Εγώ σήμερα πήγα στις παρελάσεις να δω τι είναι πράγμα αυτό η παρέλαση, την είχα ξεχάσει.
Ξαφνικά βλέπω μια εγγονή ενός παπά, πολύ φημισμένου παπά.
Το κοριτσάκι εδώ είχε το στηθόδεσμο, εδώ ήταν γυμνή και είχε 15 τέτοια, πώς τα λένε αυτά τα, αυτά που βάζουν στη μύτη πώς τα λένε, σκουλαρίκια.
μόλις με βλέπει λέει μπα μπα μπα και έγινε γεια σου κοπέλα μου της λέω μου λέει είμαι γονείς του τάδε παπά να ζήσεις κοπέλα μου της λέω και αυτή διηύθυνε ένα τμήμα 40 παιδιών που είχαν μόνο ταμπούρλα και μόλις με είδε λέει πάμε και αρχίζει ένα ταμπούρλιασμα Λέω, δεν νικιέται.
Βγαίνει, πηγάζει από μέσα, πηγάζει αυτή η αγάπη.
Για αυτό, τώρα μπορεί να μην ξέρετε τι γιορτάζουμε την 28 Οκτωβρίου, να νομίζετε ότι είναι η 25η Μαρτίου.
Κι αυτό το ξέρετε.
Αλλά δεν πειράζει.
Ξέρετε ότι είναι κάτι το εθνικό που πήγανε σιγά-σιγά από χρόνια να τα βγάλουνε.
Το θέμα μας είναι γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι το στέφανο της ζωής.
Από που είναι αυτό.
Αυτή είναι η Καινή Διαθήκη.
Η Καινή Διαθήκη έχει το Τετραβάγγελο, τα τέσσερα Ευαγγελία, μετά έχει τις πράξεις των Αποστόλων, τις επιστολές των Αποστόλων και το τελευταίο βιβλίο είναι η Αποκάλυψη του Ιωάννη Πρώτα έγραψε την Αποκάλυψη και μετά έγραψε το Ευαγγέλιο. Διαβάζαν την Αποκάλυψη στην αρχαία εκκλησία αλλά επειδή παρουσιαστήκανε κάποιοι όπως πάντα και λέγανε τώρα θα έρθει, τώρα θα έρθει, τώρα θα έρθει. Τώρα έρχεται.
Νάτος, από το δρόμο. Νάτος, ο αντίχριστος. Νάτος, νάτος, νάτος.
Είπε η Εκκλησία, αυτοί είναι ανίκανοι και άχρηστοι να ακούνε αυτό το βιβλίο.
Και το μάζεψε.
Το μάζεψε το βιβλίο.
Αν δείτε, σχεδόν ούτε οι πνευματικοί επιτρέπουν να διαβάσουν με αυτό το βιβλίο.
Διότι ο καθένας βάζει ερμηνείες, πατάει πάνω στις δικές του ερμηνείες και φτάνουμε σε ένα σημείο στο τέλος, τέλος, τέλος, τέλος να ασχολιόμαστε όπως έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος μόνο με τον Αντίχριστο.
Αντί να ασχολιόμαστε με τον Χριστό και να ανάβουμε ένα φως που είναι ο Χριστός εμείς ασχολιόμαστε με το σκοτάδι του Αντίχριστου.
Γι’ αυτό η Εκκλησία βγαίνει όπως βγήκαν και τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης.
Πάντα είχε Παλαιά Διαθήκη, είχε Αποστόλους και μετά είχε το Ευαγγέλιο.
Και είχε και την Αποκάλυψη μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και των Αποστόλων.
Αλλά το πήρε αυτό η Εκκλησία.
Ανοίγουμε όμως εμείς αυτό το κεφάλαιο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου, όχι για να σας διαβάσω ή να σας ερμηνεύσω.
Τι λέει τώρα λοιπόν.
Παρουσιάζεται ένας άγγελος και ο καημένος ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος πέφτει να τον προσκυνήσει.
Και του λέει βρε το Θεό να προσκυνάς, μην προσκυνάς εμένα νόμιζε τόσο λαμπρός που ήτανε ότι και είπε όχι είμαι κτίσμα για σένα να προσκυνήσεις το Θεό και άρχισε να λέει τι θα γίνει σε κάθε εκκλησία του Αγγέλο της εν Σμύρνη εκκλησίας, γράψον τα δεν λέγει ο πρώτος και ο έσχατος όσο έγινε το νεκρός και έζησε ποιος είναι αυτός ο Χριστός ποιος έγινε νεκρός και έζησε ο πρώτος και ο έσχατος ο Χριστός, σε είδα τα έργα σου και τη θλίψη σου και την φτώχεια στη Σμύρνη, αλλά είσαι πλούσιος και στη βλασφημία.
Μπορεί να είσαι φτωχός, μπορεί να είσαι σε θλίψη, αλλά τούτο το βρωμόστομα δεν βλασφημούσε τον Χριστό, όχι.
Ιουδαΐζανε.
Ήθελαν να τα έχουν καλά και με τους Ιουδαίους και με τους Χριστιανούς.
Αυτό, αυτό το πράγμα, να τα έχεις καλά με όλους.
Όχι, λέει, δεν μ’ αρέσει αυτό, καθόλου δεν μ’ αρέσει.
Λοιπόν, αλλά συναγωγή του σατανά, πάτε με τη συναγωγή του σατανά.
Ποια είναι η συναγωγή του σατανά, οι Ιουδαίοι.
Μηδέ φοβού, φίλε μου θα πάθεις, Σμύρνη μου θα πάθεις, μη φοβάσαι τι θα πάθεις.
Θα τα πάθεις, αλλά μη φοβάσαι τι θα πάθεις.
Θα έρθει ο καιρός του Διωγμού.
Και βέβαια να ξέρετε κάτι, οι προφητείες είναι από εδώ μέχρι τελειώσουν οι αιώνες.
Κάθε φορά υπάρχει ένα κομμάτι προφητείας που ταυτίζεται με την κάθε εποχή.
Την εποχή εκείνη ταυτίζονταν, γιατί ποιος ήταν επίσκοπος Σμύρνης, ποιος ήτανε.
Ο Άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης.
Άρα ό,τι έγραφαν αυτοί, απευθυνότανε στον Άγιο Πολύκαρπο, που πέρασε τα μαρτύρια και θυσιάστηκε και έχουμε το πρώτο γραμμένο μαρτύριο επίσημα μέσα στους Αποστολικούς Πατέρες, είναι το μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου, Αρχιερέως Επισκόπου, Αρχιερέως της Σμύρνης της Μικράς Ασίας.
Λοιπόν, θα πάτε λέει στη φυλακή, θα έχετε θλίψεις και εδώ τους λέει, «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σου τον στέφανον της ζωής» και συνεχίζει «Ο έχων ους ακουσάτω τι το πνεύμα λέγεται στις εκκλησίες ο νικών δεν θέλει αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου.
Άρα έχουμε θάνατο πρώτον και θάνατο δεύτερον. Ο πρώτος θάνατος είναι ο θάνατος της σαρκός. Τι έγινε, πεθαίνεις, διαζευγνύεται η ψυχή από το σώμα και αυτή η διάζευξη είναι ο θάνατος μένει το σώμα και η ψυχή φυλάσσεται εν χειρί Θεού ανάλογα με το τι έχει ζήσει και το τι έχει κάνει. Αυτό είναι το κείμενο πάνω στο οποίο πατάμε και αρχίζουμε σιγά-σιγά ως Έλληνες πρώτον διότι είμαστε σχεδόν σε μια συνέχεια σε μια ευθεία γραμμή και το αποδεικνύει η γλώσσα μας. Η γλώσσα και αυτά τα κείμενα που θα σας διαβάσω τώρα θα αποδεικνύονται μες στη μια συνέχεια.
Λοιπόν, ξέρω ότι πολλοί δεν θέλουν να μελετάμε και τους αρχαίους συγγραφείς.
Εγώ δεν λέω, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στους αρχαίους συγγραφείς και στους της πίστεως μας, στους χριστιανούς.
Αλλά μην τα ξεχνάμε, είναι ένα βήμα.
Υπάρχει ένα βιβλίο που λέγεται «Αντιγόνη». Το έγραψε ένας Σοφοκλής.
Πώς και διαπραγματεύεται αυτό, για να δείτε τι σχέση έχει με το «μείνε πιστός άχρι Θανάτου».
Η Αντιγόνη γεννήθηκε από τον Οιδίποδα και την Ιοκάστη και είχε δύο αδέρφια.
Είχε δύο αδέρφια που λέγονταν Πολυνίκης και Πολυδεύκης.
Αυτά τα δύο αδέρφια ήρθε η ώρα να μοιράσουν την περιουσία, τη χώρα και όπως πάντα συμβαίνει, με κάποια πονηριά, τον καημένο τον Πολυνίκη τον ξεπετάξανε και αυτός σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στο Άργος και στο Άργος έκανε ένα στρατό και ήρθε να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβαίων, της πατρίδας του δηλαδή Και για να μην σκοτωθούν όλοι, είπανε ας μαλώσουν τα δύο αδέρφια μεταξύ τους και όποιος νικήσει, αυτός θα πάρει την πόλη.
Και τα δύο αδέρφια σκοτώθηκαν και τα δυο σε αυτή τη μάχη.
Και αμέσως ο Κρέων, που είναι σύμβολο του κράτους, από τη λέξη μόνο, κρ, κρ, λοιπόν, πώς κάνουν οι Καρακάξες, κρ, κρ, μόνο έτσι, Μόλις ο Κρέων λοιπόν λέει, εγώ θα πάρω την εξουσία.
Και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βγάλει ένα νόμο που να είναι εναντίον των νόμων των πατροπαράδοτων της χώρας, των νόμων που έχει δώσει η θεότητα, που έχει δώσει ο Θεός.
Ας πούμε, αυτοί πιστεύανε ότι ήταν ο Δίας, ενώ ο Γέρο Πορφύριος έχει μια απάντηση γι’ αυτό.
Τέλος πάντων, αυτοί λέγανε ότι είναι του Διός, ο Ζεύς, οι νόμοι αυτοί.
Τι είπε αυτός ο έξυπνος ο Κρέων.
Είπε το εξής.
Εγώ, ξέρετε, σηκώνομαι, προσπαθώ να βολευτώ μέχρι να καταλάβω.
Είστε και πολλοί, είχαν και ζέστη βλέπω, ενώ είχε δροσιά απ’ έξω.
Συγχωρέστε με.
Λοιπόν, δεν μπαίνω σε καλούπια, είμαι λίγο περίεργος.
Λοιπόν, τι είπε τώρα ο Κρέων.
Δεν θα θαφτεί αυτός που ήρθε με το στρατό εναντίον της Θήβας, ο Πολυνίκης.
Δεν θα θαφτεί.
Όποιος τον θάψει θα πεθάνει.
Και τότε όλος ο λαός είπε αμήν.
Όλος ο λαός.
Γιατί είναι κάτι που λέτε ότι το όχι το είπε ο λαός.
Ο λαός ό,τι του πει ο άρχοντας κάνει.
Είναι από τα αρχαία χρόνια.
Αν ο άρχοντας είχε πει ναι, μπορεί ο λαός να είχε κάνει όση αντίσταση θέλει, αλλά δεν θα είχε κύριε εποποιία του 40.
Αλλά οι άνθρωποι δεν βάζουν το μυαλό να σκεφτούν γι’ αυτό αυτοί που είναι αυτό 500 από τον Χριστού, 450 από τον Χριστού.
Ποιανού είναι αυτό το βιβλιαράκι.
Αυτό το βιβλιαράκι εκδόθηκε το 1912.
Είναι Ανθίμου του Μικραγιανανίτου, ενός πνευματικού που ήταν στο Άγιον Όρος.
Όταν πήγα εγώ παιδί μου λέει πάρτε αυτά να τα διαβάζεις.
Και μου τα έδωσε εκδοτικός ήχος Φέξη. Να φέγγεις, ακόμα και ο Φέξη, να φέγγεις.
Λοιπόν, και μου το έδωσε το βιβλίο.
Συναντιέται τώρα η Αντιγόνη με την Ισμήνη, αυτές τις αντιαδελφές.
Και λέει της Ισμήνης, Ισμηνούλα άκουσες τι είπε ο Κρέων, ότι δεν θα θάψουμε τον ένα μας αδερφό.
Και λέει η Ισμήνη.
Ποια είναι η Ισμήνη;
Οι δημοσιογράφοι.
Οι δημοσιογράφοι είναι η Ισμήνη!
Σε κάθε εποχή υπάρχει δημοσιογράφος.
Δεν λέει ότι τα παίρνει, αλλά ότι φοβάται.
Και λέει η Ισμηνούλα και της λέει, της καημένης, Παναγία μου, σκέφτεσαι να θάψεις τον αδερφό μας και να πας εναντίον του νόμου του κράτους, του νόμου του βασιλιά.
Θα πας εναντίον του νόμου. Θα πας εναντίον του Χίτλερ, του Μουσολίνι, οποιουδήποτε.
Ανόητη.
Εμείς θα κάνουμε την πάπια, θα πάμε πιο κάτω. Δεν θα πάμε εναντίον κανενός.
Φοβερό δεν είναι.
Λοιπόν, λέει αυτή, εγώ τον αδερφό μου δεν θα τον προδώσω.
Θα μείνω πιστή μέχρι θανάτου.
Το κείμενο το λέει.
Θα μείνω πιστή κι ας πεθάνω.
Εγώ έχω δύο αδερφούς.
Δεν υπάρχει καλός και κακός αδερφός.
Για μένα είναι αδερφός.
Θα τον σκεπάσω με χώμα κι αυτόν που δεν με αφήνει το κράτος να τον σκεπάσω.
Θα σκεπάσω κι αυτούς που το κράτος τους βγάζει από τη δουλειά τους για κάποιο λόγο που νομίζει το κράτος.
Η εκκλησία είναι υποχρεωμένη να σκεπάζει όλα της τα παιδιά.
Λύσε τα παιδιά! Έχω λάθος; Όχι! Γι’ αυτό προς τιμήν της Ιεράς Συνόδου πριν λίγο καιρό έβγαλε μία σύσταση προς το κράτος, μία παράκληση στο κράτος, λύσε την αδικία! Δεν προχωράω παρακάτω! Λύσε την αδικία! Πάρ’ τους ανθρώπους! Αφού βουλιάξαμε που βουλιάξαμε! Πάρ’ τους ανθρώπους χωρίς πολλά πολλά! Λύσε την αδικία! Μέχρι και η Ιερά Συνόδου φταίει βέβαια, αλλά δεν πειράζει, το είπα.
Πάμε παρακάτω.
Συνεχίζουμε.
Λέει τώρα η Ισμηνούλα.
Τι λέει.
Κακομοίρα μου λέει.
Είμαστε δυο έρημες γυναίκες.
Αφού σκοτώθηκαν και τα αδέρφια μας, δεν έχουμε κανένας μας προστατεύσει.
Ο πατέρας μας πέθανε, η μάνα μας πέθανε, τα αδέρφια μας πέθαναν.
Είμαστε ολομόναχοι.
Αν κάνουμε κάτι ενάντια στον νόμο και αψηφήσουμε τη δύναμη του βασιλιά, αν κάνουμε κάτι εναντίον του Χίτλερ, αν κάνουμε κάτι εναντίον του Μουσολίνι, εάν κάνουμε κάτι εναντίον του Τούρκου, που είχε δύναμη, όταν μας είχε 400 χρόνια από κάτω, τότε χαθήκαμε.
Και πρέπει, ρε κακομοίρα, της λέει, να καταλάβεις ότι γυναίκες γεννηθήκαμε για να μην πολεμάμε τους άνδρες.
Πώς σας φαίνεται; Σας βάζει στην θεσούλα.
Δεν θα πολεμάς τον άντρα.
Σήκω, σήκω. Κάτσε, κάτσε.
Η Ισμηνούλα είναι αυτή.
Οι δημοσιογράφοι της εποχής εκείνης. Τα fake news της εποχής.
Να, Ισμηνούλα.
Θα μου πείτε, ρε παπά, μα πού τα βρίσκεις εσύ και εμείς δεν τα ξέρουμε.
Αυτή είναι η τύφλα που μας έχει τυφλώσει το σύστημα.
Τα σχολεία. Τα παιδιά χτυπάνε τα τύμπανα χωρίς να ξέρουν γιατί χτυπάνε τα τύμπανα.
Είναι φοβερό.
Τα παιδιά θέλουν να χτυπήσουν τα τύμπανα και δεν ξέρουν γιατί χτυπάνε τα τύμπανα.
Και θα τα χτυπάνε τα τύμπανα.
Δεν το γλυτώνεις.
Γι’ αυτό ένας Αλέξης…
Πώς μαζεύει τόσες χιλιάδες ανθρώπους…
Αληθινός σε αυτό που λέει.
Ενώ όλοι άλλοι λέτε ψέματα συνέχεια, αυτός ο καημένος λέει πέντε αληθινές κουβέντες.
Εγώ δεν ξέρω, δεν παρακολουθώ αυτά τα πράγματα.
Και έχουνε χαζέψει το σύστημα.
Και κοιτάζει πού θα τον πάει και πώς θα τον καταπιεί.
Στη δουλειά γίνεται.
Ξύπνησαν πολλοί δημοσιογράφοι και κοιτάνε πώς θα τον εκμεταλλευτούν.
Αλλά πιστεύω, αυτός που τον έβγαλε από μέσα, από τα σπλάχνα, πιστεύω να τον φωτίσει.
Διότι εγώ πιστεύω πάντοτε η χάρη στον Άγιο Πνεύματος, ειδικά στους βαπτισμένους, λειτουργεί πάντα και βγαίνει η αλήθεια.
Αυτή, λοιπόν, της έκανε το μεγάλο λάθος να της πει ότι γεννηθήκαμε οι γυναίκες.
Πες, προσέξτε τώρα, στο ίδιο σπίτι δεν γεννηθήκανε και Ισμήνη και Αντιγόνη, στο ίδιο σπίτι.
Τον ίδιο πατέρα δεν είχανε; Την ίδια μάνα δεν είχανε; Την ίδια!
Την ίδια εκπαίδευση δεν πήγανε, την ίδια αγάπη δεν έχουν τα αδέρφια.
Η μία είναι…
είμαστε στην εκκλησία, δεν υπόδουλη, και η άλλη είναι αντρού.
