Ναός του Σολομώντα
Ο πρώτος Ναός του Θεού χτίστηκε από τον βασιλιά Σολομώντα και όχι από τον βασιλιά Δαυίδ που ήθελε να τον χτίσει, για να βάλει μέσα την Κιβωτό της Διαθήκης. Ο Δαβίδ όμως, δεν άφησε όλο το έργο στον Σολομώντα, αλλά προετοίμασε το έδαφος για την οικοδομή του Ναού. Έτσι στα τέλη της βασιλείας του, αγόρασε το αλώνι από τον Ορνά τον Ιεβουσαίο στο όρος Μορία και επίσης ετοίμασε χρυσό, ασήμι, χαλκό, σίδηρο, ξύλα, εκλεκτές πέτρες, πολύτιμους λίθους και μάρμαρο από την Πάρο.
Ο Βασιλιάς Σολομώντας έστειλε 30.000 Ισραηλίτες ως εργάτες, για να δουλέψουν στο όρος Λίβανος. Ακόμη ο Σολομώντας συγκέντρωσε 153.600 άνδρες και όλοι αυτοί εργάστηκαν για 3 χρόνια και ετοίμασαν όλα τα ξύλα, τις πέτρες και όλα τα υλικά, για να χτιστεί ο ναός. Ο Ναός του Κυρίου άρχισε να οικοδομείται κατά το τετρακοσιοστό τεσσαρακοστό 440 έτος από την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, τον 2ο μήνα, του τέταρτου έτους της βασιλείας του Σολομώντα, περίπου το 962 π.Χ. και τέλειωσε ύστερα από 7 χρόνια (955 π.Χ.), τον όγδοο μήνα Βαάλ.
Ο Βασιλιάς Σολομώντας για το χτίσιμο του Ναού, χρησιμοποίησε ότι καλύτερο υλικό υπήρχε την εποχή εκείνη. Από το πιο ανθεκτικό ξύλο μέχρι χρυσό. Όλο το εσωτερικό του Ναού επενδύθηκε με ξύλο που δεν σαπίζει και όλα τα ξύλα ακόμα και το δάπεδο του Ναού επενδύθηκε με καθαρό χρυσάφι. Ο Ναός του Σολομώντα παρέμεινε ξακουστός στην ιστορία μέχρι και σήμερα για την πολυτέλειά του και το υπέρλαμπρο κάλλος του. Κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησης του Ναού ο Κύριος και Θεός είπε στο Σολομώντα, ότι εάν εφαρμόσει το θέλημά του και τηρήσει τις εντολές του, ο Ναός τον οποίο χτίζει θα δοξαστεί και θα δοξάσει τον Κύριο.
Ο Ναός του Σολομώντα για τους Εβραίους είναι πολύ σημαντικός. Ήταν το κέντρο της ζωής τους, η ιστορία τους, η υπόσχεση των πατέρων τους (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ) και η απόδειξη ότι ο Θεός είναι μαζί τους.
Το παραπάνω κείμενο και το βίντεο είναι από το Ιερό Ανδρώο Ησυχαστήριο Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ
Τι είπε ο Χριστός για το Ναό του Σολομώντα;
Μια από τις προφητείες του Χριστού που διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη έχει να κάνει με τον Ναό του Σολομώντα και την καταστροφή του.
“Και εξελθών ο Ιησούς επορεύετο από του ιερού· και προσήλθον οι μαθηταί αυτού επιδείξαι αυτώ τας οικοδομάς του ιερού· ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· ου βλέπετε ταύτα πάντα; αμήν λέγω υμίν, ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται. καθημένου δε αυτού επί του όρους των ελαιών προσήλθον αυτώ οι μαθηταί κατ’ ιδίαν λέγοντες· ειπέ ημίν πότε ταύτα έσται, και τι το σημείον της σης παρουσίας και της συντελείας του αιώνος; και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς· βλέπετε μη τις υμάς πλανήση” (Ματθ. κδ’ 1-4).
«όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής. Τότε οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη, και οι εν μέσω αυτής εκχωρείτωσαν, και οι εν ταις χώραις μη εισερχέσθωσαν εις αυτήν, ότι ημέραι εκδικήσεως αύταί εισι του πληρωθήναι πάντα τα γεγραμμένα» (Λουκ. κα’, 20-22)
«αμήν λέγω υμίν, ου μη παρέλθη η γενεά αύτη έως αν πάντα ταύτα γένηται» (Ματθ. κδ’, 34)
Πράγματι τρεις δεκαετίες αργότερα οι Ιουδαίοι επαναστάτησαν κατά της Ρώμης. Το 70μΧ ο Τίτος πολιόρκησε και μέσα σε πέντε μήνες κατάκτησε την Ιερουσαλήμ με τον Ρωμαϊκό Στρατό. Ο ιστορικός Ιώσηπος μαρτυρά ότι 1.150.000 Ιουδαίοι σκοτώθηκαν από τους Ρωμαίους κατά την πολιορκεία. Ήταν το Πάσχα των Εβραίων για αυτό υπήρχαν τόσοι πολλοί στα Ιεροσόλυμα. Από αυτούς, περίπου οι μισοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκείας και οι Ιουδαίοι τους πέταξαν έξω από τα τείχη της πόλης.
Ο Τίτος κατέστρεψε ολοσχερώς τον Ναό του Σολομώντα και στην θέση του έφτιαξε ναό της Αφροδίτης. Έδιωξε όλους τους Ιουδαίους από τα Ιεροσόλυμα και στις πύλες της νέας πόλης έβαλε μαρμάρινες κεφαλές χοίρων, για να προσβάλει όποιους Ιουδαίους ήθελαν να μπουν στο μέλλον.
“Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ… ποσάκις ηθέλησα επισυναγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. ιδού αφίετε υμίν, ο οίκος υμών έρημος” (Ματθ. κγ’ 37-39).
Πηνελόπη Δέλτα: ο Ναός του Σολομώντα και η Ιερουσαλήμ ( Η ζωή του Χριστού )
Η Ιερουσαλήμ ήταν το κέντρο του Ιουδαϊσμού ο ναός της, το φρούριο της θρησκείας.
Κτισμένη σε έδαφος ξερό και όλο πέτρα, όπου η έλλειψη του νερού αφήνει άγονες και άχαρες τις κοιλάδες, στολισμένη με τα λαμπρά και μεγαλόπρεπα κτίρια, που σπάταλα είχε σπείρει ο Ηρώδης ο Μεγάλος σε όλα τα μεγάλα κέντρα και προπάντων στην Ιερή Χώρα, η Ιερουσαλήμ ήταν η φωλιά της υποκρισίας, της στενομυαλιάς, της αλαζονείας, της σχολαστικότατος και της κακίας.
Ξερή στο πνεύμα όσο και στη φύση, η Ιερουσαλήμ χωρίζουνταν σε διάφορες τάξεις και αιρέσεις, όπου κυριαρχούσαν τον καιρό εκείνο οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι. Οι Φαρισαίοι ήταν οι ασυμβίβαστοι πατριώτες, που, ακολουθώντας κατά γράμμα το νόμο, κανόνιζαν τη ζωή από το πρωί ως το βράδυ, από την πρώτη μέρα της γεννήσεως ως την τελευταία του θανάτου, πίεζαν τη συνείδηση του λαού με χίλιους μύριους τυραννικούς κανόνες, αλλά και παρέβαιναν το πνεύμα του νόμου με άλλες τόσες σοφιστικές εξηγήσεις, που άφηναν ακόλαστη ελευθερία στις δικές τους ορέξεις.
Οι Σαδδουκαίοι, αριστοκράτες της Ιουδαίας, εξηγούσαν απλούστερα το νόμο, κατέκριναν τη στενομυαλιά των Φαρισαίων, αλλά ήταν παραλυμένοι, παραδόπιστοι, στενόψυχοι και σκληροί. Οι αρχιερείς ήταν σχεδόν όλοι βγαλμένοι από την τάξη των Σαδδουκαίων αρπακτικοί και φιλάργυροι, εκμεταλλεύουνταν τη θρησκεία και τους πιστούς για ν’ αργυρολογούν αυτοί.
