Η υπομνηματική αύτη μελέτη, αφορμήν έχει την πρόσφατο αμφισβήτηση της γνησιότητας του βιβλίου της Ιεράς Αποκαλύψεως του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου υπό εννοιών συστημικών της εποχής, εξ αφορμής της εξαγγελίας εκδόσεως ηλεκτρονικών Ταυτοτήτων με απόρρητα προσωπικά δεδομένα, προβλεπομένου και του χαράγματος του θηρίου: του ονόματος ή του αριθμού του ονόματος αυτού (Αποκ. ιγ ́, 17). Και τούτο, «με ψήφον εντριβή και εγνωσμένην ανθρώποις» [= πλακίδιο < κάρτα καθημερινής χρήσεως» ( Άγιος Αρέθας)].
«Γράψον ούν α είδες, και α εισι και α μέλλει γίνεσθαι μετά ταύτα» [= Γράψε λοιπόν όσα είδες, και όσα υπάρχουν και αναφέρονται εις το παρόν και όσα μέλλουν να γίνουν ύστερα μέχρι της συντελείας των αιώνων] (Αποκ. α ́, 19). Η Αποκάλυψη του ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού, επιστηθίου, αγαπημένου και παρθένου Ιωάννου του Θεολόγου, είναι το τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής εν τη Καινή Διαθήκη, αναγνωρισμένο υπό της ημετέρας Ορθοδόξου Εκκλησίας και αυθεντικό στις προφητικές περιγραφές αυτού, διό και ιστορείται ως ανοικτό βιβλίο στους Νάρθηκες και Εξωνάρθηκας πλείστων Ιερών Ναών παλαιφάτων Μοναστηριών της Ορθοδοξίας, προς εποπτική δι’ εικόνων διδασκαλία.
Ως γνωστόν, η Αγία Γραφή αποτελείται εξ 76 βιβλίων, το πρώτον της οποίας είναι η θεόπνευστος Γένεσις της Πεντατεύχου στην Παλαιάν Διαθήκην, συγγραφείσα υπό του Προφήτου Μωϋσέως περί το 1500 προ της Γεννήσεως του Χριστού, και το τελευταίο η Ιερά Αποκάλυψις στην Καινή Διαθήκη, συγγραφείσα υπό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου κατά το 94 ή 95 μετά την Γέννηση του Χριστού.
Η Αποκάλυψη αποτελεί την επαξία κατακλείδα όλης της Αγίας Γραφής, δεδομένου ότι παρουσιάζει μία θαυμαστή αντιστοιχία με το πρώτον βιβλίο αυτής, αυτό της Γενέσεως. Το βιβλίο της Γενέσεως αναφέρει την ιστορία της πτώσεως του ανθρώπου, ενώ το βιβλίο της Αποκαλύψεως αναφέρει την ιστορία της ανορθώσεως < σωτηρίας του ανθρώπου.
Επί το γενικότερο, στο βιβλίο της Γενέσεως περιγράφεται η δημιουργία του Κόσμου και η πτώσις του ανθρώπου, στο δε βιβλίο της Αποκαλύψεως περιγράφεται αποκαλυπτικώς η πορεία της Εκκλησίας εντός της Ιστορίας· ήτοι, των πιστών και της δημιουργίας εν γένει, την αναγέννηση, την αναδημιουργία και την αιωνίαν δόξαν του ανθρώπου και της κτιστής ορατής Δημιουργίας. Εν συντομία, η Αποκάλυψη περιέχει ολόκληρον το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, από της Ενανθρωπήσεως του Υιού και λόγου του Θεού μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας, της Τελικής Κρίσεως και παρουσίας της Βασιλείας του Θεού.
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ως Κριτού και Βασιλέως. Ο σκοπός της συγγραφής είναι η προπαρασκευή των πιστών, εν όψει των θλίψεων αίτινες αναμένουν αυτούς, αλλά και η παραμυθία και η παρηγορία των πιστών διά την αγαθήν έκβασιν του αγώνος.
Το βιβλίο της Αποκαλύψεως είναι το ιερό εκείνο κείμενον, το οποίον διαχρονικά έχει μίαν τεράστια απήχησι στους Χριστοφόρους λαούς της γης. Αύτη δεν αποκαλύπτει μόνον τα μέλλοντα, αλλά και τα παρόντα. Το θεσπέσιον και λαμπρόν τούτο βιβλίον, πέραν της θρησκευτικής αυτού σπουδαιότητος, ενέχει και σπουδαία λογοτεχνική αξία, αντίστοιχο της οποίας δεν υπάρχει στην παγκόσμιον φιλολογίαν.
Η Αποκάλυψις εγράφη Ελληνιστί υπό δημοδεστέραν μορφήν της Ελληνιστικής εποχής, ήτις δεν είναι βεβαίως η Αττική διάλεκτος, η γλώσσα του Πλάτωνος. Στην ιδίαν γλώσσαν εγράφησαν και τα Ευαγγέλια. Παρά ταύτα, έχει ενότητα, συμμετρία, ευρυθμία και δύναμη λόγου· έχει επίσης πλούτον χρωμάτων, μεγάλην ποικιλία θεμάτων, ζωηρότητα και παραστατικότητα, συναρπάζουσα τον αναγνώστην.
Το κείμενο της Αποκαλύψεως αποτελείται εξ 22 κεφαλαίων, διακρινομένων διά την ταχίστην και εκδηλωτική εξέλιξη των γραφομένων. Είναι ένα λειτουργικό και συγχρόνως εσχατολογικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, το οποίο ως προελέχθη περιγράφει οντολογικώς την Ιστορίαν της Εκκλησίας και δεοντολογικώς την Λειτουργίαν αυτής στον χώρο και στον χρόνο.
Η Αποκάλυψις, καθώς ευστόχως έχει επισημανθεί, αποτελεί την λυδίαν λίθον της Χριστιανικής διδασκαλίας και της εν Χριστώ ζωής. Επί πλέον, αποτελεί προέκταση της Χριστολογίας στον χρόνον και την ιστορίαν. Καθώς στην Παλαιάν Διαθήκην η Λειτουργία περιεστρέφετο περί του γεγονότος της Εξόδου των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου, κατά την οποίαν εκτίθεται η αρχή της πραγματοποιήσεως μερικών εκ των επαγγελιών του Θεού προς τότε εκλεκτό λαό του Θεού και η εσχατολογική σωτηρία αναμένετο με την βοήθειαν ενός νέου Λυτρωτού μέσον της Νέας Διαθήκης, ούτω και στην Αποκάλυψιν περιγράφεται αύτη η δυναμική Λειτουργία, περιστρεφομένη πέριξ του Εσφαγμένου Αρνίου < του Λυτρωτού του Κόσμου Ιησού Χριστού και Νικητού του Σατανά.
Συγγραφέας του σπουδαίου και αποκαλυπτικού τούτου έργου δι’ άπασαν την ανθρωπότητα, κατόπιν θείας Παρουσίας και Θεοφανείας, είναι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος († 95 μ.Χ.). Τόπος συγγραφής είναι το γνωστόν Σπήλαιον της Αποκαλύψεως στην νήσον Πάτμον, ένθα διακρίνονται και τα ίχνη της τρικόγχου σχισμής του ιερού βράχου, εκ της οποίας την ώραν της Αποκαλύψεως ηκούετο η φωνή του Υιού του Θεού ως δίστομος ρομφαία και ως φωνή υδάτων πολλών: «Και λέγει μοι· μη φραγίσης τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου· ο καιρός γαρ εγγύς εστιν [= Και μου είπεν ο Χριστός διά του Αγγέλου: Μη σφραγίσης και μη κρατήσης μυστικούς, αλλά δημοσίευσε τους προφητικούς λόγους του βιβλίου αυτού] (Αποκ. κβ ́, 10).
Το βιβλίο της Αποκαλύψεως δεν είναι τελείως ανερμήνευτο, ούτε και πλήρως ερμηνευτό, στα σημεία εκείνα, τα οποία αφορούν το τέλος του Κόσμου.
Συμβαίνει ό,τι με τας προφητείες του Χριστού, αίτινες είχον νόημα και προ Χριστού, ότε αύται εφαίνοντο ως γενικαί γραμμαί, σκιαί και τύπος, και όταν ήλθεν ο Χριστός έλαβε το πλήρες φως. Κατά παρόμοιο τρόπο οι προφητείες της Ιεράς Αποκαλύψεως θα λάβουν πλήρες φως περί του τέλους του Κόσμου, όταν αύται εκπληρωθούν: «Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα· ο γαρ καιρός εγγύς» [= Μακάριος είναι εκείνος, όστις αναγινώσκει και εκείνοι οίτινες ακούν τους λόγους της θεοπνεύστου αυτής προφητείας και διδασκαλίας, και φυλάττουν με ευλάβειαν
όσα έχουν γραφή σε αυτήν. Διότι είναι πολύ πλησίον ο καιρός, όπου θα πραγματοποιηθούν ταύτα] (Αποκ. α ́, 3).
Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε ενα αξιοσημείωτον αυτής Γράμμα προς τον Καθηγούμενο της εν Πάτμω Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Αρχιμανδρίτη Αντίπα Νικηταρά την 14 Απριλίου 2006, μεταξύ των άλλων γράφει τα εξής:
«Εν τω βιβλίω της Αποκαλύψεως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, διά συμβολικών και μεγαλειωδών εικόνων, αίτινες ενέπνευσαν τεχνίτας του λόγου και του χρωστήρος, διασαφεί και συμπληροί την εσχατολογική διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και φωτίζει θεμελιώδη δόγματα της πίστεως και δη περί της θεότητος, της αναστάσεως και του λυτρωτικού έργου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ομοτίμου και συγχρόνου προς τον Πατέρα, του Οποίου αναδεικνύει την παντοδυναμία, την παντοκρατορία, την αιωνιότητα και την δικαιοσύνην. Έτι δε δηλοί την τριαδικότητα της Θεότητος και την εις Αυτήν πίστιν του» (βλ. Αντίπα (Αρχιμανδρίτου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου), εκδ. «Άθως», Αθήναι 2007, σελ.11).
Αρχαιοτάτη παράδοση των Αγίων της Εκκλησίας μας Πατέρων και Εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, οι Άγιοι Ειρηναίος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Κυπριανός, Τερτυλιανός, Ιππόλυτος, καθώς ο Ωριγένης και άλλοι, αναγνωρίζουν ως πραγματικό συγγραφέα της Αποκαλύψεως τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Εκτός των εξωτερικών τούτων μαρτυριών, ο συγγραφέας της Αποκαλύψεως ομιλεί μετ’ αυθεντίας προς τους Επισκόπους της Μικράς Ασίας, μετά της οποίας μόνον Απόστολος ηδύνατο να ομιλεί. Πλην αυτού, ονομάζει τον εαυτόν του Ιωάννην, καθώς και Προφήτην (Αποκ. α ́, 3 και κβ ́, 9) και έχει ικανή ιδεολογική και φιλολογική συγγένεια προς το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον.
Στην Αποκάλυψη δεν αναφέρει τα πράγματα γυμνά, αλλά διά συμβόλων< εικόνων, ίνα προστατεύση τον εαυτό του και τους πιστούς από την οργήν των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, και διά να συνδυάσει κάτω από την επιφάνεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πάσαν αντίχριστον βίαν και πλάνην, και ιδία τον Αντίχριστο και τους ψευδοπροφήτες των τελευταίων ημερών του Κόσμου. Το βιβλίο τούτο δεν είναι ορισμένου χρόνου, αλλ’ αιώνων κατά την Θείαν πρόνοιαν.
Πλήρη Ελληνιστί υπομνήματα στην Αποκάλυψη εκ της αρχαίας Εκκλησίας μέχρι σήμερον, στα οποία διακρίνεται η Ορθόδοξος Εκκλησιαστική γραμμή, διά την ερμηνείαν του θεοπνεύστου τούτου βιβλίου, εποίησαν οι εξής: ο Έλλην Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας Ανδρέας (τέλη 5ου αι.), ο Πατρεύς Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας Μεγαλομάρτυς Άγιος Αρέθας (περί το 900), και ο Αρχιεπίσκοπος Τρίκκης <Τρικάλων Οικουμένιος (6ος αι.), καταχωρηθέντα στην Πατρολογία του Migne. Λατινιστί υπομνήματα στην Αποκάλυψη έχουμε τα των Πριμασίου (περί το 540), Απριγγίου (6ος αι.), Βέδα του Αιδεσίμου (675-737), και μετά το Σχίσμα των Ιωακείμ da Fiore (†1202) και Νικολάου του εκ Λύρης (1329).
Το έργον του Αρχιεπισκόπου Ανδρέου Καισαρείας Καππαδοκίας είναι το παλαιότερο, εξ όσων παραδίδουν το κείμενο της Αποκαλύψεως. Ο δε Άγιος Αρέθας, όστις υπήρξε διάδοχος του Μεγάλου Βασιλείου εις τον αυτόν θρόνον, επαναλαμβάνει εν πολλοίς τον Αρχιεπίσκοπον Ανδρέαν στο υπόμνημα αυτού, καθώς πράττει στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψη και ο Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης (1182-1222).
Ο Άγιος Αρέθας, στον σχολιασμό του διά το χάραγμα του Αντιχρίστου επί της δεξιάς χειρός, ή επί του μετώπου των ανθρώπων, γράφει διαφωτιστικώς τα εξής: «Επί της χειρός της δεξιάς και του μετώπου το γνώρισμα. Αντίθετος γαρ των αγαθών η του ολεθρίου ονόματος εγχάραξις. Εν μεν ταίς δεξιαίς, ίνα των αγαθών έργων εκκόψη την ενέργειαν. Εν δε τοις μετώποις, ίνα το τοις οφθαλμοίς επικείμενον μέρος προσληφθέν, σκοτασμόν εμποιήση τοις απατωμένοις του μη ως εν ημέρα ευσχημόνως αντέχεσθαι της ευσεβείας. Αλλ’ ου δέξονται τούτο οι τα πρόσωπα σημειωθέντες, τω θείω του προσώπου φωτί» (βλ. PG 106, 680).
Και αλλαχού επεξηγεί ο ίδιος, ότι «το χάραγμα, γνώρισμα φησί. Καθό και επί Χριστού είρηται το, ̔ ̔ Εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε ̓ ̓. Ως γαρ εκεί επί το πρόσωπον φως εις γνώρισμα των θεοφιλών ενσημαίνεται, ούτως επί των ασεβών αναίδεια επί των μετώπων εγχαράττεται, απαρακαλύπτως και ανυποστόλως εμφανιζομένων οποίοί τινές εισιν. Και ίνα τούτο εμφαντικώτερον η, ταίς ατόποις των εαυτών πράξεων το γνώρισμα εβεβαίωσαν· η χειρ γαρ την πράξιν αινίττεται, ώσπερ και ο πούς τον ορισμόν, καθό είρηται· ̔ ̔Μη ελθέτω μοι πούς υπερηφανίας, και χειρ αμαρτωλού μη σαλεύσει με ̓ ̓…» (βλ. PG 106, 752). Εκείνο πάλιν το οποίον αφορά τα νυν τεκταινόμενα, είναι η αναφορά του, ότι «το χάραγμα θα δοθή με ψήψον [= πλακίδιον < κάρταν] εντριβή και εγνωσμένην ανθρώποις». Λέγει συγκεκριμένως: «Θηρίον ο διάβολος· ήρξατο και ουκ έστιν, ώσπερ υπό πίνακι [= πλακίδιον προς εγχάραξιν ή γραφήν] προεκτεθειμένα εντελώς δεξιέναι. Διό φησίν, Ην το θηρίον, ου νυν υφιστάμενον…» (βλ. PG 106, 681, 720).
