Είναι σημαντικό ο Θεός να γνωρίζει τη ζωή μας.
Γιατί τελικά αυτό έχει αξία.
Ένας άνθρωπος τι μπορεί να ξέρει από εμάς.
Ξέρει αυτά που βλέπει απ’ έξω.
Έτσι.
Άντε να ξέρει και λίγα παραπάνω, ας πούμε, εμείς.
Όσοι είναι καλοί, διάθεσιν και να έχουν ό,τι και να κάνουν, ξέρει μέχρι ένα σημείο, είναι περιορισμένες οι δυνατότητες ενός ανθρώπου όμως ο Θεός ξέρει τα πάντα και όταν εμείς στη ζωή μας έχουμε δυσκολίες και περιπέτειες και προβλήματα όμως ο Θεός ξέρει όλα αυτά τα οποία έχουμε τότε έχουμε μέσα στη ψυχή μας ειρήνη λέμε, ξέρει ο Θεός, ξέρει ο Θεός την αλήθεια των πραγμάτων.
Ξέρει ο Θεός τη δυσκολία μου.
Οι άνθρωποι μπορεί μην την ξέρουν.
Μπορεί μη με καταλαβαίνουν, μπορεί να μην αποδέχονται αυτά που λέγει, όμως ο Θεός ξέρει! Γνωρίζει ο Θεός την πραγματικότητα.
Άρα, δεν απογοητεύομαι, δεν πνίγομαι, δεν πανικοβάλλομαι, δεν παθαίνω υστερίες είναι, γιατί δεν με καταλαβαίνουν οι άλλοι άνθρωποι, πες μην με καταλάβουν.
Δεν είναι δυνατόν να μας καταλάβουν οι άλλοι άνθρωποι, ούτε είναι δυνατόν να μας καταλάβουν όλοι οι άνθρωποι.
Εδώ ο Θεός ήρθε στον κόσμο, που ήταν τέλειος Θεός, και μιλούσε θεοπρεπώς και έπραξε θεοπρεπώς τέλεια τα έργα Του και τα λόγια Του όλα, και ον δεν τον αποδέχτηκαν οι άνθρωποι Και είναι δυνατόν να μας αποδεχθούν εμάς που τα κάνουμε θάλασσα κάθε λίγο.
Λοιπόν, ο Θεός όμως ξέρει ότι ναι μεν έχουμε τις ανθρώπινες μας ατέλειες, αλλά ξέρει την καρδιά μας ο Θεός.
Ξέρει τα έργα μας, ξέρει και τις θλίψεις μας, τις δυσκολίες μας.
Και είπαμε ότι αυτή η λέξη είναι κυριολεκτικά έτσι δυνατή λέξη, θλίψη, στεναχώρια, λιώσιμο.
Και την φτώχεια, και εδώ που μιλά φτώχεια, δεν μιλά για φτώχεια πνευματική, διότι αυτός ο επίσκοπος δεν είναι πτωχός πνευματικά, το λέγει πιο κάτω.
Αλλά μιλά για την φτώχεια την υλική, ήταν πάμπτωχος, ήταν πάμπτωχη η εκκλησία.
Ήμαστε στα πρώτα χρόνια, η εκκλησία ήταν υπό διωγμούς.
Ήταν κι αυτό ένα πρόβλημα.
Ξέρετε, πολλοί λένε ας πούμε μα τι χρειάζεται η εκκλησία να έχει χρήματα.
Δεν χρειάζεται.
Όπως κι εσύ δεν χρειάζεσαι να έχεις χρήματα.
Κι εσύ θα μπορούσε να περάσεις με ένα ξεροκόμματο ψωμί την ημέρα σου και να πεθάνεις.
Αλλά όταν χρειάζεσαι να κάνεις το σπίτι σου, να κάνεις, ξέρω εγώ, τα υπόλοιπα που πρέπει να κάνεις, πρέπει να έχεις χρήματα για να τα κάνεις.
Το είδε και η εκκλησία, όταν χρειάζεται να κάνει κάποια έργα, πρέπει να έχει χρήμα να τα κάνει.
Ή αν δεν έχει δεν τα κάνει.
Εντάξει, και αν δεν τα κάνει δεν τα έκαμε.
Δεν χάθηκε ο κόσμος.
Αλλά σίγουρα είναι μια δυσκολία.
