Προσευχή στην Παναγιά μας για τις φωτιές
Υπεραγία Θεοτόκε, σβέσον το πυρ το κατακαίον τη χώρα που σε κάθε γωνιά της υμνεί το Τίμιον και Πανάγιον Όνομά σου.
Υπεραγία Θεοτόκε, στήριξον, προστάτευσον και φώτισον πάντας τους βοηθούντας εις το έργον της κατασβέσεως.
Υπεραγία Θεοτόκε, καταπράϋνον τον ψυχικόν φόβον των πυροπλήκτων αδελφών ημών.
Αμήν!
*Παρακαλώ παιδιά μου, προωθήστε την παραπάνω προσευχή σε όσους αδελφούς μπορείτε.
π. Γεώργιος Χριστοδούλου
Προσευχή στους Άγιους Τρεις Παίδες εν Καμίνω, προστάτες των Πυροσβεστών
Προστάται θερμοί, πυροσβεστών υπάρχοντες, ω Παίδες Θεού και θείοι αντιλήπτορες, πυροσβεστών επαρήγεις αεί τω σώματι, και δύναμιν και θάρρος αεί τούτοις παρέχεις, ορμωσι πρός τήν σβέσιν πυρκαϊών, μη ελλείπητε Άγιοι ότι υμάς αντιλήπτηρας και θερμούς, εν παντί έχομεν φύλακας.
Αγιοι Τρεις Παίδες εν καμίνω. Βίος
Ψαλμός 21
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καπαδόκης, είχε πει ότι ο 21ος Ψαλμός του Δαβίδ είναι “για να εμποδίσει ο Θεός την πυρκαγιά, για να μην γίνει κακό”.
ΨΑΛΜΟΣ 21ος (Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι)
Ο ΘΕΟΣ, ο Θεός μου, πρόσχες μοι· ίνα τι εγκατέλιπές με; μακράν από της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου.
ο Θεός μου, κεκράξομαι ημέρας, και ουκ εισακούση, και νυκτός, και ουκ εις άνοιαν εμοί.
συ δε εν αγίω κατοικείς, ο έπαινος του Ισραήλ.
επί σοι ήλπισαν οι πατέρες ημών, ήλπισαν, και ερρύσω αυτούς·
προς σε εκέκραξαν και εσώθησαν, επί σοι ήλπισαν και ου κατησχύνθησαν.
εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού.
πάντες οι θεωρούντές με εξεμυκτήρισάν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν·
ήλπισεν επί Κύριον, ρυσάσθω αυτόν· σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν.
ότι συ ει ο εκσπάσας με εκ γαστρός, η ελπίς μου από μαστών της μητρός μου·
επί σε επερρίφην εκ μήτρας, εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου ει συ·
μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών.
περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με·
ήνοιξαν επ’ εμέ το στόμα αυτών ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος.
ωσεί ύδωρ εξεχύθην, και διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου, εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος εν μέσω της κοιλίας μου·
εξηράνθη ωσεί όστρακον η ισχύς μου, και η γλώσσά μου κεκόλληται τω λάρυγγί μου, και εις χούν θανάτου κατήγαγές με.
ότι εκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ώρυξαν χείράς μου και πόδας.
εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου, αυτοί δε κατενόησαν και επείδόν με.
διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον.
συ δε, Κύριε, μη μακρύνης την βοήθειάν μου απ’ εμού, εις την αντίληψίν μου πρόσχες.
ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν μου, και εκ χειρός κυνός την μονογενή μου·
σώσόν με εκ στόματος λέοντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσίν μου.
διηγήσομαι το όνομά σου τοις αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε.
οι φοβούμενοι τον Κύριον, αινέσατε αυτόν, άπαν το σπέρμα Ιακώβ, δοξάσατε αυτόν, φοβηθήτωσαν αυτόν άπαν το σπέρμα Ισραήλ,
ότι ουκ εξουδένωσεν ουδέ προσώχθισε τη δεήσει του πτωχού, ουδέ απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ’ εμού και εν τω κεκραγέναι με προς αυτόν εισήκουσέ μου.
