Θα σας έλεγα καταρχήν, αυτό που είπα και στην επικήδεια ομιλία, ότι ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης σφράγισε τη ζωή μας. Ήταν μια μορφή που όσο αναμετράμε πλέον την παρουσία του, τόσο πιο πολύ νιώθουμε έντονη την σφραγίδα του.
Είναι συγκλονιστικό να αισθάνεσαι ότι έζησες, συναναστράφηκες και μίλησες με έναν Άγιο, με όλη τη σημασία της λέξεως και χωρίς καμιά δόση υπερβολής.
Με τον Άγιο όπως τον ζει η εκκλησία.
Ομολογώ τον πατέρα Ιάκωβο τον γνώριζα από παιδάκι, όταν με τα κατηχητικά σχολεία πηγαίναμε εκδρομή.
Και η εντύπωση που μου είχε μείνει, ήταν ένας άνθρωπος που όταν έβγαινε να μας υποδεχθεί, αισθανόσουν ότι πιο πολύ πετούσε παρά περπατούσε. Μια όντως ανάλαφρη μορφή.
Το γνώρισα όμως καλά τα τελευταία 20 χρόνια, όταν χειροτονήθηκα κληρικός και εγκαταστάθηκα στο Μαντούδι που είναι η έδρα της περιφέρειας δίπλα στον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο και είχα στην πνευματική μου ευθύνη όλη αυτή την περιοχή και ενθυμούμαι το πρώτο περιστατικό θα σας έλεγα, την πρώτη γνωριμία αν θέλετε με τον πατέρα Ιάκωβο, μέσα από έναν απλό άνθρωπο.
Πήρα ένα ταξί να πάω στο μοναστήρι στη γιορτή του Αγίου που εορτάζει την 1η Νοεμβρίου, του Οσίου Δαβίδ, σε λίγες μέρες είναι η γιορτή του.
Όταν είπα στον οδηγό που πηγαίνω, τότε μου ανέφερε το εξής για μένα εκείνη τη στιγμή συγκλονιστικό περιστατικό.
Μου λέει, ξέρεις Πάτερ πριν από λίγο καιρό, πριν από λίγα χρόνια μάλλον με κάποια γυναίκα από το Μαντούδι που είχε αρρωστήσει το παιδί της, με πήρε για να πάμε να διαβάσουμε τα ρούχα του παιδιού. Ο δρόμος τότε ήταν ένας και μοναδικός, που περνούσε μπροστά από τη σκήτη του οσίου Δαβίδ.
Ο δρόμος αυτός ακόμα και σήμερα έχει ένα μειονέκτημα σε κάποιο σημείο, κολλάει. Έτσι λοιπόν κόλλησε το αυτοκίνητο και συνέχισαν με τα πόδια απόσταση ένας τετάρτου.
Κάποια στιγμή βλέπουν τον πατέρα Ιάκωβο να κατεβαίνει πάνω σε ένα άλογο.
Πήγαμε μου λέει να του μιλήσουμε και τότε εκείνος μας είπε παιδί μου μη μιλάτε κάνε το σταυρό σας και προσκυνάτε γιατί έχω τα Άγια, δηλαδή την Θεία Κοινωνία, και πηγαίνω στα Δαμιά σε ένα χωριό που είναι κοντά στη θάλασσα να κοινωνήσω έναν ετοιμοθάνατο.
Εμείς, μου λέει, μείναμε στην άκρη, σταυροκοπηθήκαμε και αφού πέρασε, προχωρήσαμε στο μοναστήρι.
Σε 10 λεπτά είχαμε φτάσει. Μπήκαμε στο μοναστήρι, χαιρετήσαμε τους άλλους δύο πατέρες και μπαίνουμε στην εκκλησία να ανάψουμε το κεράκι μας και να περιμένουμε.
Ανάβουμε το κερί μας, ανοίγει η πόρτα του Ιερού και βγαίνει ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης.
Μας χαιρετάει, εγώ ομολογώ τά ‘χασα. Και δεν άντεξα και του είπα, Πάτερ Ιάκωβε μου συγχωρείς, δεν σε βρήκαμε προηγούμενος στο δρόμο.
Ναι παιδί μου, μας λέει
Δεν πήγαινες στα Δαμιά να κοινωνήσεις ένα ετοιμοθάνατο;
Ναι παιδί μου.
Πήγες και τον κοινώνησες;
Ναι παιδί μου.
Καλά πως πήγες και γύρισες τόσο γρήγορα;
Οπότε εκείνος το απήντησε με ένα απλό τρόπο, παιδί μου αυτά είναι του Θεού πράγματα και έφυγε.
Πόση ήταν η απόσταση από την περιοχή που τον βρήκαν μέχρι το χωριό;
Ήταν περίπου 8 χιλιόμετρα.
Δηλαδή πήγε 8 χιλιόμετρα με το ζώο και γύρισε μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Πάτερ μας είπατε για τον Όσιο Δαβίδ.
Η Μονή αυτή ανήκει στον Όσιο Δαβίδ.
Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια έτσι για να καταλάβουμε το ιστορικό της Μονής;
ο Όσιος Δαβίδ είναι κτήτορας της Μονής που χτίστηκε περίπου το 1400 με 1500 από τον Όσιο Δαβίδ.
Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από την στερεά Ελλάδα, από το Κυπαρίσσι, Μακρυνίτσα, εκεί ήταν η περιοχή του και είχε ακολουθήσει έναν, είχε παρακαλέσει μάλλον τον Θεό να τον φανερώσει ένα πνευματικό καλό, είχε βρει έναν ιερομόναχο τον Ακάκιο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ναυπακτίας.
Όταν ο πνευματικός του αφού είχαν περάσει και από το Άγιον Όρος έγινε Μητροπολίτης, εκείνος έμεινε κοντά του για λίγο καιρό και κάποια στιγμή πλέον θέλοντας να ασκητεύσει έφυγε και πήγε ήρθε στην Εύβοια. Εκεί στον τόπο που σήμερα είναι το Μοναστήρι.
Έκτισε το Μοναστήρι αφού προηγουμένως περιήλθε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη Ρωσία και στέλνοντας τα όσα συγκέντρωσε με θαυματουργικό τρόπο μες στον κορμό ενός δέντρο και μέσω της θαλάσσης και εκεί πλέον έκτισε το μοναστήρι του.
