Οι φυλλάδες της Διαπλοκής μιλούν για φυλές ψεκασμένων, παραθρησκευτικά και θεωρίες συνομωσίας. Δεν είναι και πολύ παράξενο, αν θυμηθεί κανείς ότι πρώτος ο Πρωθυπουργός της χώρας χαρακτήρισε μερίδα πολιτών ως ψεκασμένους.
Το άσχημο και παράξενο είναι ότι η ανακοίνωσή της Ιεράς Συνόδου του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Λιάπη, περιελάμβανε αντίστοιχους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, αλλά και αλλοίωση της πραγματικότητας. Η προβληματική παράγραφος, της Τετάρτης 6 Σεπτεμβρίου 2023, είναι η παρακάτω:
Παραθρησκευτική αφετηρία έχει η χρήση φράσεων περί “ηλεκτρονικού φακελώματος” που επιβάλλει η “Νέα Τάξη Πραγμάτων” και η “παγκοσμιοποίηση”, καθώς δεν στοχεύει στην προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών, αλλά υπονοεί ότι η ελληνική Δημοκρατία, οι υπηρεσίες της και η εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση είναι “όργανα του Αντιχρίστου”.
Στο ίδιο πνεύμα ακριβώς βρίσκεται και το κείμενο απαντήσεων σε συχνές ερωτήσεις που κυκλοφόρησε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Θα αναγράφονται πληροφορίες θρησκευτικού ενδιαφέροντος που θίγουν την πίστη;
Η σύνδεση του νέου δελτίου ταυτότητας με τη χριστιανική πίστη αποτελεί στυγνή καπηλεία και παραχάραξη της
Ορθοδοξίας. Η έκδοση τους δεν άπτεται στο ελάχιστο του πυρήνα τόσο της χριστιανοσύνης όσο και οποιουδήποτε άλλου
δόγματος και θρησκεύματος.
Επιπλέον τόσο ΜΜΕ, όσο και Υπουργοί αναφέρονται σε Αρνητές των Νέων Ταυτοτήτων.
Εμείς είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύουμε στον Χριστό και δεν θα γίνουμε Αρνητές Του!
Ας δούμε όμως ένα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, γραμμένο πριν από δύο δεκαετίες και συγκεκριμένα την Πρωτοχρονιά του 2000.
Μια νέα μορφή ηθικής παρενόχλησης 1.1.2000
Παρακολουθώντας από κοντά τις εξελίξεις στο θέμα των ταυτοτήτων έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτοί που το εδημιούργησαν, δηλ. οι άνθρωποι της εξουσίας, είναι αριστοτέχνες στην επιστημονική σύλληψη του σκοπού που επιδιώκουν, τα δε ΜΜΕ καλύπτουν το θέμα με εκπληκτική προσαρμογή στις απαιτήσεις της στρατηγικής, που κατεστρώθει για να εξουδετερώσει την επιρροή της Εκκλησίας στο λαό μας. Στο όλο θέμα διακρίνονται από την πρώτη στιγμή δύο πόλοι. Είναι το θύμα και ο θύτης. Θύμα είναι ο ελληνικός λαός της Εκκλησίας, που υφίσταται μιάν ισχυρή ηθική παρενόχληση στη δημόσια έκφραση της πολιτισμικότητάς του, της πίστεώς του. Και θύτης είναι η εξουσιαστική δύναμη της κυβέρνησης, που με αυταρχισμό επιβάλλει σε όλους ένα μοντέλο ύπαρξης άγνωστο μέχρι τώρα στο λαό και αντίθετο στην αποδοχή του από την λαϊκή πλειοψηφία.
