Ο άνθρωπος συγκατατίθεται στο θέλημα του Θεού. Ποτέ ο Θεός δεν παραβιάζει το θέλημα του ανθρώπου. Ποτέ. Δεν μπορεί να πει ο άνθρωπος ότι, ξέρεις εγώ δεν ήθελα, αλλά αφού ήθελε ο Θεός τι να κάνω, υποτάσσομαι σε αυτό που θέλει ο Θεός, αφού είναι Θεός, αλλά εγώ δεν το θέλω, δεν το ήθελα. Όχι.
Σε αυτό το θέλημα του Θεού, στην περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, όπως και σε άλλες πολλές περιπτώσεις της ζωής μας και σε άλλους ανθρώπους, βλέπουμε ότι ναι, ο Απόστολος Παύλος, εκλήθηκε από τον Θεό, έτσι, ξαφνικά. Δεν ήξερε τον Θεό. Και ο Θεός επενέβηκε κάποια στιγμή στη ζωή του, μέσα από τον φως εκείνον, το οποίο είδε πορευόμενος στη Δαμασκό, σταματά ο Θεός στην πορεία του Παύλου, και εισβάλλει ο Θεός μέσα στην προσωπική του ζωή.
Αυτό όμως, δεν είναι παραβίαση της ελευθερίας του, αλλά είναι ακριβώς αυτό που ήθελε ο Απόστολος Παύλος. Όμως, έκαμνε λάθος. Ο Απόστολος Παύλος, ήθελε να γίνει δούλος του Θεού, πραγματικά. Είχε ζήλο για τον αληθινό Θεό, είχε ένα αγάπη για τον Θεό, η καρδιά του ήταν ευθεία ενώπιον του Κυρίου. Όμως, σαν άνθρωπος, δεν ήξερε, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Και μέσα στον ζήλον του, ενόμιζε ότι έπρεπε να υπερασπίζεται των Μωσαϊκών Νόμων και τον Θεό, που ήταν βέβαια ο Θεός των Πατέρων. Τον Θεό των Πατέρων του, όπως τον ήξερε μέσα από την Παλαιά Διαθήκη και όπως τον είχαν παραδώσει οι νόμοι και οι παραδόσεις των Εβραίων.
Έτσι, ενώ είχε ευθεία καρδία και είχε αγαθή προαίρεση και αληθή προαίρεση να αγαπά τον Θεό και να είναι δούλος του Θεού και να είναι αφιερωμένος στον Θεό και να αγωνίζεται για το έργο του Θεού, εν τούτοις όμως, εξ ανθρωπίνης αγνοίας, ήταν τελικά εχθρός του Θεού, εδίωκε τον αληθινό Θεό. Γι’ αυτό ο Θεός βλέποντας την καρδιά του, δεν τον άφησε να πλανάται. Επεμβαίνει ο Θεός και του λέει «Σαούλ, τι με διώκεις» και όλα εκείνα τα οποία ξέρουμε στη συνέχεια. Και τρόπον, σαν να εισβάλλει ο Θεός στην προσωπική του ζωή και αλλάζει τα δεδομένα του. Όμως, το έκανε ο Θεός αυτό, γιατί ακριβώς αυτό ήθελε ο Απόστολος Παύλος, έστω κι αν δεν το ήξερε.
Αυτό για μας είναι σημαντικό, γιατί βλέπαμε πάρα πολλές φορές, ακόμα και εναρρέτους ανθρώπους, να κάνουν λάθη. Σε καθημερινά θέματα ή σε θέματα που πρέπει να έχουν μια ανάποψη και έχουν λάθος. Και μας ανησυχεί αυτό. Και νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε με κάτι, ξέρω εγώ, για να τους διορθώσουμε. Όμως, ξεχνούμε ότι υπάρχει και ο Θεός, ο οποίος δεν αφήνει τον άνθρωπο. Εάν ο άνθρωπος έχει αγαθή προέρεση και αγαθή καρδιά, έστω κι αν προς τη γμή πλανάται, ο Θεός θα βρει τρόπον να τον βοηθήσει, να τον ελεήσει. Ακόμα κι αν ο άνθρωπος αυτός έχει έτσι μεγάλα προβλήματα.