Διευκρίνησις: «ψήφον εντριβή» = στα χρόνια του Αγίου Αρέθα οι άνθρωποι εψήφιζον γράφοντες το όνομα του υποψηφίου της εκλογής των εις εν πλακίδιον μεγέθους χαρτιού τράπουλας [= ψήφον, εξ ου και η λέξις ψηφιδωτόν = μικρό πλακίδιο] και κατόπιν το έρριπτον στην κάλπη. Η δε λέξις: «εντριβή-ούς», σημαίνει κάτι τι της καθημερινής χρήσεως.
Ο Άγιος Αρέθας, ερμηνεύων το χωρίον της Αποκαλύψεως: « Ώδε η σοφία εστίν· ο έχων νούν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου· αριθμός γαρ ανθρώπου εστί· και ο αριθμός αυτού χξς ́ [= 666] (Αποκ. ιγ ́, 18), ομιλεί και πάλιν περί ψήφου, λέγων:
«Αριθμός δε του ονόματος του ψήφου, εξακόσια εξήκονταέξ» (βλ. PG 106, 681).
Σημειωτέον, ότι και τα τρία γράμματα WWW [= 666] συμβολίζουν τον δυσώνυμο αριθμό του θηρίου. Το Αγγλικό γράμμα W είναι ίδιο οπτικά με το αρχαίο εβραϊκό αριθμό 6 (שֵׁשׁ σες).
Η αποφυγή της ερμηνείας της Αποκαλύψεως και της μνείας χωρίων εξ αυτής υπό μεγάλων Αντιοχέων ερμηνευτών, οφείλεται στο τεταραγμένον κλίμα της εποχής. Διατηρηθείσης όμως της σταθερότητας των Αλεξανδρινών, συνέβαλον ούτοι στην αναγνώριση της κανονικότητος του βιβλίου κατά τον 4ον αιώνα και τους μετέπειτα αιώνας, συντελέσαντος εις τούτο του Μεγάλου Αθανασίου με την 39 εορταστικήν επιστολήν του, τον οποίον ακολουθεί και εν αυτή βραδύτερον ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Διά του κύρους δε αμφοτέρων τούτων, καθώς και των υπομνημάτων στην Αποκάλυψιν των Ιεραρχών Ανδρέου, Αρέθα και Οικουμενίου, επεβλήθη το κύρος της Αποκαλύψεως στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Εις τους νεωτέρους χρόνους, εκ των Ορθοδόξων επεχείρησαν ερμηνείαν στηριζομένη επί των παλαιών Ελληνικών υπομνημάτων, οι εξής: α) ο Θεοδώρητος Λαυριώτης ο εξ Ιωαννίνων (Λειψία 1800), απαγορευθείσης της κυκλοφορίας της υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου· και β) ο Απόστολος Μακράκης (Αθήναι 1882). Στους νεωτέρους επίσης χρόνους, εκ των Δυτικών επεχείρησαν ερμηνείαν γνωστοί ερευνητές, τα ονόματα των οποίων απαντώνται στις σχετικές Βιβλιογραφίας.
Επί τη βάσει των παλαιοτέρων υπομνημάτων επεχείρησαν ερμηνείαν ο Άνθιμος ο Ιεροσολύμων (1856), και επί τη βάσει των τε παλαιοτέρων, νεωτέρων και νεωτάτων Ελληνικών και ξένων εργασιών ο Ακαδημαικός Καθηγητής Παναγιώτης Ι. Μπρατσιώτης (βλ. Μπρατσιώτου Π. Ι., Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, εκδ. οίκος Χαρ. Π. Συνοδινού, Αθήναι 1950)· κριθείσα ως η πρώτη υπάρχουσα «επιστημονική ερμηνεία του βιβλίου, εξ ορθοδόξων κύκλων», του μεταθανατίως εκδοθέντος έργου του Καθηγητού Σεργίου Μπουλγκάκωφ (Παρίσιοι 1948), αποτελούντος μόνον «Δοκίμιον δογματικής ερμηνείας» (βλ. Μπρατσιώτου Παν. Ι., «Αποκάλυψις Ιωάννου», ΘΗΕ, 2ος τομ., Αθήναι 1963, στ. 1090, Βιβλ.).
Με την Αποκάλυψιν ησχολήθησαν στους καθ’ ημάς χρόνους και άλλοι έγκριτοι μελετητές, οίτινες εξέδωκαν σχετικά έργα, επιγραφόμενα ως εξής:
α) Γιαννακοπούλου Ιωήλ (Αρχιμανδρίτου), Ερμηνεία της Αποκαλύψεως, εκδ. Α ́ 1950 και εκδ. Β ́ 1991, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη.
β) †Μυτιληναίου Π. Αθαν., Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, Ι. Μονή Κομνηνείου Στομίου Λαρίσης, Μάιος 2007.
γ) Αντίπα ( Αρχιμανδρίτου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πάτμου), εκδ. «Άθως», Αθήναι 2007.
√ Η Αποκάλυψις ιστορείται από εκατοντάδων ετών εις τους Νάρθηκες και Εξωνάρθηκες των Ιερών Ναών των παλαιφάτων Ορθοδόξων Μοναστηρίων, ιδία του Αγίου Όρους, και αποτελούν διαχρονικώς μίαν παραστατικήν διδασκαλίαν του Ευαγγελιστού Ιωάννου διά τους Αθωνίτας Μοναχούς και τους προσερχομένους ευσεβείς προσκυνητές.
Ο αείμνηστος Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ (†1983), μια μεγάλη σύγχρονος μορφή του Αγίου Όρους, εξιστορεί και περιγράφει θαυμαστώς τας παραστάσεις της Αποκαλύψεως εις τον Εξωνάρθηκα ή Πρόναο του Καθολικού της Μονής του, εις το έξοχον έργον αυτού διά την Ιεράν Μονήν Διονυσίου (Αθήναι 1959), λέγων τα εξής:
«Εκείνο όμως το οποίον επί ώρας καθηλώνει τον επισκέπτην επιστήμονα ή απλοϊκό, μορφωμένο και αγράμματο, είναι αι σκηναί της Αποκαλύψεως, αμίμητοι εις απόδοσιν προφητική των κατ’ αυτάς ιδία συντελουμένων απροόπτων πολεμικών γεγονότων, και των νέων εφευρέσεων, ήτοι: αεροπλάνων, υποβρυχίων, αρμάτων μάχης, ατομικής βόμβας κλπ.
- Αντικρύζων τις αυτάς, τας προ 400 ετών και πλέον ιστορηθείσας εικόνας, νομίζει ότι βλέπει φωτογραφίας ληφθείσας εκ της συγχρόνου καταστροφής των πόλεων, με ανεστραμμένα και εις σωρούς τα οικήματα, τους ανθρώπους περιδεείς συσσωρευομένους εις τα υπό την γην καταφύγια αναμίξ μετά βασιλέων και στρατιωτών, και εν αγωνία προσβλέποντας εις τους εξ ουρανού κατερχομένους περιφλεγείς μύδρους της καταστροφής του ολέθρου, ως περιγράφει αυτά ο επιστήθιος μαθητής [= του Χριστού Ιωάννης] (Αποκ. στ ́, 13-17).
- Εν ετέρω, αι εν τη θαλάσση αναταραχές εκ χαλάζης τεραστίας, κατερχομένης μέχρι βυθού, και εν άλλω τα από ουρανού και εξ αέρος φοβερά, ως επιγράφει αυτά ο επιστήθιος μαθητής [= του Χριστού Ιωάννης]: «Και ιδού σεισμός μέγας, και ο ήλιος εγένετο μέλας ως σάκκος τρίχινος, και η σελήνη όλη εγένετο ως αίμα…» (Αποκ. στ ́, 12).
- Ετέρα Εικών παριστά το φρέαρ της αβύσσου, άνωθεν δε αυτού αστέρα και καπνό ανερχόμενο και διαπλατυνόμενον ως μύκητα. Πέριξ δε αυτού, εν τω ουρανώ, τέρατα εν σχήματι σκορπίου με πτέρυγας και κεφαλάς ανθρωπίνους, φερούσας βασιλικά στέμματα και κέντρα εν ταίς ουραίς αυτών. Εκ του καπνού της αβύσσου ο ήλιος άνω και η σελήνη σκοτίζονται, οι τοις κάτω άνθρωποι άλλοι μεν κείττονται νεκροί παρά το φρέαρ και έτεροι ίστανται παραμορφωμένοι και πρισμένοι ως ασκοί: «Και είδον αστέρα εκ του ουρανού πεπτωκότα, και εδόθη αυτώ η κλεις του φρέατος της αβύσσου…» (Αποκ. θ ́, 1).
- Εις τον πίνακα τούτον βλέπει καθείς φανερά τα αεροπλάνα και εξ αυτών ριπτομένην την ατομική βόμβα, τον καπνόν ως μύκητα σχηματιζόμενον και τους ανθρώπους σωρηδόν νεκρούς και παραμορφωμένους, ως έλεγεν ημίν προ καιρού ο εν Θεσσαλονίκη και ήδη εν Μαδρίτη Πρόξενος της Γαλλίας κ. Λοριόν, επισκεφθείς προ ετών τας πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, είδεν εκεί ανθρώπους επιζήσαντας της φοβεράς εκείνης καταστροφής, απαράλλακτα παραμορφωμένους.
- Μετά ταύτα ετέρα εικών παριστώσα την μάχην του Αρμαγεδών, εν η συστοιχία λεόντων και επ’ αυτών θωρακοφόροι οδηγοί των λεόντων ερευγομένων εκ του στόματος θείον, πυρ και καπνόν και δι’ αυτών φονευόντων τους ανθρώπους· αι ουραί των λεόντων ως όφεις φονεύουσαι και αυταί τους υπολοιπομένους: «Και είδον ίππους εν τη οράσει και τους καθημένους επ’ αυτών, έχοντας θώρακας πυρίνους και υακινθίνους και θειώδεις· και αι κεφαλαί των ίππων ως κεφαλαί λεόντων, και εκ των στομάτων αυτών εκπορεύεται πυρ και καπνός και θείον…» (Αποκ. θ ́, 17-19).
- Εν άλλη αναφαίνεται το θηρίον το κόκκινον, αναβαίνον εκ της αβύσσου μονοκέφαλον, ίνα ποιήση τον πόλεμον μετά των δικαίων επί της γης και εν ετέρα το αυτό θηρίον, αλλ’ επτακέφαλον, ίνα ποιήση τον πόλεμον μετά της γυναικός της περιβεβλημένης τον ήλιον κλπ. εξερευγόμενον ποταμόν εναντίον της γυναικός (Αποκ. ιβ ́ 3) «ίνα ταύτην ποταμοφόρητον ποιήση», δηλαδή ποταμόπνικτον.
