ζήσόν με. 150 προσήγγισαν οι καταδιώκοντές με ανομία, από δέ τού νόμου σου εμακρύνθησαν. 151 εγγύς εί, Κύριε, καί πάσαι αι οδοί σου αλήθεια. 152 κατ αρχάς έγνων εκ τών μαρτυρίων σου, ότι εις τόν αιώνα εθεμελίωσας αυτά. — 153 ῎Ιδε τήν ταπείνωσίν μου καί εξελού με, ότι τού νόμου σου ουκ επελαθόμην. 154 κρίνον τήν κρίσιν μου καί λύτρωσαί με· διά τόν λόγον σου ζήσόν με. 155 μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τά δικαιώματά σου ουκ εξεζήτησαν. 156 οι οικτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατά τό κρίμά σου ζήσόν με. 157 πολλοί οι εκδιώκοντές με καί θλίβοντές με· εκ τών μαρτυρίων σου ουκ εξέκλινα. 158 είδον ασυνετούντας καί εξετηκόμην, ότι τά λόγιά σου ουκ εφυλάξαντο. 159 ίδε, ότι τάς εντολάς σου ηγάπησα· Κύριε, εν τώ ελέει σου ζήσόν με. 160 αρχή τών λόγων σου αλήθεια, καί εις τόν αιώνα πάντα τά κρίματα τής δικαιοσύνης σου. — 161 ῎Αρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καί από τών λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου. 162 αγαλλιάσομαι εγώ επί τά λόγιά σου ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά. 163 αδικίαν εμίσησα καί εβδελυξάμην, τόν δέ νόμον σου ηγάπησα. 164 επτάκις τής ημέρας ήνεσά σε επί τά κρίματα τής δικαιοσύνης σου. 165 ειρήνη πολλή τοίς αγαπώσι τόν νόμον σου, καί ουκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον. 166 προσεδόκων τό σωτήριόν σου, Κύριε, καί τάς εντολάς σου ηγάπησα. 167 εφύλαξεν η ψυχή μου τά μαρτύριά σου καί ηγάπησεν αυτά σφόδρα. 168 εφύλαξα τάς εντολάς σου καί τά μαρτύριά σου, ότι πάσαι αι οδοί μου εναντίον σου, Κύριε. — 169 Εγγισάτω η δέησίς μου ενώπιόν σου, Κύριε· κατά τό λόγιόν σου συνέτισόν με. 170 εισέλθοι τό αξίωμά μου ενώπιόν σου, Κύριε· κατά τό λόγιόν σου ρύσαί με. 171 εξερεύξαιντο τά χείλη μου ύμνον, όταν διδάξης με τά δικαιώματά σου. 172 φθέγξαιτο η γλώσσά μου τά λόγιά σου, ότι πάσαι αι εντολαί σου δικαιοσύνη. 173 γενέσθω η χείρ σου τού σώσαί με, ότι τάς εντολάς σου ηρετισάμην. 174 επεπόθησα τό σωτήριόν σου, Κύριε, καί ο νόμος σου μελέτη μού εστι. 175 ζήσεται η ψυχή μου καί αινέσει σε, καί τά κρίματά σου βοηθήσει μοι. 176 επλανήθην ως πρόβατον απολωλός· ζήτησον τόν δούλόν σου, ότι τάς εντολάς σου ουκ επελαθόμην.
Ψαλμός ΡΙΘ’ ( 119ος )
( για να δίνει υπομονή και ανεκτικότητα ο Θεός στους ανθρώπους, που είναι αναγκασμένοι να παρευρίσκονται με δόλιους και άδικους ανθρώπους )
Πρός Κύριον εν τώ θλίβεσθαί με εκέκραξα, καί εισήκουσέ μου. 2 Κύριε, ρύσαι τήν ψυχήν μου από χειλέων αδίκων καί από γλώσσης δολίας. 3 τί δοθείη σοι καί τί προστεθείη σοι πρός γλώσσαν δολίαν; 4 τά βέλη τού δυνατού ηκονημένα, σύν τοίς άνθραξι τοίς ερημικοίς. 5 οίμοι! ότι η παροικία μου εμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετά τών σκηνωμάτων Κηδάρ. 6 πολλά παρώκησεν η ψυχή μου. 7 μετά τών μισούντων τήν ειρήνην ήμην ειρηνικός· όταν ελάλουν αυτοίς, επολέμουν με δωρεάν.
Ψαλμός ΡΚ’ ( 120ος )
( για να προστατεύσει ο Θεός τους σκλάβους από τα εχθρικά χέρια, να μην τους κακοποιήσουν μέχρι να ελευθερωθούν )
Ήρα τούς οφθαλμούς μου εις τά όρη, όθεν ήξει η βοήθειά μου. 2 η βοήθειά μου παρά Κυρίου τού ποιήσαντος τόν ουρανόν καί τήν γήν. 3 μή δώης εις σάλον τόν πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε. 4 ιδού ου νυστάξει ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τόν Ισραήλ. 5 Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι επί χείρα δεξιάν σου· 6 ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ η σελήνη τήν νύκτα. 7 Κύριος φυλάξει σε από παντός κακού, φυλάξει τήν ψυχήν σου ο Κύριος. 8 Κύριος φυλάξει τήν είσοδόν σου καί τήν έξοδόν σου από τού νύν καί έως τού αιώνος.
Ψαλμός ΡΚΑ’ ( 121ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που πάσχουν από βασκανία )
Ευράνθην επί τοίς ειρηκόσι μοι· εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα. 2 εστώτες ήσαν οι πόδες ημών εν ταίς αυλαίς σου, ῾Ιερουσαλήμ. 3 ῾Ιερουσαλήμ οικοδομουμένη ως πόλις, ής η μετοχή αυτής επί τό αυτό. 4 εκεί γάρ ανέβησαν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτύριον τώ Ισραήλ, τού εξομολογήσασθαι τώ ονόματι Κυρίου· 5 ότι εκεί εκάθισαν θρόνοι εις κρίσιν, θρόνοι επί οίκον Δαυΐδ. 6 ερωτήσατε δή τά εις ειρήνην τήν ῾Ιερουσαλήμ, καί ευθηνία τοίς αγαπώσί σε· 7 γενέσθω δή ειρήνη εν τή δυνάμει σου καί ευθηνία εν ταίς πυργοβάρεσί σου. 8 ένεκα τών αδελφών μου καί τών πλησίον μου, ελάλουν δή ειρήνην περί σού· 9 ένεκα τού οίκου Κυρίου τού Θεού ημών, εξεζήτησα αγαθά σοι.