Σύμφωνα με την επιστημονική ψυχογραφική ανάλυση αυτού του φαινομένου το ελληνικό κράτος θύτης διαπράττει σε βάρος του ελληνικού λαού ένα είδος ψυχολογικής βίας με το να τον παρενοχλεί στον πυρήνα της ηθικής του υπόστασης. Στην ψυχαναλυτική θεώρηση το ζήτημα της παρενόχλησης έχει μελετηθεί κυρίως στο χώρο της σεξουαλικότητας, εν τούτοις την τελευταία δεκαετία μελετάται και σε άλλους χώρους, όπως είναι π.χ. η βία σε κοινωνικές ομάδες, σε εργασιακούς χώρους αυταρχικότητας κ.λπ. Κυρίως η παρενόχληση αυτής της μορφής εμφανίζεται στις καθημερινές μικρές εκδηλώσεις και εκφράζεται με λόγια, συμπεριφορές, γραπτά μηνύματα, όπου με αυτά επιδικώκεται η μείωση της προσωπικότητας του άλλου, της αξιοπρέπειας και της ψυχικής του ακεραιότητας. Την καταχρηστική αυτή συμπεριφορά οι Σουηδοί αποκαλούν “ψυχοτρόμο”, και τούτο γιατί η παρενόχληση αρχίζει όταν το θύμα αντιδρά στην αυταρχικότητα του επιτιθεμένου και αρνείται τυφλή υπακοή. Τότε ο επιτιθέμενος επιστρατεύει μια σειρά από ενέργειες που αποβλέπουν στην υποβάθμιση του θύματος, που έτσι γίνεται στόχος επιθέσεων, ύβρεων, δυσμενών σχολίων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το θύμα αντιμετωπίζει διάφορες κατηγορίες, όπως π.χ. ιδιότροπος άνθρωπος, φονταμενταλιστής, σκοταδιστής, εγωιστής, φιλόδοξος κ.λπ. Όλα αυτά που εμφανίζονται στον αμύητο ως δήθεν διάγνωση της προσωπικότητας του θύματος αποβλέπουν στον διασυρμό του και στην εξουθένωσή του, ώστε να παύσει να αντιδρά και να δεχθεί την επιβολή του θύτου του.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η άρνηση του διαλόγου και της επικοινωνίας μεταξύ θύτου και θύματος, η διασπορά από την εξουσία φημών και σχολίων σε βάρος του θύματος, η διαστροφική συμπεριφορά αποβλέπουν στην εμπέδωση της ιδέας, πρώτον μεν της δυνάμεως που έχει ο θύτης και δεύτερον της απαξιώσεως του θύματος, για το οποίο ο θύτης αισθάνεται περιφρόνηση. Επιδιώκεται και στις δύο όψεις του πράγματος η ταπείνωση και η ανυποληψία του θύματος. Στην όλη στρατηγική εντάσσεται και η χρήση όλων των αδυναμιών του θύματος, πραγματικών ή υποτιθεμένων, ώστε να αρχίσει να αμφιβάλλει για τον εαυτόν του και να αδυνατεί να αντλήσει άμυνες από το αμυντικό οπλοστάσιο της υπό διωγμόν προσωπικότητάς του.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση των ταυτοτήτων, όλα τα παραπάνω φάνηκαν να χρησιμοποιούνται από τους “επιστήμονες” της παραπληροφόρησης. Κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για μια μονόπλευρη επιβολή από μέρους της εξουσίας μιάς προκαθορισμένης τάξεως που αποβλέπει στην εξασθένηση των στοιχείων της πνευματικής πολιτισμικότητας των Ορθοδόξων Ελλήνων, δηλ. στην εξασθένηση των πνευματικών τους παραδοσιακών ερεισμάτων. Αυτό σημαίνει απλά ότι η εξουσία θεωρεί ότι η εξάρτηση ενός σημαντικού τμήματος του ελληνικού λαού από την ελληνορθόδοξη παράδοση εμποδίζει την εφαρμογή σχεδίων υποταγής του λαού σε ξένα συμφέροντα. Αυτόν δε τον παραδοσιακά θρησκευόμενο λαό η εξουσία έσπευσε να χαρακτηρίσει ως δεύτερης κατηγορίας Έλληνες, που δεν στέκονται ισότιμα απέναντί της, αλλά είναι τάχα μιας “άλλης Ελλάδας” που στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά της για πρόοδο και εκσυγχρονισμό. Η πεποίθηση αυτή της εξουσίας έκανε την εμφάνισή της σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, με τη χρησιμοποίηση χαρακτηρισμών σε βάρος του πιστού λαού της Εκκλησίας, που ξενίζουν. Όμως η επιστημονική και ιστορική νομοτέλεια ισχύει πάντοτε. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο λαός αντιστέκεται και συσπειρώνεται. Απέναντι δε σε μια δυναμική λαϊκή μαχητικότητα για την ηθική διατήρηση των βασικών στοιχείων της προσωπικότητας του θύματος, κανένας θύτης και κανένα παρενοχλητικό μέσο εξουσίας δεν κατάφερε να κερδίσει τη σύγκρουση.
