Γλυκύτατε μου Ιησού, βάλσαμον της ψυχής μου,
αγάπη της καρδίας μου, αέρας της πνοής μου.
Φως νοητόν, γλυκύτατον, ο έρως, η ισχύς μου,
αγάπη πολυθαύμαστος, ο πόθος της ζωής μου.
Η πίστις μου και η ελπίς, αγάπη μου γλυκιά,
Σωτήρα ποθεινότατε, γλυκειά παρηγορία».
Ελθέ, γλυκεία μου πνοή, ελθέ, ζωή μου θεία,
ελθέ, φως των ομμάτων μου, γλυκειά μου θυμηδία.
Και φώτισον τα σπλάγχνα μου, τον νουν και την καρδίαν,
και πάρασχε στο σώμα μου απάθειαν τελείαν.
Διαύγασον εν τω νοΐ τον θείον φωτισμόν σου,
την λαμπροτάτην κίνησιν των θείων γνώσεων σου.
Δος μου, αγάπη μου γλυκιά, αυτά που σου ζητάω,
τους πόδας σου ν’ ασπάζομαι και να γλυκοφιλάω.
Ζητώ, γλυκία μου πνοή, αιτώ ο υπεσχέθης
και κρούω με κατάνυξιν κι επιθυμώ να έλθης.
Και συν Πατρί και Πνεύματι μέσα μου να εισέλθης·
μονήν αγίαν ποίησον, να λειτουργής ως θέλης.
Και ως ευαρεστήσαι συ, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα,
αξίωσον να σε υμνώ απαύστως νύκτα, μέρα.
Και μην χωρίζεις απ’ εμού, μη μ’ αποδοκιμάσεις,
αφού ‘δες, πως είμαι, ασθενής, μη θες να με πειράζης.
Δεν υποφέρω, δεν βαστώ στιγμή τον χωρισμό σου,
διότι καταφλέγομαι από του έρωτος σου.
Φλεγόμενος σ’ αναζητώ στους ουρανούς να σ’ εύρω
κι’ αφού σκιρτάς κατανοώ πως μέσα μου σε έχω.
Το σκίρτημά σου φλέγει με, πλέον δεν υποφέρω,
να βρίσκομαι εδώ στην γη, σώμα βαρύ να φέρω.
Πολλάκις πταίω, σε λυπώ και σε παραπικραίνω,
πλην πάλιν συ με αγαπάς, δεν στέκεις πικραμένος.
Πόσον γλυκύς, γλυκύτατος, είσαι αγαθέ Χριστέ μου
αλλ’ αν μ’ αφήνης, σύντομα σ’ αλησμονώ Θεέ μου.
Αν μ’ αγαπάς, σε αγαπώ, κι’ αν με βαστάζης, στέκω·
αν δε μικρόν απέρχεσαι, ευθύς ως χόρτον πέφτω.
Ο έρωτας μου είσαι συ, η φλόγα της αγάπης,
ο ζήλος και η όρεξις κι η προθυμία αύθις.
Και πάλιν όλα ίστανται, εάν μένης μαζί μου·
ει δε μικρόν αναχωρείς, σκοτίζεται η ψυχή μου.
Μέσα μου σε κατανοώ και έξωθεν σε βλέπω,
σε θεωρίαν έλκεις με, θαυμάζω τούτο βλέπων.
Όπου να ιδώ, παντού Χριστός, πάσα την γην πληρώνης
εις έκπληξιν ανάγεις με, τας φρένας μου αλλοιώνεις.
Στην Λειτουργία έρχομαι, διά να σε κοινωνήσω
και στην καλύβη στρέφομαι, πάλιν εκεί σε βρίσκω.
Μελίζεσαι, μερίζεσαι, εσθίεσαι απ’ όλους
τους ευσεβείς χριστιανούς και πάλιν μένεις σώος.
Μετά Πατρός ευρίσκεσαι, μέσ’ τους αγίους είσαι,
στον κόσμον όλον ευρίσκεσαι, ποσώς δεν περικλείσαι.
Στις εκκλησίες θύεσαι, μέσα μου σώος είσαι
και τόπος δεν ευρίσκεται, όπου συ να μην είσαι.
Μονάχα στους αγαπητούς, μόνον στους σε ειδότες
δεικνύεις την αγάπην σου, δυνάμεις σου τας τόσας.
Θαυμάζομαι, εξίσταμαι, εκπλήττομαι και φρίττω,
πως όλα ταύτα γίνονται δεν ημπορώ να είπω.
Κι’ αφού στο βάθος χάνομαι των θείων νοημάτων,
στρέφω και πάλιν όπισθεν και την αγάπην πιάνω.
Και φθέγγομαι πως σ’ αγαπώ, γλυκύτατε Χριστέ μου,
Ιησού μου και Σωτήρα μου, Πανάγιε Θεέ μου.
Μη παύσης να διδάσκης με, μη παύσης να φωτίζης,
στο θέλημά σου οδήγησε, εσύ καθώς γνωρίζεις.
Και πλούτιζέ με συνεχώς στην ιδικήν σου αγάπην
και βάσταζε να βρίσκωμαι διά παντός με ταύτην.
Και πέπεισμαι πως αληθώς αυτή θα μ’ όδηγήση
και μέσα στας άγκάλας σου θα φέρη να με ρίψη.
Να χαίρω, να ευφραίνομαι με σένα τον Χριστόν μου,
τον Κύριόν μου και Θεόν, εις αιώνας αιώνων.
Το ποίημα αυτό του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή, περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Σοφίας Κιόρογλου, «Μυστικά βιώματα στην Αγία Γη».