Ψαλμός ΡΚΒ’ ( 122ος )
( για να δώσει ο Θεός το φως στους τυφλούς και να θεραπεύσει τα πονεμένα μάτια )
Πρός σέ ήρα τούς οφθαλμούς μου τόν κατοικούντα εν τώ ουρανώ. 2 ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας τών κυρίων αυτών, ως οφθαλμοί παιδίσκης εις χείρας τής κυρίας αυτής, ούτως οι οφθαλμοί ημών πρός Κύριον τόν Θεόν ημών, έως ού οικτειρήσαι ημάς. 3 ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημάς, ότι επί πολύ επλήσθημεν εξουδενώσεως, 4 επί πλείον επλήσθη η ψυχή ημών. Τό όνειδος τοίς ευθηνούσι, καί η εξουδένωσις τοίς υπερηφάνοις.
Ψαλμός ΡΚΓ’ ( 123ος )
( για να φυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους από τα φίδια, να μην τους δαγκώσουν )
Ει μή ότι Κύριος ήν εν ημίν, ειπάτω δή Ισραήλ· 2 ει μή ότι Κύριος ήν εν ημίν εν τώ επαναστήναι ανθρώπους εφ ημάς, 3 άρα ζώντας άν κατέπιον ημάς εν τώ οργισθήναι τόν θυμόν αυτών εφ ημάς· 4 άρα τό ύδωρ άν κατεπόντισεν ημάς, χείμαρρον διήλθεν η ψυχή ημών· 5 άρα διήλθεν η ψυχή ημών τό ύδωρ τό ανυπόστατον. 6 ευλογητός Κύριος, ός ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοίς οδούσιν αυτών. 7 η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ τής παγίδος τών θηρευόντων· η παγίς συνετρίβη, καί ημείς ερρύσθημεν. 8 η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου τού ποιήσαντος τόν ουρανόν καί τήν γήν.
Ψαλμός ΡΚΔ’ ( 124ος )
( για να προφυλάξει ο Θεός τα κτήματα των δικαίων ανθρώπων από τους κακούς ανθρώπους )
Οι πεποιθότες επί Κύριον ως όρος Σιών· ου σαλευθήσεται εις τόν αιώνα ο κατοικών ῾Ιερουσαλήμ. 2 όρη κύκλω αυτής, καί ο Κύριος κύκλω τού λαού αυτού από τού νύν καί έως τού αιώνος. 3 ότι ουκ αφήσει Κύριος τήν ράβδον τών αμαρτωλών επί τόν κλήρον τών δικαίων, όπως άν μή εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών. 4 αγάθυνον, Κύριε, τοίς αγαθοίς καί τοίς ευθέσι τή καρδία· 5 τούς δέ εκκλίνοντας εις τάς στραγγαλιάς απάξει Κύριος μετά τών εργαζομένων τήν ανομίαν ειρήνη επί τόν Ισραήλ.
Ψαλμός ΡΚΕ’ ( 125ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που πάσχουν από συνεχείς πονοκεφάλους )
Εν τώ επιστρέψαι Κύριον τήν αιχμαλωσίαν Σιών εγενήθημεν ωσεί παρακεκλημένοι. 2 τότε επλήσθη χαράς τό στόμα ημών καί η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως. τότε ερούσιν εν τοίς έθνεσιν· εμεγάλυνε Κύριος τού ποιήσαι μετ αυτών. 3 εμεγάλυνε Κύριος τού ποιήσαι μεθ ημών, εγενήθημεν ευφραινόμενοι. 4 επίστρεψον, Κύριε, τήν αιχμαλωσίαν ημών ως χειμάρρους εν τώ νότω. 5 οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι. 6 πορευόμενοι επορεύοντο καί έκλαιον βάλλοντες τά σπέρματα αυτών· ερχόμενοι δέ ήξουσιν εν αγαλλιάσει αίροντες τά δράγματα αυτών.
Ψαλμός ΡΚΣΤ’ ( 126ος )
( για να ειρηνεύσει ο Θεός την οικογένεια, όταν μαλώνουν )
Εάν μή Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες· εάν μή Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων. 2 εις μάτην υμίν εστι τό ορθρίζειν, εγείρεσθαι μετά τό καθήσθαι, οι εσθίοντες άρτον οδύνης, όταν δώ τοίς αγαπητοίς αυτού ύπνον. 3 ιδού η κληρονομία Κυρίου υιοί, ο μισθός τού καρπού τής γαστρός. 4 ωσεί βέλη εν χειρί δυνατού, ούτως οι υιοί τών εκτετιναγμένων. 5 μακάριος ός πληρώσει τήν επιθυμίαν αυτού εξ αυτών· ου καταισχυνθήσονται, όταν λαλώσι τοίς εχθροίς αυτών εν πύλαις.
Ψαλμός ΡΚΖ’ ( 127ος )
( για να μην πλησιάσει η κακία του εχθρού ποτέ στα σπίτια και να επικρατήσει η ειρήνη και η ευλογία του Θεού στην οικογένεια )
Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τόν Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταίς οδοίς αυτού. 2 τούς πόνους τών καρπών σου φάγεσαι· μακάριος εί, καί καλώς σοι έσται. 3 η γυνή σου ως άμπελος ευθηνούσα εν τοίς κλίτεσι τής οικίας σου· οι υιοί σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω τής τραπέζης σου. 4 ιδού ούτως ευλογηθήσεται άνθρωπος ο φοβούμενος τόν Κύριον. 5 ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών, καί ίδοις τά αγαθά ῾Ιερουσαλήμ πάσας τάς ημέρας τής ζωής σου· 6 καί ίδοις υιούς τών υιών σου. ειρήνη επί τόν Ισραήλ.
Ψαλμός ΡΚΗ’ ( 128ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που πάσχουν από ημικρανία, πονοκεφάλους και να ελεήσει τους σκληρόκαρδους και αδιάκριτους ανθρώπους, που στενοχωρούν τους ευαίσθητους )
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου, ειπάτω δή Ισραήλ· 2 πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου, καί γάρ ουκ ηδυνήθησάν μοι. 3 επί τόν νώτόν μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν τήν ανομίαν αυτών. 4 Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλών. 5 αισχυνθήτωσαν καί αποστραφήτωσαν εις τά οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών. 6 γενηθήτωσαν ωσεί χόρτος δωμάτων, ός πρό τού εκσπασθήναι εξηράνθη· 7 ού ουκ επλήρωσε τήν χείρα αυτού ο θερίζων καί τόν κόλπον αυτού ο τά δράγματα συλλέγων, 8 καί ουκ είπαν οι παράγοντες· ευλογία Κυρίου εφ υμάς, ευλογήκαμεν υμάς εν ονόματι Κυρίου.