Θυμήσου στο γεροντικό που ενός ασκητού η αδελφή δυστυχώς είχε περιπέσει στην πορνεία και εξέδιδε τον εαυτόν της καθημερινά, επί χρήμασοι και ήταν δούλη σε αυτό το σαρκικό πάθος. Αλλά όμως είχε καλή καρδιά και τα χρήματα που έπαιρνε από αυτήν την κακήν ας πούμε συνήθεια της αμαρτίας, τα έδιδε για ελεημοσύνη. Εκεί στη σκήτη που ήταν οι πατέρες κατά καιρούς έρχονταν τα νέα της αδελφής του ενός από τους ασκητές και του έλεγαν ξέρεις η αδελφή σου ακόμα δυστυχώς δεν θα δώσει την αμαρτία αυτήν. Όμως συνεχίζει να κάνει και ελεημοσύνες και του έλεγαν οι άλλοι πατέρες οι μεγάλοι μη φοβάσαι για να κάνει ελεημοσύνης ο Θεός δεν θα την αφήσει μέσα στην αμαρτία εκείνη. Μπορεί να είναι δούλη της αμαρτίας μπορεί να είναι εξαθλιωμένη εκεί μέσα αλλά όμως έχει αγαθήν καρδιά και κάποια στιγμή ο Θεός θα βρει τρόπο και όταν ο Θεός έκανε την αμαρτία έτσι έγινε. Κάποια στιγμή, όπως ο Θεός ξέρει μες στη δική του πανσοφία και πρόνοια και αγάπη για τον κάθε άνθρωπο, βρήκε τον τρόπο ο Θεός και την επισκέφθηκε και έστεινης μετάνοια και άλλαξε η ζωή της όλη. Δηλαδή δεν αφήνει ο Θεός πράγματι.
Ξέρετε να σας πω ακόμα και από τέτοια εξάσκηση έχω δει στο Άγιον Ορός μοναχούς οι οποίοι κάποια στιγμή στην πορεία της ζωής τους έπαυσαν να είναι καλοί μοναχοί ας πούμε και έπεσαν σε αμέλεια και σε αδιαφορία και έδιναν κακή εικόνα προς τα έξω της μοναχικής πολιτείας και του όλου ήθους ας πούμε της αγιορείτικης μοναχικής πολιτείας. Όμως είδαμε ότι κατά κανόνα όχι πάντοτε βέβαια αλλά σχεδόν πάντοτε οι άνθρωποι αυτοί είχαν οσιακό θάνατο. Έβλεπε ότι μια ζωή ας πούμε χαμένη, αλλά θάνατο οσιακό.
Για ποιον λόγο; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι κάτι είχαν στη ζωή τους κάποια αναρρετίνη, κάποια κρυφή εργασία μέσα τους που ο Θεός την είδε εκείνη και ο Θεός έκαμεν υπομονή και τους επερήμενε χρόνια πολλά για εκείνη την αισχά της στιγμής της μετανείας. Θυμούμαι που ήμουν αρχάριος είχε ένα μοναχό καημένος ο οποίος ήταν άγριος είχε ένα ρόπαλο και είχε ξυλοφορτώσει πολλούς ιδίως όταν πήγαινα στα καταστήματα εκεί των καριών της Δάφτης έπρεπε να ψουμνήσει δωρεάν δεν έδεχε το να πληρώσει ανετόλμαν ο Μπακάλι θα το πει πληρώσε τον πλήρονται και όχι μόνο να έπαιρνε δωρεάν και να πληρώσει και τους άλλους με τα πράγματα του Μπακάλι όταν έβλεπα μαγρή Μπακάλι δεν σ’ έκλαινε να μένει στα καταστήματα να μην πει μέσα αυτός έρχονταν εκεί που μέναμε στο μοναστήρι και έμενε τα βράδια ήταν πράγματι ένας δύσκολος δύστροπος άνθρωπος και εγώ τον έβλεπα και της αγαναχτούσα και έλεγα πού βρέθηκε τώρα αυτός δύσκολος άνθρωπος να πούμε και δεν είναι κυκάκη η εικόνα στους προσκυνητές σκανδάλιζε τους ανθρώπους πολλές φορές με τη ζωή του με τη συμπεριφορά του και εμείς ως νεότεροι εντάξει δεν μας άρεσε θέλαμε να έχουμε καλή εικόνα είμαστε και σε αυτήν τη νοοτροπία όπως ένας νέος άνθρωπος άπειρος και ανώριμος μας ενδιέφερε εικόνα λες και εξαρτάται από τις εικόνες της δικιάς μας, τέλος πάντων όμως αυτός ο άνθρωπος λίγο πριν κοιμηθεί λίγες μέρες πριν κοιμηθεί πραγματικά ήρθε σε μετάνοια εξομολογήθηκε, κοινώνησε και κοιμήθηκε ακριβώς την ημέρα της ονομαστικής του εορτής και πάρα πολύ καλά και αυτός ο άνθρωπος ασχολείται από την αγωγή του και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλά και είναι πολύ καλή manya και στο τέλος της ζωής του, εγιωλοκομεί το εκεί στο μοναστήρι 15-20 μέρες πριν, προέβλεψε τον θάνατο του, την ημέρα και την ώρα ακριβώς που θα πέθνισκε κάλεσε τον ηγούμενο, εξομολογήθηκε, κοινωνούσε κάθε μέρα, προσευχόταν και στο τέλος όταν ήταν να πεθάνει, εκείνη τη στιγμή είμαστε εκεί μερικοί μοναχοί άνοιξε τα χέρια του και λέει να του το Παναγία, ήρθε η Παναγία δηλαδή και έχουμε λέει έχουμε και έφυγε, πέθανε αυτόν τον τρόπο, ακριβώς την ημέρα και την ώρα που είπε και το παραδοξιότητο ποιον ήταν, ότι την ίδια μέρα και την ίδια ώρα πέθανε και ο υποτακτικός του και του το είπε αυτός ότι μας έβαλε να πάρουμε τηλέφωνο στο άλλο μοναστήρι, που ήταν ο υποτακτικός του λέει πάρτε τηλέφωνο και πέστε στον τάδε, ότι την τάδε μέρα και την τάδε ώρα θα φύγουμε μαζί θα πάμε στον ουρανό μαζί και πέθανε και δυο την ίδια ώρα που το είχε προβλέψει μέρες πριν γι’ αυτό λέμε ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε εμείς τις συμβαίνεις στις καρδιές των ανθρώπων και βλέπουμε τους ανθρώπους πολλές φορές να κάνουν λάθη.
