«Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως».
Οι μέρες ποιητικότατες, έντονος ο συναισθηματισμός, όλα μυρίζουν λιβάνι, γιασεμί και βιολέτα.
Μεγάλη εβδομάδα. Ο χρόνος που διαδραματίζεται η συμμετοχή μας εν φόβω και τρόμω στο Θείο Πάθος.
«Δεύτε ουν, φιλέορτοι, απαντήσωμεν άσμασιν· ο γάρ κτίστης έρχεται, σταυρόν καταδέξασθαι, ετασμούς και μάστιγας, Πιλάτω κρινόμενος».
Η θριαμβευτική πορεία του Ιησού από τα ωσαννά μέχρι τη Σταύρωση και την ταφή, δείχνει χαρακτηριστικά την ματαιότητα των ματαιοτήτων που κατατρέχει το ανθρώπινο γένος. Και με την Ανάσταση επιτυγχάνει το νείκος επί του Άδη. Η απόσταση από τα «Ευλογημένος ο ερχόμενος» μέχρι τό «Σταύρωσον Αυτόν», ελάχιστη.
Θα απολαύσουμε πάλι τους ανυπέρβλητους Μεγαλοβδομαδιάτικους ύμνους, τα άσματα ασμάτων, τα λογοτεχνήματα των λογοτεχνημάτων που μας χάρισαν κορυφαίοι εκκλησιαστικοί υμνογράφοι, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η μοναχή Κασσιανή. Αποκυήματα ολονύχτιας προσευχής και μετάνοιας πού δίνουν παραστατικότατα «Τα άγια, σωτήρια και φρικτά πάθη… Τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τούς γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, τους ήλους, την λόγχην, τον σταυρόν και τον θάνατον…»
Μέσα από ύμνους κι Ευαγγελικές περικοπές δίνεται το πρόσωπο του Ιησού, πότε μακρόθυμο, πολυεύσπλαχνο, «Τον ληστήν αυθημερόν του Παραδείσου ηξίωσε» και πότε αυστηρόν να ελέγχει τις ανθρώπινες αδυναμίες. «Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μεν ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας».
Αριστουργηματική η αντιπαράθεση της αλειψάσης τον Ιησού μύρο γυναικός και του μαθητού, στο στιχηρό της Μεγάλης Τρίτης.
«Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρο, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις, η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον· αύτη τον δεσπότην επεγίγνωσκεν, ούτος του δεσπότου εχωρίζετο, αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού. Δεινόν η ραθυμία! Μεγάλη η μετάνοια!»
Αλλά και συγκλονιστική η περιγραφή της άκρας ταπείνωσης:
«Εξέδυσάν με τα ιματιά μου και ενέδυσάν με χλαμύδαν κοκκίνην· έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ΄ ακανθών και επί την δεξιάν μου χείραν έδωκαν κάλαμον, ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως».
Από τα κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας απουσιάζουν επιπόλαιοι κι ανούσιοι συναισθηματισμοί. Όσο κι αν οι άνθρωποι συγκινούνται παραλληλίζοντας τα πάθη του Ιησού με τα δικά τους, η υμνογραφία δεν οδηγεί σε τέτοιες παρεκτροπές κι ανωφελείς διεξόδους. Με τον δογματικό και μυσταγωγικό της χαρακτήρα οδηγεί στη συναισθηματική υπέρβαση, σ΄ ένα στάδιο βαθύτερα πραγματικό όπου ο θάνατος συναντά την ζωή κι ο άνθρωπος από την διάσπαση του ατόμου φθάνει στην καθολικότητα του προσώπου.
«Πάσα η κτίσις ηλλοιούτο φόβω, θεωρούσα Σε εν σταυρώ· ο ήλιος εσκοτίζετο και γης τα θεμέλια συνεταράττετο· τα πάντα συνέπασχον τω τα πάντα κτίσαντι…»
Το ίδιο συμβαίνει στη Βυζαντινή αγιογραφία. Ο Εσταυρωμένος δεν έχει πάνω στο Σταυρό τίποτα το παθητικό και πονεμένο. Η μορφή ήρεμη, γλυκειά και γαλήνια. Ως Βασιλεύς επί του θρόνου του. Στην έκφραση του προσώπου εικονίζονται ο θάνατος και η νίκη της ζωής. Με την αναφώνηση του «Τετέλεσται», «αφήκε το πνεύμα»· και τότε «Εσκύλευται Άδης».