Του λέει λοιπόν ότι είδα και την πτωχεία σου, αλλά πλούσιος είσαι.
Παρόλο που είσαι φτωχός υλικά, όμως είσαι πλούσιος, του λέει ο Θεός.
Και λέει γιατί είναι πλούσιος, δηλαδή υπάρχει περίπτωση σε έναν άνθρωπο να είναι φτωχός, αλλά να είναι πλούσιος.
Και όπως υπάρχει και άλλη περίπτωση να είναι ζάμπλουτος και να είναι πάμφτωχος.
Να κολυμπάμε στα εκατομμύρια αλλά να είναι κακομοίρης, τσιγκούνης, φιλάργυρος.
Κι αυτός είναι φτωχός, και γυμνός, και ταλαίπωρος.
και ούτε τα χρήματα του χαίρεται δεν τα τσιγκουνεύεται και δεν τα απολαμβάνει αλλά ούτε και τη βασιλιά του Θεού έχει δεν τα αξιοποιεί πνευματικά και τα φυλάει εκεί και θα τα πάρει μαζί του βέβαια λοιπόν, είσαι φτωχός του λέει και είδα την πτωχεία σου αλλά είσαι πλούσιος αλλά πλούσιος εσύ γιατί και τη βλασφημία εκ των λεγόντων Ιουδαίος είναι αυτούς και όχι εσύ αλλά συναγωγή του Σατανά διότι του λέγει είσαι πλούσιος διότι σε διαβάλλουν, διότι σε κατηγορούν διότι σε πολεμούν αυτοί οι οποίοι ονομάζονται σε αυτούς τους Ιουδαίους αλλά δεν είναι Ιουδαίοι αλλά είναι συναγωγή του Σατανά γιατί οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι εξακολουθούσαν να είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού.
Αλλά εκλεκτός λαός του Θεού δεν είναι αυτός που κατάγεται κληρονομικά και γενεαλογικά από το Ισραήλ, αλλά όσοι κάνουν τα έργα του λαού του Θεού.
Έτσι και χριστιανός δεν είναι ένας που είναι απλώς βαπτισμένος και πάει στην εκκλησία και κάνει κάποια τυπικά καθήκοντα, Αλλά χριστιανός είναι αυτός ο οποίος έχει τον Χριστό μέσα του και ο οποίος ζει μαζί με την χάρη του Θεού.
Οι Ιουδαίοι λοιπόν ήσαν ο λαός του Θεού.
Βέβαια με τη σταύρωση του Χριστού δεν έριξαν αυτή τη σχέση με τον Θεό.
Οι ίδιοι αποσκίρτησαν, οι ίδιοι αποτίναξαν από πάνω σε αυτή την ευλογία του Θεού και έτσι εκλεχτός λαός του Θεού πλέον δεν είναι οι Ιουδαίοι, ούτε οι Έλληνες, ούτε κανένας λαός άλλος, αλλά είναι η Εκκλησία, η οποία υπερβαίνει τα έθνη, δεν είναι από έναν έθνος, δεν είναι από μια φυλή, αλλά είναι από όλον τον κόσμο και οι Χριστιανοί τα τέκνα της Εκκλησίας είναι ο λαός του Θεού.
Σε πολεμούν λέει δεν φτάνουν τα άλλα όλα που έχεις, σε πολεμούν και αυτοί που νομίζουν ότι είναι Ιουδαίοι, αλλά δεν είναι.
Αλλά είναι συναγωγή του Σατανά.
Βλέπετε ότι ο Χριστός στην Αποκάλυψη μιλά απερίφραστα. Δεν λέει έτσι μισόλογα, δεν λέει πράγματα ας πούμε ευγενικά, όπως θα λέγαμε εμείς. Αλλά λέει τα πράγματα όπως είναι.
Αυτή δεν είναι λέει συναγωγή του Θεού, είναι συναγωγή του σατανά.
Γιατί κάνουν τα έργα του σατανά. Γιατί έχουν τον σατανά μέσα τους. Γιατί είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν παραδοθεί εις τον σατανά. Και κινούνται και ενεργούν και πράττουν κατά του Θεού.