Έτσι αν έβλεπε κανείς τον Απόστολο Παύλο όταν έκανε όλα αυτά τα πράγματα, όταν ήταν παρών στο λιθοβολισμό του Στεφάνου, ήταν παρόν στο λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα Στεφάνου και φύλαγε τα ρούχα για να πετάσουν οι αλιπέτρες δεν ξέρω αν έριξε γι’ αυτός, θα βλέπαμε ένα τέρας, έναν άνθρωπο που έπνεε μένεα εναντίον των Χριστιανών και όμως αυτός ο άνθρωπος ήταν σκεύος εκλογής του Θεού, αλλά πότε, στην κατάλληλη ώρα ο Απόστολος Παύλος ζούσε όταν ο Χριστός ήταν στην Ιεροσόλυμα, αφού ήταν της εποχής του λέει κανείς, καλά ρε παιδί μου, γιατί ο Χριστός δεν τον εκάλεσε λίγο νωρίτερα, να γνωριστούν κιόλας, έτσι δεν είναι όπως λένε τώρα μερικοί τα ευλογημένα, αν ήξερα για τον Άγιο Πορφύριο, για τον Άγιο Παΐσιο, θα πήγαινα τον έβλεπα ήμουν στην Θεσσαλονίκη, έλεγε προ ολίγου ένα παιδί που σπούδαζε εκεί, τόσα χρόνια δεν το ήξερα, δεν μου είπε κάποιος να πάω να τον δω αυτόν τον μεγάλο γέροντα.
Σίγουρα και ο Απόστολος Παύλος, ο άνθρωπος, μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να πει εμείς, τουλάχιστον που έχουμε τα μυαλά μας έτσι κουτσομπολίστικα, θα λέγαμε καλά ρε παιδί μας, αφού ήταν τη σύννεπη εποχή, τα ίδια χρόνια, ο Χριστός ευλογημένος, τι τον άφησε να τον καλέσει δυο χρόνια ύστερα, ένιωναν καλούς δυο χρόνια νωρίτερα να τον γνωρίσει κιόλας από κοντά να δει τον Χριστό, να ακούσει εκείνα τα ωραία αυτά λόγια του Χριστού, να ζήσει ας πούμε όλα αυτά τα πράγματα, αφού βλέπετε ακόμα και στιχογραφίες της εκκλησίας, στο Μυστικό Δείπνο παραγγελματικά, στη μετάδοση των Αποστόλων που κοινωνούν με τα χέρια του Χριστού, στην Πεντηκοστή, οι αγιογράφοι αγιογραφούν και τον Απόστολον Παύλο, που δεν ήταν εκεί, έτσι ιστορικά και δεν ήταν στο Μυστικό Δείπνο, δεν ήταν πουθενά, αλλά όμως το αγιογραφούν, έτσι ας το πούμε ποιητική αδεία για να δείξουν τη διαχρονικότητα της παρουσίας του Χριστού μέσα στην εκκλησία και τη σημασία και την παρουσία του Απόστολου Παύλου, ο πρώτος Απόστολος μετά τον ένα, έτσι λέγεται, ο Απόστολος μετά των Χριστών και όμως δεν γνώρισε τον Χριστό στη γην αυτή, παρόλο που ήταν στην ίδια εποχή, γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμος, δεν ήταν ακόμα έτοιμος, ο Θεός τον περίμενε να έρθει η ώρα του, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι δεν θα τον γνώριζε στη γη αυτή τον Χριστό, τον γνώρισε ύστερα. Ακόμα έκανε συνταξεις, ήταν ανάγκη ο Απόστολος Παύλος να περάσει αυτό το στίγμα του διώκτη, γιατί το λέει κι αλλού, εγώ είμαι διώκτης των Χριστιανών, είμαι διώχτης λέει το Χριστιανό, έτσι, δηλαδή να έχει μέσα στην καρδιά του ότι βρε παιδί μας, εγώ εδίωξα τον Χριστόν, εδίωξα τους Αγίους, τους Χριστιανούς, εδίωξα την εκκλησία, ήμουν εκεί στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο και χαιρόμουν και τέλος πάντων, συμμαρτυρούσα και συνευδοκούσα, ή στο λιθοβολισμό του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος. Ένα βάρος στη συνείδηση του, ένα βάρος, ένα στίγμα στη ζωή του.
