Περιληπτική και ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά
Με φρόνημα και πίστη, να δέχεσαι τις επτά οικουμενικές συνόδους ως πηγή διδασκαλίας αλλά και ευσέβειας.
Γιατί μέσω των οικουμενικών συνόδων διώκεται κάθε αίρεση και νεοτερισμός, ενώ ταυτόχρονα διατηρείται η θρησκευτική παράδοση και η ιερότητα στις ψυχές των ευσεβών χριστιανών.
Για κάθε μια από αυτές θα σου αναφέρω τις πράξεις, το πού και πότε έλαβε χώρα, τον αριθμό των συμμετεχόντων καθώς και τα εξέχοντα μέλη.
Α’ Οικουμενική Σύνοδος
Η πρώτη οικουμενική σύνοδος διενεργήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Έλαβαν μέρος σε αυτήν τριακόσιοι δεκαοκτώ άντρες.
Εξέχοντα μέλη θεωρώ πως ήταν ο Αλέξανδρος ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, οι πρεσβύτεροι Βίτωνας και Βικέντιος, ο επίσκοπος Κόρδοβας, ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος μαζί με τον συναγωνιστή του Αθανάσιο, ο Ευστάθιος από την Αντιόχεια και ο Ιεροσολύμων Μακάριος.
Θαρρώ δε πως διακρίθηκαν μεταξύ άλλων ο Παφνούτιος και ο Σπυρίδων, ο Ιάκωβος και ο Μάξιμος και φυσικά, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο οποίος συγκάλεσε την σύνοδο αυτή και τη λάμπρυνε με την παρουσία του.
Οι άξιοι άντρες που έλαβαν μέρος στην πρώτη αυτή οικουμενική σύνοδο, κατεδίκασαν κάποιον Άρειο και ανέδειξαν το αποστολικό και θείο κήρυγμα.
Ο ταλαίπωρος αυτός άνθρωπος, ο Άρειος, καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και έλαβε τον ιερατικό βαθμό του πρεσβυτέρου. Στην αρχή έδειξε υπεροψία στον ποιμενάρχη του και κατόπιν έδειξε αφροσύνη απέναντι στον Κύριο όλων μας!
Υποβίβασε σε κτίσμα και ποίημα τον Υιό και Λόγο του Θεού, χωρίς καν να σκεφτεί ότι κάθε υιός έχει την ίδια ουσία και φύση με τον πατέρα και ότι αν θεωρήσει κάποιος κτίσμα τον υιό θεωρεί κτίσμα και τον πατέρα! Αυτό και όσα προκύπτουν από την θεώρηση αυτή, είναι όσα γέννησε ο πονηρός νους του Άρειου.
Αυτόν τον αιρετικό που φέρθηκε βλάσφημα στον Δημιουργό του, απογύμνωσε η οικουμενική αυτή σύνοδος και την αίρεση του υπέβαλαν σε αναθεματισμό.
Ακόμα, τα ιερά μέλη της συνόδου, αναγνώρισαν τον Υιό και Λόγο του Θεού ως ομοούσιον, ομοφυή και συναίδιο του Πατέρα, δεχόμενοι δε ότι έχει ίδια εξουσία και κυριότητα με Εκείνον.
Σημειώσεις για την Α’ Οικουμενική Σύνοδο
✔ Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε το 325μ.Χ., επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, με κύριο θέμα τον Αρειανισμό.
Β’ Οικουμενική Σύνοδος
Στην δεύτερη οικουμενική σύνοδο έλαβαν μέρος εκατόν πενήντα φωτισμένοι άντρες, μεταξύ των οποίων και οι Αρχιεπίσκοποι Αλεξανδρείας Τιμόθεος, Αντιοχείας Μελέτιος και Ιεροσολύμων Κύριλλος. Μαζί τους ήταν επίσης και ο επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος καθώς και ο Δάμασος της Ρώμης.
Στην σύνοδο αυτή αποφασίστηκε η καταδίκη του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Μακεδονίου, που δυσφημούσε το Πανάγιο και ζωαρχικό Πνεύμα της Αγίας Τριάδος, το οποίο υποστήριζε ότι είναι κτίσμα. Δεν σκέφτηκε όμως πως αν είναι κτίσμα πως κτίζει; πως αγιάζει; πως ζωοποιεί; πως κατανέμει χαρίσματα; πως είναι Θεός;
Για τη στάση του αυτή, τιμωρήθηκε με αφαίρεση της ιεροσύνης του καθώς και τέθηκε εκτός του σώματος των πιστών Χριστιανών.
Ορίστηκε επίσης το Πανάγιο και ζωαρχικό Πνεύμα, ως ομοφυές και ομοούσιο, ισοδύναμο και παντοδύναμο, να συμπροσκυνάται και να συνδοξολογείται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό.
Τον καιρό εκείνο στον Θρόνο της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Θεοδόσιος Α’ ο Μέγας, ο οποίος και συγκάλεσε τη σύνοδο αυτή.
Σημειώσεις για την Β’ Οικουμενική Σύνοδο
✔ Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε το 381μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη, με κύριο θέμα την Πνευματομαχία.
Πρωτότυπο κείμενο
Ούτω τοιγαρούν φρονών και πιστεύων κατά την παράδοσιν της αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής εκκλησίας, ω καλόν άγαλμα των εμών πόνων, τας αγίας και οικουμενικάς επτά συνόδους, τας μεν ως διδασκάλους, τας δε ως προμάχους της ευσεβείας, αποδέχου και περίεπε· δι’ αυτών γαρ πάσα καινοτομία και αίρεσις απελαύνεται, το δε της ορθοδοξίας ακήρατον και αρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταις των ευσεβούντων ψυχαίς εις αδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται.
Ων απάρχομαι την αφήγησιν, χρόνον και τόπον και αριθμόν του πλήθους και τους αρχηγούς εκάστης χάριν ευμαθείας ταις οικείαις συνυποτυπούμενος πράξεσιν.
Η πρώτη Σύνοδος
Η τοίνυν πρώτη και οικουμενική αγία σύνοδος εν τη κατά Βιθυνίαν Νικαία συνεκροτήθη οκτώ και δέκα δε και τριακόσιοι, θείων αρχιερέων ομήγυρις, την της αληθείας κρίσιν ενεχειρίζοντο.