Και άγγελοι διά ροπάλων συντρίβουσι τας κεφαλάς του θηρίου τούτου (Αποκ. ιβ ́, 15). - Κατόπιν τούτου αναφαίνεται πάλιν το θηρίον το κόκκινον με τας επτά κεφαλάς και κέρατα δέκα, και παρ’ αυτώ έτερον θηρίον εν σχήματι αρνίου έχον κέρατα δύο και παρακινούν τους ανθρώπους, ίνα προσκυνήσουν το άλλο θηρίον το επτακέφαλο: «Και είδον εκ της θαλάσσης θηρίον αναβαίνον, έχον κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά, και επί των κεράτων αυτού δέκα διαδήματα, και επί τας κεφαλάς αυτού ονόματα βλασφημίας…» (Αποκ. ιγ ́, 1).
- Ακολουθεί ο πίναξ της πόρνης της μεγάλης, της καθημένης επί το θηρίον το κόκκινον, θριαμβευτικώς ποιούσης οίνον αυτής μετά των βασιλέων της γης και εχούσης επί της κεφαλής στέμματα επτά, την οποίαν προσκυνούν κάτωθεν οι βασιλείς της γης: «Και ήλθεν εις εκ των επτά αγγέλων των εχόντων τας επτά φιάλας, και ελάλησε μετ’ εμού λέγων· δεύρο δείξω σοι το κρίμα της πόρνης της μεγάλης της καθημένης επί υδάτων των πολλών…» (Αποκ. ιζ ́, 1).
- Εν συνεχεία έτερος πίναξ της πτώσεως της πόρνης, της και Βαβυλώνος ονομαζομένης, εις συντρίματα και παρ’ αυτήν πλήθος κλαιόντων και ερειπίων: «Και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων (ο άγγελος)· έπεσεν, έπεσε Βαβυλών η μεγάλη και εγένετο κατοικητήριον δαιμονίων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου…» (Αποκ. ιη ́1-3).
- Έπειτα ο πλέον ενδιαφέρων πίναξ, ο αναμενόμενος πόλεμος του θηρίου του ερυθρού μετά του καθημένου επί λευκού ίππου. Εν τούτω εικονίζονται δύο παρατάξεις, η μία ερυθρά και η ετέρα λευκή. Επί της κεφαλής της ερυθράς το επτακέφαλο θηρίο, το κόκκινο, και επί κεφαλής λευκής ο καθήμενος επί του λευκού ίππου. Στην σύγκρουση φαίνεται νικηθέν το θηρίο και πεσμένο κατακέφαλα, όρνεα δε λευκά (της λευκής παρατάξεως) πίπτουν και αυτά εξ ουρανού επ’ αυτού, ίνα το καταφάγουν. Τα όρνεα δε αυτά οδηγεί εις κατευθύνσεις άγγελος, άπαντα συμβολικά και υπονοούντα το αυτενέργητο και αυτοδύναμο των νέων πολεμικών μηχανών: «Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ’ αυτόν, καλούμενος πιστός και αληθινός, και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί…» (Αποκ. ιθ ́, 11).
- Και τελευταίος όλων ο πίναξ της δήσεως του δράκοντος: «Και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού, έχοντα την κλείν της αβύσσου, και άλυσιν μεγάλην επί την χείραν αυτού· και εκράτησε τον δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, ος εστι Διάβολος και ο Σατανάς ο πλανών την οικουμένην, και έδησεν αυτόν χίλια έτη, και έβαλεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισε και εσφράγισεν επάνω αυτού, ίνα μη πλανά έτι τα έθνη, άχρι τελεσθή τα χίλια έτη· μετά ταύτα δεί αυτόν λυθήναι μικρόν χρόνον (Αποκ. κ ́, 1-3).
- Και συνεχίζει ο μακάριος Καθηγούμενος Γαβριήλ Διονυσιάτης, λέγων και εκείνος προφητικώς διά την Αποκάλυψιν τα εξής ενδιαφέροντα: «Ως γνωστόν τοις πάσιν, η «Αποκάλυψις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου», είναι βιβλίον της Αγίας Γραφής, της «Καινής Διαθήκης», ανεγνωρισμένο υπό της Εκκλησίας και αυθεντικό στις προφητικές περιγραφές αυτού.
- Τα μέχρι του 6ου κεφαλαίου ιστορούμενα δεν περιγράφουμε, διότι ανάγονται εις γενικότητας και εις παρωχημένα γεγονότα. Από τούτου όμως έως τέλους θα έλεγε τις, ότι είναι τα απ’ αρχής του αιώνος τούτου εν αλληλουχία εξελισσόμενα, με τις νέες εφευρέσεις και τις καινοφανείς ιδεολογίες, τις αθεϊστικές, τις κοινωνικές ακρότητες, τις οικονομικές εκμεταλλεύσεις, τις καταρρεύσεις τους και τις συγκρούσεις των δύο κόσμων, θρησκευομένου και αθεϊστικού.
Αναφορικώς προς τα μέσα καταστροφής, είναι πρόδηλο εξ όσων ελέχθησαν, ότι φθάσαμε εις το ακρότατο σημείο των εφευρέσεων τούτων, και ότι ο εξ αυτών όλεθρος θα είναι «οίος ου γέγονεν εκ του αιώνος».
Το μόνον σημείο που δεν δύναται άνθρωπος να καθορίσει είναι ο χρόνος, καθ’ ον γενήσονται τα ως άνω, διότι και ο Κύριος όταν ρωτήθηκε παρά των μαθητών του «πότε ταύτα έσται», «ου υμών (απήντησεν) εστί το γνώναι χρόνους και καιρούς, ούς ο πατήρ εν τη ιδία εξουσία έθετο», άφησεν όμως να εννοηθούν υπό των ανθρώπων τα μεγάλα γεγονότα εκ των σημείων των καιρών:
- «Όταν ήδη ο κλάδος αυτής (της συκής) γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς εστί το θέρος» (Ματθ. κδ ́, 32). « Όταν δε ακούσητε πολέμους ή ακοάς πολέμων» (Μαρκ. ιγ ́, 7) «και ακαταστασίας» (Λουκ. κα ́, 9), τότε οι δυνάμενοι «φυγέτωσαν εις τα όρη» (Ματθ. κδ ́, 16). Και ίνα δείξη το κεραυνοβόλον των γεγονότων εν τοις υστέροις καιροίς προσέθηκεν: «ο επί του δώματος μη καταβάτω άραι τα εκ της οικίας αυτού, ο εν τω αγρώ μη επιστρεψάτω οπίσω άραι τα ιμάτια αυτού (Ματθ. κδ ́, 17-18). Δεικνύων δε την γενικότητα του κινδύνου και το απρόοπτο και ξαφνικό, επιφέρει: «τότε δύο έσονται εν τω αγρώ, ο εις παραλαμβάνεται και ο εις αφίεται· δύο αλήθουσαι εν τω μυλώνι, μία παραλαμβάνεται και μία αφίεται (Ματθ. κδ ́, 40-41).
- Τα αυτά επαναλαμβάνει και ο επιστήθιος μαθητής (Ευαγγελιστής Ιωάννης), όταν περιγράφει (εις την Αποκάλυψιν) το αιφνίδιο του πολέμου, ως και την απρόοπτο και συντομοτατη καταστροφή της «Βαβυλώνος της μεγάλης», της «πτώσεως της πόρνης» (Αποκ. ιη ́, 1-3).
- Τα κυριαρχούντα στοιχεία εν τοις γεγονόσι τούτοις είναι δύο. Το θηρίον το κόκκινον, κατ’ αρχήν μονοκέφαλον και είτα μέχρι τέλους επτακέφαλο, φερόμενον και ως δράκων και όφις και διάβολος. Το αρνίον, το αντίπαλον του θηρίου, εικονιζόμενο και αυτό εν τω προσώπω των δύο δικαίων και είτα εν τω καθημένω επί του λευκού ίππου. Και του μεν θηρίου προστατευομένη και εξυπηρετουμένη είναι η «Βαβυλών, η πόρνη η μεγάλη, η καθημένη επί των υδάτων των πολλών», του δε αρνίου η γυνή, η περιβεβλημένη τον ήλιον, μετά της οποίας ο δράκον ποιήσει πόλεμον. Ο πόλεμος ούτος φέρεται διαρκείας τριών και ημίσεως ετών (Αποκ. ια ́, 9 και 11, ιβ ́ 6 και 15, ιγ ́, 5).
- Καθ’ ημάς, μη δυναμένους εννοείσαι θετικώς, πολλώ μάλλον αποφανθήναι επί τοιούτων ζητημάτων, στηριζομένους δε μόνον και μερικώς επί της εποπτικής διδασκαλίας των ευπαιδεύτων ζωγράφων, οίτινες, κατά τους ειδικούς, απέδωσαν δι’ εικόνων πλείονα των όσων οι εξηγηταί της γραφίδος ηρμήνευσαν, πρόδηλο καθίσταται ότι τόσο ο άπληστος Καπιταλισμός, ο απομυζών πάσαν ικμάδα του εργαζομένου λαού, όσον και ο άθεος Κομμουνισμός, ο κατατυραννών την ανθρωπότητα, διά της καλλιεργείας του μίσους και της πάλης των τάξεων, θέλουσι καταστραφή εκ της μεταξύ των συγκρούσεως. Και ο μεν θέλει καταπέσει εις ερείπια οικονομικά και πλήρη χρεωκοπία, διά της εξαλείψεως της εκμεταλλεύσεως των λαών υπό των τύπον αποικιών, εντολών, κοινοπολιτείας και δήθεν εκπολιτισμού, ο δε θέλει αφανισθεί ως απάνθρωπος και ανελεύθερος ιδεολογία, μάλλον τυραννία των ολίγων επί του πλήθους.
- Και διά της ευαγγελικής αληθείας, διά του Χριστιανικού πολιτισμού, θα ίδη ο κόσμος ουρανόν καινόν και γην καινήν και την ειρήνην βασιλεύουσαν, «ότι τα πρώτα απήλθον» και δεηθήσεται τότε ο αντίχριστος Κομμουνισμός, ίνα μη πλανά τους ανθρώπους έτι και αφανισθήσονται οι έμποροι του πολέμου, «ότι τον γόμον αυτών ουδείς αγοράζει ουκέτι». Και τότε ακουσθήσεται η φωνή όχλου πολλού λέγουσα αλληλούια, η σωτηρία και η δόξα και η τιμή και η δύναμις Κυρίω τω Θεώ. Αμήν.
- Ποία δε η πόρνη η μεγάλη, η καθημένη επί των θαλασσών, η έχουσα τον χρυσόν, τον άργυρον, τον βύσσον και την πορφύραν, η πίνουσα τον οίνον μετά των βασιλέωντης γης; η στρηνιάσασα επί εκατονταετηρίδας εις βάρος των πτωχών λαών και οσημέραι πίπτουσα εκ της θέσεώς της ως αρχούσης δυνάμεως, μόλις είναι ανάγκη να λεχθή, είναι πρόδηλον. Η ταλαιπωρία των πτωχών και οι στεναγμοί των πενήτων έφθασαν πλέον εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ. Ο νοών νοείτω. Πέραν της πτωχής περιγραφής μας και εικαστικής εξηγήσεως, θέλουσι πληροφορήση τον προσεκτικό παρατηρητή οι παρατιθέμενες φωτογραφίες (βλ. Γαβριήλ Αρχιμανδρίτου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου, Η εν Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου, εκδ. οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1959, σελ. 33-45).
- Ο έσχατος των ερμηνευτών της Αποκαλύψεως είναι ο εκ Καισαρείας της Καππαδοκίας Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης († 1994), πάλαι Προδρομίτης < Ιβηροσκητιώτης και γνήσιος πρόδρομος των προφητών Ηλιού και Ενώχ, όστις ηρμήνευσε βασικά χωρία της Αποκαλύψεως σχετιζόμενα με την δράση του Αντιχρίστου (βλ. «666 -Σημεία των καιρών».
Η παρατηρουμένη στις ημέρες μας απαξίωση των Ιερών Γραφών και των Αγίων Προφητών του Θεού, των ομιλούντων διά τα μέλλοντα συμβήναι, αποτελεί και τούτο «σημείον των καιρών».
Προς το παρόν διαφεύγει της προσοχής ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, όστις ομιλών και εκείνος διά την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού, λέγει ότι δεν θα έλθει αύτη «εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον [= προδοσία, επανάστασις κατά της αληθινής πίστεως] και αποκαλυφθεί ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απωλείας» [= ο Αντίχριστος], ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι εστί Θεός» (Β ́Θεσ. β ́, 2-4).
Και εφεξής: «Ου μνημονεύετε ότι έτι ων προς υμάς ταύτα έλεγον υμίν; και νυν το κατέχον οίδατε, εις το αποκαλυφθήναι αυτόν εν τω εαυτού καιρώ· το γαρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας, μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται· και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού· ου εστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους»:
Δεν ενθυμείσθε, λέγει προς τους Θεσσαλονικείς ο Απόστολος Παύλος, ότι σας έκανα λόγο περί αυτών, όταν ακόμη ήμουν μεταξύ σας; Και επειδή τότε σας τα είπα, γνωρίζετε τώρα εκείνο, το οποίο εμποδίζει τον άνομο, ώστε να μη εμφανιστεί αυτός πρωτύτερα, αλλ’ εις τον καιρόν τον οποίον του έχει οριστεί από τον Θεόν. Δεν ήλθε όμως ακόμη ο ορισμένος καιρός του. Διότι τώρα είναι εις ενέργειαν η δύναμις του κακού και της ανομίας, η οποία εις μεγάλο βαθμό παραμένει κεκρυμμένη και δεν εφανερώθη ακόμη ολόκληρος, υπάρχει δε κάποιος όστις εμποδίζει τον άνομο να φανερωθεί. Και η φανέρωση του ανόμου θα αναβληθεί μόνον μέχρις ότου αυτός, όστις κατά θεία πρόνοια παρεμποδίζει την εμφάνισή του, φύγει από το μέσον. Και τότε θα φανερωθεί ο άνομος, τον οποίον ο Κύριος θα εξαφανίσει με το φύσημα του στόματός του και θα τον εκμηδενίσει με την ένδοξον εμφάνιση της παρουσίας Του. Του ανόμου αυτού η παρουσία θα γίνει με πάσαν δύναμιν και με σημεία και τέρατα αγυρτικά, τα οποία θα ενεργή ο βοηθός και συνεργάτης του σατανάς…» (Β ́Θεσ. β ́, 5-10).
Ως εκ τούτων, βλέποντες και τα σημεία των καιρών, διαπιστώνουμε ότι συνεχίζει να είναι εις ενέργειαν η δύναμις του κακού και της ανομίας, με την διαφορά ότι γίνεται εντονότερα εις τον κόσμον η πειρασμική αύτη δύναμις του κακού και της ανομίας, την οποίαν νομιμοποιεί και προωθεί το παγκόσμιο σύστημα· διά τούτο και στοχεύει στην χειραγώγηση των ανθρώπων, δι’ ελεγχομένου ηλεκτρονικού τρόπου στην εσχατολογική αυτή εποχή.
Συμφώνως με τας ερμηνευτικές εξηγήσεις των Αγίων Προφητών, ας έδωκεν εις ημάς ο Θεός, το χάραγμα θα αρχίσει νωρίτερα της ελεύσεως του Αντιχρίστου στον κόσμο, δι’ ενεργειών του ψευδοπροφήτου < υπασπιστού αυτού και των συμβούλων του, οίτινες θα προετοιμάσουν την οδόν του. Εν τέλει, ο άνομος θα εξαφανιστεί και θα εκμηδενιστεί με το φύσημα και μόνον του στόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού!
Γενέσιον της Θεοτόκου 2023 (ν.η.), βαπτισθείς εν αυτώ εις Χριστόν το 1955
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας