Της Βάσως Κ. Ηλιάδη
Τι να πρωτοθυμηθώ για τον παππού μου τον βλάχο. Το πόσο ευαίσθητος, καλός και ντόμπρος υπήρξε; Το πόσο με εκτιμούσε και με ανέβαζε στο μπαούλο για να εκφωνώ ό,τι μου κατέβαζε η κούτρα μου; Το πόσο ήθελε να με φροντίζει; Όση αποδοχή δεν πήρα ποτέ απ’ τη μάνα μου την εισέπραξα από αυτόν τον καλοσυνάτο γέροντα.
Ένα γέροντα, ταλαιπωρημένο από την αχαριστία των συγχωριανών του. Οι αχρείοι, του είχαν κλέψει τα οικοδομικά υλικά για το σπίτι που σκόπευε να χτίσει στην Αθαμανία. Από τότε τους κατονόμασε «σκατόβλαχους» και δεν ξαναπάτησε στο χωριό. Δούλεψε χρόνια στον Πειραιά, αργότερα απέκτησε το δικό του μαγαζί στα Τρίκαλα και από την καλή του την καρδιά χρεοκόπησε γιατί έδινε πολλά «βερεσέδια».
Ο μπαρμπα-Γρηγόρης όμως ήταν παλληκάρι. Και από τη θέση του υπαλλήλου κατόρθωσε να επιβιώσει. Και δυο εγχειρήσεις έκανε χωρίς τη βοήθεια κανενός. Μόνος του πήγαινε στο νοσοκομείο και μόνος του έβγαινε, και μάλιστα νωρίτερα.
Όταν μεγάλωσε πιότερο και έγινε συνταξιούχος του ΙΚΑ, είχε να υποστεί και άλλον γολγοθά. Η γυναίκα του αρρώστησε. Ο ανισσόροπος γιατρός πολλές φορές του έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα γιατί ήταν καλός και ήσυχος -δεν είχε το απαραίτητο κοινωνικό «τουπέ»- και αρνούνταν να του γράψει τα φάρμακα για την άρρωστη γυναίκα του.
Και σαν να μην έφτανε αυτό είχε να ανεχτεί και τη βάναυση συμπεριφορά του αλκοολικού γιού του, που συχνά ξεσπούσε επάνω του και τον ξυλοφόρτωνε.
Μόνο η μητέρα μου του συμπαραστεκόταν όσο μπορούσε, κάνοντας δουλειές σπιτιού. Τα άλλα του παιδιά ζούσαν σε άλλες πόλεις…
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον καλοκάγαθο παππού Γρηγόρη, που υπερεκτιμούσε τις δυνατότητές μου. Ο ίδιος έμαθε να διαβάζει και να γράφει μόνος του, γιατί δεν άντεχε την ατμόσφαιρα στο σχολείο. Προτιμούσε να πηγαίνει στο ποτάμι της Αθαμανίας και να τραγουδάει τον καημό του. Του άρεσε η ελευθερία όσο τίποτε άλλο σε αυτό τον κόσμο.
Τρίκαλα, 6-11-2011