Ων ήσαν προέχοντες Αλέξανδρος τε ο τον Κωνσταντινουπόλεως αρχιερατικόν θρόνον λαχών διιθύνειν, ανήρ βαθεία μέν πολιά, παραπλησίω δε φρονήματι σεμνυνόμενος, βίου δε λαμπρότητι και οσιότητι γνώμης και πίστεως ακριβεία την εις το θείον παρρησίαν πολλήν οικειούμενος και δη και Σίλβεστρος και Ιούλιος, τής Ρωμαϊκής εκκλησίας επίσημοι τε και διαβόητοι πρόεδροι, αυτών μεν ουδέτερος παραγεγονώς, Βίτωνα δε και Βικέντιον εκάτερος ανθ’ εαυτού κατά τον οικείον τής αρχιερατείας χρόνον τη κοινή παρείναι συνελεύσει προβαλλόμενοι, ανθρώπους αρετήν τιμώντας και εις το του πρεσβυτερίου αξίωμα παραγγέλλοντας.
Οίς και ο Κοδρούβης επίσκοπος συνετέτακτο, ος κατά τους ελληνικούς διωγμούς την κλήσιν επαληθεύουσαν έδειξεν Όσιος γαρ ονομαζόμενος, αβέβηλον αυτού την ομολογίαν της ειδωλικής λατρείας διετήρησεν. Ο μέντοι Αλεξανδρείας Αλέξανδρος αυτός τε παρήν, ιεροίς κατορθώμασιν, ήγεν δε συναγωνιστήν εαυτώ και Αθανάσιον, ος τότε μεν του τάγματος των διακόνων ηγείτο, μετ’ ου πολύ δε και του αρχιερατικού θρόνου κατέστη διάδοχος ναι δη και ο κλεινός Ευστάθιος συμπαρήν, της Αντιοχέων εκκλησίας εγκαλλώπισμα, πίστεως μεν εναστράπτων καθαρότητι, λόγων δε και νοημάτων σωφροσύνη θαυμαζόμενος.
Μεθών και ο Ιεροσολύμων Μακάριος, πολλαίς ιδέαις αρετών ενευθηνούμενος, άλλοι τε πλείστοι αποστολικοίς χαρίσμασι και μαρτυρικοίς παθήμασιν διαλάμποντες ων Παφνούτιος και Σπυρίδων Ιάκωβος τε και Μάξιμος αγαθού και θαυμασίου συστήματος αγαθοί και θαυμάσιοι πρωτοστάται εγνωρίζοντο. Εφ οίς άπασιν και ο μέγας και αξιάγαστος Κωνσταντίνος της Ρωμαϊκής αρχής ιθύνων τα σκήπτρα διέπρεπεν, την τε σύνοδον αθροίζων και λαμπροτέραν τη παρουσία απεργαζόμενος.
Αλλ’ εκ τοσούτων μεν και τοιούτων ο ιερός εκείνος συνίστατο σύλλογος, Αρειόν τινά νεώτεροποιόν δυσσεβείας δίκας εισπραττόμενος και το αποστολικόν και θείον κρατύνοντες κήρυγμα. Ην δ’ ούτος ο δείλαιος έλκων μεν το γένος εκ της Αλεξάνδρου εις κλήρον δε καταλέγεις της εκείσε εκκλησίας και πρεσβυτέρου βαθμόν ανελθών, πρότερον μεν κατά του ιδίου ποιμένος υπερήφανον ανέλαβεν φρόνημα, εκείθεν δε κατά τού κοινού ποιμένος και δεσπότου παρέτεινε την απόνοιαν.
Τον γαρ υιόν και λόγον του Θεού (ω της τολμηράς εκείνης και γλώττης και διανοίας) εις κτίσμα και ποίημα κατεβίβαζεν, ουδέ τούτο συνιδείν εθέλων, κοινόν υπάρχον πάσι και αυτοδίδακτον ομολόγημα, ως άπας υιός της αυτής εστί τω γεγεννηκότι ουσίας και φύσεως, και ο τον υιόν τάττων εν κτίσμασιν και τον πατέρα κτίσμα προανηγόρευσεν, ώσπερ ο τον πατέρα δημιουργικής ουσίας και αϊδίου φύσεως ειδώς της αυτής είναι τον υιόν συνανομολογήσειεν. Πού δ’ αν είη το γνήσιον της υιότητος, άλλης μεν ουσίας του πατρός, ετέρας δε του υιού χρηματίζοντος; Πώς δ’ ου της ελληνικής πλάνης ανακύψει το πολύθεον, εις ελάττω και μείζω ουσίαν τεμνομένης της θεότητος, και της μεν εις πρώτον και δημιουργόν και πρεσβύτερον Θεόν αφοριζομένης, της δε εις δεύτερον Θεόν διακρινομένης και υπουργόν και νεώτερον; Ταύτα γαρ της του Αρείου πονηράς σποράς τα γεννήματα.
Αλλά τούτον μεν, ως χείλη βλάσφημα κατά του πεποιηκότος οπλισάμενον, της ιερωσύνης ο ιερός απεγύμνωσεν όμιλος, την δε δυσσεβεστάτην και θεομάχον αυτού αίρεσιν τω αναθέματι καθυπέβαλεν ομοούσιον δε και ομοφυή και συναΐδιον τον υιόν και λόγον του θεού τω γεγεννηκότι πατρί και της αυτής εξουσίας και κυριότητος, ως οι θείοι χρησμοί και των ευσεβούντων τα κοινά δόγματα, ιερολογήσαντες διετράνωσαν, καλώς ειδότες και επισκοπήσαντες ότι, ώσπερ το εις εν συγκλείειν πρόσωπον την τριαδικήν μοναρχίαν και κυριότητα Ιουδαϊκόν εστί και μισόχριστον, ούτω και το κατατέμνειν εις ανίσους φύσεις και ανομοίους ουσίας την υπερούσιον και υπερφυή και ενιαίαν θεότητα ελληνικόν υπάρχει και πολύθεον αλλ’ εν τούτοις μεν η αγία και οικουμενική πρώτη σύνοδος.
