Αγαπητοί ακροατές χαίρετε.
Πριν προχωρήσουμε σε μια άλλη σειρά εκπομπών, μετά τη γλυκιά προστασία και συντροφιά του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, επί τόσους μήνες, θα σταθώ με σήμερα στη σύντομη γνωριμία του Βίου και της Πολιτείας του ταπεινού Αγίου του 20ου αιώνα, Οσίου Γέροντος Γεωργίου Κασλίδη, που περίμενε από την κοίμησή του σχεδόν μισό αιώνα σε σχετική αφάνεια, παρά τα θαύματα που συνόδευαν την οσία ζωή του και όσα ακολούθησαν μετά το επίγειο τέλος της.
Οι επίσημες τελετές της Αγιοκατάταξής του, έγιναν την περασμένη εβδομάδα με τη συμπαίστηση του Οικουμενικού Πατριάρχη και συμπάσης της Ελλαδικής Εκκλησίας και εορτάστηκε η μνήμη του στις 4 Νοεμβρίου για πρώτη φορά με πανελλήνια σύναξη και πανηγερισμό στον τόπο της ασκής αιώστου, στην Ιερά Μονή Αναλήψεως που βρίσκεται στο χωριό Σίψα της Δράμας, της οποίας και υπήρξε κτήτορ και ιδρυτής και στην οποία φυλάσσεται το τίμιο λείψανό του.
Ας δούμε λοιπόν, αγαπητοί ακροατές, την πορεία προς την αγιότητα του Οσίου Γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, ελπίζοντας με τις πρεσβείες του να αναζοπηρώσει την ευσέβεια και την αγάπη μας για τον Κύριο και τους αδελφούς μας, τη δίψα της ακολούθησης του Κυρίου Ιησού, που δεν γίνεται χωρίς απάρνηση του εαυτού μας, χωρίς αποδοχή των σταυρικών εμπειριών, χωρίς άφημα στα χέρια του Θεού με παιδική απλότητα και πίστη.
Ο Ωσίος Γέροντας Γεώργιος γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1901 από γονείς ευσεβείς. Στο Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Αθανάσιος.
Ήταν βρέφος ακόμα όταν οι καλοί του γονείς κοιμήθηκαν. Η ευλαβέσθετη γεγιά του φύτεψε στην καρδιά του την ευλάβεια και την αγάπη προς τη λειτουργική ζωή. Ήταν επτά ετών όταν πήγε μαζί της προσκύνημα στο θαυμαστό μοναστήρι του Πόντου στην Παναγία Σουμελά.
Από τα πέντε του χρόνια ο Όσιος γίνεται βοσκός των λίγων ζώων του αδελφού του, ο οποίος του φερόταν με εξαιρετική σκληρότητα και ασπλαχνία. Η γιαγιά λυπόταν για αυτή τη συμπεριφορά εκείνου, αλλά και χαιρόταν για την πνευματική προκοπή του μικρού Αθανασίου, που υπέμενε αγόγγιστα, μάθαινε να προσεύχεται στην ησυχία των βουνών, στις εκκλησίες και να ψελνει.
Οι ευλοβείς κληρικοί του τόπου του, έβλεπαν πάνω του καθώς και στην αδελφή του Άννα πλούσια την χάρη του Θεού.
Η πονεμένη γιαγιά προεσθάνθηκε το τέλος της και έδωσε στα δύο εκλεκτά εγγόνια τις τελευταίες συμβουλές και την ευχή της. Στον Αθανάσιο μάλιστα έδωσε ως φυλαχτό μια μικρή εικόνα της Παναγίας. Η αδελφή του Οσίου Άννα αναπαύθηκε μικρή.
Οι Τούρκοι έβλεπαν συχνά φως να βγαίνει από τον τάφο του κοριτσιού. Όταν μετά τριετία έγινε η εκταφή, τα λείψα να βρέθηκαν να έχουν το κετρινοπό χρώμα των Οσίων.
Αργότερα, όταν ο Όσιος αδελφός της ήρθε στην Ελλάδα, έφερε και μέρος των λειψάνων της.
Η εναπομείνωσα οικογένεια, ο παππούς, ο Αθανάσιος και ο κακότροπος παντρεμένος πια αδελφός του, μετανάστευσαν όταν ο Όσιος ήταν επτά χρονών στο Ερζερούμ της Μεγάλης Αρμενίας. Ο αδελφός του συνέχιζε να τον κακομεταχειρίζεται και να τον κουράζει με βαριές για την ηλικία του εργασίες και το ευλογημένο παιδί μετά την κύμηση και του παππού του, έφυγε κρυφά από το σπίτι.
Λύπνει τη δραστηριότητα, η δραστηριότητα, η δραστηριότητα.
Διαβαίνοντας το χιονοσκέπαστο κάφκασο, μόνος και απροστάτευτος, θα είχε θαφτή μέσα στα χιόνια, αν δεν τον έδρισκαν περαστικοί αγωγιάτες που τον παρέδωσαν τελικά σε ένα φιλάνθρωπο Τούρκο να τον βοηθήσει να συνέλθει.
Ο Τούρκος τον κράτησε με αγάπη ως μέλος της οικογένειας και σύντομα κέρδισε την εκτίμησή τους με την εργατικότητα, την καλοσύνη και την πρόορειη σοβαρότητά του. Χαίρονταν να τον ακούν να ψέλνει και να προσεύχεται θερμά.
Όταν μάλιστα ο πατέρας της οικογένειας είχε στον ύπνο του αποκάλυψη πως το παιδί που ευεργέτησε είναι προορισμένο να φέρει πολλούς στο Θεό και πως πρέπει να οδηγηθεί σε μοναστήρι, λυπόταν όλοι τους να το αποχωριστούν.
Ωστόσο, στο μικρό Αθανάσιο, καθώς βοσκούσε τα ζώα και προσευχόταν, παρουσιάστηκαν οι τρεις ιεράρχες, οι οποίοι στη στοργική συνομιλία μαζί του, του αποκάλυψαν τη μοναχική του κλήση.
Μετά από αυτό, ο Τούρκος του ομολόγησε πως είναι ο ίδιος κρυπτοχριστιανός και τον οδίγησε σε εκκλησία που έκρυβε το υπόγειο του σπιτιού του, όπου και ο μικρός αναγνώρισε στην εικόνα τους τους τρεις ιεράρχες.
Θα καθυστερούσε ακόμη η αγάπη της οικογένειας αυτής, το μικρό ασκητή στον κόσμο, αν ο Άγιος Γεώργιος δεν εμφανιζόταν έφυπος και δεν τον έπαιρνε μαζί του.
Σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκαν στην τυφλίδα της Γεωργίας, έξω από ναό, στον οποίο μόλις γινόταν η απόλυση της Θείας Λειτουργίας.
Το αγιασμένο εκ κοιλίας μητρός παιδί, το πλησίασε τότε μια ενάρετη μοναχή ονόματι Ευγενία και αφού πληροφορήθηκε τα βάσανα αλλά και τις επεμβάσεις των αγίων στη ζωή του, το κράτησε αρχικά κοντά της και στη συνέχεια το παρέδωσε στον πνευματικό της.
Μαζί του ήταν χαρούμενο που θα μπορούσε καθημερινά να υπηρετεί στο ναό.
Ο πνευματικός του έβγαλε τα φτωχικά λερωμένα ρούχα και σε ηλικία 9 ετών του φόρεσε το ράσο που δεν θα το αποχωριζόταν τα υπόλοιπα 50 χρόνια της ζωής του. Αλλά ο προορισμός του ήταν το μοναστήρι και ο μικρός οδηγήθηκε στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής που ήταν μεγάλο προσκύνημα της περιοχής.
Ο Ηγούμενος τον δέχτηκε με πολύ συγκίνηση για την αφοσίωσή του στη λατρεία του Θεού, για το πνεύμα σοφίας, συνέσεως και φόβου Θεού που στόλησε την αθώα ψυχή του.
Αγαπήθηκε από όλους στη Μονή για την προθυμία στα πνευματικά και την επιτηδιότητα στα διακονίματα.
Από πόθο ασκήσεως με τρίχες αλόγου έφτιαξε μόνος του φανέλα και τη φορούσε κατάσαρκα.
Όταν ο ηγούμενος και πνευματικός οδηγός του του είπε πως βιάζεται στην ασκητική κακοπάθεια, ο μικρός σώσιος απάντησε ταπεινά «εγώ έτσι θα περάσω τη ζωή μου».
Στο μεταξύ έμαθε τη γεωργιανή γλώσσα, στην οποία γινόταν οι ακολουθίες και προχώρησε στη μαθητία στην υπακοή, στη διακονία και στην προσευχή.
Ο ζήλος, η σπάνια εμπειρία και σοβαρότητά του που θύμιζε αρχαίους αισκητές ενθάριναν τον ηγούμενο να τον ρασοφορέσει νέο.
Το 1919 κήρεται μοναχός και δίνει τις μοναχικές υποσχέσεις.
Από Αθανάσιος ονομάζεται Σημεών.
Κατά την ώρα της κουράς του, άρχισαν να χτυπούν τα σύμμανδρα και οι καμπάνες από μόνες τους.