Παρά ταύτα, και εδώ ακόμα ο Θεός δεν τον επρόλαβε ας το πούμε έτσι, τον άφησε ο Θεός, να έρθει η ώρα, η κατάλληλη ώρα, όπου θα ήταν έτοιμος να δεχθεί το θέλημα του Θεού στη ζωή του. Ο Θεός δεν αποκαλύπτει το θέλημά Του σε εμάς, εάν εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να το ακούσουμε. Γιατί εάν μας αποκαλύψει ο Θεός το θέλημά Του και εμείς το απορρίψουμε μέσα από την απειρία, την ανωριμότητα μας, την εμπάθειά μας, τότε γινόμαστε θεομάχοι και περιπτώνονται σε πιο μεγάλη αμαρτία. Γι’ αυτό ο Θεός μας περιμένει. Ο Απόστολος Παύλος είναι κλασικό παράδειγμα της υπομονής του Θεού, που βέβαια αυτό είναι για εμάς που δίδεται, ώστε και εμείς να μάθουμε στα παιδιά μας, στον κάθε ένα που έχουμε μπροστά μας, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας, να μην απελπιζόμαστε. Έχει ο Θεός για όλους τους ανθρώπους. Έχει ο Θεός. Μετά, δεν ξέρεις εσύ το αύριο του κάθε ανθρώπου. Δεν ξέρεις εσύ πως ο Θεός θα οικονομήσει τον κάθε άνθρωπο. Και εάν ένας άνθρωπος δεν είναι τώρα τετρά και κάνει πράγματα και ιστορίες, ναι, τώρα είναι αυτός. Αύριο μπορεί να αλλάξει. Ο Θεός έχει τη μέριμνά του. Δεν είναι δυνατόν εμείς να αγαπούμε τα παιδιά μας, ή το σύζυγό μας, ή ξέρω εγώ, τα πνευματικά μας παιδιά, ή οτιδήποτε τους συνεργάτες μας, παραπάνω απ’ ό,τι τους αγαπά ο Θεός. Για αυτό να έχουμε μία εμπιστοσύνη στον Θεό.
Βέβαια να κάνουμμε με το ανθρώπινο, εμείς να κάνουμε εκείνο που μπορούμε. Να πούμε τον λόγο του Θεού, να πούμε αυτό που πρέπει, ειρηνικά, με απλότητα, με απαλότητα, με αγάπη. Και να έχουμε ειρήνη, να έχουμε ειρήνη, άφιστο στο Θεό. Έχει ο Θεός. Πόσες αλληλαγές είδαν τα μάτια μας. Πόσοι άνθρωποι μετεστράφησαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και πόσοι άνθρωποι που ήταν πραγματικά δαίμονες, ας το πω έτσι, έγιναν την επόμενη μέρα άγγελοι. Και τους βλέπουμε και εμείς και λέμε πώς αυτός ο άνθρωπος έγινε έτσι. Πώς άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Πώς αυτός ο πρώην νευρικός, θυμώδης, βλάστημος, υβριστής, χίλια κακά πάνω του έγινε σαν ένα αρνάκι. Άκακος, πράος, ταπεινός, ήσυχος, πού ήταν αυτός ο άνθρωπος προηγουμένως, πού τον είχε κρυμμένο. Πού τον είχε κρυμμένο αυτόν τον άνθρωπο.
