Σημειώσεις του Αγίου Νεκταρίου για την σωστή εξομολόγηση
Για να είναι αληθινή και αποτελεσματική η εξομολόγηση, μας λέει ο Άγιος Νεκτάριος, πρέπει να είναι εκούσια και ειλικρινής, γιατί η βεβιασμένη και ανειλικρινής εξομολόγηση είναι άκαρπη, καθώς δεν αποτελεί γνήσια υπαγόρευση της καρδιάς, έκφραση μεταμέλειας και φανέρωση του πόθου για θεραπεία.
Η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται χωρίς ντροπή και δισταγμό, αλλά με θάρρος και αυτοκατάκριση, γιατί το θάρρος είναι εκδήλωση αποστροφής προς την αμαρτία, ενώ η ντροπή δείχνει την έλλειψη θάρρους.
Η εξομολόγηση είναι το σωτήριο φάρμακο της κοινωνίας, γιατί μπορεί να διασώσει πολλές ψυχές από την απώλεια λόγω πλάνης, απρεπών αναμνήσεων και πονηρών λογισμών.
Ο πνευματικός είναι το πρόσωπο που αναζητά η ψυχή, στο οποίο εκείνος που αμάρτησε επιθυμεί να ανοίξει την καρδιά του, να εκμυστηρευτεί να φανερώσει τα τραύματα της ψυχής του, να ζητήσει θεραπεία και να ανακουφισθεί.
Ο πνευματικός είναι το ενδιάμεσο πρόσωπο που συνδέει και συσφίγγει τους δεσμούς της συγγένειας, της φιλίας και της αγάπης.
Μόνο ο πνευματικός μπορεί να συνδέσει τις ψυχές των γονέων και των παιδιών τους, τις ψυχές των συζύγων, των αδελφών και των συγγενών.
Για την εξομολόγηση είναι αναγκαίο να προηγηθεί προπαρασκευή, γιατί ο προσερχόμενος απροετοίμαστα στον πνευματικό, κατά λογική αναγκαιότητα, ούτε τις ελλείψεις του θυμάται ούτε γνωρίζει ακριβώς τις υπερβολές του. Αγνοεί δηλαδή ποια από τα οφειλόμενα καθήκοντα έχει εκπληρώσει και ποιο είναι το πλήθος των αμαρτιών του. Γιατί είναι αδύνατον αυτός που δεν εξέτασε από τις προηγούμενες μέρες τις πράξεις του, υπολογίζοντάς τες με δίκαια μέτρα και εκτιμώντας τες ανάλογα με την αξία τους, συναισθανόμενος έτσι τον βαθμό της ενοχής του με πρέπουσα ακρίβεια και αμεροληψία, να καρπωθεί κάποια ωφέλεια από κάποια στιγμιαία και απροπαρασκεύαστη εξομολόγηση, γιατί η αδυναμία της μνήμης να θυμηθεί τα πάντα, η έλλειψη χρόνου στο να εξετάσουμε τον εαυτό μας, όπως και η έλλειψη συναισθήσεως να αντιληφθούμε τον βαθμό της ενοχής μας, καθιστούν άκαρπη την εξομολόγηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφήνουμε πολλά πάθη αθεράπευτα, τα οποία υπονομεύουν την υγεία της ψυχής και γίνονται σπέρματα νέων αμαρτημάτων.