Ο ουρανός εκδήλωνε τη χαρά του για τον προσφερόμενο.
Όλοι φοβήθηκαν βέβαια γιατί μετά την επανάσταση του 1917,
στη Ρωσία είχαν αρχίσει τρομερές διώξεις κατά των πιστών
και απαγορεύτηκε η κρούση καμπάνας.
Μοναστήρια και εκκλησίες λεηλατήθηκαν, κληρικοί και μοναχοί μαρτύρησαν κατά χιλιάδας.
Συλήψεις, εξωρίες, φυλακήσεις, διωγμοί, στερήσεις, βασανισμοί και εμπεγμοί.
Το μοναστήρι του Οσίου Γέροντος λεηλατήθηκε.
Οι πατέρες φυλακίστηκαν και μαζί τους κλείστηκε και ο Όσιος σε ένα άθλιο μπουντρούμι.
Κοιμόταν σε μια σανίδα που ήταν πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία περνούσαν ακαθαρσίες υπονόμων.
Πολλοί πατέρες και ο ηγούμενος πέθαναν από τις ταλαιπωρίες.
Τον νεαρό όσιο τον έβγαλαν, τον γύμνωσαν και με δεμένα πίσω τα χέρια τον διαπόμπευσαν στους δρόμους της πόλης.
Τέλος αποφάσισαν να τους εκτελέσουν όλους.
Μια νύχτα του Πάσχα, που δεν τους επέτρεψαν να εκκλησιαστούν, οι κρατούμενοι μοναχοί και κληρικοί προσευχήθηκαν θερμά και καθώς έψαλναν το Χριστός Ανέστη, οι θύρες της φυλακής άνοιξαν από μόνες τους.
Οι κάθηκοι της πόλης που άκουσαν το θόρυβο και προσέτρεξαν, έβλεπαν όλη τη νύχτα τρεις ιερές μορφές να βαστούν τον τίμιο σταυρό και να περιφέρονται κυκλικά πάνω από τη φυλακή ψάλλοντας.
Την επομένη, οι κρατούμενοι ήταν έτοιμοι για το μαρτύριο. Τους ασπροφόρεσαν, τους έδασαν μεταξύ τους τα χέρια και τους οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως.
Κάτω γκρεμί και γύρω βράχια.
Μια σφαίρα χτύπησε στο μεταλλικό περικάλυμα της φιλτισένιας εικόνας της Παναγίας, το φυλαχτό της γιαγιάς του,
που ως εγκόλπιο φορούσε πάντα στο στήθος του ο Όσιος.
Μια δεύτερη τον χτύπησε εξοδερμικά στο λαιμό και μια τρίτη στα πόδια, χωρίς να του κάνει μεγάλο κακό.
Οπωσοίταν δεμένος με τούς αλλούς παρασύρθηκε κατά την πτώση του στα βράχια χωρίς να τσακιστεί.
Υπήρχε νόμος σύμφωνο με τον οποίο ο δεχόμενος τρεις σφαίρες και μη αποθνίσκον να αφήνεται ελεύθερος.
Ο διοικητής των φυλακών όμως επέμενε να ανταλλάξει την ελευθερία του με άρνηση της πίστης του.
Ο όσιος απάντησε τολμηρά πως η εξουσία εκείνου δεν ήταν περισσότερη από του Θεού.
Τον ξανάκλυσαν στο σκοτεινότερο κελί που υπήρχε, γυμνό και να πέφτουν πάνω του ακαθαρσίες.
Ο ομολογητής και μάρτυρας ασθένησε με τον καιρό βαριά, του έπασαν τα δόντια και έπαθαν τα πόδια του.
Τον ενίσχυσε τότε μια νέα επίσκεψη του Αγίου Γεωργίου, ενώ μια προσκυνήτρια βοήθησε να αποφυλακισθεί.
Πιστοί Χριστιανοί φρόντισαν τον όσιο επί καιρό μετά τις κακουχίες αυτές,
ενώ ο ίδιος δεν επαβαιμένα και ανοίχτα να προσεύχεται,
αλλά και να βοηθά με το λόγο και το παράδειγμα του όσους τον πλησίαζαν.
Ήδη από το 1923 είχε μεταφερθεί από την Τιφλίδα στο Σουχουμ.
Εκεί συνέχισε τα μοναχικά του παλέσματα.
Ήταν ένας ασκητής μέσα στην πόλη.
Έπινε πετρέλαιο για να μην κοιμάται
και έτριβε με πιπέρι τα μάτια για να μην κλείνουν.
Έψαχνε να βρει μέσα και τρόπους για να είναι το πνεύμα του σε εγρήγορση.
Ο Θεός δε φανερώνεται στις μαλθακές και δειλές ψυχές.
Τα λόγια του ήταν λίγα.
Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στο απόμερο δωμάτιό του
μπροστά στις εικόνες του και τα αγαπητά του ιερά βιβλία.
Το 1925 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και από σημεών ονομάζεται πλέον Γεώργιος.
Έγινε γνωστός ως διακριτικός και διορατικός γέροντας και οι πιστοί τον σέβαναν ως Άγιο.
Το 1929 δύο αφοσιωμένες οικογένειες Ποντίων μετά πολλές δυσκολίες για το ξεπέρασμα των διαδικασιών, εφόσον ήταν Ρώσος πολίτης, τον πήραν μαζί τους κατά τη μετήκησή τους στην Ελλάδα.
Όσα χρόνια έζησες τον Πόντο στη Γεωργία και στη Ρωσία, άλλα τόσα του απομένουν γεμάτα νέους αγώνες για τον εαυτό του και για τους κλησίων.
ο Ωσίος κατέληξε να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό Σίψα της Δράμας, όπου είχε αρκετούς γνωστούς και κάποιους συγγενείς.
Οι αναπηρίες που του άφησαν οι φυλακήσεις, ωστόσο παρέμπτουν,
Μετά από σύντομη παραμονή σε άλλες πόλεις, ο Όσιος κατέληξε να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό Σίψα της Δράμας,
όπου είχε αρκετούς γνωστούς και κάποιους συγγενείς.
Οι αναπηρίες που του άφησαν οι φυλακήσεις ωστόσο παρέμεναν.
Έπασχε από χρόνια κρυολογήματα και αναιμία και γενικά ήταν πολύ φιλάσθαινος και συχνά έμενα εκκληνήρης.
Πολλές φορές κατά τις μετακινήσεις του δεν μπορούσε καθόλου να πραπατήσει και αναγκαζόταν οι άνθρωποι του να τον σηκώνουν στους όμους.
Με βότανα και πρακτικές θεραπείας κατάφεραν να θεραπεύσουν κάπως τα πόδια του που είχαν αρχίσει να μην κινούνται.
Εκείνος, ωστόσο, δεν έπαβε την άσκηση.
Στο δωμάτιό του, στη Σύψα, είχε στήσει δύο καδρόνια για να στηρίζεται όταν έψαλε την παράκληση της Παναγίας ή άλλες ακολουθίες.
Στις ακολουθίες αυτές συχνά υπήρχε και ένα ευσεβές εκκλησιασμά.
Ανάμεσά τους υπήρχαν πιστοί που έβλεπαν στη διάρκεια των ακολουθιών τα πόδια του οσίου γέροντα να μην πατούν στη γη.
Τον πρώτο χρόνο μάλιστα, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, παρέμεινε άσυτος και άποτος, αμύλητος και συγκεντρωμένος.
Πολύ λίγες στιγμές ακουγόταν να ψηθυρίζει μια γλώσσα ακατανόητη, ουράνια, εκτός του κόσμου τούτου.
Τον θεώρησαν αιτιμοθάνατο και τον μετάλαβαν.
Ο Όσιος άνοιξε τα μάτια του και μίλησε καθαρά την ημέρα της εορτής της κοιμήσεως της Θεοτόκου,
οπότε ζήτησε κάτι να πιει και να φάει.
Είλεγξε μάλιστα κάποιες γυναίκες που καθ’ δον προς το κατάλημά του κατέκριναν.
Στο χωριό υπήρχε εκείνη την εποχή και ένας βαριά άρρωστος που επί οκτώ μήνες δεν έβγαινε η ψυχή του.
ζήτησε ο όσιος και τον μετέφεραν σηκωτό στο σπίτι του αρρώστου,
τον οποίο ήλεγξε για ψευδορκία και ψευδομαρτυρία.
Μετά την ομολογία του αμαρτήματος και απόδοση τιμής προς τον τάφο του ανθρώπου
που ο άρρωστος είχε εξαπατήσει,
του διάβασε συγκορητική ευχή,
οπότε εκείνος κοιμήθηκε ειρηνικά.
Το γεγονός συγκλώνησε τους χορυπούς
και κατέθεσε στην καρδιά τους οριστικά τη βεβαιότητα της αγιότητας και των θαυμάτων.
Το 1938 το κράτος διένυμε στους πρόσφυγες κτήματα,
οπότε στο γέροντα παραχωρήθηκαν τέσσερα στρέματα γης,
όπου έκτισε με τη βοήθεια των πιστών ένα πρόχειρο εκκλησάκι,
κελί και ένα ταπεινό ξενώνα.