Η δευτέρα Σύνοδος
Η δε αγία και οικουμενική σύνοδος των μεν ιερών φροντισμάτων την βασιλίδα πόλιν ιερόν εδείκνυ φροντιστήριον εις πεντήκοντα δε και εκατόν άνδρας ιερούς συναγείρετο, εξάρχους έχουσα Τιμόθεόν τε τον Αλεξανδρείας και τον αξιοθαύμαστον της Αντιοχείας Μελέτιον Κύριλλον τε των Ιεροσολύμων τους αρχιερατικούς θρόνους ιθύνοντας και δη και Νεκτάριον, ος άρτι της των κατηχουμένων αγέλης αφορισθείς και τω θείω λουτρώ τον του βίου ρύπον αποπλυνάμενος, καθαρός ήδη το καθαρώτατον της ιεραρχίας αξίωμα περιβάλλεται, ψήφω μεν κοινή της συνόδου, χειροθεσία δε των προκρίτων, και άμα τε της βασιλευούσης επίσκοπος και της συνόδου εχρημάτιζεν έξαρχος μεθ’ ων Γρηγόριος ο τε της εν Καππαδοκία Νύσσης επίσκοπος και ο της θεολογίας εξ έργων επώνυμος οις ου πολύς χρόνος και Δάμασος ο της Ρώμης τα αυτά κρατύνων εγνωρίζετο, σύμφωνος τοις προλαβούσι καθιστάμενος.
Ούτος δη ουν ο ιεροφάντης χορός Μακεδόνιον τινά, τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον άρπαγμα πάλαι ποιησάμενον, ότι το πανάγιον και ζωαρχικόν εδυσφήμει πνεύμα, ευθύνας εδικαίου δούναι. Ως γαρ Άρειος κατά του υιού, ούτω και αυτός κατά του παναγίου παραταττόμενος πνεύματος, εις δούλους και υπηρέτας την δεσποτικήν και υπερκειμένην αυτού συνέταττεν κυριότητα. Καίτοι ράον ην, είπερ εβούλετο, τω αθλίω συνοράν ότι, καθάπερ οι τον υιόν εις κτίσμα τάττοντες την ύβριν ουδέν ήττον προσάπτουσιν τω πατρί, ούτως και οι το πανάγιον αυτού πνεύμα τοις ποιήμασιν εναριθμούντες την ίσην και ομοίαν βλασφημίαν αφιάσιν κατ’ αυτού. Ει γαρ το πνεύμα κτίσμα, κακείνος ου το πνεύμα μετά των κτισμάτων.
Ει δε και ακοαίς αφόρητον η της αθεότητος ταύτης υπερβολή, πώς ου συνήκεν ο ταλαίπωρος εκείνο φυγείν διού προς τούτους ανάγκη πεσείν τους θεομάχους λογισμούς; αθετείς το πνεύμα είναι θεόν πώς “ερευνά και τα βάθη τού θεού” και ουδέν των του θεού κρύφιον απ’ αυτού; πώς έστιν “άλλος παράκλητος”; πώς συντάττεται πατρί και υιώ; “πορευθέντες” γαρ αυτός φήσιν ο υιός, “μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος”. Ει εν τι των τριών κτίσμα εν οις φωτιζόμεθα, ουδέ τα λοιπά καθαρεύσει τής ύβρεως. Άλλ’ ει κτίσμα, πως κτίζει; πως αγιάζει; πως ζωοποιεί; πως διαιρεί χαρίσματα; πως δε θεός;
Αλλά τούτων ουδέν εκείνος ο φρενοβλαβής επί νουν βαλόμενος, της μοναρχικής αυτό και μιας και αδιαιρέτου θεότητος διασπάν ετόλμα και απεθρασύνετο. Διο και της ασεβείας επάξια είληφεν τα επίχειρα, αυτός τε αφαιρέσει της ιερωσύνης ζημιωθείς και πάντες όσοι της αυτού θεομαχίας το ανίατον παρεζήλωσαν. Και ως εκείνος το πανάγιον πνεύμα της τριαδικής και μιας θεότητος τε και κυριότητος αλλοτριούν εφρυάττετο, ούτως αυτόν η αγία και οικουμενική σύνοδος και της ιερωσύνης και της των πιστών μερίδος και συναυλίας οία δεύτερον ηλλοτρίωσεν Άρειον το δε πανάγιον και ζωαρχικόν πνεύμα, άτε δη ομοφυές και ομοούσιον ισοσθενές τε και παντοδύναμον, τω πατρί και τω υιώ συμπροσκυνείσθαι και συνδοξολογείσθαι κατά τας πατρικάς τε και θεολογικάς φωνάς ανεκήρυξαν, εκθερίσαντες τέλεον και ει τι της Αρειανής σποράς ζιζάνιον υπεφύετο. Τηνικαύτα δε τας βασιλείας ηνίας ο μέγας ως αληθώς και μεγάλης ευφημίας άξιος περιεζώννυτο Θεοδόσιος, πρόμαχος και αυτός της ευσεβείας γνωριζόμενος. Άλλ’ εν τούτοις μεν και αύτη η αγία σύνοδος.
Η τρίτη Σύνοδος
Η δε αγία και οικουμενική τρίτη σύνοδος εν μεν τη κατά την Ασίαν Εφέσω συνεκροτήθη, εις διακοσίους δε επληθύνετο εν οις ηγεμόνες εγνωρίζοντο Κύριλλός τε ο εν πατράσι περιώνυμος, ος δι αρετήν και σοφίας πλούτον της Αλεξάνδρου μεγαλοπόλεως ιθύνων τον θρόνον και τού Ρώμης Κελεστίνου την καθέδραν ανεπλήρου και το πρόσωπον. Μεθ’ ων και Μέμνων, ο της Εφεσίων εκκλησίας εμπεπιστευμένος τους οίακας, και δη και ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος οίτινες συν παντί τω της συνόδου πληρώματι τον δυσσεβή Νεστόριον ων ησέβει δίκας, εισεπράττοντο. Ος εκ της Αντιόχου της προς τω Ορόντη ορμώμενος, τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ουκ ευαγώς εγκεχείριστο άλλ’ ο γε ταλαίπωρος ούτος εκ των Διοδώρου και Θεοδώρου θολερών τής ασεβείας εκροφήσας ναμάτων και εις φρενών μέθην ακοαίς εναπηρεύξατο.