Ψαλμός ΡΚΘ’ ( 129ος )
( για να δώσει ο Θεός θάρρος και ελπίδα στους αρχάριους, για να μη δυσκολεύονται στη δουλειά τους )
Εκ βαθέων εκέκραξά σοι, Κύριε· 2 Κύριε, εισάκουσον τής φωνής μου· γενηθήτω τά ώτά σου προσέχοντα εις τήν φωνήν τής δεήσεώς μου. 3 εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε Κύριε, τίς υποστήσεται; 4 ότι παρά σοί ο ιλασμός εστιν. 5 ένεκεν τού ονόματός σου υπέμεινά σε, Κύριε, υπέμεινεν η ψυχή μου εις τόν λόγον σου. 6 ήλπισεν η ψυχή μου επί τόν Κύριον από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός· από φυλακής πρωΐας ελπισάτω Ισραήλ επί τόν Κύριον. 7 ότι παρά τώ Κυρίω τό έλεος καί πολλή παρ αυτώ λύτρωσις, 8 καί αυτός λυτρώσεται τόν Ισραήλ εκ πασών τών ανομιών αυτού.
Ψαλμός ΡΛ’ ( 130ος )
( για να δώσει ο Θεός μετάνοια και παρηγοριά με ελπίδα στους ανθρώπους, για να σωθούν )
Κύριε, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ. 2 ει μή εταπεινοφρόνουν, αλλά ύψωσα τήν ψυχήν μου ως τό απογεγαλακτισμένον επί τήν μητέρα αυτού, ως ανταποδώσεις επί τήν ψυχήν μου. 3 ελπισάτω Ισραήλ επί τόν Κύριον, από τού νύν καί έως τού αιώνος.
Ψαλμός ΡΛΑ’ ( 131ος )
( για να λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο, όταν εξ αμαρτιών μας γίνονται συνεχείς πόλεμοι )
Μνήσθητι, Κύριε, τού Δαυΐδ καί πάσης τής πραότητος αυτού, 2 ως ώμοσε τώ Κυρίω, ηύξατο τώ Θεώ Ιακώβ· 3 ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, ει αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, 4 ει δώσω ύπνον τοίς οφθαλμοίς μου καί τοίς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ανάπαυσιν τοίς κροτάφοις μου, 5 έως ού εύρω τόπον τώ Κυρίω, σκήνωμα τώ Θεώ Ιακώβ. 6 ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Εφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοίς πεδίοις τού δρυμού· 7 εισελευσόμεθα εις τά σκηνώματα αυτού, προσκυνήσομεν εις τόν τόπον, ού έστησαν οι πόδες αυτού. 8 ανάστηθι, Κύριε, εις τήν ανάπαυσίν σου, σύ καί η κιβωτός τού αγιάσματός σου· 9 οι ιερείς σου ενδύσονται δικαιοσύνην, καί οι όσιοί σου αγαλλιάσονται. 10 ένεκεν Δαυΐδ τού δούλου σου μή αποστρέψης τό πρόσωπον τού χριστού σου. 11 ώμοσε Κύριος τώ Δαυΐδ αλήθειαν καί ου μή αθετήσει αυτήν· εκ καρπού τής κοιλίας σου θήσομαι επί τού θρόνου σου· 12 εάν φυλάξωνται οι υιοί σου τήν διαθήκην μου καί τά μαρτύριά μου ταύτα, ά διδάξω αυτούς, καί οι υιοί αυτών έως τού αιώνος καθιούνται επί τού θρόνου σου. 13 ότι εξελέξατο Κύριος τήν Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ· 14 αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν· 15 τήν θύραν αυτής ευλογών ευλογήσω, τούς πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων, 16 τούς ιερείς αυτής ενδύσω σωτηρίαν, καί οι όσιοι αυτής αγαλλιάσει αγαλλιάσονται. 17 εκεί εξανατελώ κέρας τώ Δαυΐδ, ητοίμασα λύχνον τώ χριστώ μου· 18 τούς εχθρούς αυτού ενδύσω αισχύνην, επί δέ αυτόν εξανθήσει τό αγίασμά μου.
Ψαλμός ΡΛΒ’ ( 132ος )
( για να φυλάξει ο Θεός τα έθνη να συμφιλιωθούν και να ειρηνεύουν οι άνθρωποι )
Ιδού δή τί καλόν ή τί τερπνόν, αλλ ή τό κατοικείν αδελφούς επί τό αυτό; 2 ως μύρον επί κεφαλής τό καταβαίνον επί πώγωνα, τόν πώγωνα τού Ααρών, τό καταβαίνον επί τήν ώαν τού ενδύματος αυτού· 3 ως δρόσος Αερμών η καταβαίνουσα επί τά όρη Σιών· ότι εκεί ενετείλατο Κύριος τήν ευλογίαν, ζωήν έως τού αιώνος.
Ψαλμός ΡΛΓ’ ( 133ος )
( για να φυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους από κάθε κίνδυνο )
Ιδού δή ευλογείτε τόν Κύριον, πάντες οι δούλοι Κυρίου οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. 2 εν ταίς νυξίν επάρατε τάς χείρας υμών εις τά άγια καί ευλογείτε τόν Κύριον. 3 ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών ο ποιήσας τόν ουρανόν καί τήν γήν.