Η προσπάθεια επιβολής στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο να ζει χωρίς τις προσωπικές ιδεολογικές του προσδοκίες και κυρίως χωρίς τα εμφανή στοιχεία της πνευματικής του ταυτότητας, έχει ως συνέπεια να υποβιβάζονται τα κοινωνικά και πολιτικά σταθερά κριτήρια και να οδηγείται σε επικίνδυνο σημείο η πολιτισμική βιωσιμότητά του. Οι δημοκρατίες που προωθούν τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό με την κυρίαρχη στάση πρόκλησης τριβών ανάμεσα στους δύο πόλους, που πιο πάνω αναπτύξαμε, θα πρέπει να παραδεχθούν ότι υπάρχουν αντικειμενικές απαντήσεις για τις σπουδαιότερες ερωτήσεις περί της κοινωνικής και πνευματικής ζωής της χώρας. Στην περίπτωσή μας, αυτές δίδονται από την ελληνορθόδοξη παράδοση, την οποίαν ασπάζεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων.
Η εφαρμογή του πιο πάνω σχεδίου επιδιώκει να μας μετατρέψει μέσα στη γενέθλια γη μας σε μετανάστες, στερημένους από τη θαλπωρή της πνευματικότητας, που η ορθόδοξη πίστη μας χάρισε. Η επιδιωκόμενη μετατροπή του κράτους σε “άθρησκο” και ουδέτερο απέναντι στην Ορθοδοξία είναι αντίθετη με την ανάγκη που νοιώθει ο κάθε Έλληνας να στηριχθεί σε κάποια μόνιμα και σταθερά ερείσματα για να επιβιώσει. Η εξουσία ανάγκασε τον Νεοέλληνα να μπει σε μια περιπέτεια που του κοστίζει όχι μόνο την ψυχική του ηρεμία και γαλήνη, αλλά και τον κίνδυνο να δει τα ερείσματά του αυτά να καταρρέουν κάτω από την πίεση των εκσυγχρονιστών. Και μετά έρχεται η πολτοποίηση και ο αφανισμός. Όποιος δεν τα καταλαβαίνει αυτά ή ζει σε ψευδαισθήσεις ή είναι ενταγμένος στο σχέδιο. Τρίτον δεν υπάρχει.
Αντισταθείτε!
Αντισταθείτε για την Πατρίδα μας
Αντισταθείτε για την Ελλάδα μας
Αντισταθείτε για τα παιδιά μας
Αντισταθείτε για την Ορθοδοξία μας!!!
ΕΣΕΙΣ ΕΙΣΤΕ ΟΙ ΝΟΜΙΜΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ!!!
Και ουδείς μπορεί να σας νικήσει για τον απλούστατο λόγο… ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ!!!
Κι από την αντίθετη πλευρά, ο νυν αρχιεπίσκοπος καλεί τον λαό να μην συμμετάσχει σε διαδηλώσεις και να μη διαμαρτύρεται!
Η δημοψηφισματική πρωτοβουλία γιά τις ταυτότητες. 28.8.2001 (απόσπασμα)
Καθ’ όσον δε αφορά στην κατ΄ επανάληψιν εκφρασθείσα θέση ότι το θέμα των ταυτοτήτων “έκλεισε”, είμαστε υποχρεωμένοι να υπενθυμίσουμε με αγάπη τον κανόνα της Ιστορίας, ότι τίποτε δεν “κλείνει” στις ανθρώπινες κοινωνίες αν οι ίδιοι οι λαοί τους δεν το θελήσουν. Οι υπογραφές των εκατομμυρίων Ελλήνων πολιτών διατηρούν – όλοι πλέον το αντιλαμβάνονται – και θα διατηρήσουν αμείωτο το ηθικό και δημοκρατικό τους βάρος. Μπροστά σ΄ αυτό το μεγάλο γεγονός η Χριστιανική Ελληνική Πολιτεία δεν θα πρέπει να παραμείνει αδιάφορη. Δεν μπορεί και δεν πρέπει οι πολίτες και η Εκκλησία της Ελλάδος να περιφρονηθούν για μια ακόμη φορά.