Χριστόν γαρ τον ένα υιόν, τον αληθινόν θεόν ημών, ος δι ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν σαρκός ημίν παραπλησίως κοινωνήσας και αίματος και εις εαυτόν το ημέτερον υποστησάμενος φύραμα, εις εκ δύο εχρημάτισε των εναντίων, θεός ο αυτός υπάρχων και άνθρωπος, εις Χριστός, εις υιός ο αυτός, άνω εκ πατρός αμήτωρ και κάτω εκ μητρός απάτωρ ο αυτός και ουκ άλλος, εν πρόσωπον, μία υπόστασις – τούτον δη τον ένα κύριον ημών Ιησού τον Χριστόν εις δύο τέμνειν και διαιρείν υποστάσεις ο τρισάθλιος εκείνος ου πεφρικώς, τον μεν ψιλόν άνθρωπον και χωρίς τού προσλαβόντος λόγου κατ’ ιδίαν υπόστασιν έπλαττεν, τον δε θεόν ανά μέρος και γυμνόν του προσλήμματος ώσπερ δεδοικώς ο ανόητος, μη τι θεός πάθοι, το οικείον πλάσμα δι άφατον φιλανθρωπίαν εις θεραπείαν και ανάπλασιν υποδυόμενος, ουδέ τούτο συνιδών, ως οις την ανθρωπίνην φύσιν της του λόγου εδίχαζεν υποστάσεως, ανίατον αυτήν και αθεράπευτον ανεκήρυττεν και της ιδίας έξαρνος σωτηρίας εγίγνετο. Αλλά γαρ τους λογισμούς όλως εκ τούτων διαστραφείς, ουδέ την αυτού κατά σάρκα μητέρα, την παναγίαν παρθένον, την κυρίως και αληθώς τον θεόν λόγον σεσαρκωμένον τεκούσαν, ουδέ ταύτην καλείν θεοτόκον ηνέσχετο άλλ’ ώσπερ τον υιόν απεστέρει της θεότητος, ούτως ηλλοτρίου και την γεννησαμένην της θεοτόκου κλήσεως.
Διό τούτον αξίως της τηλικαύτης απονοίας και της βλασφήμου γλώσσης των μακαρίων πατέρων ο σύλλογος πάσης τε ιερωσύνης εγύμνωσεν και συν τω οικείω και βδελυρωτάτω φρονήματι τω αιωνίω παρέπεμψαν αναθέματι. Τον δε κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν μια και τη αυτή υποστάσει πατροπαραδότως και οσιοπρεπώς προσκυνείσθαι και κηρύττεσθαι δογματίσαντες, ακολούθως και την πανάχραντον αυτού και αειπάρθενον μητέρα κυρίως και αληθώς καλείσθαι και ανευφημείσθαι θεοτόκον παραδεδώκασιν οις γαρ τον θεόν λόγον σαρκί γεννηθήναι καταδεξάμενον τέτοκεν, θεοτόκος ενδίκως δοξολογείσθαι και ονομάζεσθαι εξωσίωται. Αλλ’ επί τούτοις μεν και αύτη το τέλος έσχηκεν, ηνίκα τον νέον Θεοδόσιον η Ρωμαϊκή πολιτεία γαληνοίς εώρα οφθαλμοίς την πατρώαν και βασίλειον αρχήν εκ τριγονίας διανύοντα.
Η τετάρτη Σύνοδος
Η δε αγία και οικουμενική τετάρτη σύνοδος τον εν βασιλεύσιν ευσεβέστατον Μαρκιανόν συμπαρόντα και συμπνέοντα έχουσα, των αληθινών μεν δογμάτων ακροατήριον ανιέρου την Καλχηδόνα, πόλιν Βιθυνίας ούσαν επίσημον εν τριάκοντα δε και εξακοσίοις τον αριθμόν εξετείνετο. Ης λογάδες εχρημάτιζον Ανατόλιός τε ο της βασιλίδος πόλεως τούς αρχιερατικούς θεσμούς εγκεχειρισμένος και δη Πασκασίνός τε και Λουκίνσιος, επισκοπικώ διαπρέποντες αξιώματι, συν Βονιφατίω πρεσβυτέρω τον τόπον επέχοντες Λέοντος του αγιωτάτου πάπα Ρώμης, ου κλέος μέγα και πολύς ο υπέρ τής ευσεβείας ζήλος μεθ’ ων Μάξιμός τε ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος.
Οίτινες Ευτυχή τε τον δυστυχή και τον προασπιστήν αυτού τον αλαζόνα Διόσκορον δυσσεβημάτων εισπράξεις απήτησαν. Και γαρ και ούτοι την εκ διαμέτρου Νεστορίω πλάνην οικειωσάμενοι, εις την ομοίαν εκείνω εξέπεσον αθλιότητα. Τον γαρ ένα κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εκ θεότητος και ανθρωπότητος γνωριζόμενον και εν ταύταις ταις δυσί προσκυνούμενον φύσεσιν, εις μιαν φύσιν τολμηρώς και αφρόνως ανεκίρνων και συνέχεον εξ ων της τε πατρικής ουσίας ετερόφυλον και τοις ανθρώποις ετεροφυά ου συνίεσαν οι δείλαιοι συμπεραίνοντες.
Ει γαρ μια η του Χριστού φύσις, η θεία πάντως ή ανθρωπίνη έσται. Αλλ’ ει μεν μόνη θεία, που το ανθρώπινον; ει δε ανθρωπίνη, πως ουκ έξαρνοι της θεότητος; ει δ’ έτερόν τι παρά ταύτα (τούτο γαρ υπολείπεται, και προς τούτο μάλλον αυτών νεύει το φρόνημα), πως ουχ ετεροφυής αυτοίς ο Χριστός και του πατρός και ημών αναπλασθήσεται; ου τι αν δυσσεβέστερον ή αφρονέστερον, άνθρωπον γενέσθαι φάσκειν τον του θεού λόγον και θεόν επι τε φθορά της ιδίας θεότητος και επί αναιρέσει της προσληφθείσης ανθρωπότητος; τούτο γαρ έπεται πάντως τοις μηδετέρας φύσεως, αλλ’ ετέρας παρά ταύτας τον Χριστόν ειπείν εκτολμήσασιν.