Ψαλμός ΡΛΔ’ ( 134ος )
( για να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι την ώρα της προσευχής και να ενώνεται ο νους τους με το Θεό )
Αινείτε τό όνομα Κυρίου, αινείτε, δούλοι, Κύριον, 2 οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. 3 αινείτε τόν Κύριον, ότι αγαθός Κύριος· ψάλατε τώ ονόματι αυτού, ότι καλόν· 4 ότι τόν Ιακώβ εξελέξατο εαυτώ ο Κύριος, Ισραήλ εις περιουσιασμόν εαυτώ. 5 ότι εγώ έγνωκα ότι μέγας ο Κύριος, καί ο Κύριος ημών παρά πάντας τούς θεούς. 6 πάντα, όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν εν τώ ουρανώ καί εν τή γή, εν ταίς θαλάσσαις καί εν πάσαις ταίς αβύσσοις· 7 ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου τής γής, αστραπάς εις υετόν εποίησεν· ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού, 8 ός επάταξε τά πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. 9 εξαπέστειλε σημεία καί τέρατα εν μέσω σου, Αίγυπτε, εν Φαραώ καί εν πάσι τοίς δούλοις αυτού. 10 ός επάταξεν έθνη πολλά καί απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. 11 τόν Σηών βασιλέα τών Αμορραίων καί τόν ῍Ωγ βασιλέα τής Βασάν καί πάσας τάς βασιλείας Χαναάν, 12 καί έδωκε τήν γήν αυτών κληρονομίαν, κληρονομίαν Ισραήλ λαώ αυτού. 13 Κύριε, τό όνομά σου εις τόν αιώνα καί τό μνημόσυνόν σου εις γενεάν καί γενεάν. 14 ότι κρινεί Κύριος τόν λαόν αυτού καί επί τοίς δούλοις αυτού παρακληθήσεται. 15 τά είδωλα τών εθνών αργύριον καί χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· 16 στόμα έχουσι καί ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι καί ουκ όψονται, 17 ώτα έχουσι καί ουκ ενωτισθήσονται, ουδέ γάρ εστι πνεύμα εν τώ στόματι αυτών. 18 όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά καί πάντες οι πεποιθότες επ αυτοίς. 19 οίκος Ισραήλ, ευλογήσατε τόν Κύριον· οίκος Ααρών, ευλογήσατε τόν Κύριον. 20 οίκος Λευΐ, ευλογήσατε τόν Κύριον· οι φοβούμενοι τόν Κύριον, ευλογήσατε τόν Κύριον, 21 ευλογητός Κύριος εκ Σιών, ο κατοικών ῾Ιερουσαλήμ.
Ψαλμός ΡΛΕ’ ( 135ος )
( για να προστατέψει ο Θεός τους πρόσφυγες, όταν εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και φεύγουν, για να σωθούν απ’ τους βαρβάρους )
Έξομολογείσθε τώ Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 2 εξομολογείσθε τώ Θεώ τών θεών, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 3 εξομολογείσθε τώ Κυρίω τών κυρίων, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 4 τώ ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνω, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 5 τώ ποιήσαντι τούς ουρανούς εν συνέσει, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 6 τώ στερεώσαντι τήν γήν επί τών υδάτων, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 7 τώ ποιήσαντι φώτα μεγάλα μόνω, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 8 τόν ήλιον εις εξουσίαν τής ημέρας, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 9 τήν σελήνην καί τούς αστέρας εις εξουσίαν τής νυκτός, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 10 τώ πατάξαντι Αίγυπτον σύν τοίς πρωτοτόκοις αυτών, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 11 καί εξαγαγόντι τόν Ισραήλ εκ μέσου αυτών, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 12 εν χειρί κραταιά καί εν βραχίονι υψηλώ, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 13 τώ καταδιελόντι τήν Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 14 καί διαγαγόντι τόν Ισραήλ διά μέσου αυτής, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 15 καί εκτινάξαντι Φαραώ καί τήν δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 16 τώ διαγαγόντι τόν λαόν αυτού εν τή ερήμω, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 17 τώ πατάξαντι βασιλείς μεγάλους, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 18 καί αποκτείναντι βασιλείς κραταιούς, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 19 τόν Σηών βασιλέα τών Αμορραίων, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 20 καί τόν ῍Ωγ βασιλέα τής Βασάν, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 21 καί δόντι τήν γήν αυτών κληρονομίαν, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 22 κληρονομίαν Ισραήλ δούλω αυτού, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού. 23 ότι εν τή ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού, 24 καί ελυτρώσατο ημάς εκ τών εχθρών ημών, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού· 25 ο διδούς τροφήν πάση σαρκί, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού. 26 εξομολογείσθε τώ Θεώ τού ουρανού, ότι εις τόν αιώνα τό έλεος αυτού.
Ψαλμός ΡΛΣΤ’ ( 136ος )
( για να σταθεροποιήσει ο Θεός τον άνθρωπο, που έχει άστατο χαρακτήρα )
Επί τών ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν καί εκλαύσαμεν εν τώ μνησθήναι ημάς τής Σιών. 2 επί ταίς ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τά όργανα ημών· 3 ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών καί οι απαγαγόντες ημάς ύμνον· άσατε ημίν εκ τών ωδών Σιών. 4 πώς άσωμεν τήν ωδήν Κυρίου επί γής αλλοτρίας; 5 εάν επιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· 6 κολληθείη η γλώσσά μου τώ λάρυγγί μου, εάν μή σου μνησθώ, εάν μή προανατάξωμαι τήν ῾Ιερουσαλήμ ως εν αρχή τής ευφροσύνης μου. 7 μνήσθητι, Κύριε, τών υιών Εδώμ τήν ημέραν ῾Ιερουσαλήμ τών λεγόντων· εκκενούτε, εκκενούτε, έως τών θεμελίων αυτής. 8 θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος, μακάριος ός ανταποδώσει σοι τό ανταπόδομά σου, ό ανταπέδωκας ημίν· 9 μακάριος ός κρατήσει καί εδαφιεί τά νήπιά σου πρός τήν πέτραν.
Ψαλμός ΡΛΖ’ ( 137ος )
( για να φωτίζει ο Θεός τους άρχοντες του τόπου, για να βρίσκουν κατανόηση οι άνθρωποι στα αιτήματά τους )
Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, καί εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι, ότι ήκουσας πάντα τά ρήματα τού στόματός μου. 2 προσκυνήσω πρός ναόν άγιόν σου καί εξομολογήσομαι τώ ονόματί σου επί τώ ελέει σου καί τή αληθεία σου, ότι εμεγάλυνας επί πάν τό όνομα τό άγιόν σου. 3 εν ή άν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν μου· πολυωρήσεις με εν ψυχή μου δυνάμει σου. 4 εξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντες οι βασιλείς τής γής, ότι ήκουσαν πάντα τά ρήματα τού στόματός σου. 5 καί άσάτωσαν εν ταίς ωδαίς Κυρίου, ότι μεγάλη η δόξα Κυρίου, 6 ότι υψηλός Κύριος καί τά ταπεινά εφορά καί τά υψηλά από μακρόθεν γινώσκει. 7 εάν πορευθώ εν μέσω θλίψεως, ζήσεις με· επ οργήν εχθρών μου εξέτεινας χείράς σου, καί έσωσέ με η δεξιά σου. 8 Κύριος ανταποδώσει υπέρ εμού. Κύριε, τό έλεός σου εις τόν αιώνα, τά έργα τών χειρών σου μή παρίδης.