Έτσι καμιά φορά άμα να ακούμε και εμείς καμιά κουβέντα τέτοια δεν μας πιάνουν τέτοιες ψευτοευγένειες που μας πιάνουν και λέμε «Μα γίνεται να πεις τέτοια κουβέντα και ξέρω εγώ τον σατανά» και καμιά φορά και η αλήθεια πρέπει να λέγεται αλήθεια είναι και κάτι ψευτοαγάπες και κάτι τέτοια ας πούμε σιρόπια που μας πιάνουν και όλοι είναι καλά, όλοι είναι αγάπες και όλα είναι καλά εντάξει όλα καλά και άγια είναι αλλά υπάρχουν και κάποιες αλήθειες και δεν σημαίνει ότι άμα λέει ο Θεός την αλήθεια προσβάλλει τον άλλον άνθρωπο.
Δεν τα λέει για να τους προσβάλλει, ούτε για να τους κεραυνώσει, ούτε για να τους κατακρίνει, αλλά για να τους ξυπνήσει.
Για να τους κάνει να συνέλθουν.
Τα λέει ο Θεός αυτά τα πράγματα.
Και για να δώσει και στον επίσκοπον αυτόν την αλήθεια των πραγμάτων.
Για να μην διαρωτηθεί, ξέρεις, μήπως μπορεί να υπάρξει, ας πούμε, κάποια συνδιαλλαγή, κάποια υποχώρηση, κάποια ξέρω εγώ, συζήτηση του πράγματος, τίποτα.
Αυτή είναι συναγωγή του σατανά.
Δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα.
Λέει στο στίχο 10 λοιπόν, “Μη δε φοβού α μέλεις παθείν”.
Μη φοβάσαι τίποτα από όλα αυτά που πρόκειται να πάθεις.
Θα πάθαινε πολλά αυτός ο επίσκοπος από αυτούς που ήταν συναγωγή του σατανά αλλά του λέγει ο Χριστός μη φοβάσαι τίποτα Όχι γιατί δεν θα τα πάθαινε, θα τα πάθαινε και αυτός ο επίσκοπος είναι ο Πολύκαρπος τότε που γράφει εδώ ο Απόστολος Ιωάννης την επιστολή επίσκοπος στη ΣΣμύρνη ήταν ο Πολύκαρπος Άγιος Πολύκαρπος επίσκοπος ΣΣμύρνης που εορτάζουμε ο οποίος είχε μαρτυρικό θάνατο.
Τον σκότωσαν, τον έκαψαν και πέθανε μαρτυρικά.
Δεν του λέει ο Χριστός «εγώ θα σε γλιτώσω από αυτούς».
Όχι.
Του είπε «Ξέρεις, μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνουν τίποτε.
Άσου να λένε, ας πούμε, εγώ θα σε γλιτώσω».
Απλώς του λέει «Μη φοβάσαι από αυτά που πρόκειται να πάθεις, θα τα πάθεις.
Θα γλιτώσεις τίποτα αυτά.
θα σε κάψω ζωντανό, θα σε κάψω όπως τον έκαψαν, πράγματι, ζωντανό τον έκαψαν.
Αλλά δεν τον λύτρωσε από αυτά ο Χριστός.
Απλώς του είπε μη φοβάσαι μόνο από αυτά που πρόκειται να πάθεις.
Θα τα πάθεις όμως.
Πρόκειται να τα γλιτώσεις.
Γιατί και του λέγει στη συνέχεια “ιδού μέλλει βάλλειν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, καί έξετε θλίψιν ημερών δέκα”.
Να του λέγει πρόκειται ο σατανάς να πιάσει από σας αρκετούς και να τους βάλει στη φυλακή, θα τους φυλακίσει.
Και θα πειρασθήτε, θα περάσετε πολλές δοκιμασίες, πολλές δυσκολίες μες στη φυλακή.
Και θα έχετε μεγάλη θλίψη, η οποία θα κρατήσει δέκα μέρες.
Δεν ξέρω με αν ήταν δέκα μέρες, Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι του λέγει 10 μέρες για να του δείξει ότι είναι περιορισμένος ο χρόνος της δοκιμασίας.
Δεν θα ήταν απεριόριστος.
Αλλά τι του λέγεις στη συνέχεια.
«Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσου σοι το στεφάνι της ζωής».
«Παρατά αυτά όμως» του λέει, «εσύ να μείνεις πιστός μέχρι το θάνατό σου και εγώ θα σου δώσω το στεφάνι της ζωής».
Αυτό δεν σημαίνει μόνο να γίνεις πιστός μέχρι το θάνατό σου, αλλά να μείνεις πιστός έστω και αν ακόμα χρειαστεί να πεθάνεις.
Να παραμείνεις εκεί άχρι θανάτου.
Δηλαδή και μέχρι το θάνατό σου, αλλά και αν ακόμα χρειαστεί να πεθάνεις.
Και έτσι θα σου δώσουν το στέφανο της ζωής, της αιώνιας ζωής.
Αυτό είναι το μήνυμα που του δίνει ο Χριστός του Επισκόπου της ΣΣμύρνης.
Να μείνεις πιστός, να μην φοβηθείς, να μην δειλιάσεις.
Και πράγματι έμεινε πιστός, πέθανε, μαρτύρησε σε μεγάλη ηλικία ο Πολύκαρπος, Επίσκοπος ΣΣμύρνης, όπως και ο προηγούμενος από αυτόν, ο Βουκόλος, ο Όσιος Βουκόλος, Επίσκοπος Σμύρνης, κι αυτός μαρτύρησε και έλαβαν το στέφανο της ζωής.
Στο Άγιον Όρος είχε ένα γεροντάκι εκεί που μέναμε στην Νέα Σκήτη είχε μια σπηλιά.
Στη σπηλιά αυτή, και εγώ νόμιζα έχει ομίχλη, στη σπηλιά αυτή έμενε ένα γεροντάκι που λεγόταν Αβέρκιος.
Αυτό το γεροντάκι, πολύ απλοϊκό γεροντάκι, πάμφτωχος μέσα στη σπηλιά, ο λίγο αγράμματος, ήξερε γράμματα αλλά λίγα, και πάντοτε όταν πήγαινε στο Κυριακό της Σκήτεως, στην εκκλησία τη μεγάλη δηλαδή που γινόταν οι αγρυπνίες κτλ, κΚαθόταν πάντοτε πίσω-πίσω στο τέλος.
Αυτό το γεροντάκι τι είχε, ας πούμε, σαν εργόχειρο.
Μάζευε χόρτα, αγριόχορτα, εκεί στην έρημο με τα βράχια.
Και ήταν, έβγαινα λίγα αγριόχορτα, το οποίο ήταν πολύ έτσι πολυτέλεια ας πούμε, για τους πατέρες που ζούσαν εκεί και σαλιγκάρια και τα πουλούσαν στους πατέρες και έπαιρνε ένα ελάχιστο για να μπορεί να έχει το φαγητό του.
Αυτό το γεροντάκι λοιπόν ο Γερο-Αβέρκιος, ενάρετος άνθρωπος, πάμπτωχος, μέσα σε μια σπηλιά έμενε μια φορά στο Κυριακό της και ο Θεός σε μια αγρυπνία, στον αιώνα μας δηλαδή, οι γέροντές μας το πρόλαβαν αυτό.
Όπως καθόταν πίσω, πίσω, πίσω, στο τέρμα της εκκλησίας και γινόταν η αγρυπνία, θεοσκότεινα όπως είναι εκεί με τα καντηλάκια που βλέπεις ας πούμε, τον βλέπουν οι πατέρες και φεύγει από εκεί που καθόταν και πάει κατευθείαν, μπαίνει μέσα στον κυρίως ναό, μπαίνει στο ιερό βήμα, μπαίνει από την Αγία Τράπεζα στο ιερό βήμα.
Αυτοί τρόμαξαν. Λένε, πού πάει αυτός; Στο ιερό;
Εκεί μόνο οι ιερείς μπαίνουν. Δεν μπορεί να μπει ένας μοναχός απλός.
Τι έπαθε, τρελάθηκε; Του σάλεψαν τα μυαλά του.
Και τον βλέπουν.
Και πάει εκεί και βάζει μετάνοια και συνομιλεί με κάποιον.
Κάτι λέει.
Πήγαν τον άρπαξαν.
Τον πήγαν έξω.
Τι έπαθες.
Λέει, τι έπαθα;
Λέει, μα τι πήγες μέσα στην εκκλησία, στο ιερό.
Μα με φώναξε, λέει, ο δεσπότης.
Λέει, ποιος δεσπότης Χριστιανέ μου σε φώναξε, δεν έχουμε κανένα δεσπότη εδώ.
Λέει, καλά δεν είδατε τον δεσπότη που ήταν εδώ στην εκκλησία.
Δεν είδαμε κανένα δεσπότη.
Λέει, ένας δεσπότης στην εκκλησία και μου είπε, έλα εδώ εσύ.
Και πήγα.
Του έβαλα μετάνοια, του φίλησα το χέρι του και μου λέει, πώς σε λένε.
Του λέει, Αβέρκιος μοναχός δέσποτα.
και πήρε λέει και έγραψε το όνομά μου πάνω στην πλάκα.
Η πλάκα είναι ένα που έχουν στο Άγιον Όρος εκεί στα μοναστήρια, μια πλάκα ξύλινη που γράφουν τα ονόματα για την Θεία Λειτουργία που είναι μόνιμα.
Και του λέει έγραψα σου, του λέει βλέπεις τι, το όνομά σου.
Λέει. ναι το βλέπω δέσποτα.
Λέει, τι γράφει;
Λέει Αβέρκιος μοναχός.
Του λέει σου έγραψα το όνομά σου βίβλος ζώντων.
Και την άλλη μέρα κοιμήθηκε ο γερο-Αβέρκιος έφυγε με αυτήν την πληροφορία.
Λοιπόν, όποιος γίνει πιστός άχρι θανάτου ο Θεός του δίνει το στέφανο της ζωής και αυτό είναι το το πιο σημαντικό στη ζωή μας δηλαδή να έχουμε το στέφανο της ζωής, τα άλλα όλα μάταια είναι. Απόκτησε ό,τι θέλεις, όσα θέλεις κάμε ό,τι θέλεις Εάν φύγεις από αυτήν την ζωή και δεν έχεις το στέφανο της ζωής, τότε είσαι ταλαίπωρος και πτωχός και δυστυχισμένος.
Εάν όμως έχεις το στέφανο της ζωής, εάν έχεις αυτή την ευλογία, την ομολογία του Θεού, ας πούμε, ότι υπερέβεις τον θάνατον, νίκησες τον θάνατον και θα είσαι μαζί Του αιώνια, τότε δεν έχεις αποτύχει στη ζωή σου.
Αλλά όσες δυσκολίες κι αν πέρασες, όλες αυτές έχουν το αντίκρισμα και την αξιοποίησή τους μέσα στη Βασιλεία του Θεού.
Όμως, και ταυτόχρονα πρέπει να ξέρουμε ότι η πίστης δεν είναι περιστασιακή.
Ούτε πιστεύω όταν είμαι καλά και όταν θέλω να πάνε όλα καλά.
Το παθαίνω με αυτό το πράγμα.
Ξέρω κάτι δεν πάει καλά στη ζωή μας και το βάζω με το Θεό.
Εντάξει, άνθρωποι είμαστε, αδύνατοι είμαστε, έχουμε δυσκολίες, αλλά η πίστη είναι άχρι θανάτου.
Άχρι θανάτου.
Εάν δεν αποφασίσεις ότι θα μείνεις πιστός, ότι θα μείνεις πιστός άχρι θανάτου, τότε θα γονατίσεις με το παραμικρό που θα σου βρεθεί μπροστά σου.
Τότε με την παραμικρή δυσκολία θα λες «αμάν δεν μπορώ, δυσκολεύομαι, δεν τα βγάζω πέρα κλπ».
Ενώ εάν από την αρχή πεις «εδώ θα μείνω άχρι θανάτου, δεν θα υποχωρήσω, θα πεθάνω, αλλά δεν θα υποχωρήσω».
Τότε ό,τι και να σου συμβεί από το θάνατο και εδώ, είναι εύκολο.
Λες πάντως ακόμα δεν πέθανες.
Ακόμα δεν σε σκότωσαν.
Μπορεί να σε διέβαλαν, να σε κατηγόρησαν, να σε εξόρισαν, να σε πέταξαν, να σε φυλάκισαν, να σε έκαναν, αλλά δεν σε σκότωσαν ακόμα.
Λοιπόν, η απόφαση είναι άχρι θανάτου, το οποίο άχρι θανάτου σημαίνει και μέχρι το τέλος της ζωής μας πρέπει να παραμείνουμε πιστοί, αλλά και μέχρι θανάτου.
Δηλαδή και αν πειραστούμε μέχρι σε σημείο που να πεθάνουμε κιόλας, πρέπει να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό.
Είναι ένα σημείο του Ευαγγελίου που δεν μπορούμε να το υπερβούμε.
Γιατί τόσο αυστηρός ο Θεός.
Δεν μας λυπάται ο Θεός να μας καίουν, να μας κάνουν κομμάτια όπως κάνανε τους μάρτυρες κλπ.
Δεν είναι γιατί ο Θεός είναι έτσι και θέλει να μας ταλαιπωρούν ας πούμε.
Αλλά εάν αγαπάς τον Θεό και αν αγαπάς κάποιον και κάτι, αυτή η αγάπη δεν σαλεύει, δεν εκπίπτει, δεν είναι περιστασιακή, δεν είναι βάση κάποιων προϋποθέσεων.
Αγαπάς κάποιον γιατί έτσι το αισθάνεσαι και αυτό σου δίνει νόημα ζωής.
Και όσο πιο πολύ σου δίνεται ευκαιρία να εκφράσεις την αγάπη σου, τόσο πιο πολύ ολοκληρώνεσαι.
και η έκφραση της αγάπης δεν είναι όταν παίρνεις, αλλά όταν δίδεις.
Τότε ολοκληρώνεται η αγάπη.
Όταν παίρνεις, πρέπει να αισθάνεσαι άβολα.
Διότι παίρνεις, ας πούμε, από τον άλλον άνθρωπο, είτε αυτόν που σε αγαπάει, είτε αυτούς που σε αγαπούν.
Εκείνος που παίρνει και αισθάνεται ευχάριστα, αυτός δεν αγαπά.
Αυτός αγαπά τον εαυτόν του.
Δηλαδή, λες τι ωραία, ας πούμε, μου δίνουν πράγματα, μου δίνουν πράγματα, μου δίνουν χρήματα, μου δίνουν, ξέρει ότι χρειάζομαι και σαν να είμαι ευχάριστα που μου δίνουν όλα αυτά τα πράγματα.
Είσαι άρρωστος.
Όταν δίδεις πρέπει να αισθάνεσαι ευχάριστα.
Όταν δίδεις πρέπει να είσαι χαρούμενος.
Όταν λαμβάνεις, σίγουρα έχετε άλλο σου φεύγει ένα δώρο.
Μπορεί να μην το χρειάζεσαι, μπορεί να μην το θέλεις, για να μην προσβάλλεις τον αδερφό σου, για να μην τον λυπήσεις, το παίρνεις.
Για να του δώσεις εκείνου χαρά.
Όταν το κάνεις για να του δώσεις χαρά εκείνου, τότε παίρνεις και εσύ χαρά.
Αλλά αν το παίρνεις γιατί η ευκαιρία που το πήρα, ας πούμε, και το απέκτησα, αυτή είναι ιδιοτέλεια.
Το λέει και η Γραφή, ότι “μακάριόν εστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνει”.
Το «μακάριον», το πιο ευτυχισμένο, είναι να δίδεις παρά να παίρνεις.
Όταν δίδεις τότε πραγματικά ολοκληρώνεσαι μέσα στην αγάπη.
Έτσι όταν δίδομαι στον Θεό την καρδιά μας, την ύπαρξή μας, τότε ολοκληρώνεται η αγάπη μας μαζί με τον Θεό και τότε πραγματικά υπερβαίνομαι και των θάνατων και τα παρόντα και όλα.
Τέλος καλιάς δεν κάνεις τίποτα.
Τότε ο άνθρωπος λαμβάνει το στέφανο της ζωής από τον Χριστό Και τελειώνει η επιστολή αυτή προς τη Σμύρνη λέγοντας ο Χριστός: “o έχων ούς ακουσάτω τι το Πνεύμα λέγει ταίς εκκλησίαις”. Αυτός που έχει αυτιά λέγει ας ακούσει τι λέγει το πνεύμα το Άγιον στις εκκλησίες, στους ανθρώπους, στους χριστιανούς Συχνά ο Χριστός λέγει αυτού των λόγων “ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω” λέει στο Ευαγγέλιο. Όποιος έχει αυτιά να ακούσει, ας ακούσει.
Και εδώ λέγει, «αυτός που έχει ους, ακουσάτω».
Μα αυτιά όλοι έχουμε.
Έχει κάναν από μας που δεν έχουν αυτιά.
Όλοι έχουμε.
Και όλοι ακούμε.
Και όσοι έχουν βαρηκοΐα και τώρα υπάρχουν και συστήματα, τα ακούμε.
Ποιοι ακούμε όμως, ποιοι ακούμε από εμάς;
Ακούμε πράγματι;
Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
Ακούμε;
Είδα και έφρυξα στη ζωή μου από ανθρώπους της εκκλησίας, εντός εισαγωγικών, που μπορεί να είναι μέρα-νύχτα στις εκκλησίες, στις ομιλίες, να μην χάνουν ομιλία, να μην χάνουν ξέρω εγώ εσπερινούς, γιορτές, παρακλήσεις, νηστείες, αγρυπνίες, κτλ.
Αλλά ο Θεός να σε φυλάει που λόγω τους.
Ο Θεός να σε φυλάει που λόγω τους ανθρώπους.
Το λέω εν πλήρη επιγνώσει αυτό το πράγμα.
ο Θεός να σε φυλάει από αυτούς τους ανθρώπους.
Μπορεί να υπάρχει τόσο και κρυμμένη η κακία μες στους ανθρώπους αυτούς, τόσο κρυμμένη η διαστροφή ψυχική, δεν εννοώ σεξουαλική και σωματική. Εκείνες είναι πολύ αθωώτερες από τις ψυχικές διαστροφές.
Μπορεί να υπάρχει τέτοια πώρωση μες στην ψυχή αυτού του ανθρώπου.
Κι όμως, να το βλέπεις μέρα νύχτα στην εκκλησία, ομιλίες, εξομολογήσεις, νηστείες, αγρυπνίες, να ξέρουν τα πηδάλια απέξω, τα πάντα, όλα.
Αλλά πράγματι είναι καμιά φορά φοβερό.
Γιατί διότι αυξάνει και ο εγωισμός τέλος πάντων.
Και ο άνθρωπος του λείπει ταπείνωση, αλλά ο Χριστός μας επαναλαμβάνει συνέχεια.
“Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω και νουν νοείτω” και λέει ο προφήτης Δαβίδ στον 134o ψαλμό “στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται, ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται”. Μάτια έχουν αλλά δεν βλέπουν, λέει ο Δαβίδ, αυτιά έχουν αλλά δεν ακούνε, στόμα έχουν αλλά δεν μιλούν.
Ποιος είναι αυτός, ο άνθρωπος ο οποίος διαθέτει όλα αυτά τα αισθητήρια, αλλά δεν ακούει, ούτε μιλάει, ούτε ακούει, ούτε βλέπει τίποτα από ό, τι συμβαίνει γύρω του;
Είναι κλεισμένος μέσα στην ιδιοτέλεια του, μέσα στην αυτάρκεια του.
Είναι αυτάρκης.
Δεν τα έχει όλα τακτοποιημένα και είναι αυτάρκης.
Δεν ανησυχεί για τη σωτηρία του.
Δεν ανησυχεί για την πορεία του μέσα στη Βασιλεία του Θεού.
Δεν είναι ανησυχία τίποτα, είναι τακτοποιημένος, είναι όλα τακτοποιημένα.
Αυτός βέβαια θα έχει εκπλήξεις.
Και τελειώνει.
Ο νικών ου μη αδικηθεί εκ θανάτου του δευτέρου.
Ο οποίος νικήσει λέει, αυτός που θα νικήσει, ο νικητής, δεν θα αδικηθεί από τον θάνατον τον δεύτερον.
Βλέπετε έχει δύο θανάτους.
Ο ένας θάνατος είναι αυτός που θα περάσουμε όλοι.
Αυτή η δίοδός μας από την παρούσα ζωή μέσα στην αιωνιότητα.
Αυτό το θάνατο θα περάσουν όλοι.
Μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, φτωχοί, πλούσιοι, επίσημοι, ανεπίσημοι, όποιος καινάς θα περάσει πίσω στην πόρτα.
Είναι και αυτό κάτι ωραίο, κάτι καλό.
Ίνα μη το κακόν αθάνατο γενήται.
και γερνώ και καταλαβαίνω πόσο σοφό πράγμα είναι ο θάνατος.
Δεν φαντάζεστε αν ήμασταν αθάνατοι, τι θα γινόταν.
Εδώ ξέρουμε ότι είναι να πεθάνουμε και πάμε να φάμε ο ένας τον άλλον, ακόμα και στον θάνατό μας.
Αν ξέραμε ότι δεν θα πεθάναμε κιόλας, τι θα γινότανε!