Διό και της τοσαύτης δυσσεβείας οι των Χριστομάχων τούτων δογμάτων εισηγηταί αξίαν την δίκην δεδωκότες, αφηρέθησάν τε της ιερωσύνης και από πάσης της εκκλησίας γεγόνασιν ανάθεμα, συναπελαθείσης αυτοίς και της Χριστομάχου αιρέσεως το δε ορθόν και απαράτρωτον τής ορθοδοξίας φρόνημα έτι μάλλον ταις γραφικαίς τε και πατρικαίς μαρτυρίαις ανεκηρύχθη και διέλαμψεν, ένα τον Χριστόν, ήτοι μιαν αυτού την υπόστασιν, και δύο τας φύσεις, θεότητά τε και ανθρωπότητα, ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενθεωρουμένας, των τρισμακαρίστων αρχιερέων περιφανώς θεολογησάντων και παραδεδωκότων αδιστάκτως ομολογείν και κηρύσσειν εις πάντα της οικουμένης τα πέρατα.
Δήλον δε καντεύθεν, ως διών μεν χωλοίς αι βάσεις ωρθούντο και τυφλοίς το πάθος εις ομμάτων βλάστην υπεφύετο νεκροί τε των πυλών ανεσπώντο του άδου και προς το ζην μετετάττοντο αι τε άλλαι θεοσημείαι, ας ου ράδιον αριθμείν, επετελούντο και επεδείκνυντο, της θείας φύσεως εναργώς παρεδηλούτο το αξίωμα δι’ ων δε κόπους και πόνους και δίψαν και πείναν και τα τούτοις υφίστατο συγγενή και παραπλήσια, της ανθρωπίνης ουσίας ετρανούτο το ιδίωμα.
Ων τα μεν θεοπρεπώς, τα δε ανθρωποπρεπώς ο αυτός Χριστός, ο αληθινός θεός ημών, επιτελέσας και διαπραξάμενος, μιαν μεν αυτού και ενιαίαν την υπόστασιν, δύο δε και διαφερούσας τας φύσεις εν ασυγχύτω ενώσει σαφώς τε και αναντιρρήτω λόγω παρέστησέν τε και επιστώσατο. Αλλ’ εν τούτοις και τα της τετάρτης συνόδου.
Η πέμπτη Σύνοδος
Η δε αγία και οικουμενική πέμπτη σύνοδος, τέμενος μεν ιερόν αυτή η Κωνσταντίνου μεγαλόπολις αφιέρωτο, πέντε δε και εξήκοντα και εκατόν θεοφόρων πατέρων παρουσία και συνδρομή εκρατύνετο. Ων ηγούντο και προέλαμπον Μηνάς μεν την αρχήν, είτα δε και Ευτύχιος, της αυτής βασιλίδος εκ διαδοχής τους αρχιερατικούς πηδαλιουχήσαντες οίακας και Βιγίλιος ο της Ρώμης την ιεράν λαχών εφορείαν, παρών μεν τη πόλει, ου παρών δε τη συνόδω ος ει και μη πρόθυμος εις την συνδρομήν της ιεράς ομηγύρεως κατέστη, αλλ’ ουδέν έλαττον όμως την κοινήν των πατέρων πίστιν επεκύρου λιβέλλω. Συν οις Απολινάριός τε ο Αλεξανδρείας και Δόμνος ο Αντιοχείας τω αρχιερατικώ αξιώματι κεκοσμημένοι και δη και Δίδυμος και Ευάγριος, Ευστοχίου του Ιεροσολύμων αρχιερέως τον τόπον αναπληρούντες. Τηνικαύτα δε και Ιουστινιανός ο κράτιστος εν βασιλεύσι της Ρωμαϊκής αρχής τας φροντίδας εχείριζεν και τω εκκλησιαστικώ συνεφώνει φρονήμάτι.
Αύτη τοιγαρούν η αγία και οικουμενική σύνοδος Νεστορίου πάλιν τα μιαρά παραφυόμενα δόγματα εις το παντελές εξεθέρισεν, άμα αυτώ εκείνω τω σπορεί των ζιζανίων μεθ’ ου Θεόδωρον και Διόδωρον, ων ο μεν Ταρσού πόλεως, ο δε Μοψουεστίας επεσκόπησεν, οι Νεστορίου πρότερον την τοιαύτην ωδίνοντες αίρεσιν και έγγραφον απολελοίπασι, της νόθου διανοίας τα νόθα και έκφυλα κυήματα. Έτι δε κατεδίκασεν και ανεθεμάτισεν Ωριγένην, Δίδυμον, Ευάγριον, παλαιά των πιστών αρρωστήματα, άνδρας την ελληνικήν μυθολογίαν εν τη του θεού εκκλησία παρεισενεγκείν φιλονεικήσαντας. Προϋπάρχειν τε γαρ ούτοι τας ψυχάς των σωμάτων εληρώδουν, και πολλά σώματα την αυτήν μετενδύεσθαι δόγμα μιαρόν και κατάπτυστον, και μόνων ως αληθώς εκείνων των ψυχών άξιον.
Και τέλος δε της ατελευτήτου κολάσεως εψηφίζοντο άλλη τούτο παράκλησις προς αμαρτίαν πάσαν και απώλειαν. Και τοις πονηροίς δαίμοσιν το αρχαίον αξίωμα εχαρίζοντο, επαναδραμείν αυτούς εις την άνωθεν δόξαν εξ ης εξέπεσον αναπλάττοντες. Έτι δε ουδέ τα σώματα ταις ψυχαίς εβούλοντο συνανίστασθαι, γυμνάς δε αυτάς σωμάτων ανιστώσιν, ουκ οίδ’ ο τι και καλούντες ανάστασιν, είπερ του πεπτωκότος και θανόντος η ανάστασις, ουχί δε του αεί εστώτος και εν αφθαρσία διαμένοντος, οίον περ έστιν η ψυχή ουδέ τούτο δυσωπηθέντες οι άθλιοι, ηλίκον οίον αδίκημα δι’ ων ληρούσιν του δικαίου κριτού κατηγορούσιν. Πως γαρ ουκ εσχάτην αδικίαν αυτού καταμαρτυρούσιν, τα μεν συναθλήσαντα σώματα ταις ψυχαίς τοις κατ’ αρετήν πόνοις των κοινών επάθλων αποστερείν αυτόν βλασφημούντες, τα δ’ ου πάλιν συνεξαμαρτόντα της κοινής αιτίας και πράξεως ανεπιτίμητα καταλιμπάνειν, μόνας δε τας ψυχάς χωρίς των συδιαπραξαμένων σωμάτων ή διπλήν εισπράττειν τιμωρίαν ή διπλής αξιούν μισθαποδοσίας;
Ου μόνον δε τα τοιαύτα των δυσφημιών ο ιερός ούτος των πατέρων χορός απεκήρυξεν, αλλά και προ γε τούτων, ου πολλώ έμπροσθεν χρόνω, καθείλεν και ανεθεμάτισεν Άνθιμόν τε τον Τραπεζούντιον, το Ευτυχούς υποθάλποντα φρόνημα, και Σεβήρον Πέτρον τε τον Απαμείας καί Ζωόραν και πάσαν την πονηράν εκείνην και πολυκέφαλον διασποράν και συμμορίαν, Αγαπητού μεν μάλιστα του Ρώμης της ευαγούς προκατάρξαντος πράξεως, συμψήφων δε και συνεργών αναφανέντων των περιωνύμων αρχιερέων, ων ο μεν Ευφραίμιος ο κλεινός (της Αντιόχου δε ούτος), των Ιεροσολύμων δε Πέτρος ο ιερός επετρόπευεν. Τούτους ουν άπαντας το θείον των αρχιερέων συνάθροισμα εκκηρύξαντές τε και αποβαλόμενοι τα απλανή και θεία της καθολικής και αποστολικής εκκλησίας εκράτυνάν τε και επεκύρωσαν δόγματα. Και τα μεν της οικουμενικής πέμπτης συνόδου εν τούτοις.
Η έκτη Σύνοδος
Η δε αγία και οικουμενική έκτη σύνοδος εν τη βασιλίδι μεν των πόλεων και αυτή των μυστικών της αληθείας θεαμάτων το ιερόν επήγνυτο θέατρον, εβδομήκοντα δε και εκατόν θεοφόροις ανδράσι τον αγώνα υποδυομένη λαμπρώς νικώσαν απεδείκνυ την ευσέβειαν. Ταύτης αρχηγοί και των άλλων προνομεύειν εκρίνοντο άξιοι Γεώργιός τε, ω της βασιλίδος πόλεως ο αρχιερατικός θεσμός υπήρχεν εγκεχειρισμένος, και Θεόδωρος και Γεώργιος, εν πρεσβυτέρων αξιώματι κατειλεγμένοι, άμα διακόνω Ιωάννη, οι αντί Αγάθωνος του αγιωτάτου πάπα Ρώμης εις την των εξάρχων τάξιν ηριθμούντο και του της Αλεξάνδρου δε μεγαλοπόλεως θρόνου Πέτρος μοναχός τον τόπον ανεπλήρου μεθ’ ων και Γεώργιος μοναχός και πρεσβύτερος εις τον βαθμόν της αρχιερατικής των Ιεροσολύμων παρήγγελλε καθέδρας.
Ούτοι δη συν τοις άλλοις ιεροίς και αγίοις πατράσι Σέργιον, Πύρρον, Παύλον, Κωνσταντινουπόλεως κατάρξαντας, και Ονώριον Ρώμης Κύρόν τε Αλεξανδρείας και Θεόδωρον τον της Φαράν, την αλληλόπλοκον του ψεύδους σειράν διαρρήξαντες, ου μην αλλά και Μακάριον Αντιοχείας, άμα Στεφάνω της αιρέσεως μαθητή, συν γέροντι τίνι αθλίω τούνομα Πολυχρονίω, επιπλακέντας αυτοίς και της εκείνων δυσσεβείας υπερμαχείν μελετήσαντας, υπό δικαίαν καταδίκην εποιήσαντο, ότι μιαν θέλησιν και μιαν ενέργειαν επί Χρίστού του αληθινού θεού ημών του εκ δύο πεφυκότος φύσεων δυσσεβεί και αλόγω φρονήματι ετόλμησαν αποφήνασθαι μηδέ τούτο λογισμοίς αναλαβόντες οι ασύνετοι, ράδιον ον και πρόχειρον εις κατάληψιν, ως ουκ εστί της αυτής ενεργείας χωλόν κατ’ εξουσίαν ορθώσαι, και κόπους οδοιπορίας μετέρχεσθαι ουδέ τυφλούς ομματώσαι, και γην σιάλω δακτύλων έργοις φυράσαι και πηλόν ποιήσαι και επιβαλείν τοις όμμασιν ουδέ νεκρόν αναστήσαι, και δακρύειν επί τελευτήσαντι ου μην ουδέ της αυτής εστί θελήσεως παρελθείν αιτείσθαι το ποτήριον του θανάτου, και δόξαν καλείν και βούλεσθαι το αθέλητον.