Ψαλμός ΡΛΗ’ ( 138ος )
( για να πάψει ο διάβολος να πειράζει τους ευαίσθητους ανθρώπους με βλάσφημους λογισμούς )
Κύριε, εδοκίμασάς με, καί έγνως με· 2 σύ έγνως τήν καθέδραν μου καί τήν έγερσίν μου, σύ συνήκας τούς διαλογισμούς μου από μακρόθεν· 3 τήν τρίβον μου καί τήν σχοίνόν μου εξιχνίασας καί πάσας τάς οδούς μου προείδες, 4 ότι ουκ έστι δόλος εν γλώσση μου. 5 ιδού, Κύριε, σύ έγνως πάντα, τά έσχατα καί τά αρχαία· σύ έπλασάς με καί έθηκας επ εμέ τήν χείρά σου. 6 εθαυμαστώθη η γνώσίς σου εξ εμού· εκραταιώθη, ου μή δύνωμαι πρός αυτήν. 7 πού πορευθώ από τού πνεύματός σου καί από τού προσώπου σου πού φύγω; 8 εάν αναβώ εις τόν ουρανόν, σύ εκεί εί, εάν καταβώ εις τόν άδην, πάρει· 9 εάν αναλάβοιμι τάς πτέρυγάς μου κατ όρθρον καί κατασκηνώσω εις τά έσχατα τής θαλάσσης, 10 καί γάρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με, καί καθέξει με η δεξιά σου. 11 καί είπα· άρα σκότος καταπατήσει με, καί νύξ φωτισμός εν τή τρυφή μου· 12 ότι σκότος ου σκοτισθήσεται από σού, καί νύξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως τό σκότος αυτής, ούτως καί τό φώς αυτής. 13 ότι σύ εκτήσω τούς νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου. 14 εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης· θαυμάσια τά έργα σου, καί η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα. 15 ουκ εκρύβη τό οστούν μου από σού, ό εποίησας εν κρυφή, καί η υπόστασίς μου εν τοίς κατωτάτοις τής γής· 16 τό ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου, καί επί τό βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ημέρας πλασθήσονται καί ουθείς εν αυτοίς. 17 εμοί δέ λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών· 18 εξαριθμήσομαι αυτούς, καί υπέρ άμμον πληθυνθήσονται· εξηγέρθην καί έτι ειμί μετά σού. 19 εάν αποκτείνης αμαρτωλούς, ο Θεός, άνδρες αιμάτων, εκκλίνατε απ εμού, 20 ότι ερισταί εστε εις διαλογισμούς· λήψονται εις ματαιότητα τάς πόλεις σου. 21 ουχί τούς μισούντάς σε, Κύριε, εμίσησα καί επί τούς εχθρούς σου εξετηκόμην; 22 τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι. 23 δοκίμασόν με, ο Θεός, καί γνώθι τήν καρδίαν μου, έτασόν με καί γνώθι τάς τρίβους μου. 24 καί ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί, καί οδήγησόν με εν οδώ αιωνία.
Ψαλμός ΡΛΘ’ ( 139ος )
( για να ημερέψει ο Θεός τον δύστροπο οικογενειάρχη, που ταλαιπωρεί ολόκληρη την οικογένεια )
Εξελού με, Κύριε, εξ ανθρώπου πονηρού, από ανδρός αδίκου ρύσαί με, 3 οίτινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία, όλην τήν ημέραν παρετάσσοντο πολέμους· 4 ηκόνησαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως, ιός ασπίδων υπό τά χείλη αυτών. (διάψαλμα). 5 φύλαξόν με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίσαντο τού υποσκελίσαι τά διαβήματά μου· 6 έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι καί σχοινία διέτειναν, παγίδα τοίς ποσί μου, εχόμενα τρίβους σκάνδαλα έθεντό μοι. (διάψαλμα). 7 είπα τώ Κυρίω· Θεός μου εί σύ, ενώτισαι, Κύριε, τήν φωνήν τής δεήσεώς μου. 8 Κύριε, Κύριε, δύναμις τής σωτηρίας μου, επεσκίασας επί τήν κεφαλήν μου εν ημέρα πολέμου. 9 μή παραδώς με, Κύριε, από τής επιθυμίας μου αμαρτωλώ· διελογίσαντο κατ εμού, μή εγκαταλίπης με, μήποτε υψωθώσιν. (διάψαλμα). 10 η κεφαλή τού κυκλώματος αυτών, κόπος τών χειλέων αυτών καλύψει αυτούς. 11 πεσούνται επ αυτούς άνθρακες, εν πυρί καταβαλείς αυτούς, εν ταλαιπωρίαις ου μή υποστώσιν. 12 ανήρ γλωσσώδης ου κατευθυνθήσεται επί τής γής, άνδρα άδικον κακά θηρεύσει εις διαφθοράν. 13 έγνων ότι ποιήσει Κύριος τήν κρίσιν τών πτωχών καί τήν δίκην τών πενήτων. 14 πλήν δίκαιοι εξομολογήσονται τώ ονόματί σου, κατοικήσουσιν ευθείς σύν τώ προσώπω σου.
Ψαλμός ΡΜ’ ( 140ος )
( για να ημερέψει Θεός τον βάρβαρο άρχοντα του τόπου, που βασανίζει τους συνανθρώπους του )
Κύριε, εκέκραξα πρός σέ, εισάκουσόν μου· πρόσχες τή φωνή τής δεήσεώς μου εν τώ κεκραγέναι με πρός σέ. 2 κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου, έπαρσις τών χειρών μου θυσία εσπερινή. 3 θού, Κύριε, φυλακήν τώ στόματί μου καί θύραν περιοχής περί τά χείλη μου. 4 μή εκκλίνης τήν καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας τού προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις σύν ανθρώποις εργαζομένοις τήν ανομίαν, καί ου μή συνδυάσω μετά τών εκλεκτών αυτών. 5 παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει καί ελέγξει με, έλαιον δέ αμαρτωλού μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου· ότι έτι καί η προσευχή μου εν ταίς ευδοκίαις αυτών· 6 κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών· ακούσονται τά ρήματά μου ότι ηδύνθησαν. 7 ωσεί πάχος γής ερράγη επί τής γής, διεσκορπίσθη τά οστά αυτών παρά τόν άδην. 8 ότι πρός σέ, Κύριε, Κύριε, οι οφθαλμοί μου· επί σοί ήλπισα, μή αντανέλης τήν ψυχήν μου. 9 φύλαξόν με από παγίδος, ής συνεστήσαντό μοι, καί από σκανδάλων τών εργαζομένων τήν ανομίαν. 10 πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί· κατά μόνας ειμί εγώ έως άν παρέλθω.