παρά σου ο έπαινός μου εν εκκλησία μεγάλη, τας ευχάς μου αποδώσω ενώπιον των φοβουμένων αυτόν.
φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται, και αινέσουσι Κύριον οι εκζητούντες αυτόν· ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος.
μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης και προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού πάσαι αι πατριαί των εθνών,
ότι του Κυρίου η βασιλεία, και αυτός δεσπόζει των εθνών.
έφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γης, ενώπιον αυτού προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις γην. και η ψυχή μου αυτώ ζη,
και το σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ· αναγγελήσεται τω Κυρίω γενεά η ερχομένη,
και αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τω τεχθησομένω, ον εποίησεν ο Κύριος.
Προσευχή για προστασία από την φωτιά. Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός και Σωτήρ μας. Τούτη την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας που διέρχεται ο τόπος μας εξ αιτίας των πυρκαϊών που κατακαίουν τον φυσικό μας πλούτο, καταστρέφουν περιουσίες και αφαιρούν ανθρώπινες ζωές, αισθανόμεθα την ανάγκη να καταφύγουμε στη βοήθειά Σου, ζητώντας το έλεός Σου για τη σωτηρία μας.
Συ Κύριε διεφύλαξες από τη φωτιά τους Αγίους Τρεις Παίδας, και πολλούς Αγίους Μάρτυρές Σου εδόξασες, όταν διέταξες να μη τους εγγίσουν οι φλόγες της καμίνου και τα πεπυρακτωμένα σίδερα των βασανιστών τους.
Κατάπαυσε, Κύριε, τους ισχυρούς ανέμους που πολλαπλασιάζουν την καταστρεπτική δύναμη της φωτιάς και ενίσχυσε τους ανθρώπους που έχουν ως καθήκον τους την αντιμετώπισή της.
Δώσε δύναμη καρτερίας σ’ εκείνους που επλήγησαν και έχασαν τις περιουσίες τους, και παρηγόρησε εκείνους που είχαν στην οικογένειά τους θύματα.
Η Εκκλησία μας προσεύχεται γι’ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους και για την ανάπαυση της ψυχής τους. Υπήρξαν αθώα θύματα μιας δραματικής τραγωδίας που έχει βυθίσει στο πένθος όλους μας.
Δεν γνωρίζουμε, Κύριε, τις αιτίες αυτών των πυρκαϊών. Αλλ’ είτε αυτές οφείλονται στον καύσωνα ή σε αμελή ενέργεια ανθρώπου, συγχώρησε τους αμελείς και διάσωσε τον λαόν Σου και την κληρονομίαν Σου από την απειλή, από τυχόν συνέχιση της καταστροφής και από αναζωπύρηση των εστιών.
Εάν, όμως, οι φωτιές οφείλονται σε δόλια ενέργεια εμπρηστών, τότε, Κύριε, στείλε τη δίκαιη οργή Σου επάνω τους και τιμώρησέ τους παραδειγματικά για το έγκλημα που θεληματικά διέπραξαν σε βάρος όλου του λαού μας και της Δημιουργίας Σου.
Κύριε, είμεθα αμαρτωλοί και ομολογούμε τα πάθη μας. Όμως Κύριε «Σοι μόνω αμαρτάνομεν αλλά και σοι μόνω λατρεύομεν». Αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και μετανοούμε γι’ αυτά με δάκρυα. Συγχώρησέ μας τους αμαρτωλούς και δίδαξέ μας τα δικαιώματά Σου.
Κανών Ικετήριος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον επί πυρκαϊά δασών
Ποίημα Γερασίμου μοναχού Μικραγιαννανίτου.
Ακροστιχίδα: Βρέμοντος πυρός την ρύμην παύσον, Κόρη.
Ωδή α’. Ήχος πλ. δ’. Υγράν διοδεύσας.
Βιαίως την ρύμην πυρκαϊάς, σφοδρώς νεμομένης, εν τη ποίμνη σου παν χλωρόν, κατάστειλον τάχος τη ροπή σου, Θεογεννήτορ ημών η βοήθεια.