Αλλά πως ουχί συνήσθοντο δια τούτων και των φύσεων την διαφοράν εξαρνούμενοι; πάσα γαρ φύσις πηγή ενεργείας, και ταις διαφόροις ενεργείας αι φυσικαί θελήσεις συνδιασχίζονται και ει κατά την εν αυτοίς πλάνην η ενέργεια και η θέλησις μια, και η φύσις πάντως εξ ης ταύτα μια ει δε δύο αι φύσεις (ούπω) γαρ εις τούτο μανίας εξώκειλαν, εν οφθαλμοίς έχοντες την διασποράν των καταρξάντων και απώλειαν, πως ουχί εκατέρα πηγάσει την οικείαν ενέργειαν και την θέλησιν;
Αλλ’ ούτοι μεν της ιδίας αυτών και δυσφήμου δόξης ουδέν προτιμήσαντες, συν αυτή εκείνη αιωνίω κατεδικάσθησαν αναθέματ δύο δε θελήσεις φυσικάς και δύο ενεργείας επί του ενός Χριστού του θεού ημών των θεοφόρων πατέρων ιερολογήσας ο σύλλογος, ταις απανταχού εκκλησίαις το διπλούν ομολογείν και κηρύσσειν, ώσπερ των φύσεων, ούτω και των ενεργειών και θελήσεων, ορθοδόξως παραδεδώκασιν. Κωνσταντίνος δε τηνικαύτα, ο απόγονος Ηρακλείου, τον προγονικόν της βασιλείας κλήρον εχρημάτιζεν αναδεδεγμένος, τα τε άλλα συμπράττων τη συνόδω και το ορθόν της εκκλησίας φρόνημα πρεσβεύων. Αλλ’ εν τούτοις μεν και η έκτη.
Η εβδόμη Σύνοδος
Η δε αγία και οικουμενική εβδόμη σύνοδος Νίκαιαν μεν, της Βιθυνών μητρόπολιν ούσαν και των ορθών δογμάτων δικαστήριον πάλαι γεγονυίαν, και αυτή της ευσεβείας κριτήριον έδειξεν, επτά μεν και εξήκοντα και τριακοσίων ιερών ανδρών τω πλήθει πλατυνομένη, ταξιάρχους δε και πρωτοστάτας της ιεράς αυτών και μεγάλης φάλαγγος προβαλλομένη Ταράσιόν τε τον εν αρχιερεύσι θεού περιβόητον (θείος ούτος και πανάριστος ανήρ, και της βασιλίδος πόλεως τους ιεραρχικούς οίακας είπερ τις άλλος περιάγειν άξιος) και δη και Πέτρον τον ευλαβέστατον πρωτοπρεσβύτερον της κατά Ρώμην αγίας Εκκλησίας, και Πέτρον άλλον, πρεσβύτερον και αυτόν και της εκείσε μονής ηγούμενον του αγίου Σάβα οι της αποστολικής καθέδρας διεκληρούντο τον τόπον, Αδριανού τότε το αρχιερατικόν κοσμούντος αξίωμα άμα δε τούτοις Ιωάννην και Θωμάν, άνδρας μοναδική πολιτεία περιωνύμους και ιερατική τιμή διαλάμποντας και της ανατολικής απάσης διοικήσεως των αποστολικών και μεγάλων θρόνων τοποτηρητάς και το των αρχιερέων προνόμιον έχοντας, λέγω δη Απολιναρίου τε και Θεοδωρήτου και Ηλία ων ο μεν Αλεξανδρείας, ο δε Αντιοχείας, και ο λοιπός δε Ιεροσολύμων ιεροπρεπώς τε και πανσόφως προειστήκεισαν. Τότε Κωνσταντίνος και Ειρήνη, ορθοδοξίας στεφάνω κοσμούμενοι, και την αυτοκράτορα της Ρωμαίων αρχής πορφυρίδα εστολιζοντο.
Αύτη τοιγαρούν η ιερά και μεγάλη σύνοδος αρτιφανή τε και βάρβαρον αίρεσιν, υπό δυσσεβών τε και ανιέρων ανδρών παρεισαχθείσαν, θεοκρίτω και κοινώ ψηφίσματι κατεδίκασεν, και τους εισηγητάς και προμάχους αυτής τω αυτώ συνυποβάλλουσα κρίματι. Ούτοι γαρ οι δείλαιοι Χριστόν τον αληθινόν θεόν ημών βλασφημείν ουχ ομολογούντες τοις ρήμασιν, δια των έργων πάσαν επενόουν ύβριν και βλασφημίαν και ασέλγειαν και αυτόν εκείνον δυσφημείν αμέσως και χωρίς τινός παραπετάσματος ου θαρρήσαντες, δια της σεπτής εικόνος το παν αυτών της Χριστομάχου γνώμης εξεπλήρουν θέλημα. Είδωλον γαρ (ω τολμηράς και αθέου γλώσσης και διανοίας απήχημα) την προσκυνητήν εικόνα Χριστού, δι’ ης ειδώλων πλάνη διώκεται, καθυβρίζοντες και πάσαις αυτήν ατιμίαις περιβάλλοντες, ανά τας αγοράς και τας λεωφόρους ποσί κατεπάτουν, περιέσυρον, πυρί παρεδίδοσαν, θέαμα Χριστιανοίς ελεεινόν και της ελληνικής χριστομαχίας μόνης άξιον.
Τα αυτά δε και κατά των άλλων ιερών εικονισμάτων ποσίν ταχινοίς εκχέαι αίμα χερσί τε παλαμναίαις και βεβήλοις χείλεσιν ενησέλγαινον, και κόρον ουδενά της τηλικαύτης μανίας και παραπληξίας ουδαμώς ελάμβανον οι αλάστορες, αλλά των ελληνικών βδελυγμάτων ουδέν έλαττον, ει και μη μάλλον, τα Χριστιανών ιερά σύμβολά τε και εκτυπώματα δια μίσους άγοντες εβδελύσσοντο δι’ ων αυτοίς και ο άσπονδος πόλεμος κατά Χριστού και των αυτού αγίων συνεκροτείτο και εκρατύνετο. Δήλον γαρ άπασιν ως η τιμή των εικονισμάτων τιμή γίνεται των εικονιζομένων, ώσπερ και η ατιμία εις αυτά διαβαίνει τα εικονιζόμενα.