Η μία είναι…
θα τα κάνει πάνω της, και η άλλη λέει απάνω τους.
Το βλέπεις.
Άρα, μην αιτιάσαι τα γονίδια τα ρημάδια.
Δεν σου φταίνε τα γονίδια, σου φταίει ο κακός ο καιρός που αρμενίζεις κακά.
Δεν σου φταίνε τα γονίδια, λέει ο πατέρας μου, η μάνα μου.
Ποιος πατέρας, τον ίδιο πατέρα και τη μάνα είχανε.
Στο ίδιο σύστημα μεγαλώσανε.
Γιατί η μία, πα, και η άλλη έτσι.
Γίνε πιστός, άχρι θανάτου.
Αυτά θα σας πω.
Μου είπε ο παπάς, εννιά και μισή λέει να τελειώσεις.
Εγώ είμαι δημοκρατικός.
Αν θέλουν παπά μου οι άνθρωποι και παραπάνω θα ψηφίσουνε.
Λοιπόν, τώρα πάμε στο λαό.
Βγαίνουν οι άρχοντες, οι τελάληδες, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, όλα αυτά.
Βγαίνουν αυτά και λένε, ακούσατε, ακούσατε, όποιος λέει Ποιος λέει, θάψει τον Πολυνείκη, θα έχει να κάνει με τον Κρέοντα.
Θάνατος τον περιμένει.
Ο λαουτζίκος τώρα.
Ναι, ναι, δίκιο έχει.
Το κράτος πρέπει να αποφασίζει και για τους ζωντανούς και για τους πεθαμένους.
Παραδίδει ο ανόητος ο λαός καλά τους ζωντανούς.
τον πεθαμένο τον παραδίδει κι αυτόν στην εκκλησία την Ορθόδοξη.
Όταν πάτε στις κηδείες, ακούτε ποτέ του πατρός και αρχιεπισκόπου ή μόνο του.
Ποιος είναι εδώ, ο Ιερώνυμος, του Ιερωνύμου.
Στην κηδεία δεν επικαλούμαστε τον επίσκοπο, γιατί ποιον επίσκοπο έχει ο πεθαμένος.
Αυτός είναι ο επίσκοπος του πεθαμένου.
Έφυγε από την κάτω εκκλησία. Πήγε στην απάνω εκκλησία και έχει επίσκοπο που δεν χρειάζεται μνημόνευση, γιατί Συ η Ανάστασις, η ζωή και η μακαρία ανάπαυσις του κεκοιμημένου δούλου Σου.
Σου έφυγε, δεσπότη μου. Όσο τον άρμεγες, καλά ήταν. Τώρα έφυγε. Σου πέταξε το πουλάκι.
Το ίδιο είναι και για τους άρχοντες.
Τι λες, βρε κακομοίρη, ορίζει το κράτος το θάνατο Και όμως, σαν σήμερα, για τον Κατσίφα όριζε το κράτος το θάνατο.
Δώδεκα μέρες τον αφήσανε άθαφτο, το παλικάρι, για να τιμήσουνε, γιατί ξέρανε η ιστορία αυτή, όπως άφησε ο Αχιλλέας τον Έκτορα.
Δώδεκα μέρες άταφο, μέχρι να πάει ο πατέρας του, ο Πρίαμος, γονατιστός να ζητήσει το παιδί.
Τη δωδεκάτη μέρα το δώσανε.
Και εσείς ούτε γιατί το έκανε για 12 μέρες.
Όσες μέρες κρατήσανε τον Έκτορα, οι Έλληνες κάτω πεθαμένο και δεν το δίνανε στον Πρίαμο, τόσες μέρες τον κράτησε κι αυτός.
Γιατί τι έλεγε.
Σαν τη μαμά Αγγλία.
Ο Θεός να την αναπαύσει.
Αυτή, ξέρετε τώρα.
Μας τρέλανε οι τηλεοράσεις με ένα φέρετρο, πήγαινε και ερχότανε.
Άνοιξε την, τουλάχιστον, να την δούμε πώς είναι.
Με μια σημαία πήγαινε και ερχότανε.
Αυτή η κυρία έναν που σκοτώσανε επειδή δεν είχε εκτίσει την πληγή του τον κάνει στο φυλακισμένο μνήμα.
Τι λέει, σε σκοτώνω αλλά θα σε θάψω μέσα στη φυλακή γιατί και το σώμα σου το ορίζω και δεν θα το δώσεις στους γονείς σου αλλά θα το βάλω μέσα στη φυλακή να είναι θαμμένο.
Αυτό είναι χριστιανισμός, αυτό είναι ευρωπαϊκή νοοτροπία, αυτό είναι την Ευρώπη πήγες και με έβαλες, σ’ αυτό το πράγμα που και τα πεθαμένα νομίζει ότι τα ορίζει.
Ξέρω ότι φωνάζω, δεν πειράζει, ξέρω ότι χωρίζω ανδρόγυνα.
Ένας αστυνομικός, καλό παιδί, από κάτω νοίκιασε το σπίτι του μια εισαγγελέας.
Πάει η εισαγγελέας το πρωί και του λέει, «Κύριε, το βράδυ με ποιον μαλώνετε» «Ξέρετε, σας παρακαλώ, μη μαλώνετε το βράδυ» «Έχω έναν παπά που τον βάζω και τον ακούω» «Ε, χαμήλωσε το» «Μα όσο χαμηλά να το βάλω, δεν πάει πιο κάτω» «Πρέπει να σας πω κάτι» Ο πατήρ Ανανίας έλεγε, «Ο άνθρωπος που φέρει το γέλιο είναι ανευλογημένος» Πολύ κατήφεια στην Εκκλησία.
Πολύ καλογερική στην Εκκλησία.
Σαν να πάμε στην κόλαση.
Όχι, δε, παιδιά.
Δε πάμε, μωρέ, στην κόλαση.
Ο Θεός είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, αλλά και αληθινός.
Εδώ είναι τα δύσκολα.
Τα άλλα είναι καλά.
Είναι και αληθινός.
Ζητάει από πού να σε πιάσει.
Ζητάει να ακούσει ένα «Ήμαρτον Πάτερ», Συγχώρα με Πάτερ, έχω κάνει λάθος Πάτερ.
Προχωράμε παρακάτω.
Λέει λοιπόν ο λαός σου, εσύ κράτος έχεις δικαίωμα να βάζεις το νόμο και στους πεθαμένους και σε εμάς που ζούμε.
Μην τα ξεχνάτε ε! Τα ξεχάσατε εσείς.
Γιατί και στους πεθαμένους έχουμε νόμους, πως θα τους θάβουμε.
Το ίδιο είναι.
Απλώς αλλάζει η μούρη.
Πάμε παρακάτω.
Λέει λοιπόν τώρα, την πιάσανε αυτήν, πήγε και έβαλε χώμα στον αδερφό της, τέλος πάντων την πιάσανε την κοπέλα, ρουφιάνοι να, παντού, και την πιάσανε και την πήγανε μπροστά στο Κρέοντα.
Στέκεται αυτή έτσι.
Εσύ το έκανες, της λέει.
Εγώ του λέει.
Καλά, δεν ήξερες ότι είχα βάλει νόμο. Είχες την τόλμη να παραβείς τον νόμο.
Τι σημαίνει αυτό.
Δηλαδή όποτε βάζεις νόμο είναι δίκαιο. Εσύ ορίζεις τον νόμο ως δίκαιο.
Τι είναι αυτό το πράγμα! Δεν είναι αυτό το δίκαιο επειδή το έκανες νόμο.
Τα ίδια κι ο μακαριστός Χριστόδουλος, θυμάστε!
Δεν είναι δυνατόν εσύ, επειδή αυτό είναι ο νόμος! Κατά πώς σου είπε το Εβραϊκό Συμβούλιο, κατά πώς σου είπαν, σου είπαν, σου είπαν, σου είπαν και το έκανες εσύ το χατήρι (για την αφαίρεση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες).
Δεν μπορεί να γίνει έτσι, γιατί εδώ υπάρχει και ένας λαός από κάτω.
Και λέει αυτή, μήπως ήτανε κανένας Δίας που μου το πρόσταξε.
Και λέει, μήπως είσαι Θεός και μου το πρόσταξες.
Πήρες τη θέση του Θεού, κατά το σώμα σου που σε έδωσε, αυτό λέγεται ύβρις.
Ύβρισες, πέρασες το όριο της ανθρώπινης φύσεως.
Μάγκα μου, σταμάτα!
Πέρασες το όριο.
Δεν είσαι πιστός σε Αυτόν που σε έβαλε στο θρόνο.
Πήρες τα δικαιώματά Του.
Γι’ αυτό τι λέει, ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου.
Κύριε, είσαι ευλογητός.
Σε παρακαλώ, δίδαξέ μου τα δικαιώματά Σου.
Μη Σου τα ακουμπήσω, μη Σου τα πάρω, να Σου τα εφαρμόσω.
Γι’ αυτό λέει και στους πεθαμένους ακόμα που πεθαίνεις λέει, ευλογητός ει Κύριε δίδαξόν μου τα δικαιώματά σου.
Μα καλά και στους πεθαμένους;
Μάλιστα!
Διότι ο πεθαμένος τι λέει η Εκκλησία.
Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως.
Δεν είναι από ψαλτήρι, δεν είναι από στίχο του ψαλτηρίου, όπως είναι όλα τα προκείμενα των Αποστόλων, όχι.
Το έφτιαξε η Εκκλησία επί τούτο.
Για να πει τι; Μη στεναχωριέστε. Είναι μακάριος ο δρόμος, γιατί πάει σε ένα τόπο αναπαύσεως.
Μα, μπορεί να πάει στην κόλαση.
Για να πάει στην κόλαση, ο τόπος της αναπαύσεώς του ήταν η κόλαση.
Είναι βαρύ, αλλά είναι αληθές.
Γι’ αυτό να λέτε, δοξάζω σε Θεέ μου, να γίνει το θέλημά Σου.
Και να μην το πεις θα γίνει. Γιατί να μην το δοξάσεις το θέλημα του Θεού;
Λέει αυτή, δεν είσαι κανείς Δίας που τα έχει προσταγμένα, ούτε είσαι η πραγματική δικαιοσύνη του κατοικεί με τους θεούς του κάτω κόσμου και ούτε έβαλες εσύ τέτοιους αρχαίους νόμους που τους έβαλαν οι θεοί, ο Θεός δηλαδή, οι θεοί, προτού να ξέρουμε πότε φανερωθήκαν.
Αυτοί οι νόμοι το να σεβόμαστε τα σώματα των κεκοιμημένων, αυτοί είναι νόμοι που δεν υπάρχουν.
Δεν ξέρουμε πότε μπήκαν, είναι πανάρχαιοι μαζί με τον άνθρωπο.
Τι πας και κάνεις τώρα και μου λες όχι;
Μην μείνεις πιστός στη διδασκαλία που έχεις παραλάβει από τους πατέρες σου ότι θα θάβεις τους κεκοιμημένους;
Να τα πατάς εσύ που είσαι εθνικός, γιατί από σήμερον και χθες, παρά πάντα αυτά ζουν και κανείς δεν ξέρει πότε φανερωθήκανε.
Και κακομοίρη του λέει, είσαι και εσύ εθνικός.
Ξέρεις αν βγει ένας νόμος να μη σε θάψουν και εσένα.
Με τον ίδιο νόμο που έβγαλες για τον άλλον.
Είσαι θνητός, ρε κακομοίρη! Πού πας;
Άρα, να ένα άλλο, για να ξέρεις.
Πρέπει να καταλαβαίνεις πού βρίσκεσαι.
Πού πατάς.
Πού πατάς.
Ο άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται και έχει μια φαντασία για το πού βρίσκεται.
Ας κάνουμε κι ένα διάλειμμα.
Τι ωραίες ομιλίες έγιναν εδώ. Μετά ο πιο γλυκός καλόγερος που έχουμε στο Άγιο Όρος ο Φιλήμων. Τι ωραίος ήταν ο Φιλήμων πώς ωραία τα είπε με τι ωραίο τρόπο «αλλά ο πατρίμα του θεός τόσο χρυσός άνθρωπος, κάθεται έτσι» Αφού σε ένα σημείο λέω, ζήλιο με τον Θεό, τον ακούει με τόση, κάθετσι.
Τίποτα.
Και τα χέρια, τα δαχτυλάκια του είδατε που είναι αδύνατα τα δικά μου.
Λοιπόν, αδύνατος, κάθεται έτσι.
Και λέω, Παναγία μου, άμα κάθεται δίπλα μου, ο άνθρωπος όμως πήρε πληροφορία μόνος και σου λέει άσε τον παπά να κάτσει που θέλει.
Ναι, φτάνει.
Είμαστε ωραία.
Εμένα δεν με ενδιαφέρει να τα μεταφέρετε.
Καλύτερα να μην μεταφέρετε τις ομιλίες. Δεν μπορεί να μεταδοθεί.
Μου λένε στο Καμερούν είσαι, πάρα πολύ ωραία τους λέω.
Μου λέει, τι ωραίο έχει.
Βρουμπ! Ναι μου λέει, αλλά εμείς δεν μπορούμε να την καταλάβουμε.
Αυτή είναι η διαφορά.
Άλλο είναι αυτό.
Εδώ είμαστε ένας δίπλα στον άλλον.
Εδώ είμαστε κοντά.
Γελάμε.
Εκεί πάει και με καθυστέρηση.
Είχα ένα λεπτό, δεν κανένα πάει.
Πάει και με καθυστέρηση.
Οπότε, λοιπόν, δεν είσαι στο παρόν.
Είσαι στο μέλλον.
Πάμε παρακάτω.
Λοιπόν, γιατί έχουμε μείνει ακόμα στην Αντιγόνη.
Λέει τώρα η Αντιγονούλα.
Της λέει αυτός.
Μωρή, της λέει, θα σε σκοτώσω πριν το καιρό σου.
Τι σας θυμίζει; Βασίλειο το Μέγα.
Σας φέρανε τα λείψανα εκεί.
Λοιπόν, λέει, Βασίλειο το Μέγα.
Πήγε ο Μόδεστος και του λέει, Βασιλάκη, δεν τον έλεγαν Βασίλειο, τον έλεγαν Βασιλάκη.
Ξεφτίλες, οι Αρειανοί, ξεφτίλες, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ξεφτίλες, τον έλεγαν Βασιλάκη.
Αυτόν τον Μέγα Άγιο, τον έλεγε Βασιλάκη.
Βασιλάκη μου του λέει, εάν δεν δεχτείς την Αρειανική θεωρία και δεν συλλειτουργήσεις.
Βλέπετε όλο το θέμα είναι η συλλείτουργο. Η λύσσα.
Δε συλλειτουργήσεις. Θα πούμε παρακάτω. Με τη Φεράρα θα φτάσουμε και εκεί.
Λοιπόν, διότι είναι όλα αντιγραφή.
Κάνει ένα τέτοιο.
Δεν το καταφέρνουν, ξανακάνουν.
Δεν το καταφέρνουν, ξανακάνουν.
Αλλά, αφεντικό.
Έχουμε αφεντικό.
Λοιπόν, Βασιλάκη του λέει, να ξέρεις ότι «Εάν δεν πας μαζί μας, θα σου πάρουμε την περιουσία».
Και λέει κι αυτός, «Χαρά στο πράγμα, ένα ράσο τρίχινο και πέντε βιβλία».
Έτσι, λέει, δεν έπιασε αυτό, ας το πάμε παρακάτω.
«Βασιλάκη, του λέει, θα σε πάμε εξορία, του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής».
«Πού θα με πας, καημένη εξορία, πού θα με στείλεις στο γνωστό κόσμο, Πού να με πας, κάπου απ’ τον κόσμο.
Χαρά στο πράγμα.
Τα ίδια είπε κι αυτός αυτήν.
Θα σε εξόριζα, αλλά πού να σε στείλω.
Θα σου έπαιρνα την περιουσία, αλλά δεν έχεις παρά το χιτώνιο που φοράς.
Δεν είναι ίδια με το Μέγα Βασίλειο.
Είναι η γραμμή ίδια.
Ίδια γραμμή είναι.
Θα σε σκοτώσω, της λέει.
Και τι απαντάει αυτή.
Καλύτερα να γλιτώσω τα βάσανα.
Πατέρα αιμομίκτη, μάνα αιμομίκτρια, αδέρφια σκοτωμένα, πατέρα τυφλό, να τον τρέχω στον Κολωνό στην Αθήνα, χίλιες φορές να με σκοτώσεις, να φύγω να αφήσω το κορμί, να πάρω την ψυχή που είναι, για αυτούς τους αρχαίους Έλληνες ήταν το καλύτερο, και να πάω στο Θεό τον, πώς λέγονταν ο Θεός του κάτω κόσμου, πώς το λέγανε, πώς, πώς, Άδης, Άδης, άλλο όνομα, Πλούτωνας.
Γιατί δεν έγιναν Πλούτωνα, αυτοί οι Έλληνες.
Γιατί είχε πάρει τόσους πεθαμένους, γιατί ήταν πλούσιος.
Από εκεί βγαίνει.
Ο Πλούτωνας είναι ο πιο πλούσιος σε ύπαρξη, ο Άδης, γιατί πήρε τόσες ψυχές και τις έφαγε, που είναι ο πιο πλούσιος από όσους είναι πάνω στη γη.
Τόσοι περισσότεροι και άλλοι, άνθρωποι, είναι κάτω από τη γη.
Γι’ αυτό το έγιναν Πλούτωνα οι αρχαίοι Έλληνες, γιατί έχει πλούτος άπειρο ο Πλούτωνας.
Εγώ σας κάνω και μαθήματα φιλολογικά ό,τι θέλετε.
Ναι, δεν πειράζει.
Μπορεί θα ήθελα να πάω σε κανά σχολείο να κάθομαι και να τους λέω στα παιδιά.
Τα παιδιά δεν κουνιούνται.
Άμα τους αρέσει των παιδιών έτσι μια χαρά είναι στα παιδιά.
Πολύ ωραία.
Εγώ είχα κάτι στρατιώτης όταν ήμουν φαντάρος και πήγα στο στρατό μου εκεί το βράδυ του Σαββάτου.
Εμείς ήμασταν στην Αγία Γαλήνη κοντά. Μάταλα, βάλε.
Αγία Γαλήνη, Μάταλα, Μύκονος.
Τα ίδια ήταν.
Λοιπόν, το Σαββάτο εγώ θύμιαζα από λαϊκός.