Ο Θεός εισέρχεται στο βάθος, στο κατώτατο βάθος της καρδίας του ανθρώπου. Εκεί ακόμα που ούτε εμείς ήδη δεν μπορούμε να πούμε και να συνειδητοποιήσουμε. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό. Έχει ο Θεός τον τρόπον του. Θα βρει ο Θεός τρόπους να επισκεφθεί την καρδιά του ανθρώπου. Και ξέρετε, ο Θεός δεν κρίνει τα πράγματα εκ των προτέρων, αλλά εκ των υστέρων. Δηλαδή, αυτές οι ιστορίες που σας έλεγα, ο Θεός έκαμπε εν υπομονή εκείνων των σκανδαλοποιών μοναχών τόσα χρόνια για να τον νικήσει την εσχάτη στιγμή της υπάρξεως του, να τον πάρει μαζί του. Και λέει, κανείς, τόσα χρόνια, πότε τον άρπαξε ο Θεός, την τελευταία στιγμή. Εκείνη την ώρα ήταν έτοιμος. Εκείνη η στιγμή όμως, η τελευταία, έδωσε άλλο νόημα και σε όλα τα υπόλοιπα.
Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε υπομονή και να μην αγχωνόμαστε στο να θέλουμε να κάνουμε εμείς πράγματα και να σώσουμε εμείς τον κόσμο. Δεν θα σώσουμε εμείς τον κόσμο. Δεν θα σώσουμε εμείς τα παιδιά μας. Δεν θα σώσουμε εμείς τον άντρα μας, την γυναίκα μας, τον εργοδότη μας, τον συνάδελφό μας. Όχι. Ο Θεός θα τον σώσει. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε το ανθρώπινο. Ναι, θα πεις τον λόγο σου. Θα δώσεις το παράδειγμα σου το καλόν, θα συμβάλεις με την προσευχή σου, όπως είπαμε την προηγούμενη φορά, θα συγκοπιάσεις στην προσευχή υπέρ της ψυχής του παιδιού σου, του συζύγου σου, τους συναδέλφους σου, οποιουδήποτε έχει ανάγκη. Θα κοπιάσεις την προσευχή υπέρ αυτού του ανθρώπου. Αλλά, έχε ειρήνη. Μην αγχώνεσαι. Μην πανικοβάλλεσαι. Μην κάνεις λανθασμένες ενέργειες, λάθος χειρισμούς. Κάθε φορά που πανικοβαλόμαστε, που αγχωνόμαστε, που μας πιάνει το αλίμονο, όπως λέμε, κάνουμε λάθη. Κάνουμε λάθη.
Έλεγε και ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια, όταν πηγαίναμε, παιδί μου, ούτε όταν είσαι χαρούμενος, ούτε όταν είσαι λυπημένος να παίρνεις αποφάσεις. Να περιμένεις να περάσει η χαρά. Να περιμένεις να περάσει η λύπη. Και ύστερα να βγάζεις αποφάσεις. Θυμάμαι που κανένα φορά πειρασμένη από γεγονότα, από πειρασμούς, από το ένα, από το άλλο. Λέγαμε, έτσι, το ένα, έτσι γέροντα, έτσι το άλλο. Όχι παιδί μου. Κάνε υπομονή. Να περάσει η χαρά και ύστερα. Να περάσουν οι πειρασμοί. Τώρα, ό,τι αποφασίσεις και ό,τι πεις, λάθος θα είναι. Γιατί έχει επίδραση η συναισθηματική σου κατάσταση.
Είσαι πολύ χαρούμενος και νομίζεις ότι όλα πάντα έτσι είναι. Και βγάζεις αποφάσεις και λες λόγια μεγάλα. Ή είσαι πολύ λυπημένος και αποφασίζεις ότι η ζωή είναι μαύρη, δεν έχει νόημα, δεν έχει τίποτα. Ξέρω εγώ, όλα είναι χαμένα, δεν υπάρχει λόγος πλέον να υπάρχουν. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Να έχεις ειρήνη. Να έχεις ελπίδα εις το Θεό. Να αφήσεις το Θεό να δουλέψει. Και για εσένα και για τον οποιοδήποτε άλλον άνθρωπο. Εσύ κάνε το ανθρώπινο και ο Θεός θα κάνει τα δικά του.
Έτσι έχοντας ο άνθρωπος κατά νου, τότε ειρηνεύει, έχει ειρήνη. Και μέσα από αυτή την ειρήνη, μπορεί πραγματικά και σωστούς χειρισμούς να κάνουν απέναντι στους ανθρώπους και να μην παρασύρεται από τα συναισθήματά του και να είναι παρορμητικός και να μην ξέρει τι λέει πολλές φορές. Αλλά και να μην καταποντίζεται. Ξέρετε πολλές φορές μας κάνει έτσι λύπη για πολλά πράγματα. Λέμε τι θα γίνει ας πούμε, που θα πάμε, τι θα γίνει ο τόπος. Ξέρω εγώ η εκκλησία, το σχολείο, η οικογένεια. Σιγά σιγά, σιγά σιγά. Έχετε ειρήνη. Έχει ο Θεός. Μην βιάζεστε. Μην βιάζεστε.