Αλλ’ ούτοι, τα νέα των Χριστομάχων Ιουδαίων γεννήματα, δι ων μεν την σεπτήν εικόνα Χριστού και των αυτού αγίων ενύβριζον, το προγονικόν ανεπλήρουν υστέρημα, εις τα των Ιουδαίων τολμήματα εκφερόμενοι και νικάν φιλονεικούντες τη υπερβολή της προθυμίας τους γεννήτορας δι’ ων δε Χριστιανών εν μέσω ουκ έσχον τολμήσαι τον Χριστόν και χείλεσιν απαρνήσασθαι, και αυτού εκείνου του Ιουδαϊκού και πατρώου ζήλου ηλέγχοντο διαπίπτοντες και νόθον και ταύτην αυτών δεικνύντες την μίμησιν και μηδαμού στάσιν έχοντες, αλλ’ ώσπερ τω κακώ καρωθέντες της αιρέσεως ώδε κακείσε διερριπτούντο και παρεφέροντο. Χριστιανούς μεν γαρ εαυτούς ονομάζοντες κατά Χριστού εφρυάττοντο και την Ιουδαίων κλήσιν ου προσιέμενοι το Χριστομάχον αυτών παρεζήλουν δια της εικονομαχίας και υπερέβαλλον ου μόνον δε, αλλά και το της ειδωλολατρίας εκκλίνοντες όνομα ουδέν ειδωλολατρών ανεκτότερα εις τε Χριστιανούς αυτούς και εις τα των Χριστιανών θεία και άχραντα μυστήρια επεδείξαντο.
Διο τούτους μεν, όσοι μη της μοιχαλίδος ταύτης και πολυσπόρου και συμπεφυρμένης δόξης φυγείν ηθέλησαν την δυσγένειαν, ως νόθα γένη και έκφυλα της των πιστών ευγενείας η αγία και οικουμενική διακρίνασα σύνοδος δεσμοίς αλύτοις του αναθέματος καθυπέβαλεν την δε εικόνα Χριστού του αληθινού θεού ημών κατά τας ανέκαθεν αποστολικάς τε και πατρικάς παραδόσεις και τας των ιερών λογίων εκφαντορίας επί τιμή και σεβασμιότητι του εικονιζομένου προσκυνείσθαι και τιμάσθαι ψήφοις απάσαις επεκύρωσέν τε και επεσφραγίσατο, της προσκυνήσεως και τιμής δηλονότι προσαγομένης καθ’ ον τρόπον και τοις άλλοις ιεροίς τύποις και συμβόλοις της καθ’ ημάς αγιωτάτης λατρείας προσερχόμεθα.
Ου γαρ εν αυτοίς ιστώμεν και συμπερικλείομεν την τιμήν και προσκύνησιν, ουδ’ εις ετερόφυλα και διάφορα τέλη σχιζόμεθα, αλλά δια της φαινομένης διαφόρου και μεριστής αυτών θεραπείας και προσκυνήσεως ιεροπρεπώς τε και αδιαιρέτως εις την αμέριστον εκείνην ενοειδή τε και ενοποιόν θειότητα αναγομέθα.
Ούτως τoν τίμιον σταυρόν προσκυνούμεν, εν ω το δεσποτικόν εξετανύσθη σώμα και το του κόσμου καθάρσιον ανέβλυσεν αίμα, και η του ξύλου φύσις ταις εκείθεν ροαίς αρδευθείσα την αγήρω ζωήν εβλάστησεν αντί του θανάτου. Ούτως τον τύπον του σταυρού προσκυνούμεν, δι ου δαιμόνων ελαύνεται στίφη και πάθη θεραπεύεται ποικίλα, της άπαξ εν τω πρωτοτύπώ χάριτος και δυνάμεως ενεργηθείσης και μέχρις αυτών των τύπων μετά της ομοίας ενεργείας συμπροϊούσης.
Τούτων τοιγαρούν έκαστον, την τε Χριστού εικόνα φημί και αυτόν τον σταυρόν και δη και του σταυρού τον τύπον, παραπλησίως τη σεβασμιότητι και προσκυνήσει εξοσιούντες, ουκ εν αυτοίς περιγράφομεν και περιορίζομεν την τιμήν και το σέβας, αλλ’ εις τον δι’ ημάς ενανθρωπήσαντα πλούτω φιλανθρωπίας αφάτω και τον υπέρ ημών επονείδιστον θάνατον εκουσίως υπενεγκόντα ταύτην αναφέρομεν και ανιερούμεν.
Ούτω δη και ναούς αγίων και τάφους και λείψανα πιστοίς βρύοντα ιάσεις πιστώς προσκυνούμεν, τον αυτούς δοξάσαντα Χριστόν τον θεόν ημών μεγαλύνοντες και ανευφημούντες και δη και ει τι τούτοις κατά τας μυστικάς και αγίας ημών τελετάς εστί παραπλήσιον, δια της εν αυτοίς ενεργουμένης δωρεάς τε και ευεργεσίας το αρχικόν τε και πρωτουργόν αίτιον επιγινώσκομέν τε και δοξολογούμεν.
Διο και των μακαρίων εκείνων και ιερών ανδρών η θεοφόρος και αγία πανήγυρις ου μόνον την εικόνα Χριστού, καθάπερ έφημεν, αλλά γε δη και της παναχράντου και αειπαρθένου δεσποίνης ημών θεοτόκου και πάντων των αγίων τας ιεράς εικόνας κατά αναλογίαν της των πρωτοτύπων υπεροχής και σεβασμιότητος τιμάσθαι και προσκυνείσθαι κοινών θεσπισμάτων όροις επεσφράγισέ τε και επεκύρωσεν. Και γαρ και δι αυτών εις ενόποιόν τινά και συναγωγόν αναγόμεθα θεωρίαν και της προς το ακρότατον των ορεκτών δι αυτής αξιούμεθα θείας και υπερφυούς συναφείας. Αλλά ταύτα μεν σοφώς τε και θεαρέστως τελεσαμένη διώρισεν, πάσαν δε αιρετικήν νόσον και πάσαν ακοσμίαν της λογικής αγέλης απελάσασα τον οικείον κόσμον και το κάλλος την εκκλησίαν επαναλαβούσαν υπέδειξεν και οία δη νύμφην, ουκ εν κροσσωτοίς χρυσοίς, αλλ’ εν ιεροίς εξωραϊσθείσαν εικονίσμασιν, εκ δεξιών του νυμφίου Χριστού παραστήσασα, ιλαροίς και χαίρουσιν οφθαλμοίς καθοράσθαι και εναγλαΐζεσθαι παντί τω των πιστών πληρώματι παρεσκεύασεν.