Όχι μόνο μίσος μεγάλο χώριζε τις δυο αυτές τάξεις, αλλά και η πίστη τους ακόμα είχε διαφορές. Οι Σαδδουκαίοι αρνούνταν όλες τις παραδόσεις των Φαρισαίων, τη δεύτερη ζωή, την ύπαρξη αγγέλων και πνευμάτων, την ανάσταση, ακόμα και την αθανασία της ψυχής. Ενώ οι Φαρισαίοι πίστευαν πως η ανθρώπινη θέληση έχει πολύ μικρή σημασία και πως το θέλημα του Θεού διευθύνει τη ζωή των ανθρώπων και τις πράξεις τους, οι Σαδδουκαίοι απεναντίας αρνούνταν την ανώτερη θέληση στις ανθρώπινες πράξεις, και υποστήριζαν πως από την ανθρώπινη θέληση μονάχα εξαρτάται το καλό και το κακό, και κατά συνέπεια η ευτυχία και η δυστυχία.
Κοντά σ’ αυτές τις δυο τάξεις ήταν και μια τρίτη, νεότερη, αλλά και λιγότερο σημαντική, οι Εσσαίοι, που άρχιζαν να γίνονται γνωστοί μόλις στα 100 π.Χ., αιρετικοί Εβραίοι που φύλαγαν κρυφή την πίστη τους και ορκίζουνταν με όρκους τρομερούς να μην τη γνωστοποιήσουν.
Έξω από την Ιερουσαλήμ, ιερείς καθ’ εαυτό δεν είχε· στις διάφορες χώρες της Παλαιστίνης οι Ραββίνοι εξηγούσαν το νόμο στις συναγωγές, και λίγο λίγο οι ιερείς είχαν χάσει την υπεροχή τους. Άλλωστε και στην Ιερουσαλήμ ακόμα, όπου ο κλήρος ήταν παντοδύναμος, η υπηρεσία των ιερέων ήταν αποκλειστικά τελετουργική. Όλος αυτός ο κόσμος ζούσε μέσα και γύρω στο ναό, διατηρούνταν από το ναό, δηλ. από τους πιστούς, που από παντού έτρεχαν να προσκυνήσουν στις μεγάλες εορτές και στα πανηγύρια. Ο ναός αυτός, που τον είχε χτίσει ο Σολομών χίλια χρόνια π.Χ., που τον είχαν καταστρέψει οι Χαλδαίοι τέσσερις αιώνες αργότερα, που τον είχαν ξαναχτίσει οι Εβραίοι και που τον είχε μεγαλώσει ο Ηρώδης ο Μεγάλος, χωρίς ποτέ να τον αποτελειώσει ολότελα, ο ναός που καταστράφηκε στα 70 μ.Χ., όταν οι Ρωμαίοι με τον Τίτο ρήμαξαν την Ιερουσαλήμ, και δεν άφησαν πέτρα απάνω σε πέτρα, ο Ιερός Ναός της Ιερουσαλήμ ήταν κολοσσός στο μέγεθος, στο μεγαλείο, στον πλούτο και στην ομορφιά.
Τα κτίρια, όλα μαρμαρένια, πλουτισμένα με ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε από ξυλεία, ελεφαντόδοντο και χρυσάφι, ήταν περιτριγυρισμένα από έναν αυλόγυρο που κάθε πλευρά του είχε 225 μέτρα μάκρος. Οκτώ πελώριες πύλες ανοίγουνταν σε μιαν εσωτερική αυλή περιτριγυρισμένη από στοά· τέσσερις σειρές κολόνες, όλες μαρμαρένιες άσπρες, μονολιθικές, υποστήριζαν την κέδρινη στέγη της στοάς. Στη μεγάλη αυτή αυλή συνάζουνταν οι Εβραίοι και οι Εβραίες όλου του κόσμου, καθως και οι αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι που ήρχουνταν να κατηχηθούν ή και μονάχα να δουν το μεγάλο πανηγύρι.
Δεύτερος φράχτης εσωτερικός περιγύριζε τα ιερά κτίρια και ξεχώριζε τους εθνικούς από τους Ισραηλίτες· μόνο Εβραίοι μπορούσαν να πατήσουν εκεί μέσα, και όποιος ξένος παρέβαινε το νόμο αυτό, το πλήρωνε με τη ζωή του.
Εκεί μέσα υψώνουνταν, σαν το χιόνι άσπρο, αστραφτερό από το χρυσάφι, το Ιερό.
Δεν ήταν ένα κτίριο μονάχο ο ναός αυτός· στοές, προαύλια, αυλές εσωτερικές και άστεγες, σκάλες μαρμαρένιες, σάλες μεγαλόπρεπες, σχημάτιζαν σύνθεση μοναδική, που ήταν το καμάρι των Ιουδαίων και που το θαύμασε η ιστορία.
Τελευταίο απ’ όλα και ψηλότερο, δεσπόζοντας όλα τα άλλα κτίρια, ήταν το Ιερό, η κατοικία του Ιεχωβά, του Θεού των Εβραίων. Πάνω από τη χρυσοστόλιστη πύλη που το έκλειε, κρέμουνταν μια κληματαριά μαλαματένια, κολοσσιαία, που κάθε της τσαμπί ήταν μεγάλο ίσα μ’ ένα ανάστημα αντρός. Το Ιερό χωρίζουνταν σε δύο διαμερίσματα. Στο πρώτο, όπου κρέμουνταν η «επτάφωτος λυχνία», ο μεγάλος μαλαματένιος πολυέλαιος με τις επτά λαμπάδες που έκαιαν συγχρόνως, γίνουνταν οι θυσίες. Εκεί φύλαγαν τους «άρτους της προθέσεως», το άλας, το λιβάνι για το θυμίαμα.
Εκεί μέσα μόνο ιερείς έμπαιναν.
Χωρισμένο από το Ιερό μ’ ένα μεγάλο βαρύ και παχύ καταπέτασμα, σκεπασμένο όλο από κεντημένους αγγέλους και πουλιά, ήταν το δεύτερο μικρό διαμέρισμα, όπου φύλαγαν άλλοτε, σε μια χρυσή κιβωτό μέσα, τις πέτρινες πλάκες του Μωυσή με τις δέκα εντολές. Αφότου όμως είχαν χαθεί οι πλάκες αυτές, ίσως στην επιδρομή των Χαλδαίων, το διαμέρισμα αυτό έμενε άδειο.
Εκείνο ήταν το Άγιο των Αγίων, και μόνος ο αρχιερέας πατούσε μέσα, και αυτό μόνο μια φορά το χρόνο.
Βορειοανατολικά του Ναού, στέκουνταν, τον καιρό εκείνο, ένας πύργος, κάστρο τρανό που δέσποζε το ναό και που συγκοινωνούσε εσωτερικά με το Ιερό. Τον πύργο αυτό τον είχαν χτίσει οι Ρωμαίοι τον καιρό του Ηρώδη του Μεγάλου, για να εμποδίσουν κάθε εθνική εξέγερση, που σχεδόν πάντα άρχιζε από το ναό· και από αγάπη για το φίλο του, τον Μάρκο Αντώνιο, ο Ηρώδης τον είχε ονομάσει Αντώνιο Πύργο.
Ο Ναός ήταν για τους Εβραίους το κέντρο της θρησκείας, το δικαστήριο, το πανεπιστήμιο· εκεί δίδασκαν οι Ραββίνοι τους, εκεί συνεδρίαζε το Σανχεδρίν, δηλ. το Συνέδριο, η γερουσία που αποτελούνταν από ό,τι ανώτερο είχε η φυλή τους, και δίκαζε και έβγαζε τις αποφάσεις της.
Και όμως, στο μεγάλο τους πανηγύρι του Πάσχα, ο ναός αυτός έχανε όλη του την ιερότητα, και γίνουνταν καθαυτό αγορά.
Επειδή κάθε Εβραίος χρεωστούσε να θυσιάσει στον βωμό του Ιερού από ένα σφαχτό, τουλάχιστον αρνί ή περιστέρι, για πιο ευκολία, και προπάντων για αργυρολογία, οι ιερείς επέτρεπαν να μπαίνουν αρνιά, βόδια και ό,τι άλλο χρησίμευε για θυσία, μέσα στο ναό, στο περιστύλιο, στις αυλές, όπου χωρούσαν. Κοντά στους ζωέμπορους, λίγο – λίγο χώθηκαν και άλλοι έμποροι, κοντά σ’ αυτούς και οι σαράφηδες· ώστε η μεγάλη στοά με τις τέσσερις σειρές κολόνες γίνουνταν αγορά, όπου φύρδην – μίγδην συσσωρεύουνταν έμποροι και πραματευτάδες, κοπάδια αρνιά και βόδια, στοίβες καφάσια με περιστέρια, και σειρά ολόκληρη από τραπέζια σαράφηδων, όπου αραδιάζουνταν όλα τα νομίσματα της οικουμένης.
Κατά το νόμο, ό,τι αγοράζουνταν στο ναό μέσα, έπρεπε να πληρώνεται με νομίσματα εβραίικα· οι σαράφηδες λοιπόν άλλαζαν τα ξένα χρήματα που έφερναν οι προσκυνητές, και κρατούσαν πέντε τα εκατό από κάθε νόμισμα.
Ώστε ο ιερός ναός, αντί ν’ αντηχεί με ψαλμούς και προσευχές, γίνουνταν εκείνες τις μέρες καθαυτό παζάρι, όπου οι φωνές των πραματευτάδων ανακατώνουνταν με τα βελάσματα των αρνιών, το γουργούρισμα των περιστεριών, το κροτάλισμα των νομισμάτων, τα παζαρέματα και τους καβγάδες αγοραστών και πουλητών, όπου άνθρωποι και ζώα μπαινόβγαιναν, ποδοπατούσαν τις λάσπες, τις σκόνες, τις ακαθαρσίες, και γέμιζαν το ναό αηδία και προστυχιά.
Πλησίαζαν οι εορτές του Πάσχα ανέβηκε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ και πήγε στο ναό.
Μα σαν μπήκε στο Ιερό και είδε τα βόδια και τ’ αρνιά, τους εμπόρους και τους τοκογλύφους, αγανάκτησε και εξεγέρθηκε.
Πήρε κι έπλεξε μερικά σκοινιά, τα έκανε βούρδουλα, και, χτυπώντας δεξιά κι αριστερά στο πλήθος, πέταξε έξω από το ναό ζώα και ανθρώπους, αναποδογύρισε τα τραπέζια των σαράφηδων, σκόρπισε τα νομίσματα στο πάτωμα, και, γυρνώντας σε κείνους που πουλούσαν τα περιστέρια, τους είπε οργισμένος:
—Πάρετέ τα αυτά από δω! Μην τον κάνετε εμπορική αγορά τον οίκο του πατέρα μου!
Σαστισμένοι τον κοίταζαν όλοι, μα κανένας δεν τόλμησε να του εναντιωθεί.
Η αγορά αυτή, στον περίβολο του Οίκου του Θεού, ήταν πολύ αντιδημοτική· ο λαός με αντιπάθεια έβλεπε την ιεροσυλία· και το ένιωθαν οι ένοχοι, και δεν είχαν το θάρρος να εναντιωθούν στον Ιησού.
Οι ιερείς όμως, που ζούσαν και χρηματίζουνταν από το εμπόριο αυτό και, προπάντων, από το σαραφλίκι, που ήταν καθαρό κέρδος του αρχιερέα, ανησύχησαν και θύμωσαν. Κρύβοντας την αγανάκτησή τους από φόβο του όχλου, πήγαν στον Ιησού και του είπαν:
—Τι ιδιαίτερο σημείο μας δίνεις, για να μας δείξεις πως έχεις το δικαίωμα να τα κάνεις αυτά;
Την απάντηση όμως που τους έδωσε ο Ιησούς κανένας τότε δεν την κατάλαβε:
—Γκρεμίσετε τούτο το ναό, τους είπε, και σε τρεις μέρες θα τον ξανασηκώσω.