Ήμουν τρελός από τότε.
Ο διοικητής μου είχε τρελαθεί.
Μου λέει, τι είναι αυτό το πράγμα που έχει έρθει εδώ πέρα.
Λοιπόν, αλλά ήμουνα γιατρός, βλέπεις.
Με γλύτωνε.
Με γλύτωνε.
και από φυλακές, τα πάντα με γλύτωσε.
Τέλος πάντων, δεν μπορώ να πω παρακάτω, και έχοντας τα παιδιά ντυμένα, με αρώματα φτιαγμένα, να πάνε στην Αγία Γαλήνη.
Έλεγα, καθίστε λίγο, καθόντουσαν.
Να σας φτιάξω δύο αυγά τηγανίτα.
Τους έφτιαχνα.
Να πιείτε ένα κρασάκι, έπιναν.
Και μετά μας λέγανε, πες μας, ρε Ευαγγέλιο, για τον Άγιο Παΐσιο που είναι στ’ Άγιο Όρος.
Καθόντουσαν τα καημένα και ακούγαν.
Και το ένα έφερνε το άλλο.
Κοίταγα εγώ το ρολόι, είχε πάει έντεκα.
Λέω, μια χαρά σήμερα, τη γλίτωσαν την αμαρτία.
Να δούμε το άλλο Σάββατο.
Τώρα, στις μία η ώρα, σηκωνόντουσαν και λέγανε, «Πού να πάμε τώρα, ρε γιατρέ κακούργε, μας έκλεισες εδώ μέσα με τη γλώσσα σου».
Βλέπετε.
Θέλει μια αγάπη, θέλει μια στοργή ο άνθρωπος.
Και προπαντός θέλει την αλήθεια.
Αν δεν λες την αλήθεια, αλλά λες στρογγυλεμένα.
Δεν πάει έτσι.
Και δυστυχώς και στην εκκλησία δεν λέμε πολλές φορές την αλήθεια.
Γιατί πάμε με την πολιτική.
Δυστυχώς.
Εγώ του είπα του παπά, μη με καλέσεις.
Το λέω σ’ όλους.
Τι με θέλετε εμένα.
Εγώ δεν πήγαινα κατ’ η άλλη, είμαι βλαμμένος.
Όχι, μου λέει να έρθεις.
Καλά, παπά μου να έρθει.
Γι’ αυτό δεν κάθεται κοντά.
Άμα τον καλέσουνε, θα πει, εγώ δεν ήξερα, ήμουν στο άλλο δωμάτιο.
Τελειώνουμε με την καημένη εδώ πέρα.
Λέει, λοιπόν, κι αν πεθάνω, λέει, πρώτα από τον καιρό μου, πάλι το λέω, γιατί όποιος, σαν κι εμένα, ζει μες στα πολλά τα βάσανα, πώς να μην είναι κερδισμένος αν πεθάνει.
Αυτό του απήντησε.
Αυτός αρχίζει τις φασαρίες κλπ κλπ.
Και τώρα κάνει κάτι το οποίο είναι το φοβερό.
Της λέει, μα ο ένας ο αδερφός ήταν καλός, το άλλος ο αδερφός ήταν κακός.
Μα ο Πούτιν είναι καλός και η Ουκρανία είναι κακιά.
Μα η Ουκρανία είναι καλή και ο Πούτιν είναι κακός.
Καταλάβατε ότι είναι το ίδιο.
Ο Πατριάρχης δεν είναι καλός, αλλά ο Ρώσος είναι καλός.
Ο Σερβίας δεν είναι καλός, αλλά αυτός είναι καλός.
Η διαίρεση μες στους χριστιανούς.
Το φίδι.
Τι της λέει λοιπόν; Ότι ο ένας ήταν καλός αδελφός και ο άλλος ήταν κακός.
δεν μπορεί να προσφέρεις και στου δύο τα ίδια, δεν κάνει.
Και λέει αυτός, πώς προσβάλλεις λοιπόν με το να κάνεις χατίρι και τιμή στον ένα και να θέλεις την ίδια τιμή να την κάνεις και στον άλλο.
Και τι του απαντάει αυτή.
Ελληνίδα, ρε, Ελληνίδα.
Σαν κι αυτές, γι’ αυτό πήγανε αυτές και κουβαλάγανε μαζί με τους άντρες.
Δεν γεννηθήκαμε να υπηρετούμε τους άντρες. Γεννηθήκαμε να περπατάμε μαζί με τους άντρες.
Αυτό έκαναν οι γυναίκες, το 40 εκεί πάνω.
Περπατάγανε μαζί με τους άντρες τους δίπλα.
Και οι αντάρτισσες ακόμα φοράγανε τα χακί, τα ρούχα και με τα καπελάκια τους.
Τις θυμάστε κι αυτές.
Ο Θεός έζησε να παύσει.
Έτσι νομίζανε οι καημένες ότι με το δεύτερο πρόβλημα που έγινε ο εμφύλιος, που μας πουλήσανε οι ξένοι και μας πέσανε σε ένα χαρτί στη Γιάλτα εκεί πέρα και μας αφήνανε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας και πέφτανε οι Άγγλοι, οι καλοί άνθρωποι που δεν μας αγαπήσανε ποτέ και ο Μόσκοβος που δεν μας αγάπησε ποτέ και ο Μόσκοβος που πήγε το 17 με τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Όλοι μας σκοτώσανε.
Όλοι μας διώξανε σε συνεργασία.
Όλοι μας διώξανε από τη Μικρά Ασία που γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια.
Τα πούμε σε άλλο παρακάτω.
Και λέει, λοιπόν, πώς τον προσβάλλεις σαν αδελφό σου τον καλό, που του κάνεις την ίδια χάρη με τον πεθαμένο.
Και απαντάει αυτή.
Ρώτησα τον πεθαμένο και μου είπε ότι δεν τον νοιάζει.
Αφού είναι μπροστά στον Θεό.
Όταν είσαι μπροστά στον Θεό, σε ενδιαφέρει τι κάνει, εδώ κοιτάς τον Θεό.
Δηλαδή, μιλάμε.
Αυτό δείχνει τη μικρόνοια των ανθρώπων.
Και τέτοιοι είναι αυτοί που μας κυβερνάνε, έτσι.
Γι’ αυτό λέει Κρέων.
Γι’ αυτό λέει Κρέων.
Αυτά τα βιβλία είναι βόμβες!
Γι’ αυτό δεν θέλουν ποτέ να τα μάθουν τα παιδιά.
Έχει γράψει και μία άλλη τραγωδία, πάτε διαβάσατε.
Ο Αίαντας.
Σοφοκλέους είναι κι αυτό.
Ο Αίαντας.
Είναι το ίδιο θέμα, αλλά με άλλη μορφή.
Εδώ ο Αίαντας σε ένα άλλο τι λέει.
Όχι, λέει ο Αίαντας, με αδικήσατε.
Και θα το φωνάζω, θα είναι πιστός στη δικαιοσύνη μέχρι να πεθάνω.
Με αδικήσατε.
Και λέει ο Οδυσσέας, ο παμπόνηρος, «Έλα, βρε Αίαντα, δεν σε αδικήσαμε, οι δικαστές σε κρίνανε».
Και λέει ο Αίαντας, «Δικαστές που ορίζονται από τον Αγαμέμνονα δεν είναι ποτέ δίκαιοι δικαστές».
Η δικαιοσύνη, όταν ορίζεται από…
και είναι συμπλεκόμενη η εξουσία, βάσει των βιβλίων αυτών, δεν είναι τάξη.
Πάει πάντα με αυτόν που τη διορίζει.
Πρέπει να είναι όλα ξεχωριστά.
Εάν στη χώρα μας είναι ξεχωριστά, μπράβο στην δημοκρατία μας.
Εάν δεν είναι, εσείς ξέρετε.
Εγώ δεν ξέρω, το βιβλίο τα λέει.
Διότι ψάχνουν να με βρούνε, πώς θα λέει.
Αλλά πάω από εδώ, πάω από εκεί.
Γι’ αυτό τα φέρνω τα βιβλία.
Γιατί άμα πουν τίποτα, συγγνώμη.
Αυτό το διάβασα από εδώ.
Πάτε το να το δείτε.
Τι μου κάνεις.
Δεν τελειώσαμε.
Λέει λοιπόν η Αντιγόνη.
Ο Άδης ζητάει με τον ίδιο νόμο να κριθούν και δυο, λέει ο Κρέων.
Μα είναι δυνατόν ο καλός να είναι ίσος με τον κακό.
Είναι δυνατόν ο καλός να είναι ίσος με τον κακό.
Ζυγός δικαιοσύνης ευρέθη ο Σταυρός σου ανά μέσω δυο ληστών.
Ο Κύριος και τους δύο ληστές, άμα λέγανε, «μνήσθητί μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου», τι θα έλεγε, δεν σε παίρνω μέσα.
Ή μήπως δεν ξέρετε αν πήρε τον άλλον.
Δεν το ξέρεις.
Ξέρεις ότι αυτός που είπε, «μνήσθητι μου Κύριε», πήγε στη βασιλεία.
Όχι πήγε στη βασιλεία, πήγε στον Παράδεισο.
Στη βασιλεία θα πάμε όταν αναστηθούμε με το σώμα, αυτή η ίδια φορά.
Στον Παράδεισο πάμε με την ψυχή, η ψυχή μας.
Αλλά όταν η βασιλεία είναι, θα μπούμε μέσα στη βασιλεία με το σώμα.
Θα γίνει η Ανάσταση όλων των ανθρώπων.
Και καλών και κακών.
Όλοι θα αναστηθούν.
Δεν θα αναστηθούν μόνο οι καλοί, διότι ο Κύριος δεν είναι προσωπολήπτης.
Ο Κύριος αγαπά όλους.
Φαντάσου να σηκωνόντουσαν μόνο οι Ρώσοι και να μην σηκωνόντουσαν οι Ουκρανοί.
Παναγία μου.
Δεν ξέρετε εσείς, ένας από τους καλύτερους επισκόπους που ήρθε και μίλησε εδώ είναι ο Ναυπάκτου.
Ο Ναυπάκτου, αφού ησύχασε με το θέμα της Μητροπόλεως του, όπως ήταν και στο Μεσολόγγι, και ησύχασε, αμέσως έδωσε όλη του τη δύναμη σε κείμενα, τα οποία είναι πάρα πολλοί.
Και εδώ που μίλησε, έκανε μία ανασκευή όλης της Ορθοδόξου θεολογίας.
ήταν από τις ωραιότερες ομιλίες που έκανε εδώ ο δεσπότης ο Ναυπάκτου.
Την ευχή του να έχουμε τώρα, πριν ήμουν λίγο, αλλά τώρα του φυλάω το χέρι του δεσπότη.
Λοιπόν, ποιος ξέρει λέει, λέει αυτή, εσύ τι λέει, ξέρεις αν στον Άδη περνούν αυτά για Άγια το να έρθει ένας κακός και ένας καλός είναι ίσος.
Στον Άδη λέει, εγώ το ρώτησα τον Άδη και μου είπε ότι Άγια κάνεις, ότι ο καλός με τον κακό είναι ίσος.
Στον Χριστό, άμα τον ρωτάμε, δεν θα σου έλεγε, ίσοι είναι.
Την ίδια αγάπη έχω εγώ και στον καλό και στον κακό.
Και ποτέ δεν θα πει τη λέξη καλό και κακό.
Η Εκκλησία δεν λέει ποτέ τη λέξη, όπως τον Αρχαίων Ελλήνων.
Τι λέει, προς τον αμαρτωλό και προς τον μη τόσο αμαρτωλό.
γιατί όλοι ήμασταν αμαρτωλοί, εξαιρουμένης της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Όλοι οι άλλοι κάτι κάναμε.
Η Θεοτόκος είναι αυτή μεγάλο, και αυτό τη λαμπρύνουμε σήμερα τη Θεοτόκο, κυρία Θεοτόκο, Πανάσπιλος.
Ούτε είχε το προπατορικό αμάρτημα και δεν την ακούμπησε ούτε ένας λογισμός τόσο καθαρή ήταν η Θεοτόκος.
Ενώ το προπατορικό αμάρτημα το είχε μέχρι την ώρα που ήρθε το πνεύμα το Άγιο, Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι.
Και όταν είπε η Θεοτόκος «Ιδού, η δούλη Κυρίου», τι εννοούσε, να είμαι εδώ να με κάνετε μάνα του Χριστού.
Όχι, τι είπε; Θα είμαι πιστή άχρι θανάτου.
Τι εννοούσε, εάν με δούνε έγκυο απάντρευτη, θα με λιθοβολήσουνε.
Αποδέχομαι το θάνατο.
Αποδέχομαι να με λιθοβολήσουνε, γιατί πιστεύω στο λόγο που μου είπες, άγγελε, όπως πίστεψε ο πατέρας μου ο Αβραάμ, όταν του είπε ο Θεός, βγες από τη Μεσοποταμία και πήγαινε σε χώρα αν συ δείξω.
Δεν του είπε πού θα πάει.
Και επίστευσε ο Αβραάμ σε αυτό που του είπε, μέχρι θανάτου επίστευσε και του είπε, ελογίσθη αυτό εις δικαιοσύνη στον Αβραάμ.
Η Παναγία όταν είπε με αυτόν τον τρόπο, Ιδού, Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου, αναλάβαινε να πεθάνει για τον Χριστό.
Δεν είναι ένας λόγος εύκολος.
Θα την λιθοβολούσανε, το γλύτωσε τον λιθοβολισμό, αλλά δεν είναι του παρόντος, άλλη φορά, πρέπει να κατηχηθείτε για το βίο της Θεοτόκου.
Πότε ο εχθρός και σαν πεθάνει…
Α, λέει αυτός ο Κρέοντας.
Εμένα ο εχθρός κι αν πεθάνει ακόμα, φίλος, δεν γίνεται.
Αυτή είναι η γνώμη του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Αυτοί που είναι εχθροί στον απάνω κόσμο είναι εχθροί και στον κάτω.
Που το ξέρουμε.
Όταν κατέβηκε ο μαύρος Οδυσσέας στον Άδη, ήρθαν οι ψυχές όλες να πιουν από αυτό που έβαλε και ήρθε και ο Αίαντας που ήταν εχθροί μεταξύ τους.
Και ο Αίαντας είχε τι να δει.
Του λέει ο Οδυσσέας, τι κάνεις Αίαντα.
Πεθαμένος και είχε μούτρα.
Πεθαμένος και είχε εγωισμό.
Δεν του μίλησε.
Δεν συγχωρούσαν ούτε στον Άδη.
Γι’ αυτό μερικοί σούπερ ορθόδοξοι λένε και πεθαμένο δεν τον συγχωρώ.
Πολύ μεγάλη αμαρτία.
Πολύ μεγάλη αμαρτία.
Ήταν ένας δεσπότης στην Ύδρα Προκόπιος. Φιλοβασιλικός, ψηλός. Επί εποχής μετά από τον Άγιο Νεκτάριο.
Και είχε έναν άλλο δεσπότη που ήταν μαλωμένοι συνέχεια.
Ο άλλος δεσπότης αυτός είχε γίνει στην Μεγαλόπολη, μετά πήρε μετάθεση, ήταν νομίζω στην Καλαμάτα, πήγε στην Μεγαλόπολη, μετά πήγε στην Κόρινθο.
Όταν πέθανε ο δεσπότης στην Κόρινθο, ντύθηκε ο δεσπότης από την Ύδρα και πήγε να τον δει, πεθαμένο.
Γύρισε, λοιπόν, την κάσα τρεις φορές γύρω-γύρω Και είπαν όλοι, μα ρε, κοίταξε, ήρθε να συγχωρεθούν.
Του λένε, σεβασμιότατε, μπράβο.
Ήρθαν να δω αν έχει πεθάνει, γιατί με τη φόρα που είχε πάρει, θα γινόταν Αθηνών.
Με τη φόρα που είχε πάρει, θα γινόταν Αθηνών!
Τι σημαίνει, όλους μας δαγκώνει κάτι.
Να προσέχουμε, διότι αν θέλεις να είσαι πιστό μέχρι θανάτου, πρέπει να τηρήσεις αυτά που θα σας πω πιο τέλος, για να αποδείξεις ότι θα είσαι μέχρι θανάτου και να μπορείς να είσαι μέχρι θανάτου.
Όχι με το πρώτο, με το πρώτο να τα παρατάς.
Και απαντάει αυτή αυτό το φοβερό, που το κρατάτε σε όλη σας τη ζωή.
Και που αυτή η αγαπολογία της σύγχρονης εποχής, το λέει συνέχεια.
Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά γεννήθηκα για να αγαπώ.
Το λένε και στα αρχαία.
Να ψάξατε το βρείτε, δεν σας το πω εγώ, να μάθετε και κάτι πιο καλό.
Στη σύγχρονη εποχή είμαστε στην εποχή της αγαπολογίας.
Αγαπούλα μου, μωρό μου…
Και την ίδια ώρα έχει άλλο κινητό, δεύτερο κινητό, Και λέει, ναι, ναι, ναι.
Ψέματα λέω;
Χριστιανοί, να δείτε που τα κάνουν αυτά.
Πιστός άχρι θανάτου.
Όταν πηγαίνανε στην εκκλησία, στον αρχαίο γάμο, να κάνει το γάμο, η εκκλησία, το ένα δαχτυλίδι ήταν σιδερένιο και το άλλο χρυσό.
Το σιδερένιο, το έδινε η εκκλησία στον άντρα.
Και το χρυσό, το έδινε η εκκλησία στον άντρα.
και το σιδερένιο το έδινε στη γυναίκα.
Ε, ε, ωραίο.
Και όταν το είπα κάπου, σηκωθήκανε οι κυρίες και έλεγανε, Αυτά έκανε η Εκκλησία, δηλαδή, χρυσότητα.
Βρε ανόητες, το έδινε η Εκκλησία, το σιδερένιο στον άντρα, και το σιδερένιο στη γυναίκα, και το χρυσό στον άντρα, γιατί τότε τα φόραγαν, ο άντρας φόραγε το δαχτυλίδι στη γυναίκα, και γυναίκα φοράει το δαχτυλίδι στον άντρα.
Έδινε λοιπόν η γυναίκα το σιδερένιο στο χέρι του άντρα και ο άντρας το χρυσό στο χέρι της γυναίκας.
Το καταλάβατε; Και τι γράφανε τα δαχτυλίδια μέσα; άχρι θανάτου.