Τον επόμενο χρόνο, 1939, ανικοτομήθηκε κανονικά ο Ναός της Αναλήψεως και μπροστά του το κελί του Οσίου.
Το μοναστήρι έγινε γνωστό ιδιαίτερα στους πρόσφυγες και πολλοίς κόσμος κατέφευγε εκεί για να εξομολογηθεί, να λειτουργηθεί, να μεταλάβει και να ενισχυθεί από το χορισματούχο καλόγερο.
Τρία χρόνια πριν από την ίδρυση της Μονής, ο Όσιος είχε πάει προσκυνητή στα Ιεροσόλυμα.
Ο διακαΐς πόθος της επισκέψιος των Αγίων τόπων συναντάται συχνά στους βίους πολλών Αγίων.
Με δέος και ταπείνωση προσκύνησε τα Θεοβάδη στα μέρη.
Επισκέφτηκε τα μοναστήρια και ασκητήρια μοναχών και σε ένα από αυτά, κοντά στη Μονή του Αγίου Σάβα,
Συνάντησε κατατρόπο θαυμαστό έναν ασκητή ο οποίος είχε αποκάλυψη πως ο διερχόμενος νέος μοναχός είναι ανευσιός του.
Ο Όσιος με πολύ σεβασμό ζήτησε τις συμβουλές του ενάρρετου ασκητή θείου του.
Ρώτησε μάλιστα αν πρέπει να παραμείνει πλησίον του κόσμου που διψασμένος συνέρεε κοντά του ή να φύγει για την ησυχία του Αγίου Όρους.
το θέλημα του Αγίου Θεού εκφράστηκε διέ του γυρεού ασκητή με τρόπο σαφή.
Όφιλε αυτός να παραμείνει εκεί που ήταν για να βοηθάει τους εσκοτισμένους από την αμαρτία που παρέπεαν χωρίς οδηγό.
Να κηρύτει το λόγο του Θεού, να ελεεί, να αγαπά, να υπομένει και να εγκρατεύεται.
Σε αυτόν τον μεγάλο και ανυποχώρητο ασκητή προήχε το χάρισμα της Πατρότητας και της Αγάπης.
Γι’ αυτή λοιπόν την υπακοή στο θέλημα του Θεού, ο Γέροντας παρέμεινα στη Σίψα και γι’ αυτήν ίδρυσε τη Μονή του.
Εδώ όμως ο χρόνος μας τελείωσε.
Θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού
στην επόμενη εκπομπή μας.
Αγαπητοί ακροατές,
Αγαπητοί ακροατές χαίρετε.
Συνεχίζουμε σήμερα την ανάγνωση του βίου του οσίου γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη του ομολογητή,
του ιδρυτή της γυναικίας Μονής Αναλήψεως που βρίσκεται στο χωριό Σίψα πολύ κοντά στην πόλη της Δράμας.
Πριν εκταθούμε στους τρόπους με τους οποίους λειτούργησε σ’ αυτόν το χάρισμα της πατρότητας τα επόμενα χρόνια και ως την κοίμησή του,
οφείλουμε να αναφερθούμε σε δύο θαυμαστά γεγονότα της πρόνοιας του Θεού γι’ αυτόν.
Πρώτα, στη θαυματουργική θεραπεία της σοβαρής πάθησης των ποδιών του.
Ή μάλλον, αφήνουμε να μας τη διηγηθεί ο ίδιος.
Ήμουν σχεδόν παράλυτος και δεν μπορούσα να εξυπηρετηθώ.
Ένα βράδυ άφησα όλα τα δάκρυα της ψυχής μου.
Τότε εμφανίστηκε ένας γέροντας και μου είπε «γιατί κλαις παιδί μου, πολύ με λείπησες».
«Και ποιος είσαι εσύ» τον ρώτησα. «Είμαι ο θείος Νικόλαος, αν γίνεις καλά, έλα να με βρεις, μένω πίσω από αυτό το βουνό» μου είπε.
Την άλλη μέρα έψαξα. Βάδιζα με τα τέσσαρα. Γέμισα αίματα. Τον βρήκα. Πήρα και έναν παπά και κάναμε ευχαίλεο. Χρήστηκα σε όλο το σώμα. Έγινα καλά με τη βοήθεια του Αγίου Νικολάου και από τότε έτρωγα μόνος μου.
Το άλλο γεγονός συνέβη στα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής.
Το 1941, οι Βουλγαροί τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν για σφαγή.
Τους ακολούθησε αδιαμαρτήρητα.
Όταν έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης, τους ζήτησε να του επιτρέψουν να προσευχηθεί για λίγο.
Μετά την προσευχή, ήρεμα τους είπε να προχωρήσουν στο έργο τους.
Εκείνοι με φόβο και τρόμο τον άφησαν εκεί και έφυγαν σαν κυνηγημένοι.
Με τέτοια γεγονότα και σημεία της θείας πρόνοιας, μέσα σε συνεχείς δοκιμασίες και ασθένειες και διώξεις,
κυλούσε αυτή η μακαρία ζωή της υπομονής και της πίστης.
Αποβλέποντας εις τον της πίστεως αρχηγών και τελειωτήν, ήησουν.
Ο όσιος γέροντας Γεώργιος αγωνιζόταν μέχρι το τέλος του να είναι ελεύθερος από τα δεσμά της ύλης, χωρίς καμιά ξένη αγάπη στην καρδιά του.
Η τροφή του ήταν πολύ λυτή και άνωστη. Η ζωή του ήταν μια διαρκής νηστεία.
Κρέας δεν έτρωγε ποτέ και ψάρια πολύ σπάνια. Πολλές φορές περνούσε όλη τη μέρα με ένα ρόφιμα.
Κατά κανόνα, έτρωγε χορταρικά.
Με την κατάλησή που έκανε της Θείας Κοινωνίας,
μπορούσε να κρατά τέσσερις μέρες.
Στις διδαχές του, τόνιζε ιδιαίτερα το θέμα της νηστείας
και πόσο ωφελούν το σώμα και την ψυχή οι σαρακοστές.
Ο λίγος ύπνος του ήταν διαποτισμένος από την προσευχή
που διακατήχε όλες τις στιγμές της ζωής του
και η μνήμη του Θεού φώτιζε και τα όνειρά του.
Παρά τις αρρώστιες του αγρυπνούσε σχεδόν καθημερινά.
Το στρώμα του ήταν φτιαγμένο από ένα κάλυμα με τρίχο μακατσίκας,
απλωμένο στα σανίδια.
Όταν τον παρακάλασε να του φτιάξουν ένα καινούριο ζωστικό,
γιατί αυτό που φορούσε είχε λιώσει και σχεδόν διαλύθη,
διακριτικά αρνήθηκε.
Τριάντα χρόνια το έχω στην πλάτη μου και με αυτό θα πεθάνω.
Είχε συχνές και σκληρές επιθέσεις δαιμόνων αλλά και κακοπροέρετων και φανατικών ανθρώπων.
Τα υπέμενε όλα με πολλή προσευχή και αγόγγιστα,
ιδίως όταν κατά τον εμφύλιο πόλεμο χτυπήθηκε από τους αριστερούς.
Είχε πρόσωπο πονεμένο αλλά φωτεινό, διαπεραστικό βλέμμα, κινήσεις λίγες, περιορισμένες σκέψεις, απεριέργεια, εγκράτεια, πάνω απ’ όλα υπομονή και θυσιαστική αγάπη για το Θεό και για τον άνθρωπο.
Αυτής της αγάπης ήταν δείγμα η αυστηρή του άσκηση, αυτή καθόριζε τα βιώματά του και αυτά τον κινούσαν σε πατρικές διδαχές προκειμένου να μοιραστεί την εμπειρία του.
Επί την βήθλε μ’ αναχώμεν’ η Διαννία,
καὶ κατὶ δόμεν ἐν τὸ σπήλαιο Μεγάλις Πυρειῶν,
ἴν ἡ θεγάνιευ ἐκ παρθένου ἀνὶ Θεοῦ Προέμου.
Ο όσιος και μάρτις και ομολογητής, ο διορατικός και προορατικός που από νύπιο ήταν δοσμένος στη λειτουργική ζωή,
όταν δεν τον εμπόδιζαν οι ασθένειες του, λειτουργούσε συνέχεια.
Έκαμε τέσσερα σαρνταλίτουργα το χρόνο.
Συγκρονόταν από τα μεσά ανοιχτά για να προσευχηθεί και να ετοιμαστεί για τη Θεία Λειτουργία.
Στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Στο τέλος καλούσε αυτούς που του τα είχαν δώσει, συγγενείς ή φίλους, και για τους ζώντες όταν χρειαζόταν,
ανέφερε διακριτικά για τα προβλήματά τους, προς ενίσχυση και διόρθωση, ενώ όταν επρόκειτο για κοιμηθέντας,
μιλούσε για την κατάστασή τους ή τον τρόπο του θανάτου τους, ώστε να φροντίσουν οι δικοί τους για μνημόσυνα, ελεημοσύνες και λειτουργίες προς άφεσην αμαρτιών.
Πολλοί τότε πρωτομάθαιναν και με λεπτομέρειες το τέλος αγνοούμενων συγκενών.