Ροαίς των πλουσίων σου οικτιρμών, την άστεκτον φλόγα, την διήκουσαν μανικώς, διά χλοαυγών δασών Παρθένε, οία προστάτις ημών καταστόρεσον.
Ενήφθη ακάθεκτος πυρκαϊά, φυτά τεθηλότα, εμπιπρώτα εν ακαρεί· αλλ’ ημίν βοήθησον Παρθένε, περιγενέσθαι αυτής τη ση χάριτι.
Θεοτοκίο
Μυκώμενον οία καταιγισμός, επέπεσεν ήδη, τω σω κλήρω πυρ αναφθέν συ ουν αναχαίτισον Παρθένε, την εις τα πρόσω αυτού επινέμησιν.
Ωδή γ’. Ουρανίας αψίδος.
Όμβροφόρε νεφέλη ζωαρχικού ύδατος, όμβρησον ημίν ουρανόθεν, βροχήν χρηστότητος, διασκεδάζουσαν, φλόγα πυρός του παμφάγου, των δασών την ύπαρξιν καταναλίσκουσαν.
Νυν καιρός βοηθείας, της σης ημίν πάρεστι, δείξον ουν συνήθως και ήδη Θεοχαρίτωτε, τοις πεποιθόσι σοι, την οξυτάτην σου χάριν, ως αν περιστείλωμεν, πυρός την έκτασιν.
Την λαβίδα την θείαν, του μυστικού άνθρακος, σε καθικετεύομεν Κόρη, αναχειρίσασθαι, πυρκαϊάς την ορμήν, φυταλιάς δενδροφύτους, όλως καταφλέγουσαν, και άφανίζουσαν.
Θεοτοκίο
Οι πολλοί οικτιρμοί σου, ως αληθώς Δέσποινα, σώζουσιν ημάς από πάσης, οργής και θλίψεως, αλλά και νυν ευμενώς, εν τη παρούση ανάγκη, δρόσος αναψύξεως, ημίν οφθήτωσαν.
Ωδή δ’. Εισακήκοα Κύριε.
Σμερδαλέον επέπεσε, τη ση κληρουχία πυρ το ακάματον, αλλά συ ημίν βοήθησον, ως αν τούτο Κόρη αποσβέσωμεν.
Πυκαζούσας εν δένδρεσιν ανακεχυμέναι φλόγες βιβρώσκουσι, χλοαυγείς κλιτύς Θεόνυμφε, ων την χαλεπήν φοράν ανάκαμψον.
Ύδωρ ζων το αλλόμενον, τοις εκφλεγομένοις πάθεσι βλύσασα, Θεοτόκε Παντευλόγητε, σπεύσον εις βοήθειαν των δούλων σου.
Θεοτοκίο
Ράβδε θεία θεόβλαστε, την πυρπολουμένην όργωσαν βλάστησιν, εν τω κλήρω σου διάσωσον, του πυρός συστέλλουσα το όρμημα.
Ωδή ε’. Φώτισον ημάς.
Όμβροις μυστικοίς, της θερμής σου αντιλήψεως, καταστόρεσαν την φλόγα του πυρός, χλοεράς λόχμας και δένδρα αφανίζουσαν.
Σύνδενδρον Θεού, όρος θείον και κατάσκιον, την παμφάγον και δεινήν πυρκαϊάν, πυκασμό της προμηθείας σου κατάπαυσον.
Τις τας δαψιλείς προς ημάς ευεργεσίας σου, ανυμνήσει Θεοτόκε ως εικός; Συ γάρ σώζεις ημάς πάσης αεί θλίψεως.
Θεοτοκίο
Ήμβλυνας Αγνή, τω σω τόκω τον πολέμιον· και νυν άμβλυνον τη ση επισκοπή, του πυρός του ολεθρίου τα ορμήματα.
Ωδή στ’. Την δέησιν.
Ναμάτων σε, ζωηρύτων πέλαγος, και χειμάρρουν θεοβρύτων χαρίτων, ως ευ ειδότες τη ση προστασία, από ψυχής Θεοτόκε προστρέχομεν, ως αν δεινής πυρκαϊάς, κατασβέσωμεν φλόγα την άσβεστον.
Ριπίσας, ο διαπνεύσας άνεμος, την αφθείσαν εν τω Όρει σου φλόγα, επί δρυμώνας καί θάλλοντας χώρους, και τερπνά άλση αυτήν διαδέδωκε συ ουν αυτής τας φλογεράς, διαδόσεις εις τέλος κατάργησον.
Υπέκκαυμα, αληθώς γεγένηνται, και εις τέφραν και αιθάλην ορώνται, οι πριν δενδρόφυτοι χώροι Παρθένε, πυρκαϊάς λυμαινούσης παν βλάστημα· αλλά και νυν ημίν Αγνή, την ταχείαν σου δείξον αντίληψιν.
Θεοτοκίο
Μαράνασα, τω βλαστώ σου Δέσποινα, της απάτης την ολέθριον φλόγα, την εν τω κλήρω τω σω προσελθούσαν, πυρκαϊάν και τα πάντα βιβρώσκουσαν, ως οίδας σβέσον Αγαθή, και πυρός ημάς ρύσαι του μέλλοντος.
Ωδή ζ’. Οι εκ της Ιουδαίας.
Η την άυλον φλόγα, εν γαστρί δεξαμένη της Υπερθέου μορφής, φλογός ακατασχέτου, δεινώς αποψιλούσης, χώρους πάλαι χλοάζοντας, απάλλαξον αληθώς, ημάς Θεογεννήτορ.
Νεμομένην παν ξύλον, και εις τέφρας και κόνιν μεταποιούσα Αγνή, φυτείας δενδροφύτους, και άλση και δρυμώνας, πυρκαϊάν την πολύφλογον, τη προς ημάς σου θερμή, κατάπαυσον ευνοία.
Πολύφθορον επήλθεν, εν τη ση κληρουχία το αναφθέν ήδη πυρ, και πάντα διατρέχει, φορά τη του αέρος, λόχμας δάση τε σύσκια, αλλά την ρύμην αυτού, ανάκοψον Παρθένε.
Θεοτοκίο
Αγιάσματος κρήνη, ο ειργάσω Παρθένε αγίασμα νοητόν, το Όρος το του Άθω, τον ευαγή σου κλήρον, πάσης βλάβης και θλίψεως, και εμπρησμών φθαρτικών, απήμονα συντηρει.
Ωδή η’. Τον Βασιλέα.
Ύδατι Κόρη, των δαψιλών οικτιρμών σου, καταδρόσισον ημών τας διανοίας, τας φλογιζομένας πυρί της αμαρτίας.
Στιβάδας δένδρων, αποτεφρούσα Παρθένε, εν τω κλήρω σου φλοξ η δενδροπήμων, τη ση επεμβάσει, κατασβεσθείη θάττον.
Όρος Κυρίου, πεπυκασμένον τη δόξη, το περίβλεπτος και ευαγές σου Όρος, εμπρησμών παμφλέκτων, αεί Παρθένε ρύου.
Θεοτοκίο
Νομάς φλογώδεις, πυρκαϊάς της παμφθάρτου, καταπράϋνον Παρθένε Θεοτόκε, σώζουσα της τούτων μανίας τον σον κλήρον.
Ωδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
Κομώντα ευθαλεία, δάση και δρυμώνας, τη ση προνοία Παρθένε διάσωσον, της απειλής του παμφάγου πυρός δεόμεθα.
Ορμώσα ακαθέκτως, φλοξ η παντοφάγος, επί δασών χλοερών διεκκέχυται· συ ουν Παρθένε ως οίδας ταύτην διάκοψον.
Ρυσθείημεν παντοίας, βλάβης και μανίας, και εμπρησμών φθαρτικών Θεονύμφευτε, οι ακλινώς πεποιθότες τη αντιλήψει σου.
Θεοτοκίο
Η ποίμνη σου Παρθένε, εν πάση ανάγκη, ως νοσσιά καταφεύγει τη σκέπη σου· σκέπε και φύλαττε ταύτην εκ πάσης θλίψεως.