Πιστοί, άχρι θανάτου.
Για πες τε μου, βγάλτε τις βέρες σας όλοι εδώ οι θεούσοι και δείξτε μου αν γράφει μέσα μια βέρα άχρι θανάτου.
Όχι, είναι φοβερό.
Είναι δύσκολο.
Δύσκολο είναι να γράφει.
Θα μου πεις και μπορεί και να το γράφει.
Το ξεχάσαμε.
Έγραφε πιστός, άχρι, θα μείνω πιστός μέχρι να πεθάνω.
Γι’ αυτό γράφει αυτή.
Μάτια μου, λέει, μάτια μου, δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ.
Το αφήνουμε. Τα καταλάβατε.
Τελείωσε καλά ο Κρέοντας; Όχι μάλλον.
Εσείς είδατε κανένα πολιτικό να τελειώνει καλά, όταν έχει κάνει στραβά.
Γιατί λέει και ένα ρεμπέτικο, κάτι ρεμπέτικα ωραία. Τους κυνηγάει ο λαός για τα καλά που κάνουν.
Τα ρεμπέτικα να τα ακούτε.
Έχουν αξία τα ρεμπέτικα γιατί βγαίνουν από μαστουρωμένες ψυχές.
Όπως θα μπορούσαν να βγουν από ερωτευμένες ψυχές.
Ακούστε κάτι, μην φοβόσαστε τίποτα, αφού είναι βαπτισμένοι άνθρωποι, κάποια στιγμή μέσα έχουν μια φωτιά του Αγίου Πνεύματος, κάποια στιγμή θα βγει, ακόμα και στο μινόρε. Να το ξέρετε αυτό, να είστε ανοιχτοί άνθρωποι, μην φοβόσαστε. Αμαρτίες δεν θα κάνετε. Και άμα τις κάνετε, στον Παπα-Ματθαίο, απευθείας, όσοι τον έχετε πνευματικό ή στους πνευματικούς σας.
Ακούστε τον Κρέοντα λοιπόν τώρα όταν τελειώνει ο βίος.
Κρέοντας, πάρτε με τον άχρηστο άνθρωπο από εδώ που σκότωσα και το παιδί μου, γιατί αυτοκτόνησε.
Τη σκοτώσανε την κοπέλα, αυτοκτόνησε ο γιος, βλέπει η μάνα το γιο του Κρέοντα που την αγαπούσε την Αντιγόνη, την βλέπει να πεθαίνει, πάει και αυτοκτονεί και αυτή και αυτός είχε τρία πτώματα.
Τρία πτώματα γιατί νόμιζε ότι έκανε κουμάντο στον Άδη.
Αν δεν κάνεις κουμάντο στον Άδη, πάρ’ τον Άδη.
Δε σε κρίνω.
Όχι μάτια μου.
Είπε ο Χριστός μία λέξη αν θυμόσαστε.
Εγώ δεν κρίνω κανέναν.
Και λέει ο Θεός, πάσα κρίσις δόθηκε τω Υιώ.
Και ο Υιός λέει, εγώ δεν κρίνω κανέναν.
Και τι λέει, πονηρέ δούλε από τα λόγια σου θα κριθείς.
Έλα εδώ, για να το πούμε οι δυο μας, πονηρέ δούλε από τα λόγια σου θα κριθείς.
Γιατί το είπες το ψέμα; Αυτό το ψέμα είναι βρόχος, σε πνίγει.
Κανόνισε την πορεία σου.
Προχωράμε.
Τρισάθλιος εγώ, δεν έχω πια που να γυρίσω τα μάτια μου.
Γιατί πριν είχε το θρόνο της βασιλείας και κοίταζε όλο τον κόσμο και τον τρέμανε κι όλοι από κάτω.
Συμφορά που έπεσε στο κεφάλι μου.
Το πρώτο πράγμα για να ευτυχεί ο άνθρωπος είναι η φρονιμάδα και δεν πρέπει να καταφρονάει κανείς τίποτα τις εντολές του Θεού.
Να μείνεις πιστός στις εντολές του Θεού.
Αλλά έπρεπε να πάθει για να μάθει.
Ο παθός είναι μαθός.
Γιατί πρέπει να πάθεις και να μάθεις.
Δεν μπορείς, αν είσαι έξυπνος άνθρωπος, από τα παθήματα των άλλων μάθαινε. Είναι ανάγκη να τα πάθεις για να μάθεις;
Και προχωράει.
Τα μεγάλα λόγια με μεγάλα βάσανα τα ξεπληρώνουν αυτοί που καυχώνται.
Και δυστυχώς βάζουνε γνώση στα γεράματα ή στον Άδη.
Δυστυχώς βάζουνε γνώση στα γεράματα και πολλές φορές είναι και κάτι ανόητοι.
εννοεί τους μπον βιβέρ, λοιπόν, οι οποίοι βάζουν στον Άδη τη γνώση εκεί.
Έστω και έτσι.
Βλέπετε λοιπόν ότι αυτό το βιβλιαράκι η Αντιγόνη είναι κοντά σε αυτά που παρέδωσε ο Θεός στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, ότι δηλαδή μείνε πιστός άχρι θανάτου.
Σας είπα για το νέα.
Μετά πάμε στο Λεωνίδα.
Ο Λεωνίδας, 300 πήγανε, ήξερε ότι θα πεθάνει, θα πεθάνει.
Χαιρετάει τη γυναίκα του, τη φιλάει, της λέει γεια σου.
Πώς τη λέγανε, Γοργώ, ήτανε γοργοπόδαρη.
Φαινομηρίδα φορούσε δηλαδή φαινομηρίδα τι σημαίνει, κοντό, φαινόταν ο μηρός.
Φαινομηρίδα, της φαινόταν ο μηρός.
Οι Σπαρτιάτες, πώς τη διάλεξε, τους δείξανε σε ένα δωμάτιο άνδρες και γυναίκες και όποια έπιανε, την έπαιρνε.
Τι θα γίνει εδώ, πρωινά θα κάνουμε στις πάρτι.
Εμείς θέλουμε να βγουν παιδιά.
Και την αγαπούσε πολύ.
Είναι ίσως το μοναδικό ζευγάρι που δεν ξαναπαντρεύτηκε η γυναίκα.
Όταν πέθανε ο άντρας της.
Η Γοργώ δεν παντρεύτηκε, γιατί τι είπε, μετά τον Λεωνίδα κανένας.
Έτσι δεν είναι.
Μετά τον Κολοκοτρώνη ποιον θα ήταν.
Ποιος θα μου βγει μετά τον Κολοκοτρώνη.
Θα έλεγε η Κατερίνα.
Κατερίνα τη λέγανε και γυναίκα του Κολοκοτρώνη.
Ο Θεός δεν την έλαβε να πάψει.
Του πέθανε στη Ζάκυνθο.
Και την έκλαψε ο γέρος και πήρε τα κόλλυβα πιστός άχρι θανάτου.
Και της έφτιαξε τα κόλλυβα και τα έβαλε στο κεφάλι και τα πήγε στην εκκλησία.
Ο γέρος του Μοριά έφτιαξε τα κόλλυβα της γυναίκας του.
Και εδώ πολλές από εσάς έχουν τα κόλλυβα για τον εαυτό σας γι’ αυτά.
Να μάθετε να φτιάχνετε κόλλυβα, να μάθετε να φτιάχνετε πρόσφορα.
Αυτά να γυρίσουμε στα παλιά.
Σε λίγο θα πρέπει να ζυμώνετε και ψωμάκια, από ότι βλέπω.
Και πιταστέδες, γιατί άμα σας κόψουν πολλά φώτα έχεις, παπά, εδώ πέρα. Θα σου πει, τι κάνετε εκεί πέρα. Το ρίξατε το κράτος έξω από μας αρχίσει.
Η εκκλησία θα του φταίει, γιατί έχει φώτα η εκκλησία. Δεν το ξέρετε.
Και αυτό, αυτή τη δουλειά κάνουν μέρα-νύχτα.
Θα περνάει ένας και θα λέει πολλά φώτα.
Εκκλησία βάλεις πρόστιμο, πρόστιμο, πρόστιμο, πρόστιμο.
Με τα πρόστιμα ζουν, έτσι.
Με τα πρόστιμα.
Ψέματα λέω.
Κάτι γριές.
Πήγα εγώ να μια γριά 105 χρονών να την εμβολιάσω.
Πάει η γριά έτσι.
Πάει.
Πάτερ μου λέει, θα με κοινωνήσεις.
Έχω φέρει και την Θεία Κοινωνία.
Τι θέλεις να κάνεις πρώτα; Να σε κοινωνήσω και μετά να σου κάνω το εμβόλιο.
Και γιατί κάνεις το εμβόλιο;
Παπά μου, τα πρόστιμα! Εκατόν τριών, εκατόν πέντε χρόνων.
Την έχω μαγνητοσκοπήσει κιόλας. Δεν μπορεί να μου πει κανείς τίποτα. Την μαγνητοσκόπησα παιδιά.
Όχι, ρε παιδιά.
Βρες άλλο τρόπο.
Ο Έλληνας, όταν του πεις υποχρεωτικότητα, τα παίρνει στο κρανίο.
Δεν του αρέσει αυτή η λέξη.
Βρες άλλη λέξη.
Πες για το καλό, το καλό, πες κάτι άλλο.
Μην τη λες τη λέξη αυτήν τον, και μάλλον τη λες επίτηδες για να τον τριπάρεις.
Προχωρούμε παρακάτω.
Οπότε ο Λεωνίδας πήγε εκεί.
Ξέρετε που πήγε, στις Θερμοπύλες, ένας προδότες παρουσιάστηκε, έχουμε στη χώρα προδότες όσους θέλεις.
Δόξασε ο Θεός, μην μας λείπουμε.
Παντού, σε όλα τα κλιμάκια, από τη δουλειά, πήγε αυτός ο εφιάλτης και τους έφερε από την Ανοπαία οδό.
Τι σημαίνει Ανοπή. Υπήρχε δηλαδή μια τρύπα πιο πάνω που περνάγανε ένας ένας, τους έφερε από εδώ.
Και όταν το είδε, λέει, φύγετε όλοι. Τέσσερις χιλιάδες Έλληνες ήτανε.
Στις Θερμοπύλες ήτανε τέσσερις χιλιάδες Έλληνες.
Στην Κωνσταντινούπολη όταν μετρηθήκανε πόσοι στρατιώτες είναι, στις 29 Μαΐου του 1853 ήταν 4.315.
Το έχει η μοίρα μας, βρε.
Τέσσερις χιλιάδες στις Θερμοπύλες, τέσσερις χιλιάδες μέσα στην πόλη.
Είναι τυχαίο;
Έτσι λένε αυτοί, ότι είναι τυχαία.
Εγώ δεν νομίζω ότι τυχαία.
Είναι μια όχι μοίρα.
Είναι ένας κανόνας που πάνε ο ένας πίσω από τον άλλον.
Και με λίγες δυνάμεις, κάνουμε και θαυμαστά πράγματα.
Και ενώ μας νικάνε, στην πραγματικότητα, ιστορικά νικάμε.
Γιατί ποιος θυμάται τον Ξέρξη, τις Θερμοπύλες θυμάται ο κόσμος.
Νίκησε ο νικημένος.
Και όταν του είπε ο Ξέρξης, του λέει παρέδωσέ μου τα όπλα, τι είπε.
Μολών λαβέ, μπες τον κόπο να έρθεις να τα πάρεις.
Αυτό σημαίνει μολών λαβέ.
Θα κάνεις το από μάντα μου και άμα θέλεις να τα πάρεις.
Δεν είπε έλα να στα δώσω.
Μολών λαβέ, κάνε τον κόπο και έλα.
Και δεν του το είπε, του το γράψε σε ένα χαρτί, διότι εν τη Ελληνίδη διαλέκτω ουδέποτε θα συζητάμε με ανθρώπους τι θα παραδώσουμε για την πατρίδα.
Ούτε να τα ακούσουμε δεν θέλουμε.
Εν τη Ελληνίδη διαλέκτω.
Στα ελληνικά μόνο θα το γράφουμε τις συζητήσεις, δεν θα τις μιλάμε.
Αυτά σας τα λέω για κάτι πριν λίγα χρόνια, νομίζω, κάναμε κάτι φασαρίες για ένα θέμα που λέγεται Μακεδονία, δεν κάναμε.
Τέλος πάντων.
Κλουπ-κλουπ. Κλουπ-κλουπ. Κλουπ-κλουπ. Κλουπ-κλουπ.
Και τώρα θά ‘ρθουνε…
Ήρθανε νομίζω πολλοί πολιτικοί, να σταυροκοπιούνται στο ναό…
Φτάνει. Παντομίμα.
Λοιπόν, προχωράμε παρακάτω.
Αυτά…
Και όταν του είπε…
Εδώ δείτε.
Και μετά τι είπε…
Ένα πολύ ωραίο.
Λέει…
Πλυθείτε.
Πλυθήκανε.
Χτενιστείτε.
Χτενιστήκαν.
Τα μαλλιά τους.
Βάλτε λουλούδια, ρε, στα μαλλιά.
Βάλουν λουλούδια.
Ο Ξέρξης από πάνω έβλεπε.
Φωνάζει τον Δημάρατο.
Τι σημαίνει Δημάρατος; Καταραμένος από το δήμο.
Τι σημαίνει. Προδόταρος.
Ήταν Σπαρτιάτης και είχε πάει εκεί.
Και τον έβγαλε Δημάρατο. Σηκώνει την αρά του δήμου.
Πόσους Δημαράτους έχουμε.
Τι, λέει ο Δημάρατος. Α, οι Σπαρτιάτες ετοιμάζονται όταν πάνε για πόλεμο με αυτόν τον τρόπο.
Σαν τους Έλληνες. Πλέναν τις φουστανέλες.
Τα βγάζανε όλα και απλώναν τις φουστανέλες πάνω όπου θέλανε τα απλώναν.
Δεν είχαν βρακί να φορέσουν όταν έγινε η Επανάσταση.
Ο Κολοκοτρώνης τον τρίτο χρόνο αγόρασε βρακί. Δεν είχε.
Σας κακοφαίνεται, αλλά αυτή είναι αλήθεια. Αυτή…
Κι ο Μεταξάς ψήφισε ένα νόμο μόλις έγινε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 40, ψήφισε ένα νόμο που έλεγε «Ουαί και αλίμονο να βγει Έλληνας πλουσιότερος μετά από αυτό το πόλεμο».
Αλίμονό μας.
Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν δίκαιο να γίνει πλουσιότερος από τεκάφαρο.
Πόσοι μαυραγορίτες δείτε.
Δεν μπορούσε η πολιτεία να τα βρει τότε; Μπορούσε μια χαρά.
Είναι φασίστας, έτσι, ήταν δεξιός. Δεν ξέρω, αλλά αυτό μ’ αρέσει εμένα.
Κανείς δεν θα βγει σε δημόσιο λειτούργημα πλουσιότερος από ό,τι μπήκε.
Σωστό δεν είναι;
Ήτανε των αρχαίων απόφαση.
Θα έχεις υπευθυνότητα στον διακόνημα που σου βάλαμε μέχρι θανάτου.
Δεν σ’ αρέσει, φύγε.
Πιστός άχρι, θανάτου.
Μα η γυναίκα μου πιστός άχρι, θανάτου.
Και αυτός λοιπόν ο Ξέρξης, αφού πήρε τη διδασκαλία ότι ετοιμάζονται, λέει ο καημένος ο Λεωνίδας.
Ο Λεωνίδας. Βάλτε, λέει, να φάτε, γιατί σήμερα θα είναι μεγάλη μάχη.
Και φάγανε, τι φάγανε, μέλανα ζωμό.
Οι άλλοι είχαν τα καλύτερα κρέατα και αυτοί φάγανε μέλανα ζωμό.
Και εκεί που τρώγονται τους λέει, μην φάτε πολύ, γιατί το βράδυ θα φάμε όλοι στον Πλούτωνα, μας έχει καλεσμένος στο τραπέζι.
Όταν τα παιδιά πήγανε σε αυτόν τον πόλεμο, στον Πλούτωνα πηγαίνανε.
Αυτές οι δυνάμεις, οι καημένες, οι φτωχικές δυνάμεις, ήτανε διπλάσια η στρατιωτική δύναμη μόνον.
Δεν έλεγα αεροπλάνα που δεν είχαμε κανένα, που βομβαρδίσανε την Κόρινθο, βομβαρδίσανε την Πάτρα.
Αυτό για αυτό τη Βέμπο να τη βάζετε κάθε μέρα. Κάθε μέρα, όχι τώρα, κάθε μέρα να τη βάζετε.
Θεός σχωρέστη την Βέμπο που λέει αυτά τα τραγούδια, βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και την σκούφια τη ψηλή του.
Λοιπόν, και ήρθε να κουρευτεί εδώ με τη ψιλή μηχανή. Τον κούρεψαν οι Έλληνες.
Γιατί οι Έλληνες είχαν ταπεινωθεί με τη Μικρά Ασία.
Το 1908 είχαν γεννηθεί τα περισσότερα παιδιά που πήγανε το 40 στον πόλεμο.
Τι σημαίνει αυτό;
Είδανε την εθνική καταστροφή του 22. Είδαν την προδοσία των δυνάμεων.
Και γι’ αυτό το είχαν από μέσα τους, κάτι να κάνουμε.
Και σήμερα πιστεύω ότι επειδή έχουμε δει προδοσίες επί προδοσιών, ακόμα και τα παιδιά αυτά που δεν το πιστεύετε, θα ορθωθούν και θα γίνουν τέτοιο τείχος εναντίον οποιουδήποτε μας ενοχλήσει, να το ξέρετε αυτό, που θα μείνετε έκθαμβοι, πιστοί άχρι θανάτου.
Γιατί είναι και βαφτισμένα τα περισσότερα, ρε.
Έχουν το πνεύμα το Άγιο, τα πήγανε οι γονείς τους.
Γι’ αυτό ένα άλλο κόλπο που κάνουν είναι να μην θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά.
Γιατί αν δεν βαπτίζεις το παιδί, φεύγει το πνεύμα το Άγιο από μέσα.
Δεν κληρονομείται από τα σπέρματα των γονέων. Πρέπει να το βαπτίσεις το παιδί.
Γι’ αυτό κάντε ό,τι μπορείτε να βαπτίσετε τα γονείς, τα παιδιά σας.
Μην μιλάτε καθόλου.