Καθίσταται λοιπόν αναγκαίο αυτός που προσέρχεται στην εξομολόγηση να εξετάσει τις προηγούμενες ημέρες τον εαυτό του, να εκτιμήσει την κάθε του πράξη, να γνωρίσει τις ελλείψεις και τις υπερβολές του και έτσι να προσέλθει στην εξομολόγηση και μόνο γι’ αυτά να εξομολογηθεί. Εάν αναφέρει τον πνευματικό την αρετή του και τις καλές του πράξεις, παραλείποντας τα λυμαινόμενα πάθη και κρύβοντας τα μάλιστα με επιμέλεια, μοιάζει με τον ασθενή που μιλάει στον γιατρό για τη σωματική του ευρωστία και υγεία και δεν κάνει κανένα λόγο για την ασθένειά που του τρώει τα σπλάχνα. Το να αναφέρει κάποιος στον πνευματικό την αρετή και τα κατορθώματά του, και μάλιστα με υπερηφάνεια, είναι φαρισαϊκό, είναι ένδειξη κενοδοξίας και περιαυτολογίας. Αυτή η πράξη είναι τελείως ανάρμοστη σε κάθε περίπτωση· πολύ περισσότερο κατά την ώρα της εξομολόγησης προς τον Θεό, γιατί οφείλουμε να μη ξεχνάμε ότι όταν εξομολογούμαστε, παρουσιαζόμαστε ενώπιον του Θεού και εξαγορεύουμε τις αμαρτίες μας, πάντα το έλεος Του και την άφεση των αμαρτιών μας· τις αρετές μας ο Θεός τις γνωρίζει και δεν έχει ανάγκη από διερμηνέα, για να τους τις μεταφέρει. Όπως λοιπόν στον γιατρό αναφέρουμε αναλυτικά μόνο τα σχετικά με τις παθήσεις μας, έτσι και προς τον πνευματικό να εξομολογούμαστε με συντριβή και κατάνυξη μόνο τα πάθη της ψυχής μας. Επειδή δε οι εξομολογούμενοι προετοιμάζονται και για τη θεία Κοινωνία, είναι ανάγκη η προετοιμασία αυτή να έχει χαρακτήρα δοκιμασίας.
Κατάλληλος τρόπος στην προετοιμασία για την εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία θεωρείται από τους αγίους Πατέρες η νηστεία και η προσευχή· η πραγματική όμως νηστεία, όχι δηλαδή η φαρισαϊκή, αλλά η χριστιανική νηστεία που έχει ορισθεί από την Εκκλησία και αποσκοπεί στον κατευνασμό των παθών της ψυχής και του σώματος, στη συγκέντρωση του διασκορπισμού του νου μας και την ανύψωσή του από την ευτελή ύλη που αποσπά την προσοχή μας και προσελκύει τον νου μας στα ψυχοβλαβή και μάταια. Διότι είναι ανάγκη να γνωρίζει κάθε χριστιανός ότι ένα με την χριστιανική νηστεία και την προσευχή δεν υψώσει τον νου και την καρδιά του στον Θεό, εάν δεν συντριβεί η καρδιά του με νηστεία και αγώνα, είναι αδύνατο ο άνθρωπος να έλθει σε βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλής κατάστασης, να εκτιμήσει το μέγεθος των αμαρτημάτων του, να ζητήσει με ζήλο και πόθο την άφεση γι’ αυτά και να θελήσει την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης. Γιατί πρέπει να ξέρουμε ότι τόσο μόνο γνωρίζουμε τα αμαρτήματά μας, όσο φωτιζόμαστε άνωθεν· τόσο δε φωτιζόμαστε άνωθεν, όσο ο νους και η καρδιά μας υψώνονται προς τον Θεό· τόσο δε υψωνόμαστε, όσο ελαφρύτεροι γινόμαστε με τη νηστεία και την προσευχή. Η προσευχή και η νηστεία –η χριστιανική- είναι σαν καθρέπτης μέσα στον οποίο βλέπουμε τις αμαρτίες μας μαζί με την ασχήμια, την αισχρότητα και τον πραγματικό χαρακτήρα τους. Χωρίς νηστεία και προσευχή στερούμαστε αυτόν τον καθρέπτη και αδυνατούμε να έχουμε πραγματική εικόνα των αμαρτημάτων μας, τέλεια συναίσθηση, συντριβή καρδιάς και επομένως γνήσια και καρποφόρα εξομολόγηση. Ως εκ’ τούτου, επειδή η χριστιανική νηστεία και προσευχή είναι ο μόνος τρόπος προετοιμασίας για αληθινή εξομολόγηση, οφείλουμε να τηρούμε με επιμέλεια αυτές τις διατάξεις της Εκκλησίας, ώστε να εξομολογούμαστε σωστά, και είναι βέβαιο ότι δεν θα αποτύχουμε στον σκοπό μας να συμφιλιωθούμε με τον Θεό.
