Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, 2016
Σελ. 180
Τον Οκτώβριο του 2015 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανάδειξης και συντήρησης στο βυζαντινό ναό της Παναγίας στην Κορωνησία. Οι εργασίες υλοποιήθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας. Η υλοποίησή του έγινε με τη συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδος, δια του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ).
Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στον πανάρχαιο Ναό τον αφιερωμένο στη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, που διασώθηκε επάνω σε ένα από τα γραφικά νησάκια του Αμβρακικού Κόλπου, την Κορωνησία.
Πιστεύεται ότι ο Ναός της Παναγίας οικοδομήθηκε επάνω στα ερείπια εγκαταλειμμένης μονής του 7ου αιώνα και χρονολογείται στον 10ο αιώνα, είναι δηλαδή από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της περιοχής της Άρτας.
Στο βιβλίο αναφέρεται η ιστορία του νησιού και του Ναού, οι παραδόσεις που υπάρχουν για τον Όσιο Ονούφριο που μόνασε εκεί κατά τον 18ο αιώνα, την εξέλιξη του μνημείου και των άλλων κτιρίων που σώζονται και συνδέονται με τον Όσιο. Περιέχει κείμενα που αφορούν την ιστορία, την αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες, το τέμπλο, τεχνικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, τα σπόλια και τις εικόνες του βυζαντινού ναού της Παναγίας. Ένα μέρος των φωτογραφιών και των αεροφωτογραφιών που εικονογραφούν τα κείμενα, ανήκουν στον φωτογράφο-κινηματογραφιστή Βασίλη Γκανιάτσα και οι υπόλοιπες φωτογραφίες προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας, τα προσωπικά αρχεία της Διευθύντριας κ. Βαρβάρας Παπαδοπούλου, του κ. Ι. Λιούγκου, του κ. Κ. Υψηλού και της Μ. Πέγιου.
Ο Ναός έχει υποστεί πολλές μεταβολές και επεμβάσεις. Ο Ναός της Παναγίας Κορωνησίας υπήρξε καθολικό ονομαστής βυζαντινής μονής, σήμερα όμως λειτουργεί ως ενοριακός ναός της Κορωνησίας. Το Μοναστήρι της Κορωνησίας μαρτυρείται για πρώτη φορά σε δύο σημειώματα του 1193. Το 1670, η Μονή της Κορωνησίας ανακαινίσθηκε ριζικά από τον ιερομόναχο Ευγένιο, ο οποίος έκτισε νέα κελιά και συγκέντρωσε αρκετούς μοναχούς. Τον 18ο αιώνα και συγκεκριμένα το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα ο ναός τοιχογραφήθηκε εκ νέου από τον Αρτινό ζωγράφο Αλέξιο. Εργασίες στη μονή έγιναν επίσης και το 1870 από τον ηγούμενο Αμβρόσιιο Ραφαηλίδη. Την ίδια εποχή κτίστηκε και το κωδωνοστάσιο στη βόρεια πλευρά. Το 1918 η Μονή Κορωνησίας έπαψε να λειτουργεί ως μοναστήρι, έγινε μετόχι του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται στα Ηλιοβούνια Πρέβεζας και άρχισε ένα λειτουργεί ως ενοριακός ναός. Τέλος το 1962 η βόρεια πλευρά επιχρίσθηκε και κατασκευάστηκε το χαγιάτι.
Η Μονή της Κορωνησίας είχε μεγάλη κτηματική περιουσία, δάση, αμπέλια κυρίως στις απέναντι ακτές της Αιτωλοκαρνανίας. Ήταν επίσης γνωστή για τα χελοκοφινοβίβαρα εκτροφεία χελιών που διέθετε στον Αμβρακικό Κόλπο. Το Μοναστήρι της Κορωνησίας είχε επίσης στη δικαιοδοσία της ιχθυοτροφεία, το χωριό Καλογερικό και τα νησάκια του Αμβρακικού, Κέφαλος και Λίσα. Από την περιουσία της αυτή τον 19ο αιώνα δαπανούσε 3.500 γρόσια για σχολεία της Άρτας και της Πρέβεζας. Μετόχι της υπήρξε επίσης το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Μυρτάρι Βόνιστας.