Στην πορεία αυτής της απρόσμενης και πικρής αντιπαράθεσης των δεκατεσσάρων μηνών ειπώθησαν πολλά και ενδιαφέροντα. Κατατέθηκαν θέσεις και επιχειρήματα, άλλοτε με τρόπο καλόπιστο και άλλοτε με την σφοδρότητα μιάς κακόπιστης πολεμικής που έφθανε τα όρια της συκοφαντίας και της λοιδορίας των ορθοδόξων.
Κατά την αυτή περίοδο υπήρξαν και οι εκτός πολιτικής καταχθόνιοι και οι βυσσοδομούντες μικρόσχημοι και μεγαλόσχημοι, δόλιοι και ιδιοτελείς που με διάφορα εφευρήματα – ανάξια του ρόλου τους – προσπάθησαν να υπονομεύσουν την ιερή ενότητα της Εκκλησίας και να διχάσουν το Λαό. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο πέτυχαν. Το μόνο που κατόρθωσαν ήταν ν’ αποκαλυφθούν.
Για τους πιστούς ανθρώπους της Εκκλησίας όλα αυτά ήσαν μεν θλιβερά αλλά και χρήσιμα. Εμείς διδαχθήκαμε από όλα αυτά, ταπεινωθήκαμε πολλάκις, μιλήσαμε με τους πιστούς μας, ανταλλάξαμε μαζί τους απόψεις, πονέσαμε, προβληματισθήκαμε. Κανένα δεν περιφρονήσαμε. Η Εκκλησία ξέρει να συγχωρεί, να σιωπά, να ταπεινώνεται και να υπομένει. Αλλά όταν όλα αυτά τα υφίσταται τότε ουσιαστικά δοξάζεται από τον Θεό και τότε “τον ουρανόν υπεραίρει”.
Σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος γνωρίζει που πορεύεται. Η απαντοχή της μετά το Θεό είναι ο Λαός και η ζωντανή παράδοσή του και κινητήρια δύναμή της οι νέοι άνθρωποι που τη στηρίζουν και την αγαπούν.
Στην Πατρίδα μας τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι δημοκρατικοί κανόνες δεν είναι κατακτήσεις διπλής αναγνώσεως. Η έντεχνη επιβολή και η πνευματική δυνάστευση της πλειοψηφίας του Λαού από την μειοψηφία ή αντιστρόφως, σε κάθε περίπτωση προκαλούν, ενοχλούν και σταδιακά υπονομεύουν την κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρήνη. Η διαφορετικότητα, η προαιρετικότητα και η ανεκτικότητα είναι πολύτιμες ηθικές, κυρίως χριστιανικές και δημοκρατικές κατακτήσεις, γενικής αποδοχής και παραδοχής. Και είμεθα βέβαιοι ότι επ’ αυτών συμφωνούν οι πάντες.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος στη μακρά και επώδυνη ιστορική της πορεία ως θείο καθίδρυμα της αγάπης, της ανοχής και της συγγνώμης δεν διχάζει, ενώνει. Και γι’ αυτούς που αντιλαμβάνονται υπήρξε και είναι ο μόνιμος και διαχρονικός παράγων συνοχής αυτού του Λαού.
Η Εκκλησία της Ελλάδος χωρίς να ασκεί ή να επιθυμεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο και για οποιαδήποτε αιτία κοσμική εξουσία, κάτι που βρίσκεται έξω και πέραν από την ιερή πνευματική της αποστολή – και με τα ελάχιστα υλικά μέσα που της αφέθηκαν να έχει – γνωρίζει να βοηθά την απανταχού ορθόδοξη κοινωνία και τον ανήμπορο και ανώνυμο άνθρωπο ανεξαρτήτως θρησκείας, χρώματος και εθνικότητος. Ξέρει να στηρίζει το Έθνος, να διαφυλάττει την ταυτότητά του, να αποτρέπει την ισοπέδωση και να προστατεύει στον τομέα της ευθύνης της το κύρος της Ελλάδος.
Δυστυχώς αυτή η Εκκλησία των θυσιών και των αγώνων δεν έτυχε της κατανόησης σ’ ένα θέμα που το θεωρεί όχι μόνον η ιδία αλλά και ένα πολύ σημαντικό τμήμα του Ελληνικού Λαού σπουδαίο. Σ’ ένα θέμα στο οποίο δικαιούται να έχει διαφορετική άποψη από μια ομάδα ισχυρών της κρατούσης Πολιτείας. Μία ομάδα που, διακηρύσσοντας τις τυπικές της σχέσεις με την Εκκλησία του Ελληνικού Λαού και προβαίνοντας σε υποτιμητικές γι’ αυτήν εκτιμήσεις, προσπαθεί να παρασύρει και να παγιδεύσει την κορυφή της Εξουσίας, επικαλουμένη εξωπραγματικές καταστάσεις και ψευδή γεγονότα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προσβάλλουν βάναυσα τον Έλληνα, την Ελληνίδα και την κοινωνία τους. Η ομάδα μάλιστα αυτή έφθασε στο σημείο να ισχυρισθή ψευδώς ότι η διαγραφή του ότι η διαγραφή του θρησκεύματος ήταν οδηγία της Ε.Ε.
Δεν βρισκόμαστε σε αντίθεση με κανένα από τους πολιτικούς σχηματισμούς της χώρας. Όλους τους τιμούμε εξ ίσου. Δεν αντιπαρατιθέμεθα με κανένα και ιδίως με την Κυβέρνηση του Τόπου. Διαφωνούμε έντονα με την συγκεκριμένη κυβερνητική απόφαση της οποίας το ανερμήνευτο, το άκαιρο και το λανθασμένο έχει – όπως απέδειξεν ο όγκος των 3.008.901 συλλεγεισών υπογραφών – καταγραφή αρνητικά στη συνείδηση του κυρίαρχου Λαού. Δεν είμαστε επομένως εμείς που κυνηγούμε χίμαιρες ή δαιμονοποιούμε τα πράγματα, ως τάχα να μην υπάρχουν. Υπάρχουν και μάλιστα σε ένταση και δεν μπορεί να αγνοηθούν. Είναι λάθος μια τέτοια προσέγγιση.
Στη διαδικασία της συλλογής των υπογραφών, που είναι πιο συνετή και πολιτισμένη απάντηση στον αυταρχισμό και την περιφρόνηση, δεν υπάρχουν για την Εκκλησία νικητές και ηττημένοι. Στους λόγους και στις πράξεις της η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διαιρεί, ούτε κομπάζει. Ο αυταρχισμός διχάζει και η περιφρόνηση προκαλεί. Η Εκκλησία του Χριστού προσεύχεται και συγχωρεί και τους ανθρώπους και τα λάθη τους.
Η ατυχής διαφορά που προκάλεσε τραύμα στην Εκκλησία και συνήγειρε 3 εκατομμύρια και πλέον Ελλήνων πρέπει μέσα στα δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά μας θέσμια να ρυθμισθεί. Μερικοί θα σπεύσουν να πούν τώρα ότι ο κόπος για τη συλλογή των υπογραφών πήγε τάχα χαμένος. Τίποτε δεν χάνεται όταν πρόκειται για την πίστη, την δικαιοσύνη και το δικαίωμα της επιλογης. Αντίθετα πρέπει να αισθάνονται δυσάρεστα εκείνοι που απετόλμησαν να αλλάξουν την εικόνα της Ελλάδος, απαρνούμενοι το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της που είναι το θρήσκευμα του Λαού. Ο σεβασμός ή μη του θρησκευτικού συναισθήματος του Λαού και η επιδίωξη της προοδευτικής αποχριστιανοποίησης της χώρας είναι η καρδιά του προβλήματος των “ταυτοτήτων”. Όλα τα άλλα είναι “εκ του πονηρού”. Η Ελλάδα των δοκιμασιών και των σημερινών κινδύνων δεν έχει την πολυτέλεια της περισπάσεως και του φανατισμού ή των ρήξεων που προκαλεί ένας “ετσιθελικός” εκσυγχρονισμός.
Ήρθε η ώρα οι ιθύνοντες αυτού του Τόπου να μας ακούσουν όπως και εμείς πολλές φορές τους ακούμε. Να ακούσουν τη φωνή όσων υπέγραψαν την έκκληση της Ιεραρχίας και ανήκουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους αδιακρίτως. Όλων αυτών που είναι παιδιά του Θεού και αυτής της μεγάλης Πατρίδος.