Γλυκό του κόσμου στήριγμα,
αθάνατη Μαρία,
Εσύ π’ ακούς τη δέησι
που υψώνουν τα παιδία,
σ εσέ την προσευχή μας
που μέσ’ απ’ την ψυχή μας
βγαίνει για σε θερμά
Έχε, Κυρά, στη σκέπη σου
την πικραμένη χήρα,
στον πεινασμένον άνοιγε
ευσπλαχνική τη θύρα,
δώσε του σκλάβου, Δέσποινα,
ελεύθερη Πατρίδα,
του ναύτη την ελπίδα,
που πλέει στην ξενιτειά.
Ευλόγησε τα ονείρατα
του βρέφους που κοιμάται,
οδήγησε τα βήματα
της κόρης που φοβάται·
στείλε δροσιά κι’ ανάπαυση
στου αρρώστου το κλινάρι,
έχε στη θεία σου χάρι
τα μαύρα τα φτωχά.
Τη μάνα παρηγόρησε,
πού χει παιδί στα ξένα,
και χύσε μίαν αχτίδα σου
εις τον τυφλό, Παρθένα·
κράτα το γάλα αμίαντο
του βρέφους που βυζαίνει,
στρέψε στην οικουμένη
το βλέμμα ευσπλαχνικό.
Στείλε, σεμνή βασίλισσα,
στο πλάσμα σου γαλήνη,
χύσε στα στήθη τ’ άκαρδα
αγάπη, ελεημοσύνη·
χάρισε το χαμόγελο
στα μαραμένα χείλη,
κάμε να γίνουν φίλοι
ο εχθρός με τον εχθρό.
Τ’ ανδρόγυνο που εχώρισε,
Εσύ, Κυρά, ένωσέ το,
διώξε μακρυά την έχθρα του
και πάλι ευλόγησέ το·
ανάπαυσε τα κόκκαλα
που κλει βαθειά το χώμα,
και ζέστανε το στρώμα
της μάνας, του παιδιού.
Δέξου στα ουράνια στήθη σου
τ’ ανήλικα. Παρθένα,
που παραιτούν τη μάνα τους
για νά λθουνε σε Σένα,
το χέρι ‘κείνο αντάμειψε
που τ’ ορφανό χορταίνει,
που το κορμί θερμαίνει
του μαύρου του γυμνού.
Ευλόγησε τα δάκρυα,
καλή μας Παναγία,
οπού με σπλάχνος χύνονται
εμπρός στη δυστυχία
συχώρεσε και φώτισε
εκείνον που πλανήθη,
και χύσε του στα στήθη
την Πίστη την γλυκειά!
Λυπήσου την Ελλάδα μας,
την άτυχη Πατρίδα,
πάλι στον κόσμο δείξε τη
με σκήπτρο και χλαμύδα!
κάμε να σφίξει ελεύθερα
μεσ’ τη θερμή αγκαλιά της
τα μαύρα τα παιδιά της,
που κλαίνε στη σκλαβιά!
Και αξίωσε τα τέκνα σου,
που σε παρακαλούνε,
με της Λαμπρής το φόρεμα
την Ήπειρο να ιδούνε!
να πλέξουν την εικόνα σου
μ’ ελεύθερα λουλούδια,
κ’ ελεύθερα τραγούδια
να ψάλλουνε γλυκα!