Θυμάμαι όταν ήμασταν στο Αγίω Όρος στην Ιερά Κοινότητα, εκεί που ήταν η σύναξη των αντιπροσώπων των 20 Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, που λειτουργούσε σαν κοινοβουλευτικό σώμα, η διοίκηση του Αγίου Ορους. Και ήταν 20, από κάθε μοναστήρι ένας. Οι νεότεροι βέβαια πάντοτε, να τα κάνουμε αλλά εδώ και τώρα. Τα γεροντάκια, τα παλιά, τα απλά, τα σοφά γεροντάκια έλεγαν πάντοτε, πατέρες σιγά σιγά, μην βιάζεστε. Δεν είναι ανάγκη να αποφασίσουμε σήμερα. Άστε το την άλλη εβδομάδα. Μα γιατί ξέρω εγώ εδώ, άστε το την άλλη εβδομάδα. Μην βγάζετε αποφάσεις τώρα. Έχει ο Θεός. Μην ανησυχείτε. Μην πανικοβάλεστε.
Ξέρω που βγάλανε τότε, θυμάμαι, κάποιες αποφάσεις στο κράτος, κάκες να πούμε, εις βάρος των Μονών κτλ. Εμείς αμέσως θέλουμε να κατέβουμε στην Αθήνα να διαμαρτυρηθούμε. Τα γεροντάκια έλεγαν μην βιάζεστε. Σιγά σιγά. Το Άγιον Όρος έχει χίλια χρόνια που ζει. Έχανετε, πέρασαν Τούρκοι, πέρασαν από εδώ. Έχανετε με νομοσχέδια. Μην φοβάστε. Σιγά σιγά. Ηρρυνεύεται. Ηρρυνεύεται. Αυτό το πράγμα, ξέρετε πόσο μας ευοήθησε και πόσο πρακτικά στην επίλυση των διαφόρων προβλημάτων μας, αλλά και γενικότερα στην όλη αντιμετώπιση και της ζωής μας της ίδιας. Έτσι είναι, να μάθουμε να βλέπουμε τα πράγματα όπως τα βλέπει ο Θεός. Με μακροθυμία, με υπομονή, με μεγαλοψυχία. Να μην είμαστε μικρόψυχοι. Να μην νομίζουμε ότι θα τα κάνουμε όλα εμείς και να μην ξεχνάμε ότι ο Θεός για τον κάθε άνθρωπο θα πει τον έσχατον λόγων. Ο Θεός θα πει τον έσχα των λόγων. Εσύ βλέπεις, κρίνεις, καταδικάζεις, κάμις φιάζεις, γι’ αυτό και ο Θεός μας απαγορεύει να καταδικάζουμε κανένα. Μην καταδικάζετε λέει ο Χριστός. Μην κατακρίνετε. Δεν ξέρεις σήμερα είναι έτσι, αύριο είναι άλλος πως. Δεν ξέρεις την τελευταία στιγμή, αυτός ο άνθρωπος τι είναι.
Γνώρισα οικογένειες γυναίκες που είχαν δύσκολους άνδρες. Μια ζωή μαρτύριο ας πούμε. Ή το αντίθετο, άνδρες που είχαν δύσκολες γυναίκες. Και έφτασε στο τέλος εκείνος ο ευλογημένος ο σύζυγος ή η σύζυγος, στο τέλος ας πούμε, να είχε πράγματι έτσι άγιον τέλος. Τα τελευταίες μέρες ο Ιησούς ήταν πραγματικά Άγιες. Και λέει, κανείς άξιζε υπομονή των 60 χρόνων, των 70 χρόνων, για αυτόν το τέλος. Εάν ο Θεός τον περιμένει, εσύ ποιος είσαι που θα του κόψεις το δρόμο της μετανοίας. Ο Θεός τον περιμένει και τον ανέχεται. Και τον αφήνει εκεί. Και τον περιμένει ο Θεός. Για αυτό να μην προτρέχουμε εμείς του Θεού. Να μην θέλουμε να κάνουμε εμείς από μόνοι μας πράγματα τα οποία, θα μπορούσατε να κάνετε αυτός και δεν τα κάνετε. Να μας προβληματίζει γιατί ο Θεός έχει τόση μεγάλη υπομονή απέναντι στους ανθρώπους.
Θα σας υπενθυμίσω εκείνο που το έχω πει και παλαιότερα, στο βίο του Αποστολου Κάρπου, που είχε έναν αιρετικό εκεί. Αυτό το παθαίνουμε εμείς της εκκλησίας, εκκλησιαστική. Όταν έχουμε κάποιον που μας βασανίζει λέμε αμάν ας, έκαψε μας αυτός ο άνθρωπος. Ήχε ένα αυχή να πάει πού το αλλού να εσχάσουμε. Και μπροστά μας συνέχεια. Λοιπόν εκεί στην πόλη που δίδασκε ο Απόστολος, είχε έναν αιρετικό ισχυρό, δεινό στον λόγο, στην δύναμη κτλ. Ό,τι έκαμε ο Απόστολος, του τα χαλούσε. Ό,τι έπαιρνε να κάνει, το τα χαλούσε εκείνος. Ανθίστατο εις τον λόγο του Απόστολου, διέστρεφε τα πράγματα. Ήταν δηλαδή απελπιστική κατάσταση. Οπότε μια φορά προσευχόμενος ο Απόστολος, είδε εν οράματι, εν πνεύματι Αγίω, την κόλαση ας πούμε τις φλόγες της κολάσεως και των αιρετικών, εις το χείλος του γκρεμού και γινόταν ας μεγάλος σεισμός και πήγαινε και έρχονταν εκεί, να πέσει, να πάει μέσα στις φλόγες να καεί. Και είπε, αμάν, επιτέλους να πέσει να καεί να ησυχάσουμε. Εσκασέμιμας ας πούμε. Δεν ησυχάζουμε με τον άνθρωπο. Και όταν είπε έτσι και είπε, αμάν, να πέσει να ησυχάσουμε, εμφανίστηκε ο Χριστός εσταυρωμένος εις τον ύπνο του και του λέει, Κάρπε, εγώ είμαι έτοιμος να ξανασταυρωθώ για αυτόν τον άνθρωπο. Εσύ όμως αν συνεχίσεις να σκέφτεσαι έτσι, εσύ θα πας στην κόλαση. Γιατί είναι άλλο το φρόνημα του Θεού.
Και αυτό που λέει ο Απόστολος, αδελφοί, τούτο φρονείς εις ειμήν, ο και ειν Χριστό Ιησού. Να έχετε το φρόνιμα του Χριστού. Εμείς νου Χριστού έχουμε. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε όπως σκέφτεται ο Θεός. Πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα των κόσμων όπως αντιμετωπίζει ο Θεός. Για αυτό δεν έχουμε δικαίωμα να απελπίσουμε κανένα. Για αυτό η απελπισία είναι χειρότερη αμαρτία. Χειρότερη και από τον χειρότερο φόνο. Και ο μεγαλύτερος φονιάς έχει ελπίδα σωτηρίας, για να μετανοήσει. Και ο χειρότερος αμαρτωλός, ο πιο αισχρός άνθρωπος, ο πιο διεστραμμένος, ο χειρότερος άνθρωπος, έχει ελπίδα και δυνατότητα σωτηρίας. Εάν βέβαια μετανοήσει. Και κανένας δεν μπορεί να του κόψει τον δρόμο του. Αυτό το αντιμετωπίζουμε καθημερινά και εμείς ως πνευματικοί, αρκετός άνθρωπος. Χρόνια ολόκληρα μέσα στην δυσκολία της αμαρτίας. Και σαν άνθρωπος, πόσα χρόνια ας πούμε, έχει ελπίδα αυτός ο άνθρωπος. Έχει ελπίδα. Έχει ελπίδα. Η ελπίδα είναι ο Χριστός. Είναι η ελπίδα των απελπισμένων. Ο των χειμαζομένων λοιμίνων, των πλέοντων σωτήρ και οδηγών. Είναι η ελπίδα των απελπισμένων ο Χριστός. Δηλαδή, αυτοί που δεν έχουν καμιά ελπίδα στον κόσμο αυτών, έχουν την ελπίδα των Χριστών. Και νομίζω ότι είναι και η πιο σημαντική ελπίδα αυτή. Έτσι λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος, έγινε Απόστολος δια θελήματος Θεού, στην κατάλληλην ώρα, μέσα από την υπομονή του Θεού, μέσα από εκείνη την λεπτότητα της πατρικής θεοπρεπούς αγάπης, που δεν του κατήρυξε την ελευθερία του, αλλά περίμενε να έρθει η ώρα όπου θα συνεργάζεται η ελευθερία του Απόστολου Παύλου, μαζί με το θέλημα του Θεού, και να τον κάνει Απόστολος Ιησού Χριστού. Και ο Απόστολος Παύλος να είναι για μας εικόνα του ανθρώπου, της δυνατότητας αλληλαγής του ανθρώπου, και για τον εαυτό μας, και για τους γύρω μας ανθρώπους, τους συνανθρώπους μας.
Και το λέγει λοιπόν, «Της Αγίας, Της Σου συν εν εφέσω και πιστείς σε Χριστό Ιησού». Στους Αγίους που βρίσκονται στην Έφεσο και είναι πιστείς διά της χάριτος ή στον Ιησού Χριστό. Βλέπετε, ο Απόστολος Παύλος ονομάζεται τους χριστιανούς Αγίους. Πολλές φορές μερικοί σκανδαλίζονται, λένε γιατί λέτε ξέρω εγώ ο Άγιος Λεμεσού, ο Άγιος Σαλαμίνος, ο Άγιος Τριμηθούντος, ο Άγιος Βατοπεδίου. Είστε Άγιοι; Και έτσι που κάνουμε, είστε Άγιοι; Μα ασφαλώς δεν είμαστε Άγιοι. Ποιος είπε ότι είμαστε Άγιοι, κυκλοφορούμε με κανά φωτοστέφανο; Όλοι είμαστε Άγιοι. Όλοι οι Χριστιανοί είναι Άγιοι. Είμαστε Άγιοι γιατί είμαστε προσκεκλημένοι στην αγιότητα, αλλά είμαστε και όντως Άγιοι, όχι γιατί η ζωή μας είναι Αγία, πρέπει να γίνει Αγία, αλλά γιατί ως Χριστιανοί βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδος, ως μέλη του σώματος της Αγίας Εκκλησίας, ναι είμαστε Άγιοι. Με αυτή την έννοια είμαστε Άγιοι. Και οι Απόστολοι και οι Χριστιανοί προσφωνούσαν τους άλλους Χριστιανούς ως Αγίους. Και δεν είχα βέβαια την εικόνα που έχουμε εμείς, το νομίζω ένας Άγιος ή ξέρω εμάς εξωκίνος, δεν είναι έτσι. Άγιος είναι κάθε μέλος της Εκκλησίας, βαπτισμένο που δέχεται τα μυστήρια της Εκκλησίας. Και γι’ αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε Άγιοι, γιατί είμαστε μέλη του Αγίου σώματος του Χριστού. Ο Πολιωπός Λαμπός, αδερφή, τα μέλη του Χριστού, να πει ίσως πόρνης μέλη, δεν ξέρετε ότι ο το σώμα μας είναι ναός του Θεού, είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, είσαστε κεκλειμμένοι στην αγιότητα, είναι δεδομένη η αγιότητά σας και πρέπει να την ενεργοποιήσετε με τον αγώνα σας.
Όταν, ας πούμε, προσφωνούμε έναν μοναχό, έναν επίσκοπο, έναν οιοδήποτε Άγιο, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι Άγιος σαν άνθρωπος, αλλά είναι Άγιος, ναι, ως επίσκοπος. Εγώ μπορεί να είμαι αμαρτωλός, τρισάθλιος, αλλά η ιεροσύνη, η επισκοπική θέση, το χάρισμα του επισκόπου, το χάρισμα της ιεροσύνης, το χάρισμα του Χριστιανού είναι Άγιο. Και γι’ αυτό τον λόγο είναι Άγιοι οι Χριστιανοί. Γι’ αυτό και από όσοι έγραφαν έτσι, στους Αγίους αδερφούς μας. Ήταν όλοι Άγιοι αυτοί; Φυσικά όχι. Φυσικά ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς. Φυσικά είχαν αμαρτίες, και μάλιστα μερικοί όπως στην Κόρινθο, είχαν και φοβερές αμαρτίες, αιμομιξίες, ψευτιές, κλεψιές. Τι Άγιοι ήταν; Ήταν ψευδά αδερφοί πολύ από αυτούς. Έτσι, και αιρετικοί ακόμα έγιναν αργότερα. Ήταν άνθρωποι αγωνιζόμενοι. Ναι, όμως μέλη της εκκλησίας, ως μέλη Χριστού, ως ναοί του Θεού, ήταν Άγιοι. Και πιστοί στον Χριστόν.
Χάρις ημίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού. Ας είναι σε εσάς χάρις και ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μας και τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Βλέπετε πόσον ωραία ασφαλήθηκε. Έτσι, ένας Άγιος του Θεού, ένας Απόστολος, γράφει εις τους Χριστιανούς και τη δίδει σε αυτούς. Χάρις και ειρήνη. Χάρις και ειρήνη. Όταν είναι αυτά παρόντα, όταν η χάρις του Θεού και η ειρήνη του Θεού είναι παρούσα, τότε ο ίδιος ο Θεός είναι παρών. Ο άνθρωπος έχει τη χάρι και την ειρήνη του Θεού, ειρηνεύει πραγματικά και αισθάνεται την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Και δίδουμε αυτή τη χάρι και την ειρήνη. Και είναι ευλογία όταν ευχόμαστε στους άλλους ανθρώπους και τους μεταφέρουμε τη χάρι του Θεού. Και τους δίδομαι τη χάρι του Θεού. Όχι γιατί εμείς είμαστε κάτι, αλλά γιατί ο Θεός είναι η πηγή της χάριτος και η πηγή της ειρήνης.