Προηγήθηκε Η πορεία με το Σταυρό στον ώμο, η εικόνα της άκρας ταπείνωσης του ανθρώπου, «Εις τόπον Γολγοθά, ο εστί μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος». Όταν κατέρρευσαν οι ανθρώπινες δυνάμεις, «Εύρον άνθρωπον Κυρηναίον ονόματι Σίμωνα, τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τον Σταυρόν αυτού».
Αφού «Εδωκαν εις το βρώμα Του χολήν και εις την δίψαν Του επότισαν με όξος» ο Ιησούς «Κράξας φωνήν μεγάλην είπε· Πάτερ παραθήσομαι το πνεύμα. Ταύτα ειπών εξέπνευσε»
Στο Κατά Ματθαίον δίνεται συγκλονιστικά η στιγμή:
«Και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη. Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ΄ αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· αληθώς Θεού Υιός ην ούτος».
Άπνους επί του Σταυρού, μεταξύ δύο ληστών! Εκεί ήλθαν οι στρατιώτες «ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη…»
Τότε «Εις των στρατιωτών λόγχη Αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ. Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν και αληθινή αυτού εστίν η μαρτυρία…»
«Οψίας δε γενομένης» μετά την ακολουθία των Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής, τελείται η Αποκαθήλωση με τελετουργική αναπαράσταση. Ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθείας, ζητά το σώμα του Ιησού από τον Πιλάτο. Και αναγιγνωσκομένης της Ευαγγελικής περικοπής του Κατά Ματθαίον, ο ιερέας κατεβάζει από το Σταυρό «το άχραντόν Του σώμα», ενώ κορίτσια ανύπαντρα προσφέρουν λευκά σεντόνια από την προίκα τους να σκεπαστεί ο Εσταυρωμένος.
«Τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα. Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτώ σινδόνι καθαρά και έθηκεν εν τω καινώ αυτού μνημείω, ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαλινή και η άλλη Μαρία, καθήμεναι απέναντι του τάφου».
Το σταυρικό πάθος του Ιησού δεν είναι πράξη δικαιοσύνης, παρά η αποκάλυψη της αγαθότητας του Θεού. Και η κάθοδος στον Άδη, σημείο συγκαταβάσεως και καταβάσεως μέχρι των εσχάτων της φθοράς.
«Ότε εν τω τάφω τω καινώ υπέρ του παντός κατετέθης, ο Λυτρωτής του παντός, Άδης ο παγγέλαστος, ιδών σε έπτηξεν· οι μοχλοί συνετρίβησαν, εθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ηνοίχθησαν, νεκροί ανίσταντο…»
Ο ταφος του Χριστού είναι πηγή ζωής και συγχρόνως η κατάλυση της εξουσίας του θανάτου για να πληρωθούν «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» από το φως, όπως «Και πάλιν ετέρα γραφή λέγει». Ο τάφος που δέχθηκε «ως υπνούντα τον δημιουργόν» γίνεται θησαυρός ζωής για το γένος των ανθρώπων.
«Φοβερόν και παράδοξον μυστήριον, σήμερον ενεργούμενον καθοράται· ο αφανής κρατείται· δεσμείται ο λύων τον Αδάμ της κατάρας· ο εταζων καρδίας και νεφρούς αδίκως ετάζεται· ειρκτή κατακλείεται ο την άβυσσον κλείσας…»
Το θέαμα του φωτεινού, του πύρινου ανθρώπινου ποταμιού που κυλάει στους δρόμους πίσω από τον Επιτάφιο, αποτελεί –και κάθε χρόνο ανανεώνει– τη συγκινητικότερη ανάμνηση του ορθόδοξου κόσμου. Κεριά καί θυμίαμα στα μπαλκόνια, ορθάνοιχτα παράθυρα, ο κόσμος σταυροκοπιέται, τα παιδιά ψάλλουν το Κύριε ελέησον. Κι ο παπάς, βραχνιασμένος πια, αναπέμπει δεήσεις «Υπέρ του σύμπαντος κόσμου, υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων» και «Υπέρ ευκρασίας των καρπών της γης».
