Μια φορά στο Λίβανο στην Θεολογική Σχολή, κάναμε Χριστολογία και μου λέγανε οι φοιτητές:
“Μα μιλάτε με μια βεβαιότητα!”
Και τους λέω ναι, γιατί όταν μιλάω για τον Χριστό έχω τον πατέρα Παΐσιο, τον πατέρα Πορφύριο στον ώμο.
Η απόδειξη ότι ο Χριστός υπήρξε, είναι καθένας από αυτούς.
Πήγα νέος στον πατέρα Πορφύριο, ο οποίος ήταν συγκλονιστικός, δηλαδή άρχισε μόλις με είδε, ξέρετε, δεν είχα ιδέα από πνευματικά, πάμε να το δούμε, αλλά είχα μεγάλες απορίες θεωρητικές, έλεγα ότι η ψυχολογία είναι ένα αδιέξοδο εντελώς, μπορούσε να βράχει στα… και οικογενειακά και προσωπικά και πολλά ήταν αυτό, και αυτά σε ένα σημείο.
Και πάω και στον πατέρα Πορφύριο πρώτη φορά και μου λέει, μαζευόμαστε γύρω-γύρω του 5-6 παιδιά εκεί φοιτητές και λέει παιδιά δεν μπορώ να σας μιλήσω σήμερα, πρέπει να σας πω και στον πατέρα Πορφύριο να σας πω και στον Παρίσι.
Λοιπόν, δεν μπορώ να σας μιλήσω σήμερα, λέει με λέει η κιθάρα είναι χαλασμένη δεν μπορεί να παίξει ο μουσικός ο ουράνιος
και λέω εγώ κρίμα, έτσι κρίμα.
Γυρίζει μου λέει, έτσι καημένο παιδί, θες να πιστέψεις και δεν μπορείς μου λέει, και λέω ναι, έλα αύριο μόνος.
Και την άλλη μέρα ήταν κοντά στην Πεντηκοστή, με παίρνει από το χέρι, πάμε στο δάσος μέσα και μου λέει να σου δείξω τον Θεό τώρα.
Νόμισα ότι θα μου διαβάσει τη σκέψη.
Και μου λέει, βρε, ο Θεός δεν έχει ανάγκη να διαβάσει τη σκέψη. Είναι ένα γεγονός που δεν το ξέρεις, μου λέει.
Λέω, “τι θα μου πείτε;”
Ξέρεις, την ώρα που γεννιόσουν, έβγαινες με διπλή περιέλιξη και πνιγόσουν.
Τι είπατε;
Λοιπόν αρχίζει να περιγράφει τη σκηνή. Τι ώρα ήταν στο μαιευτήριο, πως έλειπε ο γιατρός, πως έλειπε η μαμή και το μωρό, δηλαδή εγώ, άρχισα να γεννιέμαι πνιγμένο και άρχισε να φωνάζει μια νοσοκόμα και να λέει, το χάνουμε το παιδί κλπ.
Και ο πατέρας μου που άκουγε, μπαίνει μέσα στο θάλαμο του και, τρομαγμένος, μου δίνει μια ευθύς, τότε ανέπνευσα εγώ και έζησα.
Μου λέει, «Θαρρήσου, είναι νεκρός ή ηλίθιος στον εγκέφαλο που θα…»
Τι λέτε!
Αυτό δεν το ξέρεις, θα το ρωτήσεις στη μητέρα σου.
Η μητέρα μου…
Η μητέρα σου, μου λέει, «Το απώθησε, πώς θα είσαι, σε ψυχολόγησε».
Ήταν πολύ τραυματικό, δεν στο είπε ποτέ.
Και μετά αρχίζει να μου λέει άλλα.
Πώς είχα αρρωστήσει, είχα μια σπάνια αρρώστια, και έμενα κωφάλαλος και έκανα θεραπείες.
Και πώς ένας γιατρός τυχαία το βρήκε, το θυμάσαι, και έκανες θεραπείες.