Περί Εξομολόγησης, ομιλία Αγίου Νεκταρίου
Η εξομολόγηση είναι αναγκαία για τους εξής λόγους: α) διότι είναι εντολή του Θεού, β) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και γ) διότι ωφελεί τον άνθρωπο από ηθική και πνευματική άποψη.
Το ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή φαίνεται από τις Άγιες Γραφές, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Εξ ονόματος του Θεού ο Μωυσής λέει στους Ισραηλίτες : «Όποιος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα υπέπεσε σε κάποια από τα αμαρτήματα των ανθρώπων και παραμελώντας αδιαφόρησε γι’ αυτό, πρέπει να εξομολογηθεί την αμαρτία την οποία διέπραξε» (Αρ. ε΄6-7) και πάλι: «Εάν η ψυχή αμαρτήσει… και εξαγορευτεί την αμαρτία, ανάλογα δε με το φταίξιμο να ορίσει τιμή και να αποδώσει το κεφάλαιο, δηλαδή το επιτίμιο, προσθέτοντας τον τόκο σε αυτό, να φέρει στον Κύριο ένα κριάρι» (Λευιτ. ε΄ 26).
Στις Παροιμίες του Σολομώντος, αναφέρεται: «Αυτός που καλύπτει την ασέβεια του εαυτού του, δεν βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αυτός όμως που έχει ως αρχή να ελέγχει τον εαυτό του, θα αγαπηθεί» (κη΄13). Όλοι οι προφήτες και ιδιαίτερα ο Δαβίδ, συστήνουν την εξομολόγηση, αφού τη μετάνοια ακολουθεί η εξομολόγηση.
Έτσι, αυτοί που προσέρχονταν στον Ιορδάνη, στον Κήρυκα της Μετανοίας, τον βαπτιστή Ιωάννη, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ας δούμε τους λόγους του Ευαγγελιστή: «Τότε προσέρχονταν σ’ αυτόν από τα Ιεροσόλυμα, από όλη την Ιουδαία, καθώς και από όλα τα περίχωρα του Ιορδάνου, και βαπτίζονταν στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους» (Ματθ. γ΄6).
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η εξομολόγηση είναι θεία εντολή και ως τέτοια πρέπει να τηρείται, για τη σωτηρία των μετανοουμένων. Αυτή η εντολή έλαβε πρόσθετο κύρος στην Καινή Διαθήκη. Η εξομολόγηση έγινε η θύρα της εισόδου στον Χριστιανισμό και αυτό φανερώνεται επαρκώς από την εξομολόγηση των βαπτιζομένων στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη, του οποίου το βάπτισμα ήταν προεισαγωγή στον Χριστιανισμό, γιατί έλεγε: «Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, σε βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως; Που έρχεται μετά από μένα είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι ικανός ούτε τα υποδήματά Του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίσει με το πνεύμα το Άγιο και το πυρ της θείας Χάριτος» (Μτ. γ΄ 11).
Αυτό μαρτυρείται επίσης και από τις Πράξεις των Αποστόλων∙ γιατί διηγούμενος ο απόστολος Λουκάς τα σχετικά με την προσέλευση των Εφεσίων στον Χριστιανισμό, λέει ότι έρχονταν με σκοπό να εξομολογηθούν τις πράξεις τους και μάλιστα με πολύ θάρρος. Ιδού τα λόγια του αποστόλου: «Πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καὶ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν.» (Πράξ. ιθ΄ 18). Η προσευχή «Πάτερ ημών» είναι ένα είδος συνεχούς και καθημερινής εξομολογήσεως∙ η αίτηση για άφεση των αμαρτιών μας είναι ομολογία των αμαρτιών μας.
Την εξομολόγηση συνιστά και ο απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγοντας: «Να εξομολογείστε τα παραπτώματα σας ο ένας στον άλλον και να εύχεσθε υπέρ των άλλων, για να γιατρευθείτε, γιατί έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα» (Ιακ. ε΄ 16).
Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει: «Εάν ομολογούμε τις πράξεις μας, ο Θεός είναι πιστός στον λόγο Του ∙ θα μας συγχωρήσει και θα μας καθαρίσει από κάθε αδικία» (Α΄ Ιω., α΄ 9).
Η εξομολόγηση ως αρχαίο έθιμο της Εκκλησίας αναφέρεται από τον Ειρηναίο (Κατά Αιρέσεων Α΄ 13), από τον Τερτυλλιανό (De poenitenciae 2, 4 , 9, 10), από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Β΄12), από τον Ωριγένη (ομιλία στο Λευιτικό Β΄ 4) και από τον Κυπριανό (στην Επιστολή LVLIX).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την εξομολόγηση αναγκαία και ωφέλιμη, γιατί αυτοί που εισάγονταν στα Μυστήρια της Ελευσίνας και της Σαμοθράκης, προηγουμένως εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους (Πλουτάρχου, Αποφθέγματα).
Ο δε Σωκράτης συνιστούσε την εξομολόγηση ως σωτήρια πράξη: «Εάν κάποιος με αδικήσει, να είναι πρόθυμος να πάει εκεί που γρήγορα θα αποδώσει το δίκαιο∙ να σπεύσει στον γιατρό, ώστε να μην γίνει χρόνιο το νόσημα της αδικίας και εξασθενήσει ύπουλα την ψυχή, καθιστώντας την ανίατη» (Πλάτωνος, Γοργίας)
Η εξομολόγηση πράγματι είναι θεία εντολή, διότι είναι υπαγόρευση της καρδιάς. Αυτός που αμάρτησε αισθάνεται βαριά την καρδιά του και δεν βρίσκει ανακούφιση αν δεν εξομολογηθεί το αμάρτημά του, αν δεν το ομολογήσει ενώπιον του Θεού. Η Αγία Γραφή αναφέρει ένα αρχαιότατο παράδειγμα, την εξομολόγηση του Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε συντετριμμένος, εμπρός στις γυναίκες του, διότι φόνευσε έναν άνδρα
Αυτός που δεν εξαγορεύτηκε τις αμαρτίες του δεν βρίσκει ποτέ ανάπαυση, γιατί ποτέ δεν εξοικειώθηκε με τον Θεό. Αυτός που δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του βρίσκεται διαρκώς κάτω από το βάρος της ενοχής και μακριά από τον Θεό, γι’ αυτό και η ψυχή του θλίβεται και πονάει. Η ανώμαλη ηθική κατάσταση που επικρατεί στον αμαρτωλό, ο αδιάκοπος έλεγχος που προξενείται από την συναίσθηση της ψυχής που αναγνωρίζει την αμαρτία της και ζητάει ανακούφιση. Η ψυχή αναζητάει την εξομολόγηση, γιατί γνωρίζει τη θεία εντολή ∙ γιατί κατάλαβε ότι αυτή είναι το μόνο μέσον συμφιλιώσεως και συνδιαλλαγής με τον Θεό, τον οποίο συναισθάνεται ότι εξόργισε και επιζητεί να Τον ευχαριστήσει για να μην την αποστραφεί, αλλά να γίνει ελεήμων σε αυτήν και να της συγχωρήσει τις αμαρτίες.
Όπως η εξομολόγηση είναι εσωτερική ορμή, έτσι και η καταλλαγή με τον Θεό είναι εσωτερική προτροπή που υποκινεί προς αυτόν τον σκοπό, γιατί η ψυχή συναισθάνεται ότι αμάρτησε προς τον Θεό και οφείλει να προσεγγίσει τη θεία αγάπη για να θεραπευτεί. Η Εκκλησία είναι η μόνη που έλαβε την εξουσία να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον θεό και να επιφέρει τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκείνος που αμάρτησε πρέπει να προστρέξει στην Εκκλησία. Μόνο αυτή έχει τη δύναμη να τον συμφιλιώσει με τον Θεό. Το μαρτυρούν το έργο και η αποστολή της Εκκλησίας.