Ψαλμός ΡΜΑ’ ( 141ος )
( για να ημερέψει ο Θεός τον επαναστάτη, που κάνει κακό · και Κούρδης εάν είναι, γίνεται αρνί )
Φωνή μου πρός Κύριον εκέκραξα, φωνή μου πρός Κύριον εδεήθην. 3 εκχεώ ενώπιον αυτού τήν δέησίν μου, τήν θλίψίν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ. 4 εν τώ εκλείπειν εξ εμού τό πνεύμά μου, καί σύ έγνως τάς τρίβους μου· εν οδώ ταύτη, ή επορευόμην, έκρυψαν παγίδα μοι. 5 κατενόουν εις τά δεξιά καί επέβλεπον, καί ουκ ήν ο επιγινώσκων με· απώλετο φυγή απ εμού, καί ουκ έστιν ο εκζητών τήν ψυχήν μου. 6 εκέκραξα πρός σέ, Κύριε, είπα· σύ εί η ελπίς μου, μερίς μου εί εν γή ζώντων. 7 πρόσχες πρός τήν δέησίν μου, ότι εταπεινώθην σφόδρα· ρύσαί με εκ τών καταδιωκόντων με, ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ. 8 εξάγαγε εκ φυλακής τήν ψυχήν μου τού εξομολογήσασθαι τώ ονόματί σου· εμέ υπομενούσι δίκαιοι, έως ού ανταποδώς μοι.
Ψαλμός ΡΜΒ’ ( 142ος )
( για να προστατέψει ο Θεός την μητέρα στον καιρό της εγκυμοσύνης, να μην αποβάλει )
Κύριε, εισάκουσον τής προσευχής μου, ενώτισαι τήν δέησίν μου εν τή αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τή δικαιοσύνη σου· 2 καί μή εισέλθης εις κρίσιν μετά τού δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πάς ζών. 3 ότι κατεδίωξεν ο εχθρός τήν ψυχήν μου, εταπείνωσεν εις γήν τήν ζωήν μου, εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· 4 καί ηκηδίασεν επ εμέ τό πνεύμά μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. 5 εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοίς έργοις σου, εν ποιήμασι τών χειρών σου εμελέτων. 6 διεπέτασα πρός σέ τάς χείράς μου, η ψυχή μου ως γή άνυδρός σοι. (διάψαλμα). 7 ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε τό πνεύμά μου· μή αποστρέψης τό πρόσωπόν σου απ εμού, καί ομοιωθήσομαι τοίς καταβαίνουσιν εις λάκκον. 8 ακουστόν ποίησόν μοι τό πρωΐ τό έλεός σου, ότι επί σοί ήλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν ή πορεύσομαι, ότι πρός σέ ήρα τήν ψυχήν μου· 9 εξελού με εκ τών εχθρών μου, Κύριε, ότι πρός σέ κατέφυγον. 10 δίδαξόν με τού ποιείν τό θέλημά σου, ότι σύ εί ο Θεός μου· τό πνεύμά σου τό αγαθόν οδηγήσει με εν γή ευθεία. 11 ένεκεν τού ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, εν τή δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως τήν ψυχήν μου· 12 καί εν τώ ελέει σου εξολοθρεύσεις τούς εχθρούς μου καί απολείς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ότι εγώ δούλός σού ειμι.
Ψαλμός ΡΜΓ’ ( 143ος )
( για να καταπραΰνει ο Θεός τον αναστατωμένο λαό, να μην γίνει εμφύλιος πόλεμος )
Ευλογητός Κύριος ο Θεός μου ο διδάσκων τάς χείράς μου εις παράταξιν, τούς δακτύλους μου εις πόλεμον· 2 έλεός μου καί καταφυγή μου, αντιλήπτωρ μου καί ρύστης μου, υπερασπιστής μου, καί επ αυτώ ήλπισα, ο υποτάσσων τόν λαόν μου υπ εμέ. 3 Κύριε, τί εστιν άνθρωπος ότι εγνώσθης αυτώ, ή υιός ανθρώπου ότι λογίζη αυτώ; 4 άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη, αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι. 5 Κύριε, κλίνον ουρανούς καί κατάβηθι, άψαι τών ορέων, καί καπνισθήσονται. 6 άστραψον αστραπήν καί σκορπιείς αυτούς, εξαπόστειλον τά βέλη σου καί συνταράξεις αυτούς. 7 εξαπόστειλον τήν χείρά σου εξ ύψους, εξελού με καί ρύσαί με εξ υδάτων πολλών, εκ χειρός υιών αλλοτρίων, 8 ών τό στόμα ελάλησε ματαιότητα, καί η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. 9 ο Θεός, ωδήν καινήν άσομαί σοι, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψαλώ σοι 10 τώ διδόντι τήν σωτηρίαν τοίς βασιλεύσι, τώ λυτρουμένω Δαυΐδ τόν δούλον αυτού εκ ρομφαίας πονηράς. 11 ρύσαί με καί εξελού με εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ών τό στόμα ελάλησε ματαιότητα καί η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. 12 ών οι υιοί ως νεόφυτα ιδρυμένα εν τή νεότητι αυτών, αι θυγατέρες αυτών κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ως ομοίωμα ναού, 13 τά ταμιεία αυτών πλήρη, εξερευγόμενα εκ τούτου εις τούτο, τά πρόβατα αυτών πολύτοκα, πληθύνοντα εν ταίς εξόδοις αυτών, 14 οι βόες αυτών παχείς, ουκ έστι κατάπτωμα φραγμού, ουδέ διέξοδος, ουδέ κραυγή εν ταίς πλατείαις αυτών, 15 εμακάρισαν τόν λαόν, ώ ταύτά εστι· μακάριος ο λαός, ού Κύριος ο Θεός αυτού.