Λέω, ναι. Και μου λέει, ή νεκρός, ή ηλίθιος, ή κωφάλαλος.
Και άλλα, και άλλα, και άλλα.
Και το φοβερό είναι ότι όταν πήγα να πάρω ανάσα, θα πάτησαν όκλος.
Μου λέει, τώρα λέει που γέρασα, στιχοποιέ, εγώ διαβάζω ποίηση, ακούς με λέει, λέω ναι, αλλά αυτοί οι καινούριοι ποιητές λένε, όλοι λέει, πολύ δύσκολοι, δεν καταλαβαίνω τι λένε.
Θέλεις να μου σου πω μερικούς στίχους να μου τους εξηγήσεις, να σας πω, να το, και αρχίζει ο γέροντας και να λέει δικούς μου στίχους, δικούς μου στίχους, αδημοσίευτο.
Μου λέει πού τα ξέρω όλα αυτά;
Λέω, Γέροντα, πού τα ξέρετε.
Ο Θεός τα ξέρει, λέει, με το Άγιο Πνεύμα, με φωτίζει αυτή τη στιγμή.
Θα σου δείξω ότι ο Θεός υπάρχει, σε παρακολουθεί από την ώρα που γεννήθηκες. Σε έφερα σήμερα εδώ, απόμερα.
Θεός επί γης.
έφερα σήμερα εδώ, φοβερό!
Θεός επί γης.
Θεός επί γης.
Και μάλλον μια τόση απορία, Covery,
Άρχισα και το μέλλον ο Θεός, βέβαια μου λέει, ξέρει και το μέλλον ο θεός, παίρνει το χέρι μου εδώ, όχι και χρόνια πολλά εδώ, εδώ το πιέρε, εδώ και μου λέει πέρασες, λέει μια στέτι, μου είπε ποια ρώτη επιπλέον και σου και σου έρχεται και μία άλλη, μου λέει.
Λέω, εγώ πια έτσι και έτσι και έτσι, μου λέει.
Πρόσεξε, μου λέει, όταν οφάσεις θα κάνεις εκείνο, εκείνο, εκείνο.
Ε, φοβερό, έρχεται μετά από τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια μετά.
Γιατί λέω για όλες τις ψυχοσωματικές, λέει, αστέριας.
Είναι το Πανάγιο Πνεύμα, τί λεωφορά, αυτό και το βλέπω.
Και επιπλέον, μου λέει, θα κοιτάξεις να αλλάξεις τη ζωή σου από εδώ πέρα και εκείνο και εκείνο και εκείνο θα κάνεις μερικά πράγματα. Αλλά δεν θα τα κάνεις, μου λέει.
Δεν είσαι, λέει, ακόμα, λέει. Πώς θα στο πω, λέει, δεν έχεις ακόμα, λέει, καταλάβει τι είναι ο Θεός και τι είναι η Χάρη. Δεν μπορείς να τα κάνεις.
Αυτό ήταν και η τύχη που πήγα στον Πατέρα Παΐσιο. Γιατί μερικά πράγματα έκαναν στραβά πράγματα.
Και ήταν τότε πιο κοντά ο Πατέρας Παΐσιο, το βόλο, όχι, σαν τίποτα.
Πήγα στον πατέρα Παΐσιο, πήγαμε λοιπόν πρώτη φορά, νομίζαμε θα δούμε τον Προφήτη Μωυσή, που έκανα τσιρίο, όμως πολύ όμως, πως ήταν ένα γεροντάκι, ένα γεροντάκι σκελετωμένο, αλλά είχε εκείνο το βλέμμα, γέροντα, τι ήταν εκείνο το βλέμμα!
Μαζευόμαστε 3-4 άτομα εκεί και έρχεται και ένας φοιτητής από τη Θεσσαλονίκη, ήταν η πρώτη μου εμπειρία και τώρα,
ο οποίος ήταν πάρα πολύ ευφραδής, Καθίσαμε γύρω-γύρω από τον γέροντα, εγώ κοίταγα έτσι να δω τι θα μας πει κλπ, αυτός του επαιτήσατο.
Τι κάνεις εδώ Μπάρμπα, είσαι, είμαι κακός λέει και με έχουνε μόνο μου.
Και γιατί λέει γύρω-γύρω έχεις βάλει φράχτη, επειδή είμαι κακός λέει τα θηρία μου ορμούν και εγώ φοβάμαι και βάζω το φράχτη.
Α, και γιατί δεν έμεινε στον κόσμο να κάνεις οικογένεια;
Λέει αυτός τέτοιος τράγος εγώ να κάνω οικογένεια, να καταστρέψω κι άλλους.
Λέω, α, τι γίνεται εδώ!
Και τι ξέρεις να κάνεις, του λέει.
Ξέρω, λέει, πρόσθεση λίγο. Τώρα, λέει, προσπαθώ, μαθαμένες.
Και όπως διεξαγόθερον αυτό το πράγμα έτσι, ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή, αρφήν, έκανε το ερωτό, το αφήνει κάτω και είδα για πρώτη χαρακείο να το βλέπω και του είπα παν μέσα και έπαιρνε μέσα.
Τον κοιτάει με έτσι, τι είπα με σπουδάζεις του λέει εσύ, λέει αυτός τι σας νοιάζει.
Ε, με νοιάζει λέει, τι μου λες του λέει, θυμάσαι όταν ήσουνα παιδάκι που είχες ένα πάγκο και έβαλες ένα κόκκινο πανί πάνω και έκανες το δικαστή, έπαιζες στο δικαστή.
Ε, αυτός, ναι το θυμάμαι, ε για αυτός το λέω, άσε τα οικονομικά που σπουδάζεις του λέει και πήγαινε στη νομική λέει αυτό είναι η κλήση σου
πετάει ξαφνικά αυτό σε μια βάση μια κραυγή και αρχίζει να τρέχει, θα γίνει ένας λοκατζής αυτός λέει
λοκατζής λέω εγώ τι λοκατζής
του Χριστού λέει θα αλλάξει λέει αυτός τώρα. έφυγε κάτι θα αλλάξει. θα αλλάξει
λοιπόν μετά γυρίσει με άκου μου λέει πάμε μέσα δυο μας
λέω Γέροντα ναι
γιατί δεν έκανες αυτά που σου είπα ο πατέρας Πορφύριος;
λέω ο ίδιος δεν τα ξέρετε. Πού τα ξέρετε;
Ε, ναι, είναι το Πνεύμα το Άγιο. Δεν τα έκανες, ε, δεν τα έκανα.
Ε, ναι, τώρα θα βγείς από εκεί που είσαι, τώρα θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ.
Και μου είπε, είναι καταπληκτική.
Όλα αυτά, σας λέω, ήταν εντελώς, πως το λένε, χαρισματικά.
Δεν ήταν, δεν μπορώ να τα πω γιατί είναι προσωπικά, δηλαδή,
αλλά μεγάλωσε μια φοβερή κατάσταση.
Και μετά βέβαια πήγαμε συνέχεια εκεί, και γνωρίσαμε και τον γέροντας δόκιμου εκεί στη Κουτλουμουσίου.
Και ήταν μια…
Μαθαίνω μαζί πάντα.
Με τον αδερφό μου, ναι, υπάρχει κάποιους φίλους που ξέραν μερικοί μοναχοί, ένας από αυτούς ήταν ο πατήρ Δαυίδ. Ποιος ο πατήρ Δαυίδ.
Ναι, ναι.
Έχουμε γυρνάμε πάνω, αστραγιάζουμε.
Τα κάνατε μετά, δηλαδή, μετά την επισκέπτωση του νογίου παρουσία,
Τα κάνατε αυτά από τις Βαγιές Προφύλες.