Ενύονται, όσο μνημόνευε στην Αγία Πρόθεση ονόματα, οι δαίμονες δημιουργούσαν θόρυβο και τον περιγελούσαν για να σταματήσει τη μνημόνευση.
Στη Θεία Λειτουργία ζούσε το μυστήριο γεμάτος δέος. Πολλοί τον έβλεπαν να μην πατάστηγε.
Πρότου μεταφόβου διάβαζε σ’ όσους θα κοινωνούσαν συγχωρητική ευχή και τους έχρυε σταυροειδός με το λάδι του ευχελέου ή της κανδύλας.
Δεν κοινωνούσε όσους έχοντας σοβαρό παράπτωμα δεν είχαν εξομολογηθεί.
Σε πιστή που τον είδε κατά τη Θεία Λειτουργία να λάμπει δυνατά ο όσιος απάντησε.
«Είμαι άξιος να λάμψω»
ο Χριστός ήταν, μπορεί η λάμψη του Χριστού να έπεφτε πάνω μου.
Συλλειτουργούσε συχνά με αγίους ουράνιους φίλους του,
που τους μνημόνευε κατά την απόλυση βαθύτατα συγκινημένος.
Έτρεμαν τα χέρια του και η ταπείνωση συναγωνιζόταν τη χαρά του.
Το πρόσωπό του ήταν αλειωμένο και φωτεινό.
Ιδιαίτερη σχέση βέβαια είχε με την Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο,
το πρόδρομο των προστάτη των μοναχών.
Οι ουράνιοι επισκέπτες του κάποτε έκαναν αισθητή την παρουσία τους και σε προσκυνητές
με έντονο θόρυβο στο Άγιο βήμα ή με την άρρητη ευωδία τους.
Άλλοτε μετά τέτοιες παρουσίες από άρρωστος ο όσιος γινόταν καλά.
Την παραμονή του πολέμου με τους Ιταλούς,
Όσιος έκλαγε συνέχεια για την ορφάνια του και έλεγε «έφυγε η Παναγία με τον Άγιο Γεώργιο στο μέτωπο».
Άγνωστο προσκυνητή τον φώναξε Όσιος με το όνομά του και του φανέρωσε το πρόβλημά του και την πρόθεση να εγχειριστεί στο εξωτερικό.
Αντί της εγχείρησης τον έστειλε να κάνει τρεις αγρυπνίες στον τίμιο πρόδρομο της Καβάλλας, να τον παρακαλέσει και να λουστεί με το αγίασμα.
Ο άρρωστος υπάκουσε και έγινε καλά.
Παρόμοια παρέπεμψε άλλους σε εκκλησίες του Αγίου Νικολάου ή στον Άγιο Γρηγόριο στη Νέα Καρβάλη,
στον Τίμιο Πρόδρομος της Σέρες, στον Άγιο Αντώνιο της Βέρειας και βρήκαν ίαση.
Φρόντιζε ιδιαίτερα να μάθει τους χωρικούς να εκκλησιάζονται.
Στις μεγάλες γιορτές τα πρώτα χρόνια,
Γι’ αυτό το σκοπό λειτουργούσε στην εκκλησία του χωριού και έστελνε κάποιον να τους ειδοποιήσει να παρατήσουν τις απασχολήσεις τους και να αρθούν να εκκλησιαστούν.
Στεκόταν με αγάπη κοντά στο πίμνιο παρακολουθούσε την πορεία της ζωής τους.
Αν υπήρχε διχόνια μεταξύ των χωρικών τους συμφιλίωνε και τους οδηγούσε στη ζωή της εκκλησίας.
Σε γυναίκα με δύο δαιμονισμένες κόρες, ο όσοιος προανήγγειλε τη θεραπεία μόνο της μίας.
Η άλλη θα παρέμενε στην κατάσταση αυτή για να θυμάται ο πατέρας τους ότι έκλευε στο ζύγισμα.
Θράπευσε ο ίδιος μια ανευρασθενική που της είχε πει νωρίτερα.
«Για σένα μαλώνω με την Παναγία για να σε κάνει καλά».
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι ο Όσιος όλους τους έκανε καλά.
Αυτό ήταν θέμα της αγάπης του Θεού, στην οποία είχε αφεθεί τελείως ο ίδιος, που από το Πνεύμα Εκείνου Εκείνητο.
Η προσευχητική τους συμβολή σε θεραπείες ασθενών, δεν σημαίνει εξάλλου ότι δεν τιμούσε τους γιατρούς.
έστρελνα συχνά και σε αυτούς χωρισμένες περιπτώσεις.
ο Αναρχός, Άγιος Ισχυρός, ο Υιός, ο Σαρκωθής,
Αγίος Αθάνατος,
το παράγνητο πνεύμα,
πριασανγία δόσαν.
Κάποτε που κατά παραγγελία του, πνευματικές του κόρες έκαναν αγρυπνία κατά την αορθή του ευαγγελισμού
στον Άγιο Μυνά της Θεσσαλονίκης,
Έβλεπα αν τον όσιο γέροντα Γεώργιος λειτουργούντα με τον εφημέριο του ναού στο Άγιο βήμα.
Όταν ο ιερεύς τους βεβαίωσε πως δεν είχε μαζί του άλλον λειτουργό,
θαύμασαν τη μυστική παρουσία του οσίου που ήθελε να ενισχύσει τα αγρυπνούντα τέκνα του.
Όταν αργότερα η υπεύθυνη αυτών των προσώπων αδελφή Άννα του το ανέφερε,
Είπε Μονάχα πως αυτό έγινε για να συμμορφωθεί η συνοδεία της,
εφόσον άλλοι από αυτές κινήτασαν φαρισαίος με στόχο την κάυχηση,
άλλοι ελεεί φανερά και χάνει το μισθό της,
άλλοι φθονεί και επιθυμεί ό,τι δει στην άλλη,
άλλοι είναι απελπισμένοι.
Είπε μάλιστα, να τις καλέσεις και να πεις,
η αγρυπνία έγινε για όλες, να τους τα πεις καθαρά,
Τα πουλάκια να τους πεις ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν και δεν χάνονται.
Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η επελπισσία είναι σχεδόν απιστεία.
Αυτός ορακέντητος καλόγερος με το ξεθοριασμένο κουκούλιο και το μπαλωμένο ζωστικό,
γινόταν την ώρα της Θείας Λειτουργίας άψογος κατά πάντα και απαιτούσε μέσα στο ναό τάξη και ησυχία.
Δεν ήθελε μετακινήσεις και συζητήσεις και αγαπούσε την Ορθοστασία όσο μπορούσε.
Έλεγε συχνά «να μην κάθεστε την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο νους σας να μην πετάει εδώ και εκεί.
Όσο θα είστε στην Εκκλησία να το πάρετε απόφαση, να δώσετε όλο το χρόνο στην προσευχή».
Σε μια που έμεινε στο ναό με διεσπασμένονου είπε,
«Στην εκκλησία τα ρούχα σου τα έβλεπα,
μα εσένα δεν σε έβλεπα».
Αντίθετα είπε σε άλλη,
«Χαρά σε σένα, πάντα τέτοιες προσευχές να κάνεις,
η παράκλησή σου εισαχούστηκε.
Φιλέψον τη κόρη Μαρία βατών,
καταφλέγεσθε, πυρή μικέσθε,
τί έκλει τίς θεότητος,
δυν θρέμε, θρεπίζου,
άνοιγε, πήλι, τίνευε
και μάγι πορεύεσθαι,
η δύντιν σωτηρία,
εν φάτμις παργανούμενων,
ουνας διρεμίνησεν επάνω του σπηλαιού.
Ζω τω τει Κύριον.
Ο ώσιος γέροντας, όταν έβλεπε πνευματικά του τέκνα να μην είναι πρόθυμα να τηρήσουν τα λόγια του, τα έστελνε σε άλλους πνευματικούς.
Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες οικονομίες.
Προτιμούσε να τον πούν παράξενο, αφιλάνθρωπο, κακό, παρά να παραβεί τους ιερούς κανόνες.
Ήταν αυστηρότερος όταν έβλεπε αμετανοησία προκειμένου να διορθώσει τη σκληροκαρδία των προσερχομένων.
Πολλές φορές δοκίμαζε την επιμονή και υπομονή του εξομολογουμένου για να τον βοηθήσει στη σωτηρία του.
ιδιαίτερα λυπόταν όταν οι θελημένα έκρυβαν μερικοί τα αμαρτήματά τους.
Τότε, κατά το χάρισμά του, δημοσίευε το ατόπιμα ώστε να ταπεινωθεί ο κρυπτόμενος.
Αδυνατούσε να συμμαχίσει με το ψέμα.
Οι κανόνες που έβαζε απέβλεπαν σε αίσθηση του μεγέθους της αμαρτίας και της απομάκρυνσης από το Θεό.
Σε μια γυναίκα που αμέλησε να φροντίσει να μεταλάβει ο σύζυγός της πρώτου θανάτου του, δεν της επέτρεψε να κοινωνήσει.
