Ο γέρο Αλύπιος και η Ευχή
Η διήγηση βρίσκεται στο Χειρουβικά Αρχιμανδρίτη, Δανιήλ Κατουνακιώτης, έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός, Αττικής, 2002.
Ο αγιορείτης μοναχός Αλύπιος, αδελφός της Μονής Ξενοφώντος της αρχαίας του περασμένου αιώνα, ξεχώριζε για τον ένθεο ζήλο του, ιδιαίτερα αγάπησε να βρει και ένα ήσυχο μέρος και να προσεύχεται με την ευχή του Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με.
Κάθε φορά που έλεγε την ευχή, σκιρτούσε η ψυχή του από ανέκφραστη χαρά. Κάποτε όμως τα πράγματα πήραν άσκημη τροπή, χωρίς να καταλαβαίνει και ο ίδιος το γιατί δεν μπορούσε να συνεχίζει την ευχή.
Αν δοκίμαζε μια φορά να την πει, αμέσως βοηθό και ανεξήγητο άρχισε να κλονίζεται ολόκληρο το σώμα του, παρασύροντας τον συγκλονισμό και όλους όσους οι τυχόν βρισκόταν δίπλα του.
Έτσι την ώρα της ακολουθίας μέσα στο ναό αν έλεγε μυστικά την ευχή. Όσοι αδελφοί στέκονταν στα παράπλευρα στασίδια, αλλά και τα ίδια τα στασίδια χόρευαν, τινάζονταν, τραντάζονταν.
Όταν πάλι προσεύχονταν στο κελί του, σείονταν μαζί με αυτό και όλα τα γειτονικό κελιά. Τι γέροντας και πνευματικοί τον είδαν, τι ευχές και εξορκισμούς του διάβασαν, αποτέλεσμα κανένα.
Η υπόθεση έπαιρνε τραγικές διαστάσεις, γιατί ο γέρο Αλύπιος είχε χρόνια τώρα γίνει ένα με την ευχή και δεν μπορούσε να τη σταματήσει.
Έτσι ασυναίσθητα στο κελί του, στην εκκλησία, στο φαγητό, στην εργασία, παντού, έλεγε το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και αμέσως το κρεβάτι τα στασίδια, το τραπέζι, τα πράγματα της εργασίας, όλα σείονταν.
Αλλά και οι άγιοι Πατέρες που ήταν δίπλα του, πήγαιναν κι εκείνοι πέρα δώθε.
Σταμάτα γέρο Αλύπιε, να λες την ευχή, του φώναζαν κάθε τόσο, δεν βλέπεις την κακό γίνεται;
Μα, μήπως το θέλω; Ασυναίσθητα την προφέρω, συγχωρήστε με Πατέρες.
Όπου απελπίστηκαν πια από όλους, σκέφτηκαν τον γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη, 1846-1929. Πήρε λοιπόν ο γέρο Αβέρκιος, ο οικονόμος της Μονής, τον γέρο Αλύπιο και ξεκίνησε για τα Κατουνάκια.
Βράδιασαν στην Σιμωνόπετρα. «Πρόσεχε, πατέρα Αλύπιε», είπε ο γέρο Αβέρκιος. «Όσον θα είμαστε μέσα στο μοναστήρι, μην πεις την ευχή και τρομάξουν οι Πατέρες». Στο νάρθηκα όμως του Καθολικού ξεχάστηκε και την είπε. Γύρω του έγινε σεισμός. Την άλλη μέρα έφτασαν στον προορισμό τους.
Ο γέρο Δανιήλ, αφού έμαθε το ιστορικό, πήρε ιδιαίτερα στον γέρο Αλύπιο. «Πνευματικός δεν είμαι», του είπε, «αλλά πρέπει να μάθω με κάθε λεπτομέρεια την πνευματική σου ζωή. Θα κάνεις λοιπόν γενική εξομολόγηση και θα μου περιγράψεις το πώς σου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το φαινόμενο αυτό».
Μια νύχτα αγρυπνούσα στο παρεκκλήσι της Αμπελικής, ακόμα στη Μονή, κοντά στη Μονή, και προσευχόμουν με το κομποσκοίνι. Κάποια στιγμή χτύπησε ο μάνταλος της πόρτας. Ένιωσα ένα φόβο στην καρδιά μου και έναν κλονισμό στο σώμα μου.
Συνέχισα πάντως την προσευχή. Στο μεταξύ τα χτυπήματα έγιναν περισσότερα. Ο μάνταλος πήγαινε πάνω-κάτω. Άρχισε τώρα να χτυπάει και η πόρτα. Ένα δυνατό χτύπημα. Δεύτερο δυνατό χτύπημα. Κατάλαβα πως ήταν κάτι σατανικό. Προχώρησα στην πόρτα αλλά δεν είδα τίποτα. Σε λίγο πάλι τα χτυπήματα. Πάλι κλονισμό στο σώμα μου.
Βεβαιώθηκα πια ότι ήταν του διαβόλου και δεν έδωσα σημασία. Μα περισσότερο τώρα ζήλο έλεγα την ευχή. Τα χτυπήματα όλο και αυξάνονταν. Όχι μόνο το σώμα μου και η πόρτα. Μια ολόκληρη εκκλησία βρισκόταν σε μια περίεργη κίνηση.
Από τη στιγμή εκείνη μόλις σταμάτησα την ευχή, έπαυαν οι κινήσεις. Μόλις την έλεγα, άρχιζαν. Έτσι έχουν τα πράγματα γέροντα.
Ο γερο-Δανιήλ βυθίστηκε σε σκέψεις. Πρωτάκουστη περίπτωση. Ξάφνου σαν να φωτίστηκε.
Δεν μου λες ρώτησε το μοναχό. Όταν άρχισαν τα χτυπήματα και κατάλαβες ότι πρόκειται τέτοια διαβολική ενέργεια, τι είπες με το λογισμό σου. Τι αισθήματα κυριάρχησαν στην ψυχή σου. Φόβος και δειλία ή αταραξία και περιφρόνηση ή μήπως κάτι άλλο;
Ας χτυπήσει όσο θέλει, έλεγα μέσα μου. Εμένα δε θα με αποσπάσει από την προσευχή μου. Μήπως τα ίδια δεν έκανε και στον Μέγα Αντώνιο; Αυτό στη δουλειά του και εγώ τη δική μου. Είτε της χάριτος, είτε του πονηρού ενέργεια είναι ο κλονισμός στο σώμα μου, εγώ θα λέω συνέχεια την ευχή και θα σκάσει ο μισόκαλος.
Από τα λόγια αυτά ο γέρο Δανιήλ αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί. Ο γέρο Αλύπιος είχε κυριευθεί από μια αδιόρατη ομίχλη υπερηφάνειας, σαν τάχα να έχει φτάσει στα μέτρα του Μεγάλου Αντωνίου και να δείξει στον εχθρό υπεροπτική περιφρόνηση.
Μολυσμένη πια η προσευχή του ήταν από την οίηση. Δεν γινόταν ευπρόσδεκτη από το Θεό.
Αφού λοιπόν του το εξήγησε, τον συμβούλεψε. Από δω και πέρα να λες την ευχή με ταπείνωση, με συντριβή, να πιστεύεις πως είσαι ένας αμαρτωλός, ένας υπόδικος στα μάτια του Θεού, να θεωρείς την ταραχή του σώματος σατανική ενέργεια.
Όταν παρουσιάζεται, ικέτευε νοερά τον Χριστό να την απομακρύνει, έτσι μόνο θα ελκύσεις την Θεία Χάρη. Ο ταλαιπωρημένος μοναχός βρήκε τη θεραπεία του, προσευχήθηκε ταπεινά και ειρήνευσε.
Από τότε επιδόθηκε με περισσότερο ζήλο στους πνευματικούς αγώνες και επιδίωξε την κατάκτηση της ταπεινοφροσύνης. Έγινε ένας από τους καλύτερους μοναχούς της Μονής Ξενοφώντος και κοιμήθηκε ειρηνικά. Αξιώθηκε μάλιστα να προγνωρίσει την ημέρα του θανάτου του.
Το παξιμάδι του Σατανά
Ανδρέου Μοναχού Αγιορείτου, Γεροντικό του Αγίου Όρους, 1980.
Όσοι προσπάθησαν να φανούν ανώτεροι από τους άλλους έπεσαν στην υπερηφάνεια και σε ποικίλους πειρασμούς. Πολλοί από αυτούς χάθηκαν ή πλανήθηκαν. Κάτι τέτοιο έπαθε και ο γερο-Χαράλαμπος που ασκήτεψε στα μέσα του 19ου αιώνα, στην ομώνυμη Καλύβη των Καυσοκαλυβίων.
Είχε την επιθυμία, η καλύτερα τη σατανική υποβολή, να γίνει ανώτερος από τους άλλους. Ήθελε να ασκηθεί στην εγκράτεια, τη νηστεία και την προσευχή περισσότερο από τον γέροντά του.
Γι’ αυτό, όταν εκείνος πέθανε, κλείστηκε στην Καλύβη του, έχοντας μόνο παξιμάδι και νερό, και έβαλε όρο στον εαυτό του να μη βγει, αν δεν περάσει ένας μήνας.
Κανέναν δεν συμβουλεύτηκε για την απόφασή του, και σε κανέναν δεν τη φανέρωσε. Έγκλειστος τώρα με το θέλημά του, επιδόθηκε σε αγρυπνίες και προσευχές. Οι Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τον είχαν χάσει. Πέρασε ένας μήνας, αλλά δεν εμφανίστηκε.
Τότε ο πατέρας Διονύσιος, που έμενε στη γειτονική Καλύβη των Γενεθλίων της Θεοτόκου, ανησύχησε και πήγε να δει μήπως είναι άρρωστος.
Φτάνοντας απ’ έξω φώναξε, μα δεν πήρε απόκριση. Πλησίασε την πόρτα και είπε «Δι’ ευχών» τίποτα. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Βρήκε τον γεροχαράλαμπο σκεπασμένο στο κρεβάτι του, να τρέμει σαν το ψάρι.
Ο πατέρας Διονύσιος του μίλησε, αλλά εκείνος από την τρεμούλα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Τότε τον πλησίασε και του φώναξε «Γεροχαράλαμπε, είμαι αδερφός σου, Διονύσιος, τι σου συμβαίνει, γιατί δεν μου μιλάς». Του έδωσε να πιει λίγο νερό και να φάει λίγο παξιμάδι. Εκείνος τον κοίταζε φοβισμένος, σαν αφηρημένος, χωρίς να λέει τίποτα.
Κάποια στιγμή σαν να συνήλθε. Πετάχτηκε πάνω, αγκάλιασε τον πατέρα Διονύσιο και τον ικέτεψε με δάκρυα. «Αδελφέ μου, σώσε με! Ήρθαν οι δαίμονες να με πνίξουν». Ο πατέρας Διονύσιος τον παρηγόρησε και του έδωσε θάρρος, ύστερα τον παρακάλεσε «Πες μου αδελφέ τι έγινε, γιατί είσαι τόσο φοβισμένος».
Ο άλλος τότε αρκετά ξεθαρρεμένος άρχισε να διηγείται. Μου λέει ο λογισμός να γίνω καλύτερος από τους άλλους Πατέρες, να γίνω έγκλειστος και νηστευτής. Πέρασα μια βδομάδα με παξιμάδι και όταν μου τελείωσε πήγα να βγω για να προμηθευτώ κι άλλο.
Ακούγοντας όμως την πόρτα βρίσκω ένα σακί γεμάτο παξιμάδι. Το πήραμε πολύ χαρά ενώ ο λογισμός μου ψιθύριζε «Φαίνεται πως η ζωή αυτή που κάνεις με την νηστεία και την προσευχή είναι ευάρεστη στο Θεό». Άρχισα μέσα μου να φουσκώνω. Έκλεισα την πόρτα και επιδόθηκα με περισσότερο ζήλος την προσπάθειά μου. Πέρασε έτσι ένας μήνας.
Τα πράγματα πήγαν μια χαρά. Χθες τα μεσάνυχτα όμως, ενώ έλεγα τους χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και βρισκόμουν στο “τείχος ει των παρθένων” ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Βγαίνω έξω και βλέπω ένα γέρο, ασπρογένη, κουτσό και πολύ άγριο. «Ποιος είσαι» του λέω και «τι θέλεις». «Εγώ παιδί μου είμαι πνευματικός από την Αγία Άννα και όπως βλέπεις κουτσός. Έμαθα τους αγώνες σου και επειδή αγαπώ πολύ όσους αγωνίζονται, κρυφά με το θέλημά τους για να τους δοξάσει Αυτός. Δεν είπε τη λέξη «Θεός». Ήρθα με πολύ κόπο να σου φέρω τούτο το παξιμάδι. Σου έβαλα κι αυτό το καλαθάκι που μέσα έχει 100 λίρες για να αγοράσεις παξιμάδι και να μη βγαίνεις από το καλύβι σου.
Lέγοντας αυτά άπλωσε το χέρι να μου δώσει το καλάθι με τις λίρες.
Αλλά τι ήταν αυτό που είδα τότε; Κάτι νύχια κόκκινα, πολύ μεγάλα, και γυριστά προς τα μέσα, τόσο που έφταναν μέχρι τον αγκώνα του.
Τρόμαξα και του είπα, αν θέλεις να σε πιστέψω κάνε το σταυρό σου και έλα μέσα να συνεχίσεις τους χαιρετισμούς της Παναγίας.
Μόλις άκουσε την πρότασή μου αποκρίθηκε με θυμό. Εγώ σε λυπήθηκα εκεί, ήρθα να σε βοηθήσω για να συνεχίσεις τον καλό σου αγώνα, και εσύ δεν με πιστεύεις και μου λες να πω σ’ αυτή που μας έκαψε τέτοια λόγια, ποτέ.
Την ίδια στιγμή έγινε σεισμός με τέτοιο κρότο και πάταγο που νόμιζα πως έπεσε το σπίτι.
Αμέσως το καλάθι γέμισε καπνό και εκείνος εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του μια αφόρητη δυσοσμία.
Από το φόβο μου έπεσα κάτω λιπόθυμος, δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα έτσι, όταν συνήλθα σύρθηκα έως εδώ, ένα μερόνυχτο έχω που τρέμω όπως με βλέπεις.
Αν δεν ερχόσουν θα πέθαινα από το φόβο μου, σε παρακαλώ βοήθησέ με γιατί δεν μπορώ να μείνω μόνος.
Φοβάμαι μη ξανάρθουν οι δαίμονες και με πνίξουν, Παναγιά μου δεν ξανακάνω τέτοια πράγματα.
Ο Πάτερ Διονύσιος τον παρηγόρησε αρκετή ώρα και ύστερα τον οδήγησε στον πνευματικό παπα-Συμεών, εκεί έμεινε ο Γεροχαράλαμπος μία βδομάδα, εξακολουθώντας να τρέμει από τον φόβο του.
Είναι πολύ τρομερό να δείτε τους δαίμονες έλεγε και ξανάλεγε.
Τέλος, αφού συνήλθε και ηρέμησε, οδηγήθηκε από τον Πάτερ Διονύσιο στην εκκλησία της Σκήτης, όπου διηγήθηκε μπροστά σε όλους τους Πατέρες το πάθημα του και ζήτησε ταπεινωμένος συγχώρεση. Από τότε ακολουθούσε την κοινή μοναχική τάξη και δεν έκανε τίποτα χωρίς την ευλογία του πνευματικού και τη γνώμη των πατέρων.
Έτσι, ησύχασε από τους πειρασμούς του σατανά και τελείωσε σε βαθιά γεράματα την επίγεια ζωή του.
Τι φοβούνται και τι αγαπούν οι δαίμονες
Από άγνωστες σελίδες του Γεροντικού, έκδοση το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη, 1996.
Οδήγησαν κάποτε στο Μακάριο Ιωάννη τον Βοστρινό, όταν βρισκόταν και υπηρεσίας στην Αντιόχεια της Συρίας, τέσσερις δαιμονισμένες που έλεγαν πολλά με την ενέργεια του διαβόλου.
Ακούγοντάς το Ιωάννη, σας ρώτησε για διάφορα θέματα, όπως για την πτώση των δαιμόνων από τον ουρανό, για τον παράδεισο, για τον καρπό που έφαγε ο Αδάμ, για το φίδι και άλλα που τώρα δεν τα αναφέρουμε για την αδυναμία των πολλών. Δύο όμως από αυτά που είναι θέματα εποικοδομητικά, τα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Φοβάστε την Κυριακή προσευχή πάτερ ημών, τον ενενηκοστό Ψαλμό, ο κατοικών εν βοήθεια του Υψίστου και το μεθ’ ημών ο Θεός του προφήτη Ησαΐα; Ναι απάντησαν οι δαιμονισμένες, γιατί αυτές τις προσευχές είναι ωφέλιμες. Το Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού.
Σταμάτα μην τα λες αυτά τα λόγια, ξεφώνησαν οι δαίμονες. Σε όλη τη γραφή δεν υπάρχει άλλος λόγος που να εξουδετερώνει τη δύναμή μας όπως αυτός. Ποια πράγματα φοβάσαι από τους χριστιανούς; Πραγματικά έχετε τρία μεγάλα. Ένα που φοράτε στο λαιμό σας, ένα που λούζεστΕ στην εκκλησία και ένα που τρώτε στη σύναξη. Εννοούσαν τον Τίμιο Σταυρό, το Άγιο Βάπτισμα και τη Θεία Κοινωνία.
Από αυτά τα τρία πιο φοβάστε περισσότερο. Αν φυλάγατε καλά αυτό που μεταλαβαίνετε, κανείς από μας δεν θα μπορούσε να κάνει κακό σε χριστιανό. Ο ευσεβής Ιωάννης, δόξασε τον Θεό για όσα άκουσε και ρώτησε πάλι, ποια πίστη αγαπάτε από όσες υπάρχουν στον κόσμο.
Αγαπάμε όλες όσες δεν έχουν κανένα από τα τρία πράγματα που σου είπαμε και δεν ομολογούν Θεό ή Υιό Θεού το γιο της Μαρίας.
Και πώς εσείς τον ομολογήσατε Υιό του Θεού όταν του φωνάξατε Τι μην και εσύ Ιησού Υιέ του Θεού, σώπασαν τότε για λίγο οι δαίμονες και ύστερα αποκρίθηκαν.
Φωνάξαμε πως είναι Υιός του Θεού όχι επειδή το θέλαμε, μ’ επειδή μας ανάγκασε η δύναμή Του. Και αυτό για να ντροπιαστούν οι Ιουδαίοι που τον βλασφημούσαν και τον αποκαλούσαν άνομο. Αυτά και άλλα πολλά αποκάλυψε με το στόμα των δαιμονισμένων ο διάβολος μπροστά σε πολλούς που είπαν και σε άλλους όσα είδαν και άκουσαν.
Ο Νυκτερινός Επισκέπτης
Φαρασιώτη Διονυσίου, “Οι Γκουρού, ο Νέος και ο Γέροντας Παΐσιος”, Θεσσαλονίκη 2001
Βρισκόμουνα στη Μονή Σταυρονικήτα ένα πολύ όμορφο παραθαλάσσιο Μοναστηράκι.
Είχε βραδιάσει και πήγε στο δωμάτιό μου όπου έμενα. Έπεσα να κοιμηθώ. Δεν θα είχα κοιμηθεί πολλές ώρες όταν ξύπνησα ανήσυχος. Κάτι με πλάκωσε στο στήθος. Ήταν πολύ δυνατός. Κάποιος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο και πίεζε το στήθος μου. Άνοιξα τα μάτια φοβισμένος. Δεν έβλεπα παρά μόνο τα έπιπλα.
Ωστόσο ένιωθα μια δυνατή παρουσία που με πίεζε αφόρητα.
«Χριστέ μου, δεν αντέχω άλλο. Βγάλε τον έξω από εδώ», είπα μέσα μου.
Αμέσως αισθάνθηκα να αδειάζει το δωμάτιο από την βαριά παρουσία. Πήγε και έφυγε στο δωμάτιο απειλητικά.
Δεν τολμούσα να κοιμηθώ. Κάποιος ήταν έξω από την πόρτα μου συνέχεια.
Όταν ξημέρωσε πια, μπόρεσα και κοιμήθηκα λίγο. Την άλλη μέρα, πήγα να δω τον πατέρα Παΐσιο. Δυόμιση ώρες ποδαρόδρομο.
Του είπα τι είχε συμβεί. «Κάτσε να σου φέρω ένα πιστόλι μου», είπε γελώντας.
Μπαίνει στο κελί του και μου φέρνει ένα μικρό κομποσκοινάκι, δηλαδή με 33 κόμπους, όσο τα χρόνια του Χριστού και έναν σταυρό.
Ξέρεις αυτό πετάει πνευματικές σφαίρες. Κάθε φορά που λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», είναι σαν να πυροβολείς τον διάβολο και δεν σε πλησιάζει. Πάρτο να έχεις αυτό για άμυνα.
Ξαναγύρισα στη Μονή Σταυρονικήτα που με φιλοξενούσε.
Ένα βράδυ ξαναφάνηκε ο νυχτερινός επισκέπτης. Αυτή τη φορά, όμως, είχα το πιστόλι του Πατέρα Παϊσίου. Μόλις ένιωσα την παρουσία του, πυροβόλησα. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Αμέσως τραβήχτηκε μακριά μου.
Συνέχισα να λέω την ευχή. Πήρα θάρρος και άρχισα να τον κυνηγάω.
Προχώρησα προς το μέρος του. Μόλις όμως πλησίασα κοντά του, ένιωθα την παγερή δύναμή του και κοντοστάθηκα.
Ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Όρμησε κατά πάνω μου, τώρα πυροβολούσα ακατάπαυστα. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Τράπηκε σε φυγή, λες και τον έκαιγαν τα λόγια της ευχής.
Η ευχή με το όνομα του Χριστού είχε τη δύναμη, όχι εγώ. Εμένα μπορούσε να με λιώσει στο χέρι του σαν κουνούπι.
Ξαφνικά μεταμορφώθηκε, έγινε αστείος. Κοντός, χοντρός, σαν νάνος. Με ένα σαρίκι το κεφάλι. Άρχισε να κάνει αστεία και να με πλησιάζει σιγά-σιγά σαν για παιχνίδι. Ξαφνιάστηκα. Πήγα να γελάσω, μόλις όμως με πλησίασε αρκετά, η ψυχή μου ένιωσε την απειλή και την κακία του.
Ξανάρχισα την ευχή. Έφυγε τρέχοντας από κοντά μου. Τελικά δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτα.
Εκείνο το βράδυ, με τη δύναμη του Χριστού, έτρεψα σε φυγή τον δαίμονα και τον κράτησα μακριά μου. Είχα κερδίσει μια μάχη.