Και γάμους και βαφτίσια, λέει, δεν είναι σωστό.
Το ξέρω ότι δεν είναι σωστό.
Τι να κάνω, οικονομία να κάνω, να φέρω το παιδί, να το βαφτίσω.
Τι να κάνω, το ξέρω ότι η μάνα πρέπει να φέρει το παιδί στην εκκλησία.
Αν μου το φέρει ο άντρας, τι να κάνω.
Θα το βουλώσω, να βαφτίσω το παιδί.
Αν δεν βγάλω και φωτογραφίες να κάθομαι, να λέω, δόξαστε με.
Ταπεινά!
Πιστός άχρι, θανάτου.
Προχωρούμε παρακάτω.
Ακούστε τώρα στο Μαραθώνα.
Δεν πήγαν στο Μαραθώνα οι Έλληνες;
Πήγαν.
Τον όρκο των αρχαίων Αθηναίων, όταν γινόντουσα 18 χρονών.
«Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά,. ούδ’ εγκαταλείψω τον παραστάτην, ότω αν στοιχήσω».
Δηλαδή, δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά. Δεν θα τα παρατήσω.
Ο καθένας είχε τα όπλα του, τα έχει φτιάξει μόνος του.
Να είναι σίγουροι, γιατί άμα σου τα δώσει το κράτος, μπορεί να μην έχει ούτε σφαίρες.
Τα κάνανε μόνοι τους τα όπλα.
Τα γυαλίζανε, τα φτιάχνανε, να είναι έτοιμα τα όπλα τους.
Κοιμόντουσαν στο προσκεφάλι.
Ο Κολοκοτρώνης κοιμότανε στο προσκεφάλι με τα όπλα του.
Θεός σχωρές τους.
Και δεν θα εγκαταλείψω αυτόν με τον οποίο θα με βάλουν δίπλα δίπλα να πολεμήσω.
Αμυνώ δε.
Άρα, αγαπητοί μου, εμείς δεν κάνουμε επιθετικό πόλεμο.
Εμείς κάνουμε άμυνα από τα αρχαία χρόνια.
Θα αμυνθώ.
Γιατί είναι κάτι θεούσοι σούπερ καινούριοι είναι και λίγο, που λένε “Μα δεν είναι σωστό να πηγαίνουν στον πόλεμο οι άνθρωποι και να σκοτώνουν και το ένα και το άλλο και τα λοιπά”, γιατί και τα λοιπά;
Και το 40 που πήγανε δεν έπρεπε να πάνε, η Εκκλησία δεν έπρεπε να ευλογήσει τα όπλα;
Τα λένε διάφοροι θεούσοι αυτά και ειδικά αυτοί που είναι παγκοσμιοποιητές.
Ρε κακομοίρη, ρε άνθρωποι του Θεού, πήγα εγώ στην Ιταλία, πήγα εγώ στην Γερμανία, πήγα εγώ, πήγα εγώ.
Αυτός ήρθε εδώ.
Είμαι υποχρεωμένος να προστατεύσω όχι το παιδί το δικό μου, γιατί πολλοί από αυτούς δεν έχανε παντρευτεί, δεν έκαναν παιδιά.
Να προστατεύσουν το παιδί του γείτονα.
Θα αμυνθώ.
Δεν θα επιτεθώ, θα αμυνθώ.
Και όταν πήγαμε μια φορά στο Μέγα Βασίλειο και το ρωτήσανε, “Μέγα Βασίλειε, αυτοί που πάνε στον πόλεμο να κοινωνούν;” Να κοινωνούν, τι απάντησε;
Αυτό θα σας πω.
Προσευχήθηκε και του είπε ο Θεός, να τους πεις να κοινωνάνε.
Γιατί στον πόλεμο δεν πήγαν να σκοτώσουν, πήγαν να σκοτωθούν.
Να το δεις και έτσι.
Άμυνα ήτανε.
Όταν πήγα εγώ μια φορά στον γέροντα Παΐσιο και πάλι συζητιόταν με τους Τούρκους τότε, θα γίνει πόλεμος και λοιπά, λέει ο Άγιος Παΐσιος, «Ρε παιδί μου, να πάτε στον πόλεμο».
Μην τον στοχεύσεις στο κεφάλι, ρίξε το ποδαράκι.
Και στον πόλεμο να είσαι ελεήμων. Αυτό μας μαθαίνανε οι Άγιοι του Θεού.
Ακόμα και στον πόλεμο αν χρειαστεί να πας μην σκοτώσεις.
Βοήθησε κάτι να μπορεί να γίνει καλά ο άνθρωπος.
Και βέβαια με τα σύγχρονα όπλα δεν προλαβαίνεις ούτε να αναρωτηθείς ούτε να κάνεις.
Και την πατρίδα, ουκ ελάσσον παραδώσω, την πατρίδα μου δεν θα την παραδώσω πιο μικρή απ’ ό,τι την έχω.
Το καταλάβατε, το καταλάβατε;
Δεν θα την παραδώσετε πιο μικρή την πατρίδα απ’ ό,τι την πήρατε.
Το καταλάβατε, όρκος ήταν αυτός.
Τέτοιον όρκο πρέπει να κάνουμε σε κάποιο μέρος.
Λοιπόν, και θα ενικήσω και θα ευηκοήσω.
Θα υπακούσω σε όλους που με διατάζουν, εφόσον διατάζουν, εμφρόνως.
Όχι αφρόνως! Δεν θα υπακούσω στα πάντα. Είμαι πολίτης.
Και αν είναι εμφρόνως, και το καταλαβαίνω με τη νομική παιδεία που μου έχεις μάθει και τη δημοκρατία, θα το υπηρετώ, θα το κάνω.
Εάν δεν είναι εμφρόνως, αλλά είναι αφρόνως, κύριε μου, εγώ δεν θα το κάνω.
Μου το δίνει το δικαίωμα ο όρκος μου.
Θυμάστε τη γενιά του 1-1-4.
Το θυμάστε αυτή τη γενιά που ήταν ο Σαββόπουλος.
Γίνανε όλοι αυτοί μια χαρά.
Λοιπόν, ο Σαββόπουλος, όλοι αυτοί που λέγανε ότι το 114, δηλαδή, το Σύνταγμα επαφίεται εις τον Έλληνα.
Αυτό λέει εδώ.
Εμφρόνως, κύριε, θα είναι σωστό το διάταγμα που θα μου δώσεις.
Θα υπακούω σ’ αυτούς τους θεσμούς που έχει φτιάξει ο λαός όταν συγκεντρώθηκε όλος ο λαός, όχι το κόμμα του λαού, όλος ο λαός, όταν συγκεντρώθηκε στην εκκλησία του Δήμου.
Αυτό θα κάνω και αν τις αναιρεί τους θεσμούς, αν κάποιος γυρίσει τους θεσμούς τούμπα, δηλαδή τι εννοεί.
Εννοεί ότι ενώ ισχύει κάποιος νόμος, έχει ψηφιστεί, εμείς βγάζουμε δια μέσου της οδού ενός Προέδρου Δημοκρατίας ή κάτι άλλο, βγάζουμε μια συμπληρωματική επεξήγηση χωρίς να έχει περάσει από το λαό.
Κατά κόρον γίνεται αυτό.
Τι λέει εδώ, όχι.
Δεν φταίω εγώ.
Με συγχωρείτε, ο όρκος των Αθηναίων, και είδατε που το έχω γράψει.
Τα διαβάσω κι όπου βρίσκομαι, ένα χαρτί κάθομαι και τα γράφω.
ή μη πείθηται ουκ επιτρέψω, αμυνώ δε και μόνος και μετά πολλών.
Θα πεθάνω και μόνος μου. Αν όλοι προσκυνήσετε, εγώ θα πεθάνω μόνος μου.
Πώς το βλέπετε, αυτός ήταν ο όρκος των αρχαίων Αθηναίων, όταν παίρνανε τα όπλα υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Πάμε παρακάτω τώρα.
Διότι υπέρ πίστεως και πατρίδος πεθαίνανε.
Πού το ξέρουμε; Στον Β’ Όταν οι Πέρσες στραβωθήκανε και πήγανε στη Σαλαμίνα και ο μαύρος Θεμιστοκλής τους μάζεψε εκεί μέσα για να τους πνίξει στα στενά της Σαλαμίνας και να μας αφήσουν ήσυχους οι Πέρσες. μέχρι που ξανά ήρθαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες τους λέγανε Περσιάνους. Ακούγεται μία ιαχή, αυτό λέγεται παιάνας.
Παιανίζει. Παιανίζει τι σημαίνει;
Όλοι μαζί φωνάζανε.
Στην αρχή φωνάζανε τη λέξη ελελεφ.
Τι σημαίνει.
Είναι μία κραυγή.
Αέρα.
Ελελεφ.
Από εκεί βγήκε η λέξη ελευθερία.
Δεν είναι με νόημα.
Υπάρχουν διάφορα νοήματα, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια λέξη χωρίς νόημα.
Ένα αχ! Ένα αχ! Θεέ, μια επίκληση στο Θείο, βοήθα με! Ελελεύ! Την είπανε στην Μαραθώνα.
Όταν κάνανε, λέει, στη Σαλαμίνα, λένε «παίδες Ελλήνων ίτε» Μπρος παιδιά των Ελλήνων «Ελευθερούτε πατρίδα» Πρώτα την πατρίδα.
«Ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας» Τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας.
«θήκας προγόνων».
Τους τάφους των πεθαμένων. Θα ελευθερώσετε τους τάφους των πεθαμένων. Δεν θα αφήσετε τον εχθρό να πατήσει πάνω στον τάφο των πεθαμένων μας.
Συγγνώμη, φωνάζω. Δεν πειράζει.
Τι να κάνω; Στεναχωριέμαι. Αφού έλεγα δεν θα μπορούσα να μιλήσω. Αλλά τώρα ανέβηκε η κορτιζόνη φαίνεται.
Λοιπόν, τι λέει.
Θήκας προγόνων.
Τι λέει;
Πατρώων έδη.
Θα υπερασπιστώ.
Έδη τι σημαίνει; Ο ναός.
Θα υπερασπιστώ τα πατρώα έδη.
Αυτά που σέβομαι. Το ναό, θα υπερασπιστώ τους ναούς, τις άγιες εικόνες, την Ορθοδοξία.
Αυτό λέει.
Αυτό που ορθώς πιστεύω, θα το υπερασπιστώ μέχρι αίματος.
Ναι, υπέρ πάντων αγών.
Από εκεί είναι αυτό.
Στην Σαλαμίνα το είπανε βρε, νυν υπέρ πάντων αγών.
Τώρα, αυτό δεν είπαν και τα 40, νυν υπέρ πάντων αγών.
Τώρα ήρθε η ώρα γι’ αυτόν τον αγώνα.
Είμαστε μια συνέχεια. Μείνε πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής.
Αυτά είναι τα αρχαία ελληνικά.
Μετά ήρθε όμως ο Χριστός.
Προτού να έρθει ο Χριστός, ο Χριστός έχει δύο μορφές.
Εδώ καθόταν ένας Ιερεμίας, ο Θεός να τον αναπαύσει, εγώ τον έχω δάσκαλο αυτόν τον άνθρωπο και με βοήθησε πολύ στη ζωή μου. Λοιπόν, ο Ιερεμίας από κείνο το θρόνο είπε ότι υπάρχει ο Χριστός, και ο εδώ και ο Ναυπάκτου είναι αυτό, ότι ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο Χριστός ο οποίος είναι ο Λόγος του Θεού, αλλά όπου παρουσιάζεται ο Λόγος του Θεού, αλλά είναι άσαρκος. Ενώ στη Καινή Διαθήκη είναι ο ίδιος Λόγος του Θεού, αλλά είναι εν σαρκί.
Αυτή είναι η διαφορά.
Σε όλο το βιβλίο που λέγεται Βίβλος, εμφανίζεται ο Χριστός και δρα τα πάντα.
Εάν θέλει να στείλει αγγέλους, το λέει καθαρά και το γράφει με μικρό γράμμα.
Όταν είναι όλο, λέει Κύριος. Κύριος.
Ο Αβρααμ, Κύριο. Τον Κύριο.
Λοιπόν, και ήθελα να σας πω ότι…
Ο Χριστός παρουσιάζεται λοιπόν και έχουμε στον Αβραάμ, όπως σας είπα προηγουμένως, και του ζητάει του Αβραάμ να του δώσει το παιδί του.
Να πας να μου θυσιάσεις το παιδί σου.
Εγώ που σε έβγαλα από την γη, εγώ που σου έκανα όλα αυτά τα καλά, θα θυσιάσεις το παιδί σου.
Πώς λέγεται αυτό το βιβλίο, θυσία του Αβραάμ.
Πιστός άχρι θανάτου.
Ποιος το έγραψε Βιτσέντζος Κορνάρος.
Ποιος το μαθαίνει ποτέ, κανένας.
Και είχαμε και αυτό το ωραίο. Το ωραίο. Να γονατίζουμε μπροστά στον τάφο του Καζαντζάκη.
Μην μιλήσει κανένας.
Λοιπόν, συγγνώμη, είναι και αυτά.
Τι να σου κάνω.
Εδώ λοιπόν, μια στιγμή, λέει το Αβραάμ.
Μη φωνάξεις, τέκνο μου. Μη με φωνάξεις, παιδί μου.
Αυτό είναι η θυσία του Αβραάμ, το έγραψε σαν ποίημα.
Λέει το παιδί, «Κύριε, τα πυροβολικά θωρώ κρατείς το χέρι».
Δηλαδή, τη φωτιά την κρατάς το χέρι.
«Στον κόκαλον εζώστηκες το κοφτερό μαχαίρι».
Εδώ στο κόκαλο έχεις βάλει το μαχαίρι.
«Εγώ σηκώνω τους δαυλούς όπου μας κάνουν χρεία».
Τα ξύλα δηλαδή, τα σηκώνω εγώ.
Μα πού ‘ν’ τ’ αρνί, πού ‘ν’ ο κριός που θέλει η θυσία;
Τα βλέπετε; Τουρκοκρατία ήτανε, Βενετοκρατία ήτανε. Και Φράγκοι τους είχανε και Τούρκοι. Κι αυτά τα είχανε στο προσκεφάλι.
Κι εσείς ούτε τα ξέρετε.
Κι ακούστε γλώσσα. Γλώσσα ελληνική ωραία. Πώς τρέχει η γλώσσα.
Κι απαντάει ο Αβραάμ.
Παιδάκι μου, μη νοιάζεσαι, εκεί στο βουνί απάνω είναι τα ρίφια και τα αρνιά και απ’ ό,τι θέλω πιάνω.
Του λέει ο Ισαάκ.
Πατέρα, τρεις μέρες παραδέρνουμε, τρεις μέρες περπατούμε, τρεις νύχτες και τρεις μέρες εν τω Άδη έκανε ο Χριστός.
Ώρα να σχολάσουμε και να ξεκουραστούμε.
Την ημέρα την έβδομη κατέπαυσεν ο Θεός από πάντων των έργων, ων εποίησε.
Αυτή η αυστηρή της αναπαύσεως ημέρα.
Τούτο εστί το ευλογημένο Σάββατο. Αυτό είναι το μεγάλο Σάββατο.
Η κατάπαυση αυτή που ζητάει ο Ισαάκ στον πατέρα του, είναι το μεγάλο Σάββατο.
Πιστός ο Αβραάμ, μέχρι θανάτου, και λέει, γιε μου βιάζεσαι να ειδήσεις της ψήσου την τρομάρα, του λογισμού τη σκότιση βιάζεσαι να τελειώσω με τη στρώτα που νεκρός πολλάσχημος θε να ταράξεις χάμαι.
Τι βιάζεσαι βρε κακομοίρη αφού θα πας στον Άγιο του λέει του γιου του.
Εκείνο που με ρωτάς θα σου το πω παιδί μου κι άμες να κάνω στο Θεόν ομπρός την προσευχή μου και να στολίσω την τράπεζα, την Αγία Τράπεζα για να σε θυσιάσω, κάθισες εσύ παράμενα, ώστε να τορδινιάσω.
Τέκνο μου τέκνο σπλαχνικό, που δα στα γηρατειά μου, ήσουν τ’ αποκούμπι μου το παρηγόρημά μου.
Εσύ τρεχες μου του πτωχού για να με ξεκουράσεις, κι ως το πικραμένο σου τάφο κατορδινιάζεις.
Κύριε μου δώσ’ μου δύναμη σήμερο να κινήσω, γιατί σε μεγάλο πόλεμο μπαίνω να πολεμήσω, να σκοτώσω το παιδί μου εις δόξαν του Θεού μου.
Δεν αγαπώ το παιδί μου πάνω απ’ το Θεό μου.
Δεν αγαπώ το παιδί μου πάνω απ’ το Θεό μου.
Πρώτα έχω το Θεό μου.
Και πάμε, λέει, όταν του λέει θα σε σκοτώσω, λέει, τι πράγμα λες, πατέρα μου, όφη, η καρδιά μου εράγει και το κορμί μου επράκωσε, αναλαμπεί και κάγει.
Και μετά ο πατέρας σηκώνει το μαχαίρι και του λέει μην με εμποδίσεις βρε μικρό και μην με κοιτάς στα μάτια.
Γύρε το κεφαλάκι σου να μη σε δω στα μάτια γιατί αν σε δω στα μάτια δεν θα μπορέσω να σηκώσω το μαχαίρι.
και εκείνη την ώρα που τον είχε θυσιάσει εν την καρδία του, έρχεται ο Κύριος και λέει, «Φτάνει, πάρε τον αμνό τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου» και κρατιόταν ένα αρνί από ένα φυτό που λέγεται σαββόκ, που από το φυτό αυτό φτιάχτηκε και ο Τίμιος Σταυρός.
Το καταλάβατε; Και του ελογίστη εις δικαιοσύνη.
και έγινε πατέρας εθνών και πατέρας για τον Ορθόδοξο Χριστιανό.
Και κάτι σούπερ Έλληνες όταν πάνε σε κηδείες και ακούνε ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, τρελαίνονται.
Λέει, καλά, δεν έχουμε κανένα δικό μας, πρέπει να λέμε τους Εβραίους.
Δεν λέμε τους Εβραίους.
Λέμε αυτούς που από τους Εβραίους αγαπήσανε τον ένα και αληθινό Θεό.
Αυτό λέμε.
