Στείλε Θεέ μου λίγο φως γι’ άδολη ελπίδα
ν’ αναστηθεί και ο ραγιάς κι η δόλια η πατρίδα.
Κοιτώ ψηλά τον ουρανό και νιώθω τόσο πόνο
που δεν μπορώ να στοχαστώ για του Θεού τον θρόνο.
Πόθος ψυχής και διακαής τ’ αβυσσαλέα ύψη
μα νιώθω τόση μοναξιά, ευθύς με πιάνει θλίψη.
Θέλουν οι άνθρωποι στη γη να ζουν σε μιαν αγέλη
να ενεργούν με ένστικτα, να μη γενούν αγγέλοι.
Τα λόγια τα Χριστιανικά αποκούμπι, βάλσαμο
λιμάνι καταδεχτικό, ήρεμο, απάνεμο.
Οι ευκολίες της ζωής, η άπλα λεωφόρων
είναι που φέρνουν τις ψυχές στο χείλος εωσφόρων.
Είναι το πνεύμα του θεού άρρητο και άπειρο.
Πνεύμα ανθρώπου δείχνεται ατελές, ανάπηρο.
Θέλει ο Θιός τον άνθρωπο όμορφο και ήμερο
όπως αυτό το τρυφερό, το απομεσήμερο.
Είναι η αύρα, η πνοή κάποιου θείου βλέμματος
μέρα χαράς και φώτισης, του Αγίου Πνεύματος.
Τα τόσα παραπτώματα απού ‘καμα, αχ, σβήστα
με μία μονοκοντυλιά Παρθένα Βαγγελίστρα.
Αναστορώ τα παλαιά, του Πόντου τη λαλία
πατρίδα μ’ αραεύω σε αμόν την Παναγία.