Τα έκανα λέει, τρέχοντας.
Η δικιά μας γενιά έχει πολύ ευνοηθεί, δεν ξέρω, αυτά είναι συγκλονιστικά πράγματα.
Προσωπικά δεν ξέρω, εάν δεν είχαν συμβεί αυτά, πού θα ήμασταν, πού θα είναι αυτό, είναι φοβερό, μεγάλη οφείλη έχουμε, αλλά είναι πολλοί αυτά που τα υπέστησαν.
Τα δίνουμε και στις σύννεδες των ταινικών. με λεπτομέρειες σας, δεν σας είπα όλα που σας είπα είναι εντελώς αληθινά.
Και όχι αληθινά απλώς, έκρυψα κιόλας πολλά που είναι προσωπικά και είναι ακόμα πιο γογορά.
Ο Άγιος Ιάκωβος…
Ήμουν νιόπαντρος, μόλις είχα παντρευτεί. Λοιπόν, είχαμε ακούσει γι’ αυτόν και θυμάμαι είχαμε τότε, ήμουν άφραγκος, είχα τίποτα, δεν είχαμε διοριστεί πουθενά, και πέραμε, περιμέναμε, έρχαναν να παντρευτεί πάντα και περιμέναμε να ξεκινήσουμε τη ζωή μας.
Μπαίνω λοιπόν στον Άγιο Δαβίδ, στο μοναστήρι και είχα στα χέρια μόνο 1.000 δραχμές στην τσέπη, τίποτα άλλο δεν είχα.
Είχα βενζίνα και αυτοκίνητο να γυρίσω πίσω στη Σαλονίκη και είχα και 1.000 δραχμές, όχι ευρώ, λοιπόν, στην τσέπη.
Και πώς μπαίνω μέσα στον ναό… άδεια η εκκλησία εντελώς και τα ρίχνω όλα μέσα στο παγκάρι. Όλα.
Λοιπόν, από έτσι περίσσευα, ας πούμε, και ξανά έκανα φρου φρου φρου φρου φρου φρου
Βλέπω τον πατέρα Ιάκωβο, από το ιερό, ήταν μέσα, έκανε προσευχή αυτός εκεί και τον βλέπω έρχεται κοντά μου
«Γιατί το κάνατε αυτό» μου λέει μια
«Α ναι, τι έκανα;»
«Όπως η χήρα όλη την περιουσία της, ό,τι είχατε και δεν είχατε τα βάλατε όλα μέσα εκεί» μου λέει
«Ε, και δεν έχετε και δουλειά»
Λέω «όχι»
“Αααααα”, μου λέει. “Αυτό με υποχρεώνει, απέναντί σας, με συγχωρείτε, για έλα εδώ.”
Μου είπε πράγματα που τώρα αρχίζουν να εκπληρώνονται.
Αυτή ήταν η εμπειρία που είχα από τέτοιους πολύ μεγάλους ανθρώπους.
Όπως προσπάθησα μετά να την εξηγήσω, διαβάζοντας και δουλεύοντας, ας τα πούμε, και διασκεπτικά.
Δίνει ο Θεός γνώση, δίνει και σοφία. Αλλά πρέπει όταν έχεις το ένα να προσπαθείς να μαθητεύεις και στο άλλο.
Για μας αυτό είναι μια μαθητεία, έτσι για μένα, σε αυτή την αγιοπνευματική κατάσταση μοναδικότητα, που προσωπεί αν πολύ σκέφτον το που κάνετε στις Εδώνες, ξέρετε.
Το μοναχισμό συμφανίζει στο ιδεώδες, κακά τα ψέματα, το ιδεοδέστορο που ο παραστήρις…
Εγώ, στους ιδρώνες ανθρώπους που γνωρίζω, στέλνουν οι μοναχοί συμφορέστη. Και αυτό με ταπεινώνει και μένα εσαεί.