Της όρισε όλη την εβδομάδα να διαβάζει τους 150 ψαλμούς, να τυρί αυστηρά την ιστία, να πηγαίνει κάθε απόγευμα στο απόδειπνο,
να κάνει την καταδύναμη ελεημοσύνη και να μεταλάβει το μεγάλο Σάββατο.
Σε άλλη που άφησε ευωήθητη μια μητέρα που γεννούσε και πέθανε το παιδί,
στάθηκε πολύ αυστηρός στην ασφλαχνία της.
Της όρισε να ζητιανεύσει σε εφτά χωριά από το πρωί μέχρι το βράδυ,
επί μία εβδομάδα, και ό,τι μαζεύει να το μοιράζει σε φτωχούς και ορφανά.
Απέκλεισε την προσφορά να το καλύψει με δικά της χρήματα,
για να ταπεινωθεί με το ζητιανεύμα.
Τον κανόνα αυτόν το συνήθιζε και σε περιπτώσεις μηχίας και νόθων τέκνων.
Σε κάποια που ντρεπόταν να εκτελέσει τον κανόνα, τις είπε υπεύθυνα.
«Μόνο έτσι θα συγχωρεθεί η αμαρτία σου».
Ο όσιος είχε διάκριση και αγάπη.
Η αυστηρότητά του ήταν η ενδεδειγμένη για την κάθε περίπτωση.
Όταν άκουσε κάποιες να κουτσομπολεύουν άσχημα μια παραστρατημένη γυναίκα,
της επέπληξε λέγοντας
«αυτή σήκωσε μια πέτρα
και εσείς πέτρα πέτρα
γεμίσατε ένα τσουβάλι με το κουτσομπολιό σας
και δεν μπορείτε να το σηκώσετε».
Τα χαρίσματα όπως είπαμε
ο Όσιος τα χρησιμοποίησε πάντα
για να βοηθήσει τους προβληματικούς και βασανισμένους
και όχι για μάται η επίδειξη.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την κύμηση ανθρώπου
που θαύτηκε στην ξενιτιά χωρίς εξόδιο ακολουθία,
αποκάλυψε την παράλυψη αυτή στο γιο του και έδωσε οδηγίες
ώστε και η ψυχή να αναπαυθεί και ο γιος να παρηγορηθεί.
Στο δάσκαλο του χωριού που αμφισβητούσε το προορατικό του οσίου,
κάνοντας το λάλημα του παιδινού, του θύμισε την άρνηση του Πέτρου
και τη δική του απιστία και του αποκάλυψε με λεπτομέρειες τα προσωπικά του.
Παρόμοια αντιμετώπισε δύσπη στο ψάλτη γειτονικού χωριού που ήρθε στη Μονή από περίεργεια.
Του έδωσε μάλιστα και λύση σε προσωπικά θέματα, χωρίς εκείνος να τα αναφέρει.
Ο ψάλτης ζήτησε συγχώρεση και ο όσιος του διάβασε ευχή.
Έφυγε διορθωμένος και γεμάτος θαυμασμός.
Ο Ώσιος Γέροντας λυπόταν όταν έρχονταν άνθρωποι που πιο πριν συμβουλεύτηκαν Μάντι ή τον Χόντζα και τον αντιμετώπιζαν και αυτόν ως τέτοιον. Δεν τους δεχόταν.
Μόνον όταν είχαν αγαθεί προέρεση τους συμβούλευε να μην καταφεύγουν σε μαντίες και μαγείες γιατί είναι μεγάλο και φοβερό αμάρτημα.
Όταν προέλεγε τα μέλλοντα, δεν ήταν για να παρουσιαστεί ως προφήτης ή να τρομάξει τον κόσμο, αλλά για να τους συγκεντρώσει το διασκορπισμένο νου, να τους δείξει με τρόπο πως η κίνδυνη είναι καθημερινή και πως από τη ζωή αυτή είμαστε καραστικοί.
Δε θα αναφερθούμε στο πλήθος των προβλέψεων και προειδοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν.
Έκλαιγε προκαταβολικά και για τον πόλεμο του 40 και για τον εμφύλιο που θα ακολουθούσε.
Κατά τον εμφύλιο επανειλημμένα ήρθαν να κάψουν το χωριό και να σκοτώσουν,
όπως έκαναν στα διπλανά χωριά και απορούσαν που γύριζαν άπρακτοι.
Κάποιοι χωρικοί που δύο φορές τους πήγαν στον τόπο της εκτέλεσης,
Έζησαν αυτήν την ανεξήγητη αδυναμία των διωκτών τους.
Ήταν φανερό πως ενεργούσαν οι προσευχές του Οσίου.
Είχε εκ των προτέρων συστήσεις τους κατοίκους του χωριού Σίψα
να λιτανεύσουν την εικόνα της Παναγίας ψάλλοντας,
ώστε να αποφευχθεί το κακό που προείδε.
Με τη δική του Αγία βοήθεια σώθηκε το χωριό και από τους Βούλγαρους,
όταν μετά την επανάσταση της δράμας προχώρησαν σε σπαγές.
Οι Βούλγαροι επικεφαλείς ομολόγησαν πως κάποιον Άγιο έχει το χωριό και το φυλάει,
ώστε τους κόβονται τα πόδια και τα χέρια.
Ο όσιος είπε όταν έφυγαν πως αυτός που τους έκοβε τα χέρια και τα πόδια ήταν ο Τίμιος Πρόδρομος.
Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες απευθύνθηκε σε ομάδα προσκυνητών που καθόταν στην αυλή του μοναστηριού, ελέγχοντας τον καθένα τους για τις δικές του παρελείψεις.
περιπτώσεις που προειδοποίησε ανθρώπους για το χρόνο του θανάτου τους,
ή που θύμισε λυσμονημένα ή θελημένα κρυμμένες αμαρτίες,
ή που ελευθέρωσε από το κακό πνεύμα και συνέτισε κάποια οραματίστρια που τρόμαζε τον κόσμο μιλώντας για μελλοντικές συμφορές.
Τη θεραπεία της ο όσιος γέροντας απέδωσε ταπεινά στις προσευχές νηπίων που ήταν παρώντας την παράκληση που έγινε γι’ αυτό το σκοπό.
Άλλοτε, έδιωξε αμέσως μετά την άφυξη της στη Μονή η γυναίκα, ώστε να προλάβει κάποια έκρηξη στο μαγαζί του συζύγου της, σώζοντας έτσι αυτόν και τους υπαλλήλους του.
Έβλεπε συχνά ποιοι είχαν κάνει ταξίματα ή είχαν χρέη προς εκκλησία και δεν τα εκπλήρωσαν, ή έβλεπε ποια ονόματα παραλήφτηκαν να γραφτούν σε χαρτιά που του δόθηκαν για μνημόνευση.
Ποιες γυναίκες έκαναν έκτρωση ή βοήθησαν άλλες να κάνουν, ποιοι βαρύνονταν από κλοπές και αδικίες.
Κάποτε προειδοποίησε πριν από δεκαεπενταετία η γυναίκα πως ο πατέρας της θα ερχόταν στην πόρτα της και θα τον γύριζε πίσω.
Παρ’ ό,τι ελεούσε συνήθως κατά τα μικρά της μέτρα κάποια παραμονή Χριστουγένων, που ένας ξυπόλυτος χτύπησε και τη δικιά της πόρτα και τη ζήτησε αν έχει πακούτσια, του είπε «Δεν έχω» και του έκλεισε την πόρτα.
καθόρων μου την ήδη,
ο ψιγάρτο τικτόμενον,
εξέμου και χαρή.
Αλλά τη συνέχεια του Βίου και της πολιτείας του Οσίου Γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη,
μέχρι την Αγία Εκκίνησή Του και όλα όσα αφορούν την ποιμαντική Του και τα θαύματα με τα οποία Τον δόξασε ο Θεός,
θα μας είναι ευλογημένη συντροφιά και παρηγορία και ενίσχυση και στην επόμενη εκπομπή.
Μέχρι τότε, αγαπητοί ακροατές, ας δώσει ο Κύριος να είμαστε στην ασφαλή προστασία Του όλοι.
Τα μήνω.
γιατί θέλει μετά σου ο Κύλιος και διασύμμε θυμό.
Αγαπητοί ακροατές χαίρετε.
Συνεχίζουμε και σήμερα
τα του ΒΙου και της Πολιτείας
του νέου Οσίου Γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, του ομολογητού,
του οποίου πρόσφατα έγινε η Αγιοκατάταξη
και εορτάστηκε πρώτη φορά η μνήμη του επίσημα
«Ο Σαγίου» στις 4 του Νοεμβρίου
στη Μονή Αναλήψεως του Κοριού Σίψα της Δράμμας,
της οποίας υπήρξε ιδρυτής.
Δεν θα σταθούμε στην αφάνταστη για ασθενικό άνθρωπο εργατικότητα του Οσίου
ούτε ιδιαίτερα στη φιλοξενία και στην απίστευτα μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα,
στην οποία συχνά συμμετείχαν και τα πνευματικά του παιδιά.
Κατά την κατοχή μάλιστα, μαγείρευε σε καζάνια φαγητό για τους πεινασμένους των φυλακών της δράμας.
Όταν οι Βούλγαροι έκαψαν το χωριό, βαθύλακος,
ο Όσιος έστειλε στους κατοίκους του όλη την οικοσκευή του ξενώνατου, ρούχα και τροφές.
Φόρτωνε, κατά τις μαρτυρίες πολλών, συνέχεια ζώα με διάφορα τρόφιμα και τα μοίραζε στα γύρω χωριά.
Χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του ούτε φύλαγε. Πλούτος του ήταν η πτωχία που αγάπησε από μικρός.
Τα μοίραζε όλα στους φτωχούς, χωρίς να υπολογίζει αν θα μείνει ο ίδιος νηστικός.
Λίγο πριν κοιμηθεί, έδωσε εντολή όλα τα αγαθά της Μονής να μοιραστούν στους αναγκεμένους.
Συνήθιζε να λέει πως «Η προσευχή χωρίς ελεημοσύνη είναι νεκρή.
Η στεία, αγρυπνία, προσευχή είναι ουράνια χαρίσματα.
Χρειάζονται όμως και τα έργα, η προστασία και η βοήθεια αυτοχών».
Κάποτε που έδωσε λίγα χρήματα σε μια γυναίκα, η οποία φαίνεται πως δεν είχε μεγάλη ανάγκη,
Οπότε όσα πνευματικοπαίδια το πήραν είδηση ή είχαν λογισμούς, τους είπε
«Αν γνωρίζατε τι χαρά της έδωσα,
να γνωρίζατε πόσο ευχαριστήθηκες τη χαρά της η Παναγία».
Αδελφοί ακροατές, δεν σχολιάζουμε αυτόν τον εξέσιο λόγο του ανθρώπου του Θεού.
Αφήνουμε μόνο να ποτίσει τον αγρό της καρδιάς μας και να φέρει πνευματική εφορία σε όλους μας.
Έλεγε ακόμη ο όσιος γέροντας Γεώργιος, «Να αγαπάτε όλους τους συνανθρώπους σας, ακόμη και τους εχθρούς σας. Αυτό είναι το πιο βασικό. Πάντα αγάπη και σ’ αυτούς που μας αγαπούν, αλλά και σ’ αυτούς που μας μισούν. Να τους συγχωρούμε και να τους αγαπούμε όλους, καις μας έχουν κάνει και το πιο μεγάλο κακό».
Τότε είμαστε αληθινά τέκνα του Θεού. Τότε συγχωρούνται για τα δικά μας αμαρτήματα.
Αν αγαπάτε όλον τον κόσμο χωρίς να μισείτε κανένα, τότε μόνο είστε παιδιά μου και σε αυτή και στην άλλη ζωή.
Πάντα αγάπη να κηρύτετε. Αυτός είναι ο πιο βασικός νόμος του Θεού.
Έλεγε ακόμη, μη σκέφτεστε μόνο τι θα φάτε, τι θα φορέσετε, τι μεγάλο σπίτι θα χτίσετε.
Να χτυπάτε τις πόρτες των φτωχών, των αρρώστων, των ορθανών.
Περισσότερο να προτιμάτε τα σπίτια των θλιμμένων παρά των χαρούμενων.
Πάντα να ζείτε σεμνά και ταπεινά, δίχως εγωϊσμό.
Να συναναστρέφεστε με φτωχούς και με ανθρώπους που οι άλλοι τους ταπεινώνουν.
Σημειώνουμε ακόμα τη στάση του Οσίου όταν, κατά τον Εμφύλιο,
ήρθαν φανατικοί άθεοι και φόρτωναν σε ζώα τα πράγματα της Μονής.
Ο όσιος έβλεπε τη ληστεία ατάραχος. Θεώρησε ότι τα έχουν ανάγκη.
Όταν όμως ο αρχηγός τους πήρε μια ιερατική στολή και είπε με αφθάδια και ασέβεια πως θα την κάνει εσώρουγα,
ο γέροντας πόνεσε για τη βλασφημία.
Ο βλάσφημος δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί και ένα ζώο τον χτύπησε και τον άφησε νεκρό.
οπότε όλη η ομάδα του άφησε τα κλοπημαία και έφυγε συντετριμένη.
Ο Άγιος Γέροντας λυπήθηκε ολόψυχα τον αμετανόητο βλάσφημο.
Άγιε, Άγιε, Άγιε,
Ο Ωσίος Γέροντας Γεώργιος, παρότι περιστοιχιζόταν από πολλούς που τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν, αισθανόταν μόνος.
Δεν είχε ανθρώπους να τον καταλάβουν καλά, να τον μιμηθούν, να τον διαδεχτούν. Αναπαβόταν όμως τελικά στο θέλημα του Θεού.
Η ενάρατη μοναχή Ευγενία που τον είχε περιθάλψει στην τυφλίδα της Γεωργίας όταν ήταν παιδί, υπεραιονοβια πια, έμενε από χρόνια τώρα στην Ξάνθη.
Όταν αισθάνθηκε το τέλος της, ήρθε στη Σίψα να δει τον γέροντα. Εκείνος το προγνώρισε και την περίμενε στην ωραία πύλη.
Η γερόντισσα Ευγενία του έβαλε μετάνοια και του είπε
«Εσύ, Πάτερ, ανήλθες πολύ υψηλά,
δια της ασκήσεως ανήλθες στο σύννεο νόρος,
έτσι θα είσαι μέχρι το τέλος της ζωής σου».
Της απάντησε «αυτό το γνωρίζει μόνον ο Κύριος».
Της φίλησε κι αυτός το χέρι,
αλλά και της έδωσε ένα ράπισμα στο πρόσωπο λέγοντας
«αφού βλέπεις, γιατί δεν μιλάς,
ο κόσμος έχει τόση ανάγκη σήμερα.
Η ταπεινή θησιωπή της προορατική αυτή γερόντισε
κοιμήθηκε στη δράμα και την ενταθίασε ο όσιος
στο μοναστήρι του.
Έλεγε γι’ αυτήν.
Γράμματα δεν γνώριζε, αλλά με ένα κύριε
Λέησον κέρδισε την ουράνια βασιλεία.
Στη μοναχή Άννα που είχε κύριο η μοναχή ο ίδιος
και ερχόταν συχνά από τη Θασσαλονίκη να τον συμβουλεύεται
Προείπε την ερήμωση του χωριού καθώς η νεολέα θα μετανάστευε στη Γερμανία,
την ερήμωση της μονής του μετά την κοιμισή του αλλά και την μετά από χρόνια αναβίωσή της και την εγκατάσταση τότε της ίδιας εκεί.
Το 1959 της είπε να μην λυπηθεί που δεν θα έβγαζε ο ίδιος το χειμώνα, έπρεπε να φύγει.
Τον Οκτώβριο την κάλασε για τις προείπεδο κειμασίας και παθήματα που της φμέλονταν και που ήταν απαραίτητα για τη σωτηρία της ως μονοχής.
Κυρίως να μη ζητήσει λόγο από όσους την κατηγορήσουν, μόνο να κάνει προσευχή και αγρυπνία για αυτούς να τους συγχωρέσει ο Κύριος.
Στις 4 Φεβρύου του 1959 ο Όσιος, που από την αρχή του χρόνου προετοίμαζε όλα του τα τέκνα για τη φυγή του,
Λυπούμενος μονάχα που δεν πρόλαβαν να δυναμώσουν τα πρόβατά του και που θα σκορπήσουν, εκκοιμήθη.
Τον είχαν παρακαλέσει να τον μεταφέρουν για θεραπεία στην Αθήνα, αλλά αρνήθηκε.
Δεν ήθελε να πεθάνει μακριά από το μοναστήρι του.
Τις τελευταίες ημέρες του έβλεπε τον κόσμο από το παράθυρο,
τους έλεγε να καθίσουν στις ψάθες, να στρώσουν τραπεζομάντιλα και να φάνε όλοι.
Χαιρόταν να τους βλέπει. Έβλεπε τα βουνά και έλεγε «Ευλογημένα βουνά, μόνα σας θα μείνετε».
Σαν να τα αποχαιρετούσε. Έδωσε οδηγίες για την κηδεία του και προείπε ότι κατά την ταφή του θα ενωθούν τα παρακείμενα στον τάφο Κυπαρίσια και θα βεβαιώσουν το θάνατό του.
Ζήτησε να μην αγγίξουν το σώμα του, να βάλουν στον τάφο τα γεωργιανά βιβλία του, το εγκόλπιο, τη ράβδο, το σταυρό.
Τρεις μέρες πριν την κοίμηση, ζήτησε και του έκαναν εφιέλεο.
Έδινε σ’ όλους ευχές.
Από μέρες δεν γευόταν τροφή.
Ζούσε ουράνιες καταστάσεις.
Την παραμονή ζήτησε να τον πάνε στην εκκλησία.
Μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια και προσκύνησε με δυσκολία τις αγαπημένες του εικόνες.
Την ύστετη ώρα θέλησε να είναι μόνος με μόνο το Θεό, όπως έκανα και όλες τις κορυφαίες ώρες της ζωής του.
Τον βρήκαν μακαρίως αναπαυόμανο από τους μεγαλόψυκους αγώνες του.
Ήταν 58 ετών.
Έμεινε στα πνευματικά του τέκνα η ορφάνια και η ευλογία.
Μια χωρική της ύψας τα χαράματα της 4ης Νοεμβρίου του 1959 βγήκε για δουλειά στην αυλή του σπιτιού της και αντίκρισε θέαμα εξαίσιο.
Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό και κατέληγε πίσω από το ιερό βήμα του ναού της Αναλήψεως στο μοναστήρι του.
κατάλαβα πως ο γέροντας έφυγε στον ορανό.
Βιβλόν προσαρμόν,
μέσα
μέσα η ρεόντειν realise.
πάντα με εύκολα τήλη μου.
οὐστον βασιλεῦν,
το σώμα του πολίαθου πατρός είχε μετά το θάνατο την ευλυγισία και θερμότητα των αγιοριτών πατέρων.
πατέρων. Πλησίαζε η τρίτη ημέρα και ήταν θερμό. Πολλοί είχαν ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας του. Και κεκοιμημένος παραμυθούσε και ενίσχυε.
Πρώτης τοποθετήσεως του σώματος τον τάφο, ξεσκεπάστηκε το πρόσωπό του και το είδε ο κόσμος γαλλινότατο, φωτεινό και λαμπρό.
Τα δύο κυπαρίσια λήγησαν σαν να τον προσκυνούσαν και πουλιά κύκλωσαν το ναό χωρίς να φοβούνται τον κόσμο όπως το είχε προείπει.
Ένα τεράστιο πλήθος, χιλιάδες πιστών προσήλθαν ταπεινοί μπροστά στον Ταπεινό, στο μοναστήρι του, που κατά την πρόορισή του το κατοικεί τριάνταοχτώ χρόνια τώρα μια γυναική αδελφότητα που ανθί κατά Θεόν και αντλεί από τον Ομολογητή και όσιο πτήτορα Άγιο Γεώργιο το ζήλο και την έμπνευσή της.
Όλοι οι πιστή ζητούσαν κάτι δικό του ως ευλογία και ανάμνηση.
Το ράσο του μοιράστηκε, και τα λιγοστά του υπάρχοντα ταυτοχικά,
τογαριάστηκαν πολύτιμες ευλογίες.
Στους δύσκολους εκείνους καιρούς ο όσιος γέροντας Γεώργιος Κασλίδης
στάθηκε στήλος φωτεινός και λιμάνι σωτήριο.
Μετά την κοιμισή του και ως σήμερα, όταν αγρυπνούν μοναχές,
βλέπουν ενίωτες τον τάφο του φως μια έκχυση ευλογίας στην καρδιά τους που τους οδηγεί σε αύξηση της ταπεινής προσευχής τους τη νύχτα.
Ακολούθησαν σε πολλούς εγκείς ή μακράν εμφανίσεις, ευωδίες, ακούσματα του θυμιατού του, φωτοχυσίες γενικά και θαυμαστά γεγονότα,
η άσυσσα στενών, λύσεις τυρώσεων, αποφυγές ατυχημάτων, αίσθηση προστασίας ισχυρής.
Πενήντα χρόνια τώρα έτσι τον δοξάζει ο Κύριος.
Όταν η πρώτη ηγουμένη της Μονής του, γερόντισσα Ακυλίνα,
επρόκειτο να υποστεί σοβαρή χειρουργική επέμβαση στην καρδιά,
Οι μοναχοί Άννα, εκείνοι που είχε καρή από τον ίδιο, καθώς προσευχόταν με καυτά δάκρυα στον τάφο του, άκουσε καθαρά τη φωνή του οσίου από τον τάφο να βεβαιώνει ότι η Γερόντισσα θα γινόταν καλά.
Τότε ένιωσε μεγάλη παρηγοριά και χαρά γέμισε την ψυχή της.
Πράγματι, ο γιατρός ομολόγησε μόνος του ότι ένιωθε κάποιον που του οδήγησε το χέρι στην κρίσιμη στιγμή
και είπε καθώς έβγαινε από το χειρουργείο ότι κάποιον άγγελο έχει αυτή η ψυχή.
Ο κύριος Κουλιάρμος Παναγιώτης διηγείται πως ο γιος του Θεόδωρος γεννήθηκε το 1989 με πρόβλημα σοβαρό στα μάτια.
Οι γιατροί σήστησαν εγχείρηση, αλλά μετά την ένθερμη ανάγνωση του βίου του γέροντα από τους γονιούς, το παιδί άρχισε να κλαίει δυνατά και να τρίβει τα μάτια του που τότε άνοιξαν για πρώτη φορά και ήταν καθαρά και έβλεπε.
Μετά δύο χρόνια πήγα να ευχαριστήσουν το γέροντα στο μοναστήρι. Το παιδάκι δεν έφευγε από τον τάφο του και αναγκάστηκαν οι γονείς να παρατείνουν την παραμονή τους.
Το παιδί φώναζε συνέχεια «Παππούλη» και φιλούσε το καλυμάχι του Οσίου από τη φωτογραφία.
Η ευλαβέστατη επίσης απλή και χαρισματούχος μοναχή Άννα, η δοξετιανή που συχνά φιλοξενούνταν στη Μονή,
έβλεπε τον Όσιο ολοζώντανο στο τέλος του όρθρου στον ναό του και ενώ οι αδελφές την παρακινούσαν να προχωρήσει μετά τη Γερόντισσα για να προσκυνήσει τις Άγιες εικόνες,
Αυτή έμενε ακίνητης, αναποσβολωμένη και απορούσε πως την προτρέπουν να προσπεράσει τον Όσιο.
Ο Άγιος ακόμη έσωσε από Πυρκαγιά στη δράμα το σπίτι του γιατρού Αλέξανδρου Όσα και την οικογένειά του,
με το να εμφανιστεί στον ύπνο της συζύγου του και να τους ξυπνήσει, ενώ ήδη κεγόταν το διπλανό δωμάτιο.
Τον κύριο Σταύρο Πέτρι και Χαϊγιά τον έσωσε όσιος μια φορά από πνιγμό σε ποτάμι,
αφού μόλις επικαλέστηκε τη βοήθειά του παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του ο αδελφός του και τον γλίτωσε.
Μια δεύτερη φορά ενώ υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό και πρόκειτο να πλέψουν τη ρόδο έχοντας ήδη επιβιβαστεί,
δηλαδή την τελευταία στιγμή αυτού του άλλαξαν καράβι.
Κατά τον πλού το πρώτο καράβι βυθίστηκε και από τους 45 ναύτες οι 37 πνίγηκαν.
Και αυτή τη σωτηρία την απέδωσε στον Όσιο που πάντοτε τον επεκαλύτω σε κάθε δύσκολη ενέργειά του.
Μια τρίτη θαυμαστή επέμβαση του Οσίου συνέβη όταν βρισκόμενος ψηλά σε σκαλωσιά
έπεσε μαζί με άλλων εργάτη κάτω στο έδαφος.
Ο άλλος έμεινε επί τόπου νεκρός.
Ο κύριος Σταύρος καθώς έπεφτε με το κεφάλι κάτω,
ένιωσε κάποια στιγμή κάποιον να τον γυρίζει όρθιο.
Έπεσε με τόση ορμή ανάμεσα στα σύνταρα της καλοσιάς,
που οι συνάδελφοι που έτρεξαν,
δεν περίμεναν να τον βρουν ζωντανό.
Παρά την πολυήμερη αφασία και τα πολλαπλά κατάγματα,
θα τον καιρό αποκαταστάθηκε η υγεία του.
Ο αδελφός του είδε ένα βράδυ στον ύπνο του
τον όσιο που του λέγε σχετικά.
«Εγώ μόνο τον ίσιοσα, δεν πρόφτασα να τον κρατήσω».
Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν ήταν αδυναμία του οσίου να τον κρατήσει,
αλλά ότι ήταν η ταλαιπωρία του ένα ράπισμα σωτήριο από τον προστάτη του,
προκειμένου να αλλάξουν πολλά πράγματα στη ζωή του.
Η ολοκλήρωση μάλιστα της θεραπείας του,
σημειώθηκε όταν πήγε στον τάφο του Οσίου
για να ευχαριστήσει για τη διάσωσή του
και με συγκίνηση αυθόρμητα γονάτισε να τον ασπαστεί.
ήταν μια κίνηση που πριν δεν μπορούσε να κάνει.
καθαρυθέρα, καθαρυθέρα,
μηρυθέρα, μηρυθέρα,
καθαρυθέρα,
καθαρυθέρα,
μηρυθέρα, μηρυθέρα,
Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια…
Θάρρυ μάδαν, Θάρρυ μάδαν, Θάρρυ μάδαν, Θάρρυ μάδαν, Θάρρυ μάδαν, Θάρρυ μάδαν, Θάρρυ μάδαν!
Αδελφοί οδραντές, οι Άγιοι ως μέλη του σώματος του Χριστού
αποκαλύπτουν τον ίδιο το Χριστό
και αισθητοποιούν την παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο μας.
Οι Άγιοι είναι ο τόπος όπου ενοικεί ο Θεός, είναι ναή Του.
Ο Θεός αναπάβεται στους Αγίους
και Εκείνοι αντανακλούν το Θεό στον κόσμο.
Τα θαύματα που επιτελούν όσο ζουν αλλά και μετά την κοιμισή τους,
δεν προέρχονται από κάποια αόριστη υπερβατική δύναμη,
αλλά από την κοινωνία τους με τον Χριστό.
Ζούν εν Χριστό και ο Χριστός ζει στους Αγίους.
Είναι λοιπόν κοινωνή της δύναμής του.
Ο άνθρωπος δεν παράγει την αγιότητα,
αλλά τη δέχεται μετέχοντας την αγιαστική Χάρη του Θεού.
Χωρίς να καθαρθεί όμως από τα πάθη του
και χωρίς να καταπολεμήσει τη φιλαυτία του,
δεν μπορεί να γίνει κανείς μέτοχος στη Χάρη του Θεού.
Κάθε Άγιος μας καλεί σε μίμηση της Εν Χριστός ζωής του με κόπο και αγώνα πνευματικό,
με συνεργία δική μας το έργο της ανακέννησης μας που μυσταγωγεί ο Θεός.
Αυτό το κάλεσμα κάνει και σε εμάς όλους ο νέος Άγιος με το παράδειγμα και τη διδαχή του.
Ο Ωσιος Γεώργιος Καρσλίδης, ο από την Αργυρούπολη του Πόντου,
ο ομολογητής Καλόγερος
και πρόημα χαρισματούχος πνευματικός του Σοχούμι της Γεωργίας,
ο ανάπηρος πρόσφυγας ασκητής και σιτιστής και προστάτης της δράμας,
ο προορατικός, ο διορατικός, ο ιατρός κατά χάριν ψυχών και σωμάτων.
Ας καταφεύγουμε και εμείς και όλη η Ορθόδοξη του κόσμου μας
σε Αυτόν όπως και στον Αγάλο Άγιο της Κέρκυρας και σε όλους τους Αγίους.
αλλά κι ας εννοούμε το μήνυμα και το παράδειγμά τους στον καθημέραν αγώνα μας.
Ο Χριστιανός αδελφοί, δεν καλείται να παλεύσει με ανθρώπους,
αλλά με τους κοσμοκράτορες του σκοταδιού και τα πονηρά πνεύματα.
Η πλεονεκτική θέση μας στον αγώνα αυτόν,
προκύπτει από τον Αρχηγό που τον κατευθύνει.
Ο Κύριος Ιησούς, στον πνευματικό μας αγώνα,
έχει ήδη πραγματοποιήσει τη νίκη εναντίον του εχθρού.
Η πρόσκληση των πιστών να αγωνιστούν εναντίον του πονηρού,
είναι τελικά πρόσκληση να οικειωθούν την ήδη κερδισμένη από τον Χριστό νική.
Πράγμα που ήδη έκαναν και κάνουν οι Άγιοι όλων των εποχών,
μιμούμενοι το Χριστό και επαναλαμβάνοντας ο καθένας τα μέτρα του
και μέσα στις συνθήκες της δικής τους ζωής,
τη ζωή του Χριστού.
Μαζί τους και με τη μαθητία κοντά τους,
κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα,
τον Άγιο Συλλουανό τον Αθονίτη,
τον Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη,
μπορούμε και οι πιστοί αυτών των έσχατων καιρών,
των διεστραμένων,
μπορούμε, ως ένα τουλάχιστον βαθμό,
να ζήσουμε τη ζωή του Κυρίου Ιησού.
Αν είδαμε να έχει αυτή η ζωή πόνο,
Να μην ξεχνούμε όμως,
πως ο αληθινός Χριστιανός
δεν στενάζει από έλλειψη χαράς,
αλλά από δυναμία να χωρέσει
και να διατηρήσει μέσα στο οστράκινο σώμα του
την αδιάπτωτη χαρά του Χριστού.
Αυτή η χαρά ασφαλώς και κερδίζεται με πολλές λείψεις
στο επίπεδο της πρόσχερης ζωής.
Επειδή όμως είναι χαρά άλλης τάξεως
που ανήκει στην όντω ζωή,
παραμένει ακατάλητη και μέσα στα χειρότερα βάσανα.
Τι καινέζησε ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
ορφάνια, φτώχια, αδικίες, κατατρεγμούς,
φυλακήσεις, βασανιστήρια,
την εμπειρία της εκτέλεσης, αναπηρίες,
ξεριζώματα, ονειδισμούς, απειλές,
καθώς είδαμε.
Όσο ο άνθρωπος ζει την όντως ζωή, χαίρεται
και ο πνευματικός αγώνας του,
Παρά τις δυσκολίες και τη σκληρότητά του, μπορεί να διεξάγεται στην ατμόσφαιρα της Θείας Χαράς.
Η Χάρις του Θεού δίνει στον αγώνα του Χριστιανού θετικό χαρακτήρα.
Ακόμα και όταν η αγάπη του Θεού μας δοκιμάζει με την αποκρυβή της Χάριτός του, πράγμα που δοκίμασαν και όλοι οι Άγιοι,
μπορούμε να υπερνικούμε με τη συνδρομή τους στα όρια της πίστης μας, τη φαινομενική απουσία της Χάριτός
και να διατηρούμε θησαυρισμένο στην καρδιά μας το αίσθημα της χαράς όπως εκείνη.
Θυμίζουμε έναν άλλο Άγιο με τον οποίο ασχοληθήκαμε σε πολύ παλαιότερες εκπομπές, το γέροντα Πορφύριο.
Έλεγε λοιπόν ο όσιος αυτός πως είναι δύο δρόμοι που μας οδηγούν στο Θεό.
Ο σκληρός και κουραστικός με τις άγριες επιθέσεις κατά του κακού και ο εύκολος με την αγάπη.
Υπάρχουν πολλοί που διάλεξαν το σκληρό δρόμο και έχισαν αίμα για να λάβουν πνεύμα, ώσπου έφτασαν σε μεγάλη αρετή.
Εγώ βρίσκω ότι πιο σύντομος και σίγουρος δρόμος είναι αυτός με την αγάπη. Αυτόν ακολουθήσετε κι εσείς.
Οι βίοι των Αγίων Αδελφοί μαρτυρούν πως πνευματική ζωή χωρίς αγάπη δεν είναι δυνατή, αλλά και αγάπη χωρίς ταπείνωση δεν είναι αληθινή.
Η υποταγή στο θέλημα του Θεού γίνεται με αγάπη προς το Χριστό. «Οποιος έχει τις εντολές μου και τις εφαρμόζει» είπε ο Κύριος, «εκείνος με αγαπάει».
Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο εκδηλώνεται με το πλησίασμα και τη διακονία προς αυτόν και έρχεται ως εφαρμογή και επαλήθευση της αγάπης προς τον Θεό.
Αλλά και η αγάπη προς τον Θεό βεβαιώνει με τη σειρά της την αγάπη προς τον πλησίον.
Καθώς την είδαμε ανίστακτη να προσφέρεται και να παρασύρει και άλλους σε προσφορά στο βίο του Οσίου Γεωργίου Κασλίδη.
Ο πνευματικός αγώνας μας, αδελφοί ακροατές, συμπάση της Αγίας, δεν είναι στιγμιαίος ή περιστασιακός, αλλά ισόβιος, αδιάκοπος και εντατικός.
Αυτός ο αγώνας που μας κάνει κατάλληλους για την αγάπη του Θεού και τη βασιλεία του έχει επίκεντρο την καρδιά μας.
γι’ αυτό και διαρκής μέρη μνά μας
οφείλει να είναι η συγκέντρωση του νου
και όλων των ψυχικών δυνάμεών μας στην καρδιά.
Ο πονηρός στην καρδιά μας επιβουλεύεται
προκειμένου να μας προσετεριστεί
αλλά και η καρδιά μας έχει τη δυνατότητα
να γίνει δοχείο της Χάριτος του Θεού
και τόπος ανακράσεως του αίματος και της ζωής του Θεού
με το αίμα και τη ζωή τη δική μας.
Ο πνευματικός αγώνας απαιτεί να ασκήσουμε βία πάνω στον παλαιό εαυτό μας, αλλά και συντελείται με τη συνεχή πρόνοια και συμπαράσταση του Θεού και των Αγίων Του.
Δεν επιβάλλεται αναγκαστικά σε κανένα, αλλά επαφίεται στην ελεύθερη διάθεσή μας.
Με τον προσωπικό μας αγώνα, συμμεριζόμαστε τον απαρχής μέχρι σήμερα αγώνα της Εκκλησίας εναντίον του Πονηρού,
ενωποιούμαστε οι ίδιοι και πλατείνεται η καρδιά μας.
Έτσι, όπως όλοι οι Άγιοι και όπως ο νέος Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης,
που μας έδωσε την ευκαιρία αυτής της εκπομπής,
θα μπορούμε να βλέπουμε τον κόσμο και τους συνανθρώπους μας ως αδελφούς,
να προτάσουμε το δίκιο τους από το δικό μας, να μιμούμαστε τη δικαιοσύνη του Θεού.
Θεστούσου οσίου Γεωργίου Καρσλίδη πρεσβείες και πάντων των Αγίων Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.
Αμήν.