Αυτοί είπαν:
—Σαράντα έξι χρόνια έκανε να κτιστεί ο ναός αυτός, και συ σε τρεις μέρες θα τον ξανασηκώσεις;
Αλλ’ ο Ιησούς δεν τους αποκρίθηκε, ούτε θέλησε τότε να τους εξηγήσει πως δε μιλούσε για το πέτρινο κτίριο, αλλά για το σώμα του, το ναό της ψυχής του, που έμελλαν αυτοί να το καταστρέψουν και που σε τρεις μέρες θ’ αναστήνουνταν.
Και αργότερα μόνο, μετά το θάνατο και την Ανάστασή Του, οι μαθητές Του θυμήθηκαν τα λόγια του αυτά.
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και ο Ναός του Σολομώντα
Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης είχε αποφασίσει να ανοικοδομήσει τον Ναό του Σολομώντα. Ο σκοπός του δεν ήταν να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους αλλά να βλασφημήσει έμπρακτα τον Θεό. Αφού ο Ιησούς Χριστός είχε προφητέψει ότι ο Ναός του Σολομώντα θα καταστραφεί, ο Ιουλιανός θα τον έκτιζε ξανά. Πολλοί Χριστιανοί, όπως ο Πατριάρχης Κύριλλος Ιεροσολύμων, τον προειδοποίησαν να μην το προσπαθήσει. Τόσο στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη, όσο και στην Β Προς Θεσσαλονικείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αναφέρεται ξεκάθαρα ότι ο Ναός θα κτιστεί ξανά λίγο πριν το τέλος του κόσμου από τον Αντίχριστο για να πείσει τους Εβραίους ότι είναι θεός.
Όπως αναφέρουν πολλά ιστορικά πρόσωπα της τότε εποχής (ανάμεσά τους ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Άγιος Αμβρόσιος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Σωκράτης ο Σωζόμενος, ο ραβίνος Γεδαλίας και ο ειδωλολάτρης ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος), ο Ιουλιανός αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις. Μάζεψε πολλά χρήματα και ξεκίνησε να σκάβει για να θέσει τα θεμέλια του Ναού. Όλες οι ιστορικές πηγές (χριστιανικές και μη) αναφέρουν ξεκάθαρα ότι πύρινες σφαίρες βγήκαν από τη γη και κατέκαιγαν τους εργάτες, μέχρι που οι ανώτεροι έδωσαν εντολή να σταματήσουν οι προσπάθειες.
Τρίτος Ναός του Σολομώντα και Αντίχριστος
Στην σημερινή εποχή έχουν γραφτεί πολλά για τον Ναό του Σολομώντα, καθώς και για τη συσχέτισή του με την Αποκάλυψη και τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όμως εκτός από τον Ναό του Σολομώντα υπάρχουν και άλλα σημεία – σημάδια που διαβάζουμε στην Αγία Γραφή και τα οποία θα προηγηθούν της Δευτέρας Παρουσίας.
Ο Άγιος Ιππόλυτος έγραψε “Ανέστησεν ο Σωτήρ και απέδειξε την Αγίαν Σάρκα Αυτού ως ναόν (Ιω. β’, 19), και αυτός (σσ ο Αντίχριστος) αναστήσει τον εν Ιεροσολύμοις λίθινον ναόν”.
Το κτίσιμο του Τρίτου Ναού του Σολομώντα θα γίνει στα πρώτα τρεισήμισι χρόνια της βασιλείας του Αντιχρίστου. Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, θα είναι το τέχνασμα του Αντιχρίστου για να πεισθούν οι Ιουδαίοι ότι είναι ο “Μεσσίας”.
Ο Απόστολος Παύλος στην Β’ Προς Θεσσαλονικείς δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: “ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν η σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι έστι Θεός”.
Χτίζεται ο Ναός του Σολομώντα ήδη;
Τουλάχιστον δύο οργανώσεις στο Ισραήλ ισχυρίζονται ότι είναι έτοιμες για να κτίσουν τον Τρίτο Ναό του Σολομώντα. Μαζεύουν χρήματα και υλικά, φτιάχνουν στολές και μουσικά όργανα και φυσικά αναμνηστικά ενθύμια για όσους ενδιαφέρονται.