Αναφορές στο Μοναστήρι της Παναγίας της Κορωνησίας γίνονται από τον Π. Αραβαντινό και τον μητροπολίτη Σ. Ξενόπουλο, οι οποίοι χρονολόγησαν το καθολικό αντίστοιχα τον 11ο και 7ο αιώνα. Το 1969 ο Α. Ορλάνδος δημοσίευσε την πρώτη σοβαρή και εμπεριστατωμένη μελέτη για τη μονή και χρονολόγησε το καθολικό στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα. Στα τέλη του 10ου αιώνα χρονολόγησε επίσης το ναό και ο καθηγητής Π. Βοκοτόπουλος.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού ήταν κτισμένος στον τύπο του ελεύθερου σταυρού.
Το οικοδομικό συγκρότημα του ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου περιλαμβάνει το ναό της Παναγίας με την κατά μήκος της βόρειας πλευράς του στοά και το συνδεδεμένο με αυτό κωδωνοστάσιο, το προσαρτημένο κατά μήκος της νότιας πλευράς του ναού ερειπωμένο πρόσκτιασμα (το ελαιοτριβείο) και τα λείψανα της κούλιας, του κτηρίου, δηλαδή, των κελίων της Μονής, το παρακείμενο σε αυτά παλαιό δημοτικό σχολείο του χωριού και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ονουφρίου (μονόχωρος δρομικός θολοσκέπαστος ναΐσκος, με εξωτερικές διαστάσεις περίπου 3,50Χ4,80μ., και χρονολογείται τον 13ο ή 14ο αιώνα) που βρίσκεται σε μικρή απόσταση στα νοτιοανατολικά.
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι εξωτερικά με αργούς ή αμελέστατα λαξευμένους τοπικούς ασβεστόλιθους και σπανιότερα πωρόλιθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται κατά τρόπο άτεχνο στους οριζόντιους αρμούς μονές και πολύ σπάνια διπλές σειρές πλίνθων και στους κατακόρυφους αρμούς μονές πλίνθοι πάχους από 1,5 εκ. ως 3,5 εκ, ή τεμάχια κεραμιδιών. Στην κατασκευή έχει χρησιμοποιηθεί άφθονο ασβεστοκονίαμα.
Στο ναό της Παναγίας της Κορωνησίας έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη, που προέρχονται από αρχαιότερα κτήρια (τέσσερις μαρμάρινοι αρράβδωτοι κίονες ) που χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική περίοδο.
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού ανανεώθηκε σε έξι τουλάχιστον φάσεις.
Το τέμπλο, ωραιότατο δείγμα λαϊκής ξυλογλυπτικής τέχνης των μέσων του 19ου αιώνα βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, λόγω κυρίως της δράσης ξυλοφάγων εντόμων. Μια εικόνα που επιγράφεται «Η Κυρία Κορωνησία» βρίσκεται στο προσκυνητάρι του ναού.
Το έργο της αποκατάστασης, συντήρησης και ανάδειξης του ναού της Κορωνησίας υλοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2011 έως τον Οκτώβριο του 2015.
Η έκδοση είναι υποδειγματική. Πρόκειται για μια συναρπαστική μελέτη, με εντυπωσιακή εκφραστική δύναμη. Σπουδαίο βιβλίο.
Ο λόγος στα κείμενα είναι λιτός, δουλεμένος, γλαφυρός, απερίφραστος και γυμνός από κοσμητικά στοιχεία. Τα ολιγοσέλιδα κείμενα τέρπουν με το λιτό τους ύφος, ενώ συγχρόνως ερεθίζουν με την εκλεπτυσμένη προκλητικότητά τους και μας καλούν σε γόνιμη σκέψη. Οι συγγραφείς των κειμένων δημιουργούν ένα καλειδοσκοπικό σύμπαν που αντηχεί από δεκάδες φωνές, φερμένες από το πιο μακρινό παρελθόν, αλλά ηχηρές και συγκινητικές μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει μέλλον, υπαινίσσονται οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου, αν δεν αντιμετωπίσει κανείς κατά μέτωπο το παρελθόν. Η γνώση της Ιστορίας οδηγεί στην αυτογνωσία και στην επίγνωση.
Ένα βιβλίο που σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς σε ποιον θα το χαρίσεις ακόμα και την ώρα που το διαβάζεις.