Ψαλμός ΡΜΔ’ ( 144ος )
( για να ευλογήσει ο Θεός τις εργασίες των ανθρώπων, για να είναι ευάρεστες στον Θεό )
Υψώσω σε, ο Θεός μου ο βασιλεύς μου, καί ευλογήσω τό όνομά σου εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος. 2 καθ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε καί αινέσω τό όνομά σου εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος. 3 μέγας Κύριος καί αινετός σφόδρα, καί τής μεγαλωσύνης αυτού ουκ έστι πέρας. 4 γενεά καί γενεά επαινέσει τά έργα σου καί τήν δύναμίν σου απαγγελούσι. 5 τήν μεγαλοπρέπειαν τής δόξης τής αγιωσύνης σου λαλήσουσι καί τά θαυμάσιά σου διηγήσονται. 6 καί τήν δύναμιν τών φοβερών σου ερούσι καί τήν μεγαλωσύνην σου διηγήσονται. 7 μνήμην τού πλήθους τής χρηστότητός σου εξερεύξονται καί τή δικαιοσύνη σου αγαλλιάσονται. 8 οικτίρμων καί ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος. 9 χρηστός Κύριος τοίς σύμπασι, καί οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τά έργα αυτού. 10 εξομολογησάσθωσάν σοι, Κύριε, πάντα τά έργα σου, καί οι όσιοί σου ευλογησάτωσάν σε. 11 δόξαν τής βασιλείας σου ερούσι καί τήν δυναστείαν σου λαλήσουσι 12 τού γνωρίσαι τοίς υιοίς τών ανθρώπων τήν δυναστείαν σου καί τήν δόξαν τής μεγαλοπρεπείας τής βασιλείας σου. 13 η βασιλεία σου βασιλεία πάντων τών αιώνων, καί η δεσποτεία σου εν πάση γενεά καί γενεά. 13α πιστός Κύριος εν πάσι τοίς λόγοις αυτού καί όσιος εν πάσι τοίς έργοις αυτού. 14 υποστηρίζει Κύριος πάντας τούς καταπίπτοντας καί ανορθοί πάντας τούς κατερραγμένους. 15 οι οφθαλμοί πάντων εις σέ ελπίζουσι, καί σύ δίδως τήν τροφήν αυτών εν ευκαιρία. 16 ανοίγεις σύ τάς χείράς σου καί εμπιπλάς πάν ζώον ευδοκίας. 17 δίκαιος Κύριος εν πάσαις ταίς οδοίς αυτού καί όσιος εν πάσι τοίς έργοις αυτού. 18 εγγύς Κύριος πάσι τοίς επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοίς επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. 19 θέλημα τών φοβουμένων αυτόν ποιήσει καί τής δεήσεως αυτών εισακούσεται καί σώσει αυτούς. 20 φυλάσσει Κύριος πάντας τούς αγαπώντας αυτόν καί πάντας τούς αμαρτωλούς εξολοθρεύσει. 21 αίνεσιν Κυρίου λαλήσει τό στόμα μου· καί ευλογείτω πάσα σάρξ τό όνομα τό άγιον αυτού εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος.
Ψαλμός ΡΜΕ’ ( 145ος )
( για να σταματήσει ο Θεός τις αιμορραγίες των ανθρώπων )
Αίνει, η ψυχή μου, τόν Κύριον· 2 αινέσω Κύριον εν τή ζωή μου, ψαλώ τώ Θεώ μου έως υπάρχω. 3 μή πεποίθατε επ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ουκ έστι σωτηρία. 4 εξελεύσεται τό πνεύμα αυτού. καί επιστρέψει εις τήν γήν αυτού· εν εκείνη τή ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού. 5 μακάριος ού ο Θεός Ιακώβ βοηθός αυτού, η ελπίς αυτού επί Κύριον τόν Θεόν αυτού 6 τόν ποιήσαντα τόν ουρανόν καί τήν γήν, τήν θάλασσαν καί πάντα τά εν αυτοίς· τόν φυλάσσοντα αλήθειαν εις τόν αιώνα, 7 ποιούντα κρίμα τοίς αδικουμένοις, διδόντα τροφήν τοίς πεινώσι. Κύριος λύει πεπεδημένους, 8 Κύριος σοφοί τυφλούς, Κύριος ανορθοί κατερραγμένους, Κύριος αγαπά δικαίους, 9 Κύριος φυλάσσει τούς προσηλύτους· ορφανόν καί χήραν αναλήψεται καί οδόν αμαρτωλών αφανιεί. 10 βασιλεύσει Κύριος εις τόν αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν καί γενεάν.
Ψαλμός ΡΜΣΤ’ ( 146ος )
( για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που έχουν κτυπηθεί και πληγωθεί στις σιαγόνες από κακούς ανθρώπους )
Αινείτε τόν Κύριον, ότι αγαθόν ψαλμός· τώ Θεώ ημών ηδυνθείη αίνεσις. 2 οικοδομών ῾Ιερουσαλήμ ο Κύριος, καί τάς διασποράς τού Ισραήλ επισυνάξει, 3 ο ιώμενος τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν καί δεσμεύων τά συντρίμματα αυτών, 4 ο αριθμών πλήθη άστρων, καί πάσιν αυτοίς ονόματα καλών. 5 μέγας ο Κύριος ημών, καί μεγάλη η ισχύς αυτού, καί τής συνέσεως αυτού ουκ έστιν αριθμός. 6 αναλαμβάνων πραείς ο Κύριος, ταπεινών δέ αμαρτωλούς έως τής γής. 7 εξάρξατε τώ Κυρίω εν εξομολογήσει, ψάλατε τώ Θεώ ημών εν κιθάρα 8 τώ περιβάλλοντι τόν ουρανόν εν νεφέλαις, τώ ετοιμάζοντι τή γή υετόν, τώ εξανατέλλοντι εν όρεσι χόρτον καί χλόην τή δουλεία τών ανθρώπων, 9 διδόντι τοίς κτήνεσι τροφήν αυτών καί τοίς νεοσσοίς τών κοράκων τοίς επικαλουμένοις αυτόν. 10 ουκ εν τή δυναστεία τού ίππου θελήσει, ουδέ εν ταίς κνήμαις τού ανδρός ευδοκεί· 11 ευδοκεί Κύριος εν τοίς φοβουμένοις αυτόν καί εν πάσι τοίς ελπίζουσιν επί τό έλεος αυτού.
Ψαλμός ΡΜΖ’ ( 147ος )
( για να ημερέψει ο Θεός τα άγρια ζώα του βουνού, για να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους και ζημιές στα σπαρτά )
Επαίνει, ῾Ιερουσαλήμ, τόν Κύριον, αίνει τόν Θεόν σου, Σιών, 2 ότι ενίσχυσε τούς μοχλούς τών πυλών σου, ευλόγησε τούς υιούς σου εν σοί· 3 ο τιθείς τά όριά σου ειρήνην καί στέαρ πυρού εμπιπλών σε· 4 ο αποστέλλων τό λόγιον αυτού τή γή, έως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού· 5 διδόντος χιόνα αυτού ωσεί έριον, ομίχλην ωσεί σποδόν πάσσοντος· 6 βάλλοντος κρύσταλλον αυτού ωσεί ψωμούς, κατά πρόσωπον ψύχους αυτού τίς υποστήσεται; 7 εξαποστελεί τόν λόγον αυτού καί τήξει αυτά· πνεύσει τό πνεύμα αυτού καί ρυήσεται ύδατα. 8 ο απαγγέλλων τόν λόγον αυτού τώ Ιακώβ, δικαιώματα καί κρίματα αυτού τώ Ισραήλ. 9 ουκ εποίησεν ούτως παντί έθνει καί τά κρίματα αυτού ουκ εδήλωσεν αυτοίς.
Ψαλμός ΡΜΗ’ ( 148ος )
( για να κάνει καιρό ευνοϊκό ο Θεός, για να έχουν αφθονία εισοδημάτων οι άνθρωποι και να δοξάζουν τον Θεό )
Αινείτε τόν Κύριον εκ τών ουρανών· αινείτε αυτόν εν τοίς υψίστοις. 2 αινείτε αυτόν, πάντες οι άγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν, πάσαι αι δυνάμεις αυτού. 3 αινείτε αυτόν ήλιος καί σελήνη, αινείτε αυτόν πάντα τά άστρα καί τό φώς. 4 αινείτε αυτόν οι ουρανοί τών ουρανών καί τό ύδωρ τό υπεράνω τών ουρανών. 5 αινεσάτωσαν τό όνομα Κυρίου, ότι αυτός είπε, καί εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο, καί εκτίσθησαν. 6 έστησεν αυτά εις τόν αιώνα καί εις τόν αιώνα τού αιώνος· πρόσταγμα έθετο, καί ου παρελεύσεται. 7 αινείτε τόν Κύριον εκ τής γής, δράκοντες καί πάσαι άβυσσοι· 8 πύρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τά ποιούντα τόν λόγον αυτού· 9 τά όρη καί πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα καί πάσαι κέδροι· 10 τά θηρία καί πάντα τά κτήνη, ερπετά καί πετεινά πτερωτά· 11 βασιλείς τής γής καί πάντες λαοί, άρχοντες καί πάντες κριταί γής· 12 νεανίσκοι καί παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· 13 αινεσάτωσαν τό όνομα Κυρίου, ότι υψώθη τό όνομα αυτού μόνου· η εξομολόγησις αυτού επί γής καί ουρανού. 14 καί υψώσει κέρας λαού αυτού· ύμνος πάσι τοίς οσίοις αυτού, τοίς υιοίς Ισραήλ, λαώ εγγίζοντι αυτώ.
Ψαλμός ΡΜΘ’ ( 149ος )
( από ευγνωμοσύνη και ευχαριστία στον Θεό για τις μεγάλες του καλοσύνες και για την πολλή του αγάπη, που δεν έχει όρια, και μας ανέχεται (Του Γέροντα) )
Άσατε τώ Κυρίω άσμα καινόν, η αίνεσις αυτού εν εκκλησία οσίων. 2 ευφρανθήτω Ισραήλ επί τώ ποιήσαντι αυτόν, καί οι υιοί Σιών αγαλλιάσθωσαν επί τώ βασιλεί αυτών. 3 αινεσάτωσαν τό όνομα αυτού εν χορώ, εν τυμπάνω καί ψαλτηρίω ψαλάτωσαν αυτώ, 4 ότι ευδοκεί Κύριος εν τώ λαώ αυτού καί υψώσει πραείς εν σωτηρία. 5 καυχήσονται όσιοι εν δόξη καί αγαλλιάσονται επί τών κοιτών αυτών. 6 αι υψώσεις τού Θεού εν τώ λάρυγγι αυτών, καί ρομφαίαι δίστομοι εν ταίς χερσίν αυτών 7 τού ποιήσαι εκδίκησιν εν τοίς έθνεσιν, ελεγμούς εν τοίς λαοίς, 8 τού δήσαι τούς βασιλείς αυτών εν πέδαις καί τούς ενδόξους αυτών εν χειροπέδαις σιδηραίς, 9 τού ποιήσαι εν αυτοίς κρίμα έγγραπτον· δόξα αύτη έσται πάσι τοίς οσίοις αυτού.
Ψαλμός ΡΝ’ ( 150ος )
( για να δώσει ο Θεός χαρά και παρηγοριά στους θλιμμένους αδελφούς μας, που βρίσκονται στην ξενιτιά και στους κεκοιμημένους αδελφούς μας, που βρίσκονται στην πιο μακρινή ξενιτιά )
Αινείτε τόν Θεόν εν τοίς αγίοις αυτού, αινείτε αυτόν εν στερεώματι τής δυνάμεως αυτού· 2 αινείτε αυτόν επί ταίς δυναστείαις αυτού, αινείτε αυτόν κατά τό πλήθος τής μεγαλωσύνης αυτού. 3 αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος, αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω καί κιθάρα· 4 αινείτε αυτόν εν τυμπάνω καί χορώ, αινείτε αυτόν εν χορδαίς καί οργάνω· 5 αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις, αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού. 6 πάσα πνοή αινεσάτω τόν Κύριον. Αλληλούϊα.
Ψαλμός ΡΝΑ’ ( 151ος )
( αυτός ο ψαλμός είναι ιδιόγραφος του Δαβίδ και είναι εκτός της αρίθμησης, τον έγραψε για τη μονομαχία με τον Γολιάθ )
Μικρός ήμην εν τοίς αδελφοίς μου καί νεώτερος εν τώ οίκω τού πατρός μου· εποίμαινον τά πρόβατα τού πατρός μου. 2 αι χείρές μου εποίησαν όργανον, καί οι δάκτυλοί μου ήρμοσαν ψαλτήριον. 3 καί τίς αναγγελεί τώ Κυρίω μου; αυτός Κύριος, αυτός εισακούσει. 4 αυτός εξαπέστειλε τόν άγγελον αυτού καί ήρέ με εκ τών προβάτων τού πατρός μου καί έχρισέ με εν τώ ελαίω τής χρίσεως αυτού. 5 οι αδελφοί μου καλοί καί μεγάλοι, καί ουκ ευδόκησεν εν αυτοίς ο Κύριος. 6 εξήλθον εις συνάντησιν τώ αλλοφύλω, καί επικατηράσατό με εν τοίς ειδώλοις αυτού· 7 εγώ δέ, σπασάμενος τήν παρ αυτού μάχαιραν, απεκεφάλισα αυτόν καί ήρα όνειδος εξ υιών Ισραήλ.