Η εμπειρία του Παραδείσου ή της Κόλασης καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε τη θέα του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η κάθαρση της καρδιάς μέσω της μετάνοιας καθορίζει εάν θα βιώσουμε το άκτιστο φως ως Παράδεισο ή ως Κόλαση.
Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις, δύο διαφορετικοί τρόποι που προκύπτουν απ’ την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δύο διαφορετικές εμπειρίες.
Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του
Η άρνηση της μετάνοιας και της συνεργασίας με τη θεία χάρη οδηγεί στην κόλαση. Ο αμετανόητος άνθρωπος “δαιμονοποιείται”, όχι λόγω θείας τιμωρίας, αλλά λόγω της ελεύθερης επιλογής του να απορρίψει τη σωτηρία.
βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργαστεί με τη Θεία Χάρη
Όσο πνευματικότερος γίνεται κανείς τόσο ορθότερα κατανοεί τη γλώσσα της Γραφής. Ο Θεός ουσιαστικά δεν τιμωρεί, μολονότι για παιδαγωγικούς λόγους και στη Γραφή γίνεται λόγος για τιμωρία.
Στην Κόλαση οι άνθρωποι τελειώνουν κολαζόμενοι γιατί στη ζωή τους επιδίωξαν μόνο την ευδαιμονία.
Το πυρ του Θεού φωτίζει και λαμπρύνει τους καθαρούς, σκοτίζει τους ρυπαρούς.
Καθαρός είναι ο κάθε αμαρτωλός που έρχεται σε μετάνοια. Ρυπαρός είναι ο αμετανόητος άνθρωπος.
Ο δίκαιος, περνώντας από το άκτιστο πυρ της θείας παρουσίας, δεν καίγεται, σώζεται. Ο άδικος, περνώντας μέσα από τη φωτιά, δεν σώζεται, αλλά βγαίνει τσουρουφλισμένος.
Η ευθύνη για τη σωτηρία ή την καταδίκη είναι όλο δική μας.
Ο άνθρωπος διαλέγει τον Παράδεισο ή την Κόλαση, όχι ο Θεός.
Σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι η δημιουργία χρησίμων πολιτών, αλλά πολιτών της ουράνιας, άκτιστης Βασιλείας. Δηλαδή σκοπός της Εκκλησίας είναι η Σωτηρία μας.