«Ε, βασιλιάδες της γης, κριτές κι αρχόντοι, αγόρια και κορίτσια, γέροι και νέοι, υμνήστε τη Θεοτόκο. Γλώσσες, έθνη και λαοί, ας μελοποιήσουμε καινούργιο άσμα. Κι ο αγέρας να γεμίσει με ήχους πνευματικούς σαν θ’ αντηχούν αυλοί και σάλπιγγες. Και μέσα στις χαριτωμένες φλόγες, ας ανατείλει νέα και σωτήρια ημέρα. Ας ευφρανθούν τα ουράνια και τα σύννεφα ας σταλάξουν αγαλλίαση…»
Εδώ και δώδεκα αιώνες αυτά έγραφε σ’ ένα αριστουργηματικό «Εγκώμιο στην πανσεβάσμια κοίμηση της Θεοτόκου», ο κορυφαίος υμνογράφος της Ανατολικής εκκλησίας και μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανικού πνευματικού σύμπαντος ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Έτσι, δίπλα στη μεγαλειώδη και πολύπτυχη ζωγραφική που δημιουργήθηκε, αναπτύχθηκε, άνθισε και κάτι άλλο, το ίδιο συγκλονιστικό, πολύφωνο και απέραντο. Μια συναρπαστική ποίηση και μια γοητευτική πεζογραφία που με παραλλαγές άπειρες υμνολογεί και δοξάζει την «Ηλιόκαλλη μορφή της Παρθένου».Τη μορφή που λάτρεψαν ως ενσάρκωση της ελπίδας χιλιάδες γενεών. Εκείνων που την είδαν ως λυτρωτική παρουσία. Σαν ιδανικό στήριγμα στις δοκιμασίες. Ως διέξοδο στα αδιέξοδα της ζωής. Σαν άσπιλο φως που καταυγάζει τα σκοτάδια των ψυχών με αναστάσιμη λαμπάδα.
Παράλληλα με τα αμέτρητα κατά τόπους και κατά περίσταση επωνύμια που της χάρισε ο απλός λαός, απεικονίζοντάς τα σε ένα πλήθος λατρευτικές εικόνες, δημιουργείται ένας απέραντος κήπος εκκλησιαστικών ή κοσμικών ποιημάτων και πεζών κειμένων με κέντρο τη Θεομήτορα. Ένας ονειρικός κήπος άφθαρτης ομορφιάς και ανεξάντλητης.
Και πρώτος ο υψιπετής Κωστής Παλαμάς θα αφιερώσει εκατοντάδες στίχους στην έξοχη εκείνη «Φλογέρα του Βασιλιά», αυτό το έργο της αθάνατης Ρωμιοσύνης, στη γλυκύτατη μητέρα του Θεανθρώπου και του ανθρώπου. Στίχους περίτεχνους που γονιμοποιούν το αίσθημα και κάνουν κυρίαρχο το μυστικό ρίγος του θρησκευτικού μυστηρίου.
σκαμνί σου το φεγγάρι
για ν’ ακουμπάς τα πόδια σου,
και γύρω στα μαλλιά σου
στεφάνι δωδεκάστερο.
Και δέρνουν τα πλευρά σου
φτερούγια σαν του σταυραϊτού
με κείνα για να τρέχεις
απ’ της παράδεισος το φως
στης κόλασης τη νύχτα»
Ο ευλαβέστατος Φώτης Κόντογλου, πλημμυρισμένος συγκίνηση, γράφει για την Κοίμηση της Θεοτόκου:
«Σήμερα τ’ αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σα να γενήκανε πιο χλωρά, τ’ αυγουστιάτικο κύμα σα ν’ αρμενίζει πια δροσερό μεσα στο πέλαγο κι αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη. Το κάθε τι πανηγυρίζει κι αγάλλεται. Ω! Τι θάνατος, λοιπόν, είναι αυτός που γεμίζει την οικουμένη και τις καρδιές με τη χαρά της αθανασίας! Και καλώτατα ψέλνει ο υμνωδός σήμερα “Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…”»
Έκθαμβος μπροστά στο πνευματικό κάλλος της Παναγίας ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης χαράζει στίχους εφάμιλλους με εκείνους των βυζαντινών υμνογράφων, στίχους που σταλάζουν ελπίδα στις καρδιές των προστρεχόντων στην “των πολεμουμένων την ειρήνη και των χειμαζομένων τη γαλήνη”.
«Δέξου τις παρακλήσεις αναξίων σου ικετών. Κορυφή δυσανάβατη στους λογισμούς. Βάθος δυσθεώρητο στα μάτια. Καθέδρα βασιλική που βαστάζει τον βαστάζοντα πάντα. Άστρο που φανερώνει τον ήλιο. Αγρέ που βλασταίνει την ευφορία της συμπόνιας. Τραπέζι στρωμένο με αφθονία χορταστική. Λειβάδι που ξανανθίζεις τη δύναμη. Αυλή αμνού Πασχαλιάτικου. Λιμάνι όσων κινδυνεύουν. Πρεσβεία, μεσιτεία, εξίλασμα του κόσμου, λύτρωση, όλων των ημερών…»
Αναρίθμητοι όσοι εμπνεύστηκαν από το πάναγνο πρόσωπό της. Ανάμεσά τους γίγαντες του πνεύματος όπως ο Δάντης και ο Πετράρχης.
Σ’ ένα πανέμορφο κείμενό του ο Σπύρος Μελάς σκιαγραφεί με γλώσσα δυναμική τον ακατάλυτο δεσμό του ελληνισμού με τη βαθειά πίστη του στην “δροσερή αύρα του θείου φωτός” όπως τη χαρακτήρισε ο δάσκαλος του γένους Ηλίας Μηνιάτης.
«Η λατρεία μας σε σένα είναι συνυφασμένη με αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μας κραταιώνεις, μας σκέπεις, μας παραστέκεις γιατί σε πιστεύουμε. Καμμιά υποψία, έστω και η πιο μακρινή, αισθησιακής νότας δεν έχει ποτέ γλιστρίσει στα ομοιώματα της θείας μορφής σου καμωμένα από χέρια γνησίων Ελλήνων. Πιστεύουμε πως δέχτηκες στα αγνά σου σπλάχνα τον θείο Λόγο για να δώσεις το γήϊνο σχήμα στον Λυτρωτή του κόσμου. Μαρτύρησες και πόνεσες μαζί του για τη σωτηρία μας. Κι έζησες στερημένη τη γλυκειά μορφή του κάτω από τη στοργική φροντίδα του Ιωάννη ως τη μέρα που έγειρες και εκοιμήθης τον μακάριο ύπνο της συντελεσμένης αποστολής, για να ανέβεις με τα φτερά των αγγέλων στην ουράνια δόξα του μονογενή σου…»
Άξιον εστί για όσους στους πικρούς τούτους κι αρνητικούς καιρούς μπορούν να τη διατηρούν ευχή κι ελπίδα τους. Άξιον εστί. Μικρή φλόγα στο γύρω και στο μέσα μας σκοτάδι!
Δημήτρης Χίλιος
Το κείμενο αυτό είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.
(*) Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» & «Χάρτινα φιλιά».