Δεν μας ενδιαφέρει η ιστορία των Εβραίων να ζουν οι άνθρωποι και να είναι καλά.
Εμείς από όλη την ιστορία κρατάμε αυτό που έκανε ο Κύριος να βγάλει στο τέλος την Θεοτόκο.
Να πάμε για τον Δανιήλ τον Προφήτη.
Ο Δανιήλ ο Προφήτης, μέχρι θανάτου. Του είπανε στα τρία παιδιά, η εικόνα του Ναβουχοδονόσορα, η χρυσή, η οποία στήθηκε σε πεδιάδα, και όταν ακούγαν, λέει, τον ήχο των συρίγγων, των σαλπίγγων, των φορμίγκων, πάντες να πέσουν να προσκυνήσουν. Και ενώ πέσανε όλοι και προσκυνούσανε τον Χίτλερ της εποχής εκείνης, που ήταν ο Ναβουχοδονόσορας ο βασιλεύς, ο οποίος έλεγε, εγώ είμαι ο Θεός. Γιατί ο Χίτλερ, τι έλεγε, τι νομίζετε ότι λέγανε αυτοί όλοι;
Αυτή, οι αρειανοί στο θρήσκευμα κάνουν ότι είναι χριστιανοί, δεν είναι χριστιανοί. Είναι από τους Βησιγότθους που οι Βησιγότθοι είχαν δεχθεί τον αρειανισμό του Αρείου της Αλεξανδρείας…
Και ο αρειανισμός, ξέρετε τι λέει, δεν υπάρχει Χριστός. Υπάρχει ο τέλειος άνθρωπος. Ο Νίτσε τι λέει ο τέλειος άνθρωπος.
Εμείς είμαστε η τέλεια φυλή, η άρια φυλή, εμείς είμαστε οι τέλειοι άνθρωποι.
Άμα το δείτε, η θεολογία γεννάει την αρρώστια και την πνευματική.
Τέτοια θεολογία είχαν.
Μπλέξανε μετά, είχαν τον καθολικισμό. Μετά γεννάει ο καθολικισμός τους προτεστάντες. Και αυτοί ακολούθησαν τον προτεσταντισμό και φτάσανε σε αυτό το σημείο να βάλουν στη θέση του Θεού τον εαυτό τους, όπως ο Ναβουχοδονόσορας ο βασιλιάς.
Και τι είπε, πέστε και προσκυνήσατε.
Και μόνο τρεις σηκωθήκανε όρθιοι και είπανε «Βασιλιά μου την χρυσή εικόνα είναι έστισσα σεν το πεδίο δε Ιράν, δεν την προσκυνάμε εμείς, εμείς προσκυνάμε μόνο τον Θεό του Ισραήλ».
Και τους λέει «δεν την προσκυνάτε, θα σας κάψω».
Και τι είπανε αυτοί, προσέξτε.
“Είναι δυνατός ο Θεός μας να μας βγάλει από την κάμινο του πυρός την καιομένη. Εάν δεν θέλει, θα πεθάνουμε”.
Δηλαδή, αφήσανε στον Θεό την επιλογή να τους πεθάνει ή να τους σώσει.
Δεν ζητήσανε από τον Θεό να σωθούνε.
Το λέει σε μια γραμμή το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης.
Και μάλιστα μερικοί μεταφραστές το πηδάνε. Αν το διαβάσεις το διπλανό κείμενο τι λέει, εάν θέλει ο Θεός ας μας σώσει.
Και πάλι, εάν δεν θέλει το θέλημα του Κύριου, αυτό είναι πίστη, αυτό είμαι πιστός άχρι θανάτου.
Όχι να περιμένω να σωθώ, να μην πάω, αλλά θα πάω και αν ο Θεός θέλει να με σώσει για να μεγαλύνει το όνομά του, όχι εμένα, εάν θέλει ας γίνει.
Και πράγματι όταν μπήκανε επταπλασίως κάμινον, όταν μπήκαν τα τρία παιδιά, και μέσα στη φωτιά την καιομένη, τότε κατέβηκε ο Χριστός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και ενώ λέει ο Ναβουχοδονόσορας μα τρεις δεν ρίξαμε, πώς είναι τέσσερις μέσα;
Και αυτοί οι παίδες ψέλνανε, τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας, που το διαβάζετε, το ψέλνετε ωραιότατα το μεγάλο Σάββατο το πρωί.
Πιστοί, άχρι, θανάτου.
Γίνου πιστός άχρι θανάτου.
Λοιπόν, προχωράμε.
Αφήνουμε τώρα αυτούς της Παλαιάς Διαθήκης, τα είπαμε. Προχωράμε σε ένα άλλο.
Ταρσίζιος.
Στον Κορονοϊό προσπαθήσανε να πειράξουν τη Θεία Κοινωνία. Αυτή ήταν η λύσσα τους.
Εγώ πέρασα στη ιατρική το 1981, με το ΠΑΣΟΚ μαζί, πάμε χέρι-χέρι. Λοιπόν, έγινε κι ο σεισμός το 1981, πέρασα και στη ιατρική.
Ο Ταρσίζιος, λοιπόν.
Τότε εμφανίστηκε το AIDS. Άρχισαν τα παπαγαλάκια που λέγονται δημοσιογράφοι. Θα κολλήσουμε AIDS, θα κολλήσουμε AIDS.
Αφού δεν κοινωνάγατε ποτέ. Πώς θα κολλήσεις AIDS;
Μήπως κοινωνάγανε και όσοι είχαν AIDS, ούτε και αυτοί κοινωνάγανε.
Τι σας έπιασε τώρα;
Φασαρία, κακό, φασαρία, κακό.
Τότε γράφανε οι εφημερίδες και βγαίνει μια Γιαμαρέλου τότε.
Πιστή. Άνθρωπος, αμαρτωλός, αλλά πιστός.
Και λέει, αηδίες, δεν κολλάει το AIDS από τη Θεία Κοινωνία.
Το κάνανε γαργάρα.
Περάσανε τα χρόνια, αποδείχτηκε.
Εμείς έχουμε καταλύσει άπειρα δισκοπότηρα γιατί ξέρουμε τι κοινωνάμε.
Εγώ στην Αφρική, δε, δεν θέλω να πω, αλλά ένα μεγάλο ποσοστό είναι φορείς.
Κοινωνάμε και καταλύουμε τα δισκοπότηρα. Δεν πάθαμε τίποτα.
Και θα μας πούνε τώρα, βεβαίως δεν πάθατε, γιατί δεν κολλάει.
Τότε ρε ψεύτη, αφού το ήξερες τότε γιατί το έλεγες;
Ας το αφήσουμε παρακάτω.
Ξαναήρθε τώρα το θέμα της Θείας Κοινωνίας. Λυσσάξανε με τη Θεία Κοινωνία.
Υπήρχαν οι παπάδες που πεθαίνανε μέσα στα νοσοκομεία και ζητούσαν να τους στέλνουμε τη Θεία Κοινωνία και κοινωνήσουνε.
Δεν μπορούσαμε.
Τότε που ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα.
Ταρσίζιος βρε! Στην Ρώμη ήταν το παλικαράκι. Δεκατεσσάρων χρονών ήτανε.
Άλλοι 12 χρονών κάνουν άλλα και 14 χρονών άλλοι κάνουν άλλα.
Δεν σε φταίει η ηλικία… η χαζομάρα που σε δέρνεις, που φταίει. Και οι καταραμένες οι συνθήκες.
Η Πολιτεία δεν ενδιαφέρεται για να δει ο δάσκαλος ένα παιδί μες στο σχολείο τι ακριβώς του συμβαίνει, γιατί είναι ατημέλητο, γιατί είναι απρόσεκτο, τι κάνει;
Να κάνουμε τη δημοσιοϋπαλληλική μας ιδιότητα και να φύγουμε.
Όλοι φταίμε!
Όλοι, φταίμε!
Όταν γίνεται τέτοιο κακό, οποιοδήποτε, όλοι φταίμε.
Και η Εκκλησία ξέρεις γιατί φταίει;
Γιατί έκανε λιγότερη προσευχή από ό,τι πρέπει. Και μόνο γι’ αυτό φταίμε.
Ότι κάνουμε λιγότερη προσευχή για όλο τον κόσμο που υποφέρει, που υποφέρει οπουδήποτε στον κόσμο, όχι μόνο για τους Χριστιανούς, τους Μουσουλμάνους, για όλους. Όχι στη Θεία Ευχαριστία, στην καθημερινότητά μας.
Στην Θεία Λειτουργία κάνουμε μόνο για τους ορθοδόξους Χριστιανούς. Αλλά στην υπόλοιπη ζωή μας δεν μας ενοχλεί κανείς να προσευχηθούμε για όλους τους ανθρώπους. Το καταλάβατε;
Πρέπει να προσευχόμαστε για όλο τον κόσμο.
Άχρι θανάτου.
Εάν είχαμε σωστή προσευχή, δεν θα είχαμε διαιρεθεί σαν χριστιανοί σε αυτό το πειρασμό.
Εάν πραγματικά αυτοί που περάσανε από εδώ σας είχαν μάθει να κάνετε την νοερά προσευχή, αυτά είναι για πολύ ψηλά, το Κύριε Ιησού Χριστέ, λέει σε όλους μας, εν ησυχία πολύ καρδιακή, δεν θα είχαμε συγκρουστεί ποτέ. Κανένας μας!
Αλλά αποδεικνύει ότι τα πάθη μας δεν έχουν ούτε καν αγγιχτεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Εμείς άχρι θανάτου επιμένουμε στην κόλαση.
Γι’ αυτό τα πάθη αυτά.
Ο Ταρσίζιος, λοιπόν, πάει στον επίσκοπο της Ρώμης και του λέει, Αγιώτατε Πάπα, επειδή δεν έχεις άνθρωπο να πάει τη Θεία Κοινωνία, γιατί αν πάει ένας διάκος, οποιοσδήποτε, θα το δούνε, να πάω εγώ τη Θεία Κοινωνία.
Και του λέει, παιδί μου, μπορείς να πας.
Λέει, θα πάω.
Πώς θα πας;
Θα την βάλω, λέει, εδώ και θα την πάω.
Και του παρέδωσε τα άγια να τα πάει.
Κι ενώ το παιδί πήγαινε με τα φόβου και τρόμο, όπως γράφουν το τροπάριο αυτό που είναι στον Άγιο Ιάκωβο, κάνανε του Αγίου Ιακώβου τη λειτουργία.
Λοιπόν, με τα φόβου και τρόμου, λέει τα χερουβίμ, το παιδί πήγαινε μέσα στους δρόμους.
Νάτοι κάτι συμμαθητές, αυτοί που κάνουν συνέχεια το bullying.
Το bullying.
Το bullying, συνέχεια.
Του λένε, «Πού πας, Ταρσιζιάκο;»
«Σε δουλειά».
«Τι έχεις εκεί μέσα, Ταρσίζιε;»
«Σε δουλειά».
«Τι έχεις, Ταρσίζιε, εκεί;»
“Φεύγω”
Και καθώς το παιδί έτρεχε, το πιάσανε, το χτυπήσανε με τις πέτρες και το σκοτώσανε.
Και το παιδί με το αίμα του προστάτεψε τη Θεία Κοινωνία.
Η Εκκλησία να το ξέρετε, μπορεί να κάνει πολλά λάθη. Προδότρια της Θείας Κοινωνίας δεν θα γίνει ποτέ! Να το μάθετε και να το θυμόσαστε όλοι αυτό.
Είδατε και η Σύνοδος και όλοι. Κόκκινη γραμμή κύριε!
Δεν θα προδώσουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού!
Θα βρούμε τους τρόπους.
Σε μια σταφίδα την έβαζα εγώ τη θεία κοινωνία και την έστελνα.
Την άδεια τη σταφίδα, μια μεγάλη σταφίδα.
Έβαζα μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Πήγαινα με άλλες σταφίδες που δεν ήξερε ο άνθρωπος.
Έκανε ο άνθρωπος το σταυρό του και το τρώγε και κοινωνούσε.
Ποιος μου το έμαθε; Μία αγία νεομάρτυς ονόματι Αγγελίνα.
Αυτή το έφερε αυτό.
Το βλέπετε;
Με κοροϊδεύεις; Θα σε κοροϊδέψω όσο θέλω.
Διότι εισέρχεσαι εκεί, πούντα του Θεού, δεν είναι τα δικά σου αυτά.
Άφησε τα αυτά.
Δεν παθαίνει κανείς τίποτα.
Μήπως δεν τρώει ο άνθρωπος φαγητό όταν είναι στο κρεβάτι, τρώει.
γιατί δεν μπορεί να του στείλω αυτό το μυστήριο το μέγα που λέει, πώς λέει, μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Δεν θα σου στείλω εγώ την αιώνια ζωή, αλλά θα σε αφήσω εδώ πέρα; Θα σου στείλω την αιώνια ζωή, έχω την ευθύνη να σου στείλω την αιώνια ζωή.
Μέχρι θανάτου θα το υποστηρίξουμε το Άγιο Μυστήριο με τον ορθόδοξο τρόπο και χωρίς τη συγκοινωνία με κανέναν που δεν είναι ορθόδοξος στο θρήσκευμα.
Δεν συγκοινωνώ με κανέναν.
Και για να σας το πω και πιο καλά, θα σας πεταχτώ τώρα σε μία σύνοδο που έγινε στη Φεράρα και στη Φλωρεντία.
Αφού ο βασιλιάς διέταξε όλο τον κόσμο να υποστηρίξει τα αποτελέσματα της Συνόδου, κληθήκανε πρώτα οι γιατροί.
Μα τι δουλειά είχαν οι γιατροί να κληθούν στη Σύνοδο και να αποφασίσουν οι γιατροί που ήσανε μαζί με τον στρατηγό, να αποφασίσουν εάν η Σύνοδος είναι κανονική.
Οι πολίτες τι δουλειά έχουνε;
Ο πολίτης πάει με τον βασιλιά μαζί για να τον κάνει καλά.
Τι δουλειά έχει να ψηφίσει ο πολίτης.
Τι είπανε;
Του λένε.
Στέργεται την Ένωση.
Και είπαν οι γιατροί, στέργω.
Άρα έχουμε μια παράταξη που λέει στέργω.
Την άλλη μέρα λέει ο βασιλιάς, θα συλλειτουργήσετε με τους παπικούς.
Άρχισαν και ρωτάγανε, φοράς, φοράς, φοράς, φοράς, φοράς, δηλαδή θα ντυθείς με τα άμφια για να συλλειτουργήσεις;
Οι μισοί είπανε «ου φορώ».
«Ου φορώ».
Αυτά λένε για μερικούς σοβαρούς ορθοδόξους, που δεν έχουν διαβάσει τι λένε τα βιβλία.
Μετά λέει, «καλά, φορέσαμε».
Τι λένε, «λειτουργείς, φόρεσες, θα συλλειτουργήσεις».
«Ουχί, απλώς θα είμαι φορεμένος και θα κάθομαι. Δεν θα συμμετάσχω καθόλου».
και μετά κοινωνείς, κοινωνείς, κοινωνείς, κοινωνείς, κοινωνείς και πάρα πολλοί είπανε “ου συγκοινωνώ”, δεν κοινωνώ.
Πολύ λίγοι κοινωνήσανε.
Βλέπετε τι είχε κάνει ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός; Τους είχε διαλύσει από μέσα.
Γιατί δεν είναι όχι μόνο το ου φορώ, δεν είναι το ου συλλειτουργώ, δεν είναι ου στέργω, ου φορώ, ου συλλειτουργώ, ου κοινωνώ.
Το ου κοινωνώ ήταν το πιο σημαντικότερο απ’ όλα.
Και παρόλα αυτά, μερικοί το κάνανε.
Όταν γυρίσανε στην πόλη και ρωτήσανε τον Άγιο Μάρκο, τους ρωτήσανε τους άλλους, «Βρε, προδότες, γιατί προδώσατε, γιατί ο Μάρκος δεν υποτάχθηκε, γιατί οι δύο ηγούμενοι του Αγίου Όρους δεν υποτάχθηκαν, γιατί ο Τάδε έκανε τον Σαλό και δεν υπέγραψε, γιατί, γιατί, γιατί» Και τι είπανε αυτοί, οι άλλοι που είχαν υπογράψει, και είχαν πει στέργω, και είχαν πει φορώ, και είχαν πει λειτουργώ και είχαν πει ου κοινωνώ.
Τι είπανε, τι είπανε;
Διότι εμείς δεν ζούσαμε την ασκητική ζωή που ζούσε ο Μάρκος μέσα στη Φεράρα.
Δεν είναι να συμμετέχεις στη Σύνοδο, είναι να είσαι εν Αγίω Πνεύματι ασκούμενος και να συμμετέχεις στη Σύνοδο.
Γι’ αυτό ο Μάρκος, λέει, δεν υπέγραψε, γιατί όλη η ζωή του ήταν νηστευτική.
Αφού ο Πάπας τον έβλεπε, δεν έτρωγε κρέας, δεν έτρωγε ψάρι, δεν έτρωγε τίποτα έμψυχο, έκανε τις μετάνοιες, έκανε τις νηστείες, σου λέει αυτός, ένας κρατάει όλη την Εκκλησία.
Άτλας της Ορθοδοξίας.
Πώς λέγεται, πιστός άχρι θανάτου.
Γιατί ο Πάπας ζήτησε να τον δικάσει και να τον θανατώσει.
Και μπήκε ο βασιλιάς στη μέση και είπε, δεν τον δικάσεις γιατί ανήκεις στην Κωνσταντινούπολη.
Δεν ανήκε σε εσένα, ανήκεις εμάς και δεν θα τον δικάσεις.
Και αν τον δικάσεις, χαλάλι σου, δεν θα του κάνεις τίποτα γιατί ανήκεις εμένα.
Προς τιμήν του Παλαιολόγου τον έφερες σώο στην Πόλη.
Πάμε τώρα σε έναν άλλον Άγιο. Χρυσόστομος! Αυτός είναι ο βίος του Χρυσοστόμου, όλο αυτό το βιβλίο, τεράστιο βιβλίο, το έχει εκδώσει, το έχουν εκδώσει στα Τρίκαλα. Ο Μπαλατσούκας είναι, ο καθηγητής.
Λοιπόν, από όλα του Χρυσοστόμου, για να δείτε πιστός άχρι θανάτου, θα σας πω για το αμπέλι μιας χήρας.
Ήταν ένας ο οποίος υπηρετούσε τον βασιλέα και την Ευδοξία.
Αυτός ο καημένος τον κατηγορήσανε ότι τάχα μου είναι εναντίον της βασιλείας.
Η βασίλισσα λοιπόν του πήρε την περιουσία όλη και τον στείλανε εξορία.
και στην εξορία το στείλανε στη Θεσσαλονίκη, στον Άγιο Δημήτριό μας και όταν έφτασε στον Άγιο Δημήτριο και προσκύνησε πέθανε μπροστά. Και έμεινε η χήρα με τα δύο της ορφανά. Και της αφήσανε μόνο ένα κτηματάκι στην άκρη της πόλεως που έβγαζε σταφύλια και σύκα.
Η Ευδοξία η κακούργα η Βασίλισσα για να μπει στο μάτι του Ιωάννη. Γιατί η γυναίκα πήρε τα δύο ορφανά και πήγε στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και του λέει Ιωάννη, έτσι τον λένε και, μη βλέπετε τώρα που τους λέμε αγίους, σαν και μας ήταν οι άνθρωποι. Και νευρίαζε και φώναζε και μάλωνε και καταριόταν ο ένας στον άλλον.
Μια χαρά, δεν κακό.
Ό,τι γίνεται με τον Μόσχας, σιγά καημένε θα φτιάξουν τα πράγματα.
Ο Θεός είναι πάνω από όλα, θα οδηγήσει το καράβι της Εκκλησίας.
Εσείς κάντε προσευχή γι’ αυτό και μην βοηθάτε τη διαίρεση, να τα κάνετε ενωμένα, σιγά.
Στο Άγιο Όρος ήταν ένας καλόγερος που μισούσε τον άλλον και πήγε ο υποταχτικός και λέει Γέροντα, του λέει, ο υποτακτικός του λέει, ο πατήρ Μωυσής σου στέλνει χαιρετίσματα, τι καλός άνθρωπος είσαι.
Άντε βρε. Σιγά.
Ναι, Γέροντά μου, τα λέει.
Άντε, βρε, βλαμμένε! Σιγά μη με θέλει.
Γέροντά μου! Σε θέλει.
Πήγαινε στον άλλο του και του λέει.
Τι καλός που είσαι.
Τι καλός! Τον γέροντά μου τον προτάσω να φύγει.
Πήγαινε.
Και μετά που τον ζάλισε, φέρνει αυτός που ήταν εδώ και λέει.
Και λέει, πάμε να δούμε αυτόν.
Πάει το καλογεράκι και λέει στον γέροντα που ήταν εκεί.
Γέροντα, έρχεται ο αδελφός να σε χαιρετήσει, βγες έξω να τον υποδεχτείς.
Βγαίνει ο άλλος, καλώς τον γέροντα, το βλέπει ο άλλος, και το ξύλο έγινε φιλί.
Το φιλί, φιλί, φιλί, το θυμάστε λοιπόν.
Φιλί έγινε το ξύλο.
Να ενώνετε την εκκλησία.
Μην αφουξάρετε τις διαιρέσεις στην εκκλησία.
Είναι κρίμας.
Μην κάνετε μικροσχισματάκια.
Εσείς χάνετε ψυχή σας.
Την ψυχή σας χάνετε.
Να αγαπάτε όλους τους ιερείς.
Μην λέτε ότι ο Ματθαίος είναι Άγιος.
Θα τον πάτε στην κόλαση του Λάθου.
Όλοι οι πατέρες διαχειρίζονται τα μυστήρια που μας παρέδωσε ο Κύριος.
Όλοι οι πατέρες.
Όλοι, όλοι, όλοι.
Άγιοι είναι όλοι.
Και τι λέμε, τα Άγια της, Αγίες.
Γιατί είστε Άγιοι, καημένοι.
Γιατί είστε Άγιοι.
γιατί σας παντρέψαμε την ημέρα της βαπτίσεως με το Χριστό.
Και επειδή παντρευτήκατε με το Χριστό και την Εκκλησία, επειδή η Εκκλησία είναι Αγία, και εσείς είστε Άγιοι.
Κατά χάρη και μετοχή.
Αυτή είναι η πίστη μας.
Να είστε θετικοί άνθρωποι, με χαρά, να μάθετε την πίστη μας, σωστά.
Μην φοβόσαστε, μην κάνετε πολλά τρολογερικά.
Να έχετε αγάπη, συγχωρητικότητα στα παιδιά σας.
Ήρθε μια μάνα και μου λέει, πατέρα, το παιδί μου είναι τούτο.
Τι είπατε, λέει.
Μου λένε, τούτο.
Τι είπατε.
Δεν κατάλαβα, έτσι λέω.
Γιατί το παιδί σου δεν μου λες αν έχει καλά τα μάτια.
Δεν πρέπει να ταράζεται η εκκλησία με τίποτα.
Καμία αμαρτία να μην ταράζει τον πνευματικό.
Καμία.
Διότι αφού έχουμε αυτόν που είναι θεραπευτής των πάντων, Αφού ήρθε ο άνθρωπος στην εκκλησία να του πλύνω τα ποδαράκια, να τον υποδεχτώ, να τον χαϊδέψω στην πλατούλα, να του πω, δεν έχω το ίδιο, αλλά έχω κάτι ανάλογο.
Τρώω την πίτα της αμαρτίας, έχω κάτι άλλο.
Έλα, άνθρωπέ μου, να κάνουμε την προσπάθεια μαζί.
Έλα, θέλεις, έλα.
Δεν θέλεις, πήγαινε.
Και όταν θέλεις, έλα, θα σε περιμένω.
Αυτή είναι η δουλειά της εκκλησίας.
Δεν είμαστε με το δαχτυλάκι, έτσι.
Είμαστε με το δαχτυλάκι.
Έλα, έλα, έλα.
Δεν κάνω! Δεν σου χαρίζομαι! Όχι! Η αμαρτία είναι αμαρτία! Γιατί άμα σου χαριστώ, σε καταστρέφω.
Αλλά θα σε χαϊδέψω, να σε παρηγορήσω για το πάθος.
Και θα σε βοηθήσω.
Όχι εγώ, γιατί κι εγώ μπορεί να έχω κάτι ανάλογο.
Δεν είμαστε στην Εκκλησία Άγγελοι.
Πως τους έχουμε σκανδαλίσει, πως τα παιδιά έχουνε μια εξομολόγηση και είναι λίγο σκανδαλισμένα.
Λοιπόν προσέχουμε, μόκο, ταπεινά, όπως και στις κηδείες, πάντες στις κηδείες και λέτε Αχ, το παιδάκι 33 χρονών πέθανε, ο Θεός να τον αναπαύσει, να ζήσει να τον θυμώσει.
Μόκο.
Μόκο.
Προσευχή.
Σιωπή.
Τίποτα δεν θα λέτε.
Εσείς προσωπική προσευχή και λειτουργίες στην Εκκλησία.
Και αυτός θα καταλάβει ότι τον αγαπάς.
Και ο πεθαμένος θα το πάρει και θα πληροφορήσει και την οικογένεια ότι προσευχήθηκε για αυτόν.
Και θα σου έχει μια συμπάθεια χωρίς να ξέρει το γιατί.
Αυτό είναι το φοβερό.
Αυτός είναι ο Χριστός.
Πιστοί στην Εκκλησία και στην διδασκαλία της, αυτοί άχρι θανάτου.
Πού είχαμε μείνει τώρα Είμαστε στον Ταρσίζιο, το είπαμε για τη Θεία Κοινωνία, το παιδί το σκοτώσανε κτλ του πήρα τη Θεία Κοινωνία ένας και την πήγε στον Πάπα Ρώμης κτλ Ο Μάμας, ήταν ο Άγιος Μάμας, το ξέρετε τον Άγιο Μάμα ένα παιδάκι, που γεννήθηκε βρε, μέσα στη φυλακή γεννήθηκε Οι γονείς του χριστιανοί και τους πιάσανε και τους βάλανε μέσα στη φυλάκα και η μάνα ήταν γκαστρωμένη και γέννησε μέσα στη φυλακή και μόλις γέννησε πέθανε.
Και με το παιδί πάνω, εδώ στη μάνα.
Ποια γεννήθηκε στη φυλακή η άλλη.
Η Μπουμπουλίνα.
Η μάνα της είχε έναν άντρα Κωνσταντίνο και πήγε να ζητήσει από τον οποίο τον είχαν βάλει στη φυλακή και πήγε στην Αρχιχανούμ, αυτή εκεί πέρα, να την παρακαλέσει να της αφήσει τον άντρα.
Και της λέει πήγαινε να το δεις.
Και την ώρα που πήγαινε να το δει το Κωνσταντίνο ήτανε…
Μες στη φυλακή, κραπ, σπάει τα νερά, γεννάει το κορίτσι.
Το κορίτσι, το παίρνει ο Κωνσταντίνος στα χέρια.
Το κορίτσι του.
Με τι τον έκοψε τον λώρο , ρε, με τα δόντια.
Γι’ αυτό είναι αγωνιστές.
Δεν έρθηκε το μανακάφι μου, ρε.
Στη φυλακή έρθηκε η κοπελιά.
και δεν έφτιακε να είναι φυλακισμένη ποτέ.
Ποτέ δεν έφτιακε.
Αυτή η αγωνίστρια, επειδή γεννήθηκε στη φυλακή, είπε…
«Εγώ δεν θα πεθάνω στη φυλακή».
Και αγωνίστηκε και έδωσε την περιουσία της για την πατρίδα.
Και πού την βαφτίσανε στη φυλακή μέσα και πώς τη βγάλανε…
επειδή ένας άλλος φυλακισμένος ήταν και ο Λάσκαρης…
Την είπανε Λασκαρίνα.
Έδωσε το όνομά του αυτός.
Μες στη φυλακή.
Φέρανε την κολυμπήθρα, πληρώσανε τον Τούρκο, Τούρκος δεν φτάσει, το πληρώσανε, την έφεραν την κολυμπήθρα και το βαφτίσανε το παιδί κορίτσα μόλις σαραντίσει, γιατί ο πατέρας του σκοτωνότανε.
Να προλάβει ο πατέρας να δει την βάφτιση του παιδιού.
Να προλάβει ο πατέρας να δει το παιδί ότι το έβαλε στο χριστιανισμό, το έκανε άνθρωπο του Θεού.
Τι αγώνα είχαν οι άνθρωποι, ρε παιδιά, για την πατρίδα και για την πίστη.
Πίστη άχρι θανάτου.
Έτσι λοιπόν και ο Μάμας, τον πήρε μια άλλη κυρία και τον μεγάλωσε και αυτός ο καημένος, επειδή ήταν μητριά, την έλεγε μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, μάμα, του έμεινε μάμας.
Καμιά φορά πηγαίνουν κάτι χριστιανοί, και επειδή μαλώνουν οι γυναίκες μεταξύ τους και οι άντρες, Λέει, θα το βγάλω το παιδί Κορνήλιο.
Δεν έχουμε κανέναν Κορνήλιο, λέει ο άντρας.
Δεν πειράζει, αρκεί να μην βάλω το όνομα του πατέρα σου.
Λέει αυτή.
Σκοτώνονται για τα ονόματα, χριστιανοί επιπέδου.
Σκοτώνονται για τα ονόματα.
Κορνήλιος, ξέρω εγώ, μιμόζα, ό,τι θέλεις.
Δεν πειράζει, πήγαμε μια φορά, είμαι εγώ μπροστά, πήγαμε στον Γερο-Πορφύριο.
και τον ρωτάνε τον κύριο Πορφύριο, πήγα λέει έναν τρόγγυρο και λέει εγώ θα τον το βάλω έτσι αλλά λέει ο άντρας, ναι δεν υπάρχει τέτοιος Άγιος μέσα στο βιβλίο της Εκκλησίας και λέει ο Άγιος Πορφύριος έλα τώρα βάφτισε το παιδί και βάλτε ό,τι όνομα θέλετε για να γίνει το παιδί ο Άγιος που θα έχει το όνομα αυτός το μέλλον αυτοί ήσαν οι Άγιοι δεν βλέπανε κοντόφθαλμα οι Άγιοι Πιστοί στο Χριστό και στην αγάπη του αδελφού μέχρι θανάτου.
Του βρήκαν την ίση.
Και ο άνθρωπος το αποδέχτηκε, το Άγιο Πορφύριος.
Αφού το αποδέχτηκε ο Πορφύριος και τον βάλανε το παιδί ένα όνομα, το οποίο δεν υπήρχε στο σόι και δεν υπήρχε και μέσα στους βίβλους της εκκλησίας, και λέει, θα γίνει αυτός Άγιος και αυτός θα κανονίσει.
Το γράμμα παρακάτω.
Στο χριστιανισμό λοιπόν, είπαμε για τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ένα από τα πρώτα μαρτύρια ήταν του Αγίου Πολυκάρπου.
Ο Άγιος Πολύκαρπος ήταν θαυμάσιος άνθρωπος.
Τον σκοτώσανε, τον βάζανε μέσα στη φωτιά, έγινε η φωτιά καμάρα και επειδή δεν καιγόταν, πήγανε με τα μαχαίρια και τον σκοτώσανε και έβγαλε τόσο αίμα που έσβησε τη φωτιά.
Άγιος Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης , την ευχή του να έχουμε.
Πιστός, άχρι θανάτου.
Αυτό εδώ λέγεται Αποστολικοί Πατέρες, το βιβλίο.
Το έχει επιμεληθεί ο κύριος Τρεμπέλας, την παλιά εποχή.
Αυτό το βιβλίο έχει μέσα όλα τα αρχαία κείμενα που είναι μέχρι το 150-170 μετά Χριστόν.
Μέσα εδώ έχει το μαρτύριο του Πολυκάρπου.
Είναι τα πιο ωραία μαρτύρια.
Να το πάρετε, είναι και στα αρχαία και στα νέα.
Να το πάρετε, διαβάζετε τα μαρτύρια, το μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου.
Να δείτε ότι είναι μια γραμμή και που έχει την ίδια απάντηση με αυτά που έδωσε η Αντιγόνη, με αυτά που έδωσε ο Λεωνίδας, με αυτά που έδωσε ο Παλαιολόγος, με αυτά που έδωσε ο Μάρκος Ευγενικός, είναι μια γραμμή όλοι αυτοί.
Με αυτά που έδωσαν οι τρεις παιδιά στην Κάμινο, όλοι αυτοί.
Προχωρούμε τώρα.
Τι να πούμε, σήμερα γιορτάζουν τέσσερα παλικάρια, οι Άγιοι Μάρτυρες, οι εν Ρεθύμνι της Κρήτης.
Ακούστε μια ιστορία, ωραία, θα πιάσει πολλά θέματα.
Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες ήτανε εξωτερικά Τούρκοι και εσωτερικά Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Αυτό είναι η Ορθόδοξη.
Το 1821 που έγινε η επανάσταση, όλοι οι τουρκοκρητικοί είπανε αφού κάνουμε επανάσταση να φανερωθούμε και εμείς ότι είμαστε Έλληνες.
Και φανερωθήκαν ότι είναι Έλληνες.
Και αλλάξαν τα Μουσταφά και Ιμπραήμ και τα τέτοια που είχαν απέξω, ενώ μέσα θρησκεύανε, παντρευόντουσαν ελληνοπούλες, πηγαίνανε οι παπάδες και τους κάμανε κρυφά τους γάμους, τα πάντα, αλλά πηγαίνουν και στην ζωή, δηλαδή νταμπλ ζωή.
Γι’ αυτό λέγονται Κρυπτοχριστιανοί.
Και έφυγε στην Τουρκία και έφυγε στη Μικρασία όσους θέλετε.
Εγώ το έχω ζήσει και το μαρτυρώ.
Τρακόσιους πήγα μια φορά σε ένα χωριό που μου είπανε «Μπορείτε να έρθετε λίγο μέχρι εκεί».
Τρακόσιοι ήσανε.
Τρακόσιοι, δεν λέω ούτε το μέρος.
Τρακόσιοι ήσανε.
Και είναι και έξυπνο, γιατί πάνε στην Αγγλία τα παιδιά τους και σπουδάζουνε, πηγαίνουν στο ΕΣΕΞ, βαπτίζονται, γυρίζονται πίσω και τους κατηχούν για τους συμπολίτες.
Αυτή η παγκοσμιοποίηση δεν είναι για κακό μόνο, αλλά και για καλό.
Χρησιμοποίησε τα πάντα και για καλό, όχι μόνο για κακό.
Ξέρεις τι σημαίνει 300 σε ένα χωριό που δεν το πιστεύει κανείς, να είναι και οι 300 ορθόδοξοι, απ’ έξω φέρονται οι μουσουλμάνοι.
και μου κάνει αυτή, έτσι γνωριστήκαμε, μου κάνει αυτή, τακ τακ.
Κάνει τακ τακ και τολίδα.
Πάμε παρακάτω.
Πιστοί και αυτή άχρι θανάτου.
Οι τέσσερις μάρτυρες, λοιπόν, αυτοί φανερωθήκανε στο Ρέθυμνο της Κρήτης.
Το 1824 που τα καταφέρανε οι Τούρκοι και επικρατήσανε, τους πιάσανε αυτούς και τους πάνε στον Κατή (Δικαστή).
Γιατί, γιατί πληρώνανε φόρο.
Και όταν ήρθε η ώρα, οι Χριστιανοί πληρώνανε φόρο, Οι μουσουλμάνοι δεν πληρώνανε φόρο.
Όταν ήρθε η ώρα του φόρου, λένε αυτοί, είμαστε χριστιανοί, θα πληρώσουμε και εμείς.
Πώς είστε χριστιανοί, αφού είστε μουσουλμάνοι.
Όχι! Είμαστε χριστιανοί…
Θα πληρώσουμε και εμείς το φόρο.
Το φόρο…
Γίνετε μουσουλμάνοι.
Πιο φόρο θα πληρώσετε.
Το κεφάλι σας θα πληρώσετε για φόρο.
Δεν πάρουμε φόρο.
Το κεφάλι σας θέλουμε.
Τους πήγανε στο Ρέθυμνο …
Τους είπαν εκεί, ξέρετε αυτά, αφήστε την πίστη και τα λοιπά, όλα αυτά δεν θα προχωρήσουν, αυτά τα ξέρετε.
Πιστή άχνη θανάτου για οι τέσσερις.
Παντρεμένοι, με γυναίκες, με παιδιά, αρραβωνιασμένοι, ξέρετε είναι να είσαι αρραβωνιασμένος.
Την εποχή εκείνη ήταν αρραβωνιασμένοι, δεν είχαν πάει προηγουμένως ποτέ να πάνε στην εκκλησία, δεν έχουν κοιμηθεί με τις γυναίκες τους οι άνθρωποι.
Δεν τα έχουμε μπερνίξει.
που τώρα έρχονται στην εκκλησία και τους ευλογούμε και λέμε καρπό της κυβερνίας, εισόδους και εξόδους τι εισόδους και εξόδους; Οι είσοδοι και οι έξοδοι έχουν γίνει άπειρες φορές κοροϊδευόμαστε όλοι προσέξτε χριστιανοί δημιουργήστε τις συνθήκες τα παιδιά σας να παντρευτούν πολύ μικρά βοηθήστε τα παιδιά να μπορούν να διαλέξουν από μικρά το σύντροφο αυτόν εννοώ που θα παντρευτούν όχι σύντροφο για να ζουν Το καταλάβατε, δημιουργήστε τις συνθήκες, βοηθήστε τα παιδιά να διαλέξουν, να μείνουν αγνά όσο μπορούν για το γάμο, να μπουν στο γάμο, δεν πάντα τίποτα, σιγά και γεμένα, θα παντρευτούν, θα ζήσουν όλες τις χαρές, θα κάνουν και παιδόπουλα και να αξιωθούν άγιοι και ιερείς, διότι δεν θα έχουμε ιερείς σε λίγο να ιερουργούν στα θυσιαστήρια.
Πρέπει να μας δώσετε παιδιά να τα κάνουμε στα θυσιαστήρια παπάδες, καλογέρους, ιερομονάχους, μοναχούς, αγίους, αγάμους και εγγάμους.
Το καταλάβατε.
Να προσέχετε αυτό το πράγμα.
Έτσι λοιπόν αυτοί τους κόψαν το κεφάλι.
Τους κόψαν το κεφάλι τους τέσσερις μάρτυρες και μαρτυρήσανε.
Τους θάψανε που.
Στο υπάρχει ένα μοναστήρι στο Ρέθυμνο μεγάλο που λέγεται το Αρκάδι.
Στο Αρκάδι πήγαν τα κορμιά και τα θάψανε.
Τις κόρες, τι τις κάνανε, τις παίζανε μπάλα ρε.
Τις βάζανε κάτω οι πιούγιοι και τις παίζανε μπάλα.
Τα κεφάλια των ανθρώπων.
Τι διαφορά έχουμε εμείς με αυτούς.
Τρομερή διαφορά.
Εμείς ποτέ δεν έχουμε παράδοση να σκυλεύουμε ένα σώμα.
Ποτέ.
Όποιος το κάνει από εμάς, ντρέπεται.
Δεν το έχουμε τη διδασκαλία.
αυτοί το έχουν διδασκαλία.
Είναι άλλο πράγμα να το κάνει ένας από εμάς ως αμαρτία και άλλο να το κάνει ένας και να καυχιέται, να κλωτσάει τα κεφάλια των ανθρώπων που έχουν εμπόψεις.
Παχωρά μου, συγγνώμη, να πιω λίγο νερό.
Συγχωρέστε.
Τι ώρα πάει παπά; Και 25 μου είχες πει, σε λίγο.
Ας σας σταματήσω.
Έχει πολλά.
Λοιπόν, υπήρχε ένας πατήρ Ευάγγελος στο Ρέθυμνο της Κρήτης .
Είχε ένα σταυρό, ένα κομμάτι τιμίου ξύλου τόσο.
Αυτό το ξύλο έπαιρνε το Χάρισμα όπου ακουμπάς και είσαι άνθρωπος να κολλάς.
Αλλά, Παπαξίδου, προτείνετε Παπαεμπέλο ο Παπαγγελίος να το φυγαίει από το στάμα, από το ρέβι, στον Παπαεμπέλη στα κεφάλια, αυτόν τον άγιο που κατεβαίνει, να σταθώνονται με λίγο περίποδη αερόστατα στο διονύημα και να γίνεται καλά.
Γιατί η κατηγένεια θα μας φτώσει, Κύριο, και θα είναι ευθύνομοι.
Σας τα λέω αυτά γιατί είστε έξι διάφοροι άνθρωποι και πρέπει να καταλαβαίνετε.
Ο Παπαβαγγέλης από που ήτανε, από τη Μικρά Ασία.
Καταστράφηκε το χωριό του, από τους Τσέτες, δηλαδή από τους Γάλλους, τους Άγγλους, τους Μπολσεβίκους και τους Τσέτες.
Και όλες οι δυνάμεις και οι Γερμανοί συνεργήσανε για να γίνει αυτό το κακό, ειδικά οι Γερμανοί.
Ειδικά οι Γερμανοί.
Ειδικά οι Γερμανοί.
Έχουμε και αποδείξεις ότι συνεργήσανε στο να γίνει αυτή η καταστροφή.
Βγαίνεται η καταστροφή.
Κατεβαίνουν οι άνθρωποι και έρχονται στα παράλια της Μικράς Ασίας από το χωριό τους.
Μπαίνουν σε ένα καραβάκι μικρό, ένα μικρό βαρκούλα, βυθίζεται η βάρκα και τα τέσσερα παιδιά και δύο γονείς χάθηκαν.
και ο καθένας τον έβγαλε άλλο, τον πήρε άλλο καράβι, τον πήρε άλλο, χαθήκανε οι άνθρωποι.
Χαθήκανε.
Ο Βαγγέλης πήγε στη Θεσσαλονίκη και απ’ τη Θεσσαλονίκη έψαχνε τους γονείς του.
Θυμάστε κάποιον, ποιος είναι πιο παλαιοί από εμάς, που έλεγε «Ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού.
Η Τυργυρία Τάδε αναζητεί η τα αδέρφια της που χαθήκανε».
Το θυμάστε αυτό οι μερικοί πιο παλιοί.
Θυμάστε σα να διώχνω να… Ε, είχε βάλει γι’ αυτό σκέψαμε τα αδέρφια του και τους γονείς του.
Καμία απάντηση.
Το παιδί έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και ήρθε ποδαράτο στην Αθήνα.
Και δούλευε σε ένα σημείο.
Και έμαθε ότι γιορτάζουν έτσι στις 28 Οκτωβρίου το 1930 αυτά, έτσι.
Δέκα χρόνια είχαν περάσει από το 22.
Οκτώ χρόνια είχαν περάσει από το 22.
Αυτός γεννήθηκε το 1900.
Λοιπόν, και έμαθε λέει ότι γίνεται μια γιορτή απάνω.
Φοβερά σημεία κάνει ο Θεός, άμα θέλει.
Να έχεις πίστη.
Λοιπόν, έμαθε ότι γίνεται μια γιορτή στον προφήτη Ηλία στην Καστέλα.
Γιορταζόντουσαν οι τέσσερις μάρτυρες.
Μέχρι σήμερα κάνουν γιορτή εκεί πέρα.
Και πήγε αυτός με τα πόδια στους Αγίους Μάρτυρες.
επειδή ο Πειραιάς βλέπεις κάτω τη θάλασσα και σου θυμίζει τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη.
Όλοι οι Κωνσταντινουπολίτες εκεί πήγανε και μείνανε.
Τους άρεσε, βλέπανε τη θάλασσα.
Λοιπόν, πήγε το παιδί εκεί πέρα.
Καθώς κατεβαίνει, είναι ένας ο οποίος έχει ένα οινοποιείο, ξέρετε, που πουλάει ρακές.
Του λέει, παλικάρε, από πού είσαι.
Λέει, είμαι από τη Μικρά Ασία.
Εσύ από πού είσαι.
Εγώ είμαι από εκεί πριν.
Είπα μέσα να σε κεράσω μια ρακί.
Μπήκε μέσα, κεράσανε τη ρακή, έγιναν φίλοι, είχαν την ίδια ηλικία.
Του λέει ο φίλος του, ρε Βαγγέλη, του λέει, αγαπώ μια κοπελιά στην Κρήτη και θέλω να πάω να τη ζητήσω.
Πάμε μαζί να γνωρίσεις και το νησί.
Το πατήρ Ευάγγελος είναι αυτός που σας λέω, όχι εγώ.
Ο πατήρ Ευάγγελος που είχε το σταυρό αυτό.
Πάμε λέει, και πήγε, καλή καρδιά, για το φίλο να συμπαρασταθείς, να πάει να ζητείς την κοπελιά.
Πήγανε λοιπόν στο σπίτι του παιδιού, πλυθήκανε, ξουριστήκανε, φτιαχτήκανε, και πάνε να χτυπήσουν την πόρτα, να μπουν μέσα, γιατί ο Ρακιάς, ο κρητικός του Χιθυρακί, είχε αγαπήσει μια κοπέλα του γειτόνου.
Και μόλις μπαίνουν μέσα είναι οι αδελφοί του Βαγγέλη αυτοί που τον πήγαν οι άγιοι μάρτυρες αυτοί που γιορτάζουν σήμερα, τον πήγαν στο σπίτι που δεν του παραδίσανε το υπέροχο απαγγέλιο.
Αυτά είναι αλήθεια.
Τα καταλαβαίνετε πως το κάνουν τους τότε.
Παντρεύτηκε λοιπόν αυτός την αδελφή του παπα-Βαγγέλη.
Ο παπα-Βαγγέλης παντρεύτηκε μια άλλη που ήταν παπαδοκόρη.
ο παπάς είχε τον τίμιο ξύλο, και ο παπα βαγγέλης πήρε το Τίμιο Ξύλο και συνέχισε.
Ούτε φασαρία, ούτε κόσμος, ούτε κουβεντολόι, ούτε έτσι, ούτε αλλιώς ωραία και φρόνιμα.
Υπό τον επίσκοπο του Ρεθύμνου.
Ό,τι έλεγε ο επίσκοπος, ο εκάστοτε στο Ρεθύμνου.
Γιατί ο σταυρός αυτός είχε το χάρισμα και το χάρισμα να ακουμπάει, και το έχει ακόμα, είναι σε εκκλησία που φτιάχτηκε ο Τίμιος Σταυρός στα Ακούμια κοντά, φτιάχτεται όχι στα Κούμια, στο Ρούστικα που ήταν ο Πατήρ Ευμένιος, όχι, έχετε ακούσει τον Πατήρ Ευμένιο τον Κρητικό, όχι αυτόν που ήταν στο Λοιμωδών, έναν άλλον.
Λοιπόν, έχει μία τρύπα.
Το ξύλο έχει την τρύπα του Σταυρού.
Γι’ αυτό είναι τόσο χαριτωμένο και έχει αυτό το χάρισμα.
Παπα Εφραίμ το είπε ο Κατουνακιώτης.
Βλέπετε, λοιπόν, πώς οι άγιοι αυτοί που γιορτάζουν σήμερα μας συμβαίνουν με τη μικρασιατική καταστροφή, ότι ανάλαβα να βρουν στο Βαγγέλη την οικογένειά του, ανάλαβα να βρούνε ύφης αυτών.
Οι άγιοι είναι ζωντανοί στην εκκλησία και, διά του Θεού, διακονούν και μικρές υποθέσεις που είναι αυτές, εκτός του παραδείσου.
Τελειώνω, γιατί ήρθε η ώρα.
Τελειώνω τώρα όντως.
Θα σας διαβάσω, μάλλον θα σας το πω.
Ε, τελειώνω.
Όπως λέτε ήρθαν οι Γερμανοί, ήρθαν οι Ιταλοί.
Έγινε αυτό το κακό.
Τους λυτσίσαμε.
Οι Ιταλοί είχαν κάνει μεγάλο λάθος.
Πήγαν τη μέρα του 15 Αυγούστου και τα δάνε την Παναγία.
Πού πας, κακομοίρη .
Μαντόνα, Μαντόνα, Ντόνα, Μαντόνα, Μαντόνα.
Μαντόνα, Ντόνα, Μαντόνα, πάρτη τη Μαντόνα.
Εγώ πήγα την ημέρα του 15 Αυγούστου, την ημέρα της Θεοτόκου, που γιορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Μα είστε αντίχριστοι.
Άστο.
Και τι έκανε ο Μεταξάς.
Ενώ ήξερε, βρήκανε τις οβίδες από τι είναι κατασκευασμένες, δεν είπε τίποτα. Το άφησε να διαρρέει και να λέει, οι Ιταλοί το κάνανε.
Και ο λαός φόρτωνε!
Το να φορτώσεις το λαό είναι μεγάλη τέχνη.
Τον φόρτωσε το λαό.
Και όταν ήρθε και κάτι άλλο, οι Αλβανοί είπαν ότι σκοτώσανε οι Έλληνες έναν Αλβανό επειδή ήταν με τους Ιταλούς και ζήτησε ο Ντούτσε το λόγο από την κυβέρνηση.
Τι βλέπετε λοιπόν ότι κάνουν προβοκάτσιες.
Να τα διαβάζετε, γιατί ό,τι κάνει ο Ερντογάν, έτσι κάνανε κι αυτοί.
Να ξέρετε την ιστορία.
Απαντήσαμε όχι, όπως σας είπα, ο λαός, ο μεταξάς, ο λαός, η κυβέρνηση, ο Παπάγος, όλοι.
Θεός σχωρές, αγωνιστήκανε, πεθάνουνε.
Ήρθαν οι Γερμανοί εδώ.
Εγώ ήμουν γιατρός στα Καλάβρυτα.
Εγώ την είδα, είδα αυτούς που σωθήκανε από τους Γερμανούς.
Δηλαδή τους σκοτώσανε, τους ρίξανε και την τελευταία σφαίρα που περνάγαν από πάνω και τους ρίχνανε και δεν τους πέτυχε, παιδιά, αυτόν.
Τρεις, τέσσερις ήσανε.
Εγώ ένα μπάρμπα που ήταν και ψάλτης στην εκκλησία, τον είδα.
Είδα τον γερο Άνθιμο που ήταν στην Αγία Λαύρα και που διέσωσε το λάβαρο της επαναστάσεως ενώ κάψανε την Αγία Λαύρα οι Γερμανοί.
και είδα και τον Καλλιόπιο τον μοναχό, ο οποίος Καλλιόπιος είναι απ’ αυτούς τους καλόγερους που απ’ το Μέγα Σπήλαιο τις πήρανε οι καλοί Γερμανοί το επίπεδο της εκκλησίας του κόσμου.
Τους βάλανε σε ένα βράχο, άμα πάτε να δείτε, και δώσανε σε επτά καλογέρους μια κρουσιά, πά, πά, πά, στον γκρεμό.
Η μπότα τους.
Και μεταξύ αυτών, τον τελευταίο Καλλιόπιος μοναχός, ο επειδή έπεσε στους από κάτω, έσπασε μόνο τα κόκκαλα και επέζησε.
Και αυτός ήξερε που είχαν κρύψει την Αγία Εικόνα της Παναγίας και επέζησε και ξέραμε και που την είχανε βάλει.
Και όταν φύγανε, ξεκουμπιστήκανε, αλλά μείνανε ξανά εδώ.
Ξεκουμπιστήκανε με την παρουσία τους στην πότα, αλλά μείνανε με τον τρόπο που διοικούν τον κόσμο.
Δυστυχώς.
Προχωράμε.
Πιάσανε πολλά παιδιά γιατί είχαν το εξής, ένα Γερμανός σκότωσε στους δέκα Έλληνες να σκοτωθούν.
Μεταξύ αυτών πιάσανε ένα Κώστα Μπούρα.
Αυτό σας το λέω και φεύγω.
Ο Κώτσος Μπούρας αποφασίσανε να τον σκοτώσουνε, ξέρετε πού, στην Κεσταγέννη.
Στην Κεσταγέννη, εκεί.
Δεν είναι εδώ που μου συζητώ.
του λέει, παπά μου, θα σου πω κάτι.
Έλα, σε φιλήσω στο στόμα.
Να πας στο φιλί αυτό, να το δώσεις στη μάνα μου.
να το δώσει στον πατέρα μου, να το δώσει στην κοπελιά μου, να το δώσει στον αδερφό μου, για να είναι ο τελευταίος ασπασμός.
Και επειδή δεν ήθελε να φορέσει στα μάτια, του πήραν τα χέρια και του τα δέσανε έτσι, γιατί τα τράβαγε, του τα δέσανε έτσι.
Και του βάλανε αυτό και είπε «Χαίρε Ελλάδα» και τον ντουφεκίσανε.
Και τόσο πολύ τον τουφέκισαν με μανία που σπάσαν και το στύλο.
Πέρασαν οι σφαίρες.
Σπάσαν το στύλο και έπεσε το πτώμα μαζί με το στύλο.
Πιστή, άχρι, θανάτου.
Πάρτε τα καθρεφτάκια αυτά σήμερα και καθίστε και καθρεφτιστείτε.
Και αφού καθρεφτιστείτε να πάτε να ρωτήσετε στους πνευματικούς πως εμείς μπορεί να γίνουμε σαν κι αυτούς.
Να αρχίσετε την πραγματική πνευματική εσωτερική εργασία, ώστε όταν θα έρθει η ώρα, ποιο παιδί ποτέ θα είμαι, δεν χρειάζεται να μαρτυρήσετε, μπορεί να μαρτυρήσεις στο σπίτι, μπορεί να μαρτυράς τη δουλειά, να κρατήσεις τα δικαιώματα του Χριστού, στον οποίο αρμόζει η τιμή και η δόξα και η προσκύνηση τώρα και πάντα και στους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Χριστιανοί ευχαριστώ τον πατέρα Ματθαίο.
Μπερδεύουν, πάω στο Θεμιστοκλή, πάω από τα εκεί.
Λοιπόν, τον πατέρα Ματθαίο και τους αδελφούς όλους.
Τον πατέρα το Σέρβο, είναι εδώ ένας Σέρβος παπάς του, τον αγαπάω πολύ.
Ευχαριστώ όλους και τον άλλον των παραγόντων εδώ πέρα.
Λοιπόν, ευχαριστώ όλους, να είστε καλά.
Κάντε υπομονή να πάτε να περάσετε, να φάτε ψάρι.
Όχι, τι φάγατε σήμερα, δεν πειράζει.
από αύριο κρεατάκι για να δοξάστε τη σημερινή μέρα.
Στον Χριστό αρμόζει η τιμή και η δόξα και η προσκύνηση τώρα και πάντα και στους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Τώρα αρχίζει η αγρυπνία.
Σας ευχαριστούμε πολύ Πατέρα Βαγγέλη.