Η ζωή εν τάφω, κατετέθης, Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την Σην.
Θρηνούντες τον νεκρό Θεό οι πρώτοι έλληνες χριστιανοί, δέχθηκαν επιδράσεις από την αντίστοιχη λατρεία των πατέρων τους. Έτσι μέσα από τους λατρευτικούς θρήνους, κυρίως τα εγκώμια, διακρίνεται μια αντιστοιχία του Ιησού με τον Άδωνι. Τον «Ωραίο θεό» παρουσιάζει η μυθολογία νεκρό ανάμεσα στα λουλούδια που την άνοιξη και κείνα ανασταίνονται. Ο ελληνισμός αιώνες αμέτρητους έβλεπε τον νεαρό θεό νεκρό, πανέμορφο, στολισμένο με λουλούδια κι έτσι προσάρμοσε το λατρευτικό τυπικό του θρήνου για τον καινούργιο Θεο του ανάλογα. Η τελετουργία της εκφοράς και του στολίσματος του Επιταφίου, έχει στοιχεία από το αντίστοιχο τελετουργικό της αρχαιότητας.
«Ανέκραζεν η κόρη, θερμώς δακρυρροούσα, τα σπλάγχνα κεντουμένη».
Η αναφορά στην ομορφιά του Ιησού είναι συχνή στα εγκώμια του Επιταφίου. Ανάλογη μνεία του σωματικού κάλλους δεν συναντάται ούτε στις λατρευτικές τελετές της Εκκλησίας, ούτε στην υμνογραφία.
Θρηνεί ο λαός τον Θεό του που είναι «Ο Ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς» και αγωνιωδώς ρωτά, εξ΄ ονόματος της μεγάλης μάνας, εκφέροντας τον τρυφερό, τον πονεμένο, τον αριστουργηματικής γραφής λόγο:
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Όλα τούτα δεν είναι μόνο τυπική εκκλησιαστική λατρεία. Είναι και γνήσιος, ποιητικότατος λατρευτικός λυρισμός που διέπλασαν οι υμνωδοί και που ο λαός έδεσε αναπόσπαστα με τα έθιμά του. Η ορθοδοξία δένεται έτσι, αξεχώριστα, με την ομορφιά της ελληνικής λαϊκής λατρείας, αρχαίας και νεότερης.
Για να το νοιώσει κανείς σε όλο του το εύρος, δεν αρκεί ψυχή θρησκευόμενη, απαιτείται και διάθεση ποιητική, αντίστοιχη εκείνης του λαού που ανακράζει:
Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι Χριστέ μου.
Τροπάριο της Κασσιανής. Δημήτρης Χϊλιος
Κύριε, αυτή που σε πολλές κυλίστηκε αμαρτίες
τη Θεϊκή σαν ένοιωσε τη χάρη Σου, η γυναίκα,
και παίρνοντας τη θέση την τιμητική της μυροφόρας,
μύρα σε σένα φέρνει μ’ οδυρμούς, πριν από την ταφή Σου.
Αλοίμονο, ομολογώ πως με τυλίγει νύχτα
το πλανερό οιστρηλάτημα φριχτής ακολασίας
και ζοφερός κι ασέληνος έρωτας αμαρτίας.
Δέξου θυσία τις πληγές από τα δάκρυά μου
Συ το νερό που φέρνεις στις νεφέλες
και της καρδιάς μου λύγισε τον πόνο. Εσύ που κλείνεις
στην απεραντωσύνη Σου, την άσωστη, τα ουράνια.
Τ΄ αμόλευτα τα πόδια Σου θα τα καταφιλήσω
κι υγρά με τα μαλλάκια μου θα τα σκουπίσω πάλι.
Αυτά που η Εύα το δείλι στον παράδεισο
σαν άκουσαν τ΄ αυτιά της, κρύφτηκε φοβισμένη.
Απ΄ τα πολλά αμαρτήματα κι αβύσσους των κριμάτων,
Σωτήρα ψυχοσώστη μου, ποιός θα μ΄ απολυτρώσει;
Εμένα απ΄ τη φροντίδα Σου, την έρημη, μην αφήσεις,
εσύ που δεν μετράς ποτέ σαν δίνεις το έλεός Σου.