Αφιέρωσε τη Μονή στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, εκεί έμεινε αγωνίστηκε, ασκήθηκε, τελειώθηκε κατά Θεόν.
Υπάρχει μέσα και η Σκήτη του Οσίου, που αφού οργάνωσε το μοναστήρι εκείνος πλέον έμενε στη Σκήτη όλη την εβδομάδα.
Έπαιρνε λίγα παξιμάδια, έμεινε όλη τη εβδομάδα εκεί και το Σάββατο ερχόταν για τον Εσπερινό. Μάλιστα υπάρχει ένα σημείο που τον υποδεχόταν οι Πατέρες, όταν πια είχαν συνειδητοποιήσει ότι προχωρούσε προς τον αγιασμό και το μοναστήρι πλέον αυτό έζησε πραγματικά μέσα στους αιώνας.
Πρέπει να σας πω ότι ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, η αρχική σκέψη που είχε ήταν να πάει στα Ιεροσόλυμα, γιατί είχε μια γενιά όπως μας έλεγε 7 ιερομονάχων πίσω του και ενός Αγίου.
Αλλά πηγαίνοντας κάποτε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, του άνοιξε ένας μοναχός.
Πέρασε στο μοναστήρι, τότε ήταν όλοι και όλοι δύο μοναχοί μες στο μοναστήρι, και όταν μπήκε στην εκκλησία ήταν ένας άλλος μοναχός, ο οποίος άναβε τα καντήλια, τον είδε λοιπόν και ξαφνιάστηκε.
-Καλά πώς βρέθηκες εσύ εδώ;
-Ο πάτερ μου άνοιξε.
-Ποιος πάτερ σου άνοιξε;
Ήξερε ότι είναι ένας άλλος ο οποίος κοιμότανε. Πηγαίνει λοιπόν και βλέπει ότι ο άλλος όντως κοιμότανε.
Όταν πλησιάζει μπροστά στο τέμπλο, διαπιστώνει ότι αυτός που του άνοιξε την πρώτα ήταν ο Όσιος Δαβίδ και το θεώρησε αυτό πλέον σαν κλήση του Αγίου να μείνει στο μοναστήρι αυτό και έμεινε.
Από τότε πλέον έζησε στο μοναστήρι αυτό, διαλαλώντας πάντοτε τα θαύματα του Οσίου Δαβίδ, τα οποία είναι και αυτά όντως πολλά και μεγάλα.
Πάτερ, η απορία πολλές φορές σε μας είναι τούτη: θεωρούμε τους Αγίους σαν κάτι πέρα από μας και πάνω από μας, βέβαια είναι, αλλά εν πάση περιπτώσει διαβάζοντας το βιβλίο που έχει γραφτεί, και βλέποντας εκεί ποια ήταν η οικογενειακή του κατάσταση, ενός απλοϊκού ανθρώπου, πάνω σε αυτά να μας πείτε μερικά;
Ναι, όντως ο Πατήρ Ιάκωβος ήταν πρόσφυγας. Ήρθε σε ηλικία 2 ετών από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και έζησε μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του, μέχρι τη στιγμή της κοίμησης της μητέρας του.
Βοηθούσε τον πατέρα του, ήταν κτίστης εκείνος, έτσι πάρα πολύ απλά και ταυτόχρονα ζώντας αδιαλείπτως δίπλα στην εκκλησία και βοηθώντας τον ιερέα του χωριού του πάντοτε.
Υπηρέτησε όμως στρατό;
Υπηρέτησε το στρατό βέβαια. Πήγε στο στρατό, υπηρέτησε στο στρατό κοντά σε έναν αξιωματικό ο οποίος πάρα πολύ τον εξετίμησε, και όταν τελείωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήρθε και πήγε στο Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ
Διάβαζα στο βίο του εκεί τις σχέσεις με την οικογένειά του και ενώ οι δικοί του ήταν φτωχοί και εστερούντο και κάποτε μάλιστα να είχε να πάει στο πανηγύρι
αν μπορείτε αυτό να το μνημονεύσουμε.
Ναι.
Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης πρέπει να ξέρετε, είναι ένας άνθρωπος μεγάλης υπακοής. Έτσι λοιπόν στον ηγούμενο του, έκανε απόλυτη υπακοή. Σε σημείο που να είναι και παρεξηγήσιμο θα έλεγα.
Αυτό είναι το περιστατικό που μνημονεύσατε. Δηλαδή όταν κάποτε πήγε η ανιψούδα του, που είχε πεθάνει η μητέρα της, μαζί με τον αδελφό της στο μοναστήρι, στη γιορτή, και ο πατήρ Ιάκωβος επειδή δεν είχε ευλογία, δεν τους έδωσε τίποτα, ούτε ένα πρόσφορο ακόμα, παρόλο που ήταν όντως πολύ φτωχή η οικογένεια. Γιατί είχε μάθει όντως να κάνει υπακοή και θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν σκέφτηκε ίσως ότι δεν θα είχε αντίρρηση ο γέροντας να προσφέρει ένα πρόσφορο, και αυτό δείχνει την αδιάκριτη υπακοή του και αν θέλετε κατά μίμηση του Οσίου Δαβίδ.
Ξέρετε υπάρχει ένα συγκλονιστικό περιστατικό στη ζωή του Οσίου Δαβίδ. Όταν ο τότε Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ακάκιος τον έστειλε για δουλειά της Μητρόπολης επάνω στην Άρτα από την Ναύπακτο. Εκεί στην Άρτα τον είχε συναντήσει κάποιος άρχοντας, που τον τιμούσε πολύ, και τον είδε που ήταν ξυπόλητος και του πήρε ένα ζευγάρι παπούτσια. Τσαρούχια βέβαια.
Όταν γύρισε πίσω στο Μοναστήρι, στη Μητρόπολη μάλλον, τον είδε ο Γέροντάς του και του λέει αυτά τα παπούτσια πού τα βρήκες;
Του είπε αυτό και αυτό συνέβη.
Και του είπε δεν πήρες ευλογία για να τα πάρεις. Να πας αμέσως πίσω και να τα δώσεις σε αυτόν που στά ‘δωσε.
Κι όσιος Δαβίδ ξεκινήσει ξυπόλητος από την Ναύπακτο στην Άρτα, για να πάει τα παπούτσια πίσω σε αυτόν που του τά ‘δωσε.
Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης που πραγματικά τον όσιο Δαβίδ τον τιμούσε και ήταν όντως μαθητής του, ίσως στο σημείο αυτό έκανε την ίδια υπακοή που έκανε και ο Όσιος Δαβίδ.
Γέροντα διαβάζοντας πάλι τη βιογραφία του για μέρες πολλές έφευγε από την Μονή και πήγαινε στο σκήτη του Αγίου Δαβίδ εκεί και ασκήτευε. Εσείς είχατε καμιά εμπειρία;
Για την ακρίβεια πήγαινε για νύχτες πολλές. Αυτό ξέρετε ήταν άγνωστο για πάρα πολύ καιρό.
Ο πατήρ Ιάκωβος τα βράδια πλέον, όταν το μοναστήρι ησύχαζε, έφευγε μέσα στη νύχτα. Πήγαινε στη σκήτη του Αγίου μέσα σε μια σπηλιά και προσευχότανε και μάλιστα κάποτε αντιμετώπισε ένα πειρασμό εκεί.
Κάποια στιγμή εκεί που προσευχότανε, συνειδητοποίησε ότι από παντού από τη σκήτη κρεμόντουσαν σκορπιοί. Ενώ στην αρχή ως άνθρωπος φοβότανε,
ταράχτηκε, μετά “θυμήθηκα παιδί μου”, μου λέει, “ότι έτσι πολλές φορές πειράζει ο πειρασμός αυτούς που προσεύχονται. Οπότε στράφηκα, τους είδα και τους είπα φάτε με, φάτε με, εγώ δεν φεύγω από εδώ”, και αμέσως εξαφανίστηκαν.
Για πάρα πολλά χρόνια λοιπόν όντως πήγαινε τις νύχτες και προσευχόταν. Πρέπει να σας πω ότι ήταν όντως άνθρωπος της προσευχής. Κανείς δεν ξέρει πόσο πραγματικά κοιμόταν ή όχι. Το κρεβατάκι του που σώζεται και σήμερα, είναι απλά έχει ένα ξύλινο υπόστρωμα και κάποιες λινάτσες, κάποιες κουρελούδες. Εκεί, πάνω εκεί κοιμότανε.
Αν και τον περισσότερο καιρό τον περνούσε καθιστός και γονατισμένος μπροστά εκεί στον Εσταυρωμένο και διάβαζε παρακλήσεις στους Αγίους. Έκανε την προσευχή του για τους ανθρώπους, επειδή είναι πάρα πολλοί άνθρωποι εκείνοι που ζητούσαν την βοήθειά του.
Μέχρι και την παραμονή, μάλλον όχι την παραμονή, την ημέρα του θανάτου του, απήντησε σε οκτώ επιστολόγραφους, οκτώ χριστιανούς. Τις πέντε επιστολές τις έγραψε ο ίδιος και τις τρεις ανέθεσε σε κάποιον αδελφό της Μονής να τις γράψει. Εκεί πάνω στο μικρό τζάκι, το οποίο σπάνια άναβε, υπήρχαν στήλες από γράμματα που του έστελναν συνεχώς οι άνθρωποι ζητώντας την βοήθειά του.
Έκανε πολύ προσευχή για όλους ανεξαίρετα και η προσευχή του πραγματικά αγκάλιαζε τους πάντες. Είχε μεγάλη παρρησία απέναντι στο Θεό και απέναντι στον Άγιο Δαβίδ.
Και μάλιστα, υπάρχει ξέρετε ένα χαριτωμένο περιστατικό, που δείχνει την παρρησία που είχε.
Κάποτε ήρθε κάποιος πρωί πρωί και του είπε «Πάτερ Ιάκωβε κάποιος έκοψε 30 ρίζες στο μοναδικό ελαιώνα που έχει Μονή».
Στεναχωρήθηκε ο Πάτερ Ιάκωβος και πήγε στον Όσιο Δαβίδ, μπροστά στην εικόνα του και του λέει γέροντα τι κάθεσαι εκεί και μου καμαρώνεις; Εγώ άφησα τα δικά μου να έρθω να υπηρετήσω εσένα και εσύ δεν φροντίζεις τα πράγματά σου. Λοιπόν αν μέχρι το απόγευμα στον εσπερινό δεν έχεις φέρει εδώ αυτόν που έκοψε τις ελιές, εγώ ούτε καντήλι θα σου ξανανάψω ούτε θα σε ξαναθυμιατίσω.
Τελικά το απόγευμα, πριν από τον εσπερινό, ο άνθρωπος που είχε κόψει τις ελιές ήρθε στην πόρτα του Μοναστηριού και ζήτησε τον πατέρα Ιάκωβο. Και πήγε και του είπε, γέροντα εγώ έκοψα τις ελιές.
Καταπληκτικό. Γέροντα κάτι άλλο, όταν πήγε τα πρώτα χρονιά στο μοναστήρι, είχε νομίζω ελάχιστους μοναχούς.
Είχε τρεις περίπου μοναχούς. Ήταν ιδιόρρυθμη η Μονή.
Η αλήθεια είναι ότι ταλαιπωρήθηκε λιγάκι στην αρχή, γιατί οι πατέρες τότε είχαν άλλες συνήθειες. Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης ήθελε να είναι κοινοβιακό το Μοναστήρι, τότε βέβαια δεν ήταν ηγούμενος. Όχι ήταν ηγούμενος ο πάτερ Νικόδημος, ο οποίος ήταν όμως και εφημέριος στην Λίμνη και ανεβοκατέβαινε στο Μοναστήρι και δεν μπορούσε να έχει ίσως και άμεση γνώση των πραγμάτων που συνέβαιναν και είναι αλήθεια ότι ταλαιπωρήθηκε και δυσκολεύτηκε στην αρχή, γιατί όπως σας είπα κάποιοι πατέρες ήταν ιδιόρρυθμοι και του έφεραν αρκετή δυσκολία.
Η επιθυμία του ήτανε να γίνεται λειτουργία καθημερινά στο Μοναστήρι, πράγμα που λιγάκι αργότερα το πέτυχε. Και πραγματικά σε αυτό το Μοναστήρι μέχρι και σήμερα καθημερινά τελείται η Θεία Λειτουργία.
Για πόσα χρόνια ήτανε, κάποτε έγινε ηγούμενος της Μονής;
Ηγούμενος της Μονής έγινε τα δέκα τελευταία χρόνια πριν την κοίμησή του. Δεν θέλησε ποτέ ο ίδιος να διεκδικήσει κανένα αξίωμα και δεν θεωρούσε ποτέ τον εαυτό του ηγούμενο. Παιδί μου, μου έλεγε, εδώ ηγούμενος είναι ο Όσιος Δαβίδ. Και ο κόσμος που έτρεχε στο μοναστήρι πάντοτε απέδιδε αυτή τη σύναξη του λαού στον Όσιο Δαβίδ.
Θυμάμαι την τελευταία φορά της Μεταμορφώσεως, γιατί το μοναστήρι γιορτάζει δύο φορές το χρόνο, της Μεταμορφώσεως προς τιμή της οποίας κτίστηκε από τον Όσιο Δαβίδ, που είναι και καλοκαίρι και έχει χιλιάδες πραγματικά λαού, μας έλεγε ότι τα παλιά χρόνια εκεί απέξω ήταν δυο χιλιάδες ζώα.
Οι άνθρωποι έρχονταν με τα ζώα από τη νύχτα, γινόταν η αγρυπνία τη νύχτα, ξημερώνοντας το πρωί είχε τελειώσει,
να πάρουν οι άνθρωποι κάτι, να φάνε και μετά να γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους.
Την τελευταία λοιπόν χρονιά που ήταν εν ζωή, θυμάμαι ότι όταν έφτασα στο μοναστήρι με πήρε και για πρώτη φορά, επειδή είχε πάρα πολλοί κόσμο δεν το έκανε αυτό, βγήκαμε μια βόλτα γύρω γύρω στο μοναστήρι. Εκεί έβλεπα αυτόν τον τη λαοθάλασσα που ανέβαινε και έλεγε “κοίταξε αυτός ο Άγιος πόσο ζωντανός είναι παιδί μου, κοίταξε πόσους ανθρώπους μαζεύει κοντά του”.
Ποτέ δεν διανοήθηκε ότι ο κόσμος θα μπορούσε να έρχεται και για εκείνον.
Πάτερ, κάτι να ρωτήσω. Το πρόγραμμα, το καθημερινό της ζωής του, ποιο ήταν;
Να σας πω, το πρόγραμμα το καθημερινό ξεκινούσε από την, καταρχήν, δική του πρωινή προσευχή, τον κανόνα του, που κανείς δεν ξέρει πόσος ήταν. Μετά στην ακολουθία πάντοτε…
Να σας διακόψω, όταν λέτε κανόνα για να ακούσουν οι τηλεθεατές μας, για να εξηγήσουμε τι είναι αυτό.
Την προσευχή του με το κομποσκοίνι του, καταρχήν, και με τις μετάνοιες του. Και από κει πέρα ο ίδιος ανάλογα με τα αιτήματα που είχε, έκανε παρακλήσεις στην Παναγία, στον Άγιο Δαβίδ, στους Αγίους.
Είχε μια ιδιαίτερη ευλάβεια στον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο.
θα μιλήσουμε παρακάτω να μας πείτε για τον Άγιο Δαβίδ.
Ο δικός του ο ατομικός κανόνας, πέρα το κομποσκοίνι και τις μετάνοιες του, περιλάμβανε τις προσευχές του για τους ασθενείς, για αυτούς που το είχαν ζητήσει και μάλιστα πολλές φορές ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης επενέβη θαυματουργικά στη ζωή κάποιων ανθρώπων.
Να σας πω ένα περιστατικό. Είχε την ανηψιά του, το μοναχοπαίδι θα έλεγα της αδελφής του που πραγματικά τον αγαπούσε. Ήτανε ήδη παντρεμένοι και περίμενε να γεννήσει το πρώτο της παιδί. Ο γιατρός τους είχε πει ότι εάν μέχρι το Σάββατο δεν έχει γεννήσει θα έρθετε.
Παρασκευή βράδυ λοιπόν, 10 η ώρα το βράδυ χτυπάει η πόρτα. Μου είπαν “ξαφνιαστήκαμε, τέτοια ώρα ποιος είναι;” Ανοίγουμε και βλέπουμε τον παππού μπροστά μας, έτσι τον έλεγαν τον πατέρα Ιάκωβο. Ο οποίος είχε πάει στο σπίτι με το χεράκι του Οσίου Δαβίδ.
Ξαφνιάστηκαν που τον είδαν, γιατί δεν συνήθιζε ούτε σε συγγενικά του πόσο περισσότερο, να πηγαίνει και κάποια στιγμή πήρε στο άλλο δωμάτιο τον ανιψιό και του λέει “παιδί μου αύριο θα περάσετε μια μεγάλη δυσκολία, αλλά μη φοβηθείτε, ο Όσιος Δαβίδ είναι κοντά σας, για αυτό ήρθα”.
Αφού σταύρωσε με το χεράκι του Αγίου την κοπέλα την επομένη το πρωί πήγανε για να γεννήσει. Κάποια στιγμή που περίμενε απέξω και ενώ φαινόντουσαν όλα φυσιολογικά, βγαίνει ένας που ήταν γιατρός – και που μετά έγινε και κουμπάρος τους – και του λέει τι προτιμάς, τη ζωή του παιδιού ή της Μαρίας;
Μου ήρθε να τρελαθώ εκείνη τη στιγμή, του είπα γιατρέ τη Μαρία και τα μάτια σου. Έπειτα από λίγο ξαναβγαίνει, κλαίγοντας. εγώ στην αρχή ταράχτηκα, πίστευα ότι κάτι είχε συμβεί.
Και του είπε ο γιατρός, έχω τόσα χρόνια μαιευτήρας, ήταν και ηλικιωμένος άνθρωπος, το χέρι του Θεού άλλη φορά τόσο ζωντανά δεν το έχω ξαναδεί. Ήταν μια πολύ δύσκολη γέννα, είχε τυλιχθεί ο λώρος στο κεφαλάκι του παιδιού, και με ποιον τρόπο έγινε αυτή η επέμβαση, η ταχύτητα και η θαυματουργική
πραγματικά, ως το παιδάκι γεννήθηκε πλέον απόλυτα φυσιολογικά
αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, επειδή ο ανιψιός το ταξίδευε
είχε με τη χάρη της προσευχής του προειδεί τις δυσκολίες
κάποτε προσάραξε το καράβι και ειδοποιούσε, μην ανησυχείς, πέρασε κάποια δυσκολία αλλά εντάξει.
Πως αυτό συμβαίνει, πως το εξηγείτε εσείς Γέροντα;
Κοιτάχτε, όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται για να καθαρίσει την ψυχή του από τα πάθη του, τότε ο νους του ανθρώπου φωτίζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και όταν πλέον ο νους φωτίζεται βλέπει τα πράγματα όπως είναι. Τότε πλέον δεν υπάρχουν αποστάσεις, δεν υπάρχουν τείχη, δεν υπάρχουν εμπόδια υλικά, ο άνθρωπος με τη χάρη του Θεού και με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος βλέπει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι.
Γι’ αυτό βλέπουμε πολλές φορές τέτοιους Αγίους ανθρώπους να μπορούνε να μας μιλάνε για μας πριν καν ανοίξουμε εμείς το στόμα μας. Να γνωρίζουν πολύ καθαρά τη ζωή μας.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε με τον πατέρα Παΐσιο.
Ναι, τον πατέρα Παΐσιο, με τον πατέρα Πορφύριο. Είναι οι άνθρωποι πραγματικά ήταν εντυπωσιασμένοι πολλές φορές. Θυμάμαι κάποια, επειδή είμαστε και στην Κύπρο να το πω αυτό.
Παρακαλώ.
Κάποια κοπέλα από την Κύπρο που είναι πλέον εγκαταστημένη σε εμάς, στη Βόρεια Εύβοια, που μου είπε όταν για πρώτη φορά πήγα στο μοναστήρι, δεν είχα τον είχα ξαναδεί ποτέ, και πήγα στο μοναστήρι μαζί με μια φίλη μου. Το πρωί μας χάλασε το αυτοκίνητο, ταλαιπωρηθήκαμε, είχαμε ξεκινήσει από το πρωί και φτάσαμε το βράδυ και όταν πια φτάσαμε, μας άνοιξαν, τους είπαμε τι μας συνέβη.
Και κάποια στιγμή ακούσαμε ότι ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης εξομολογούσε ακόμα, οπότε λέμε πάμε κι εμείς. Και όταν μπήκα λέει μέσα στο εκκλησάκι που εξομολογούσε, με είδε, μου χαμογέλασε, με φώναξε με το όνομα μου, και μου είπε κουραστήκατε παιδί μου λέει σήμερα να έρθετε, αλλά είδατε όμως ο Άγιος Δαβίδ σας έφερε.
Πάτερ συγκλονιστικά αυτά που μας λέτε.
Πάτερ Παύλο, ρώτησα προηγουμένως για το πρόγραμμα, μου αναφέρατε μόνο για τον κανόνα τον πρωινό. Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας;
Στη συνέχεια λοιπόν ήταν η πρωινή Ακολουθία, το Μεσονυκτικό, ο Όρθρος, και όπως σας είπα καθημερινά η Θεία Λειτουργία.
Τι ώρα σηκώνονται στο Μοναστήρι;
Στις 4.30. Και στις 5 άρχιζε η ακολουθία. Και είχε όπως σας είπα κάθε μέρα Θεία Λειτουργία, μόνες περιπτώσεις που δεν λειτουργούνταν ήταν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που είναι μόνο Τετάρτες και Παρασκευές που είναι οι προηγιασμένες.
Στη συνέχεια και μετά από ένα πρωινό, άρχιζε η εργασία στο Μοναστήρι.
Να θυμάστε ότι ο πατήρ Ιάκωβος, ήταν άλλοι δύο μοναχοί ο πατήρ Κύριλλος σήμερα και ο πατήρ Σεραφείμ. Ήταν για όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή πέντε χρόνια πριν από την κοίμησή του, ήταν τρεις άνθρωποι.
Το Μοναστήρι πάντοτε πεντακάθαρο, πάντοτε γεμάτη αγάπη, δεν υπήρξε άνθρωπος που να πάει στο Μοναστήρι και να μην τον φιλοξενήσει, και οι άλλοι Πατέρες με πάρα πολύ αγάπη και απιστώντας τον κόπο, τις φροντίδες, τα διάφορα διακονήματα μέσα στο Μοναστήρι τα οποία οι τρεις άνθρωποι τα μοιραζόντουσαν όλοι και ο πατήρ Ιάκωβος και επιπλέον ο πατήρ Ιάκωβος είχε ένα άλλο διακόνημα πάρα πολύ σημαντικό, να διακονεί το μυστήριο της εξομολογήσεως.
Πλέον, από ένα σημείο και μετά, οι άνθρωποι ερχόντουσαν μάλιστα σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Το πρωί μετά τη λειτουργία, το μεσημεράκι, το απόγευμα στον εσπερινό, το βράδυ και μάλιστα λίγο παλαιότερα, δηλαδή όταν οι σωματικές του δυνάμεις του το επέτρεπαν, πολλές φορές η εξομολόγηση τελείωνε με την ένταξη της πρωινής ακολουθίας.
Εσείς πατέρα είστε πνευματικό του παιδί.
Ναι.
Από την προσωπική σας εμπειρία, αν μπορείτε και ό,τι μπορείτε να μας πείτε.
Κοιτάτε. Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης ήταν ένας πνευματικός που είχε μια πολύ μεγάλη αγάπη. Θα έλεγα ότι δεν σε άφηνε ποτέ να αισθανθείς άσχημα.
Και διπλωνόταν πολλές φορές έκανε το κάτι άλλο, το οποίο ήταν συγκλονιστικό. Γονάτιζε και έπεφτε μπρούμυτα μπροστά στον εξομολογούμενο. Και όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, η απάντησή του ήτανε “μα παιδί μου έρχονται τόσοι διαπρεπείς άνθρωποι εδώ, και μορφωμένοι καθηγητές, αρεοπαγίτες, σε εμένα τον χοϊκό, πώς μπορώ εγώ να σταθώ μπροστά τους;”
Από την άλλη μεριά έβλεπε κανείς τη μεγάλη αγάπη και τη διάκριση με την οποία αντιμετώπιζε τα προβλήματα των ανθρώπων.
Δεν σας κρύβω ότι μερικές φορές για κάποιες νεότατος εγώ κληρικός περιπτώσεις δύσκολες, ήθελα να τον συμβουλευτώ και πήγαινα στο μοναστήρι. Ειλικρινά σας λέγω σε καμία περίπτωση δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω πρώτος. Με έπαιρνε μετά τη λειτουργία στο κελάκι του και άρχισε αφού με ρωτούσε τι γίνεσαι, τι κάνεις, πώς πας, πώς πάει η διακονία σου. Να, παιδί μου και εδώ έρχονται άνθρωποι, έχουν τις δυσκολίες, έχουν προβλήματα. Μου ανέφερε περιστατικά για το οποίο ήθελα εγώ να τον ρωτήσω, μου έλεγε, να παιδί μου, από τη μια μεριά οι κανόνες της εκκλησίας, από την άλλη οι ανάγκες των ανθρώπων, η αγάπη και μου έλεγε πώς οικονομούσε τα πράγματα και μου απαντούσε σε αυτά που θέλω να τον ρωτήσω. Και από την άλλη μεριά και όταν ακόμα έκρινε ότι πρέπει να επιβάλλει κάποιο επιτίμιο, ήταν τόσο η μεγάλη η αγάπη του, ώστε περίπου σου ζητούσε συγγνώμη για το επιτίμιο που θα μπορούσε να βάλει και ποτέ δεν αισθάνθηκε κανείς το επιτίμιο του πατρός Ιακώβου σαν τιμωρία ή σαν οτιδήποτε άλλο καμιά φορά που νιώθουν οι άνθρωποι, δημιούργησε τόσο… και πάλι σου έλεγε να τα ξαναπούμε παιδί μου, να τα ξαναπούμε. Έτσι πλέον οικοδομούσε τους ανθρώπους
Στον πατέρα Ιάκωβο συνάντησα αυτό που καμιά φορά ξέρετε μέσα στον κόσμο λιγάκι λειτουργεί παράξενα. Δηλαδή, εκεί, δεν ξέρω, η ανθρώπινη αδυναμία καμιά φορά μας κάνει να χρησιμοποιούμε τους κανόνες της Εκκλησίας σαν κανόνια, με τα οποία ίσως ταπεινώνουμε και ταλαιπωρούμε πολύ τους ανθρώπους.
Εκείνος τους χρησιμοποίησε πάντοτε σαν βακτηρίες, σαν φάρμακα θεραπευτικά, που βοηθούσαν τον ασθενή να αναλάβει και να συνεχίσει την πορεία του.
Δηλαδή αυτό που καμιά φορά ο κόσμος έχει την εντύπωση ότι θα πάω στον Πνευματικό να του πω αυτή την αμαρτία
Αφήνω ότι οι μερικοί χωρίς αψήφιστα, μπορώ να πω, θα το πει ο παπάς κλπ,
αυτό είναι ένα επεισόδιο που δεν είστε εκεί. Δεν το συζητάμε καν αυτό.
Αυτό που λέει ο πατέρας Παύλος, αυτή η δειλία που νιώθουν μερικές φορές, ή ο φόβος που συννέχει μερικούς που πάει να εξομολογηθούν, τώρα λέτε και είναι γεγονός ότι πράγματι δεν υπάρχει αυτό.
Θα σας έλεγα ότι ο φόβος είναι πριν φτάσει κανείς στην πόρτα. Όταν φτάσει στην πόρτα, μετά αφού βγει και περάσει, δηλαδή η συνάντηση καταρχήν με τον Πατέρα Ιάκωβο για τον οποίον μιλάμε – αλλά πιστεύω με κάθε πνευματικό, ο οποίος λειτουργεί μέσα στην παράδοση της εκκλησίας μας – είναι μια συνάντηση ελευθερίας και επειδή με ρωτάτε θα σας πω ένα συγκεκριμένο περιστατικό χαριτωμένο.
Ένα παιδάκι, στο σχολείο που είχα πάει κάποτε να δω τα παιδιά, ήρθε ένα παλικάρι, έφηβος, μιλήσαμε και εξομολογήθηκε. Στην αρχή μου είπε ότι ξέρετε έχω να δισταγμό φοβάμαι, όταν λοιπόν τελειώσαμε φάνηκε χαρούμενος. Πηγαίνει προς την πόρτα, ανοίγει την πόρτα και μόλις την άνοιξε την ξανακλείνει και μου λέει “γιατί είμαι τόσο χαρούμενος;”, έτσι με πολύ αυθόρμητο τρόπο, γιατί πραγματικά είναι ο πειρασμός καμιά φορά ξέρετε που κάνει τον άνθρωπο να σκεφτεί ότι μπορεί ο πνευματικός να πει αυτά τα πράγματα που θα εξομολογηθεί και πως θα τον δω μετά θα τον ντρέπομαι, ενώ η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Ανάμεσα στον πνευματικό και στον εξομολογούμενο δημιουργείται μια σχέση αγάπης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τον πνευματικό τον ονομάζουμε πνευματικό πατέρα, γιατί είναι πλέον εκείνος που στο όνομα του Θεού γνωρίζει την ψυχή του ανθρώπου και αυτό που τον συνέβη είναι μια σχέση πλέον υιότητας και πατρότητας. Είναι μια μεγάλη ευθύνη πλέον για τον άνθρωπο αυτόν να προσεύχεται.
Έτσι αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι το τελείως αντίθετα από αυτό που φαντάζονται οι άνθρωποι και αυτό στον πατέρα Ιάκωβο το βλέπαν πάρα πολύ έντονα, απ’ το γεγονός ότι πλέον άνθρωποι – που ξέρετε πολλές φορές τους βάραιναν πολλά πράγματα – όντως απελευθερώθηκαν.
Πράγματι έγραφαν στον Πατέρα Ιάκωβο προσωπικότητες και καθηγητές πανεπιστημίου και άνθρωποι των γραμμάτων ακόμα και του εμπορείου είχαν επικοινωνία μαζί του.
Να μας αναφέρετε κάτι αν ξέρετε, και το δεύτερο που πρέπει να μνημονεύσουμε εδώ είναι εκείνη η επικοινωνία που είχε μαζί με τον μακαρίτη τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Να σας πω, καταρχήν όντως ήταν επίσκοποι και καθηγητές πανεπιστήμιο και μορφωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι προσέτρεχαν στο πετραχήλι του. Και πραγματικά το γεγονός ότι προσέτρεχαν φανερώνει ότι έζησαν αυτό που πραγματικά είπα. Ενώ η μόρφωσή του ήταν… η μόρφωση του Δημοτικού. Αλλά όταν τον ακούτε να διαβάζει τα κείμενα νομίζετε ότι έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο.
Θυμάμαι την έκπληξη κάποτε του νυν αρχιεπισκόπου Κρήτης όταν τον άκουσε να διαβάζει τα αναγνώσματα.
Είχε όντως επικοινωνία με πολλούς ανθρώπους. Σας είπα ότι τον τιμούσε ιδιαίτερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Για τον οποίο μάλιστα προέβλεψε την εκλογή του και προσευχήθηκε για αυτήν. Τον νυν πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Τον είχαν επισκεφθεί ο μακαριστός Πατριάρχης ο Νικόλαος της Αλεξανδρείας και πάρα πολλοί Επίσκοποι και Ιεράρχες.
Το περιστατικό που αναφέρατε προηγουμένως συνέβη ως εξής. Ο Πατήρ Ιάκωβος κάποτε είχε προβλήματα με την καρδιά του, είχε βάλει και βηματοδότη. Εισερχόμενος στο στάδιο της αναρρώσεως έπαθε μια από τις γνωστές τότε κρίσεις ο τότε Πρωθυπουργός. Ο Ανδρέας Παπανδρέου της Ελλάδος. Δεν υπήρχε άλλο κρεβάτι και επειδή για εκείνον η ανάρρωση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, του είπαν, γέροντα αυτό και αυτό συμβαίνει, θα σε πάμε στο διπλά δωμάτιο να φέρουμε εδώ τον κ. Παπανδρέου.
Στην Εντατική;
Στην Εντατική.
Ναι παιδί μου, ναι παιδί μου, ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης δεν είχε ποτέ αντιρρήσεις σε τίποτα.
Τον πήγαν πραγματικά και του το είπαν, ότι ξέρεις το κρεβάτι που σε βάζουμε είναι ένας Άγιος άνθρωπος ηγούμενος και όταν το πληροφορήθηκε η σύζυγός του
τότε τον ανεζήτησε και τον παρακάλεσε να πάει δίπλα του. Ο Πατήρ Ιάκωβος ζήτησε να μην υπάρχει κανείς, δηλαδή δημοσιογράφοι. Του το υποσχέθηκαν και πραγματικά πήγε κοντά του, πάνω από το κρεβάτι ήταν η εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και του λέει κύριε Ανδρέα μου, του λέει “τι ανάγκη έχεις εσύ, έχεις εδώ μεγάλους γιατρούς από πάνω στο κεφάλι σου βλέπω έχεις το Χριστό μας, την Παναγία μας. Μην ανησυχείς”, του λέει, “θα γίνεις καλά γιατί σε χρειαζόμαστε”.
Τον σταύρωσε, τον ευλόγησε και έφυγε. Και πραγματικά, παρόλο που ήταν πολύ άσχημες οι καταστάσεις για την υγεία του τότε Πρωθυπουργού, όμως τελικά ξεπέρασε την δυσκολία αυτή.
Να σας πω ότι αυτό συνέβη και δεύτερη φορά. Πάλι όταν ήταν στο νοσοκομείο Πατήρ Ιάκωβος πάλι έπαθε άλλη κρίση και μάλιστα να σας το πω χαριτωμένα όταν πια μου το είπε κάποιος, μου λέει, ξέρεις ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης είναι στο νοσοκομείο.
Του λέω το ξέρω ναι και θέλω να πάω να τον δω.
Υπάρχει άλλη είδηση όμως μου λέει, ότι πάλι στο ίδιο κρεβάτι πήγαν τον Πρωθυπουργό και τον παρακάλεσαν πάλι να πάει, λέει λοιπόν δεν πειράζει και από εδώ που είμαι εγώ κάνω την προσευχή μου.
Και στο βιβλίο μέσα που γράφει ο καθηγητής ο Παπαδόπουλος, υπάρχει ένα περιστατικό με τον Μακάριο.
Ναι
Ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης πρέπει να ξέρετε ότι μνημόνευε πάρα πολύ κόσμο, η προσκομιδή κρατούσε, ιδιαίτερα δε το σαρανταλείτουργο το ξεκινούσαν δύο ώρες νωρίτερα για να μνημονεύσουν τα ονόματα. Μνημόνευε πολλούς μεταξύ των οποίων και τον μακαριστό Μακάριο τον οποίο τον ευλαβείτο, τον Μακάριο ναι. Και μάλιστα εμείς έχουμε ένα παλικάρι στην περιφέρειά μας που το έχει βαπτίσει ο μακαριστός Μακάριος, έχει το όνομά του. Σήμερα βέβαια περνάει μια δύσκολη φάση στην υγεία του, είναι 18 ετών και είναι πολύ γνωστός και στο μοναστήρι το παλικάρι αυτό και ο πατέρας του είναι ιερέας.
Τον ευλαβείτο λοιπόν, και είχε πάντοτε κατανόηση ο πατήρ Ιάκωβος, το λέω αυτό γιατί ίσως χρειάζεται, σ’ όλους εκείνους τους, τα πρόσωπα της εκκλησίας των οποίων μερικές φορές μπορεί να έχουμε κάποιες αντιρρήσεις για τις δραστηριότητές τους και εμείς όταν είμαστε καθισμένοι στις μαλακές μας πολυθρόνες, ξέρουμε και λέμε πολλά. Κρίνουμε εύκολα.
Ο πατήρ Ιάκωβος όμως είχε πάρα πολύ μεγάλη κατανόηση για το έργο και τις δυσκολίες και τα προβλήματα των ανθρώπων αυτών.
Κάποτε λοιπόν, ξέχασε τον μνημονεύσει.
Στην Προσκομιδή;
Στην Προσκομιδή. Και ενώ λειτουργούσε ξαφνικά τον αισθάνεται μπροστά του να του λέει “Πάτερα Ιάκωβε, με ξέχασες σήμερα”. Και πραγματικά ενθυμήθει ότι όντως τον είχε ξεχάσει τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο τον Μακάριο.
Και αυτό δηλώνει Πάτερ Παύλο πόση μεγάλη σημασία έχει το να μνημονεύεται κάποιος στην Προσκομιδή και ένα περιστατικό για να δείτε τη δύναμη αυτής του της μνημόνευσης, σε δύο διαφορετικά άτομα. Είδανε τον πατέρα του πατρός Ιακώβου να είναι σε ένα πολύ ωραίο τόπο, ωραίο σπίτι, λουλούδια κτλ. Και στους δύο είπε τα ίδια λόγια, όταν του είπανε τι ωραίο που είναι το σπίτι σου.
“Ας είναι καλά το παιδί μου Ιάκωβος, που το έφτιαξε αυτό με τις προσευχές του”.
Ο Πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης μνημόνευε καταρχήν σας είπα πάρα πολλά ονόματα, το θεωρούσε σημαντικότατο αυτό το γεγονός και επίσης πολλές φορές όταν αν θυμηθώ ότι την ημέρα εκείνη ήταν κάποιος είχε πεθάνει ή ήταν πρόσφατα κάποιος είχε πεθάνει, εκείνος πήγαινε και άναβε εκτός από αυτά ένα κεράκι πίσω από την Αγιά Τράπεζα και του έκανε πάλι τρισάγιο.
Με τη χάρη που είχε εκείνος, γνώριζε ότι αυτοί τους όποιους μνημόνευε είναι παρόντες.
Μου συνέβη αρκετές φορές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις θανάτων νέων ανθρώπων και δεν σας κρύβω ότι όταν είχα τέτοια περιστατικά δύσκολα, εγώ τους πήγαινα στο Όσιο Δαβίδ όλους. Ο Πατήρ Ιάκωβος είχε τόση πειθώ, δηλαδή, όπως αυτή τη στιγμή μπορώ να πω ότι μιλάω με εσάς, εκείνος γύριζε και μας έλεγε “Ναι παιδί μου”, έλεγε στη γυναίκα ενός τέτοιου, έτσι ενός ευσεβούς παιδιού, “παιδί μου σήμερα ο Λάμπρος ήταν εδώ μαζί μας”.
Όπως βλέπω εσάς και εσείς εμένα, έτσι ακριβώς εκείνος είχε την αίσθηση… την όραση πλέον, αυτή την άλλη όραση που του επέτρεπε να βλέπει και γι’ αυτό την μνημόνευση στην προσκομιδή την θεωρούσε, και είναι άλλωστε, πάρα πολύ σημαντική.
Πόσο ετών ήταν που εκοιμήθη;
Εκοιμήθη σε ηλικία 71 ετών και ήταν η 21 Νοεμβρίου την ημέρα της Παναγίας των Εισοδίων, εκείνος έκανε τα δικά του εισόδια, στη Δόξα και στην Βασιλεία του Θεού
Ο τάφος του που βρίσκεται τώρα;
Βρίσκεται μέσα στο Μοναστήρι, έφυγε όπως το είχε πει, σαν πουλάκι κυριολεκτικά, με τρεις αναπνοές. Σηκώθηκε, όρθιος, εξομολογούσε εκείνη τη στιγμή, βλέπετε μέχρι και το τέλος εξομολογούσε, και εκεί που εξομολογούσε, σηκώνεται όρθιος, έφερε λίγο τα χέρια του προς τα μάτια και λέει στο πρόσωπο που εξομολόγουσε, “σήκω παιδί μου γιατί ήδη ήρθανε, μπήκανε στο κελί μας, η Παναγία, ο Άγιος Ιάκωβος και ο Όσιος ο Ιωάννης ο Ρώσος και ο Όσιος Δαβίδ”. Του λέει “Γέροντα, τι ήρθανε να κάνουνε;”, “ήρθανε παιδί μου να με πάρουνε”. Ενώ εξομολογούσε και εκείνη τη στιγμή γονάτισε και έπεσε.
Την ίδια στιγμή είχαν φτάσει από τη Χαλκίδα, από τη χειροτονία ενός αδελφού της μονής, οι Πατέρες και συνέβη τη στιγμή εκείνη να χτυπάει από τη μία μεριά η πόρτα του κελιού του και από την άλλη εκείνος πλέον να έχει πέσει. Άνοιξε η πόρτα, τρέξανε οι πατέρες δίπλα του, έκανε μία, πραγματικά τρεις αναπνοές και έφυγε σαν πουλάκι όπως το είχε προειπεί. Οσιακό τέλος.
Πάτερ Παύλο να έχουμε την ευχή του.
Να την έχουμε την ευχή του. Και όπως σας είπα στην αρχή, όντως εκείνος σφράγισε τη ζωή μας. Και σας λέω μόνο τελειώνοντας, ότι είναι αναρίθμητοι οι άνθρωποι, οι οποίοι καθημερινά γράφουν στο μοναστήρι και το επισκέπτονται για να μιλήσουν για κάποια παρέμβαση, για κάποιο θαύμα να το πούμε απλά, το οποίο έχει συμβεί στη ζωή τους.
Πάτερ δεν μένει παρά να σε ευχαριστήσω ειλικρινά και για την ωραία επικοινωνία που είχαμε τώρα με τους τηλεθεατές μας και για την μεταφορά του Τιμίου Λειψάνου του Αγίου Γεωργίου στην Κύπρο, αλλά έχω και την αίσθηση ότι προσεύχεστε εσείς με τόσους αγίους που έχετε εκεί, τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο, τον Όσιο Δαβίδ, τον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη, γιατί αυτή είναι η συνείδηση της εκκλησίας μας, ότι είναι Άγιος ο πατήρ Ιάκωβος και να προσεύχεστε για την Κύπρο πατέρα.
Να ξέρετε ότι προσευχόμαστε και ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης δεν αγαπούσε μόνον τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, αλλά γενικά όλους τους Κυπρίους. Γιατί εμείς φιλοξενήσαμε στην περιφέρειά μας πολλούς Κυπρίους μετά την εισβολή και είχε πάντοτε μια αγάπη για όλους, ιδιαίτερα γιατί ήξερε ότι είναι πονεμένη.
Πάτερ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ.