Ένα όραμα, από το Γεροντικό, για τις αδικίες και τα προβλήματα των ευσεβών στον κόσμο.
https://www.youtube.com/watch?v=MVPXTXnyi2A
Κάποτε ένας Άγιος Γέροντας προσευχόταν στο Θεό να το αποκαλύψει το μυστήριο, γιατί οι άνθρωποι δίκαιοι και ευσεβείς είναι φτωχοί και δυστυχούν και αδικούνται, ενώ πολλοί άδικοι και αμαρτωλοί είναι πλούσιοι και αναπαύονται, και πως ερμηνεύονται οι κρίσεις του Θεού.
Ο Θεός θέλοντας να τον πληροφορήσει το έβαλε στην καρδιά λογισμό να κατεβεί στο κόσμο.
Περπατώντας λοιπόν ο γέροντας βρέθηκε σε ένα δρόμο πλατύ όπου περνούσαν πολλοί.
Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με καθαρό νερό.
Ο αβάς κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου και σε λίγο να που περνάει ένας άνθρωπος πλούσιος που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει.
Εκεί που αναπαυόταν, βγάζει ένα πουγκί με εκατό φλουριά, για να τα μετρήσει.
Αφού τα μέτρησε, νόμισε πως τα βάλε πάλι μέσα στο ρούχο του, εκείνα όμως έπεσαν κάτω στη γη.
Σηκώθηκε λοιπόν, και καβαλίκεψε το άλογό του, αφήνοντας εκεί τα φλουριά.
Έπειτα πέρασε από κει ένας άλλος οδοιπόρος, για να πιει νερό.
Βρίσκεται τα φλουριά, τα παίρνει και φεύγει γρήγορα.
Κατόπιν ήλθε άλλος φτωχός πεζοπόρος, φορτωμένος και κουρασμένος, κι έκατσε κι αυτός να αναπαυτεί.
Ενώ έβγαζε ένα παξιμάδι για να φάει, έρχεται και ο πλούσιος και πέφτει πάνω στο φτωχό και του λέει με θυμό:΅«Γρήγορα δωσ’ μου τα φλουριά που βρήκες».
Ο φτωχός με όρκους μεγάλους έλεγε πως δεν είδε τέτοιο πράγμα.
Τότε ο πλούσιος άρχισε να τον δέρνει με τη βίτσα του λουριού του αλόγου του και με ένα χτύπημα τον σκότωσε και άρχισε να ψάχνει όλα τα ρούχα και τα πράγματα του φτωχού και επειδή δεν βρήκε τίποτα, έφυγε πολύ λυπημένος.
Ο Αββάς βλέποντας όλα αυτά έκλαιγε και σπαρασσόταν η καρδιά του για τον άδικο φόνο και παρακαλώντας τον Κύριο έλεγε Κύριε ποια είναι η βολή σου και πως υπομένει αυτά η αγαθότητά σου.
Τότε παρουσιάστηκε άγγελος και του είπε:
Μη λυπάσαι γέροντα, διότι όλα με την επίβλεψη του Θεού γίνονται. Άλλα κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση και άλλα για οικονομία.
Μάθε λοιπόν ότι αυτός που έχασε τα φλουριά, ήταν γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο δεύτερος είχε περιβόλια αξίας σε 100 φλουριών, αυτός ο πλούσιος, ως πλεονέκτης που ήταν, τα πήρε δικαστικώς μόνο για 50 φλουριά. Και επειδή παρακαλούσε ο φτωχός περιβολάρης το Θεό, οικονόμησε ο Θεός έτσι και τα έδωσε διπλά, αντί πενήντα φλουριά εκατό.
Εκείνος ο άνθρωπος που φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει φόνο, επειδή όμως είχε έργα Χριστιανικά και θεάρεστα, θέλοντας ο Θεός να τον σώσει και να τον καθαρίσει από την αμαρτία του φόνου, οικονόμησε να σκοτωθεί άδικα, για να σωθεί η ψυχή του.
Αυτός ο πλεονέκτης που έκανε το φόνο, έμελλε να κολαστεί από την πλεονεξία του, γι’ αυτό τον άφησε ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου, για να πονέσει η ψυχή του και να ζητήσει μετάνοια, και να, τώρα αφήνει τον κόσμο και πάει να γίνει μοναχός.
Λοιπόν, πήγαινε τώρα στο κελί σου και μην πολύ εξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, διότι είναι ανεξερεύνητες και ανεξιχνίαστη η προνοητική των πάντων του Θεού διακυβέρνηση και δεν φτάνει ο νους και η δύναμη της γνώσεως του ανθρώπου να κατανοήσει τα θεία μυστήρια.
Γι’ αυτό κάθε άνθρωπος πρέπει να λέει «Δίκαιος είσαι, Κύριε, και ευθείες οι κρίσεις σου» και από την απόλυτη πίστη του θα σωθεί, καθώς λέγει η γραφή «Ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται».
Αφού άκουσε αυτά από τον άγγελο ο Αββάς, δόξαζε τον Θεό.