Γέροντας Φιλάρετος Καρουλιώτης. Βίος
Ο Γέρων Φιλάρετος Καρουλιώτης (1889-1956) γεννήθηκε ως Φώτιος Μπασματσίδης, και ήταν ένας ασκητής μοναχός που έζησε μια ζωή αφιέρωσης και πνευματικότητας στο Άγιο Όρος.
Ο Γέροντας Φιλάρετος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1889 και γονείς του ήταν ο Απόστολος Μπασματσίδης και η Μαρία. Από νεαρή ηλικία, ένιωσε μια βαθιά κλήση για τη μοναχική ζωή και εντάχθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους στις 17 Αυγούστου 1908. Έτσι, το επόμενο έτος σε ηλικία 20 ετών, έλαβε το μοναχικό σχήμα και πήρε το όνομα Φιλήμων από τον ιεροδιάκονο Ιερεμία. Στις 10 Αυγούστου 1918 έλαβε το μεγαλό σχήμα από τον γέροντα Κύριλλο (τον αόμματο) και πήρε το Φιλάρετος.
Ο Γέρων Φιλάρετος ήταν γνωστός για την ταπεινοφροσύνη και την πνευματικότητά του, και είχε βαθιά πίστη στην Παναγία, πιστεύοντας ότι η ευλογία της τον βοηθούσε πάντοτε στις δυσκολίες.
Μια χαρακτηριστική ιστορία που δείχνει την πίστη και την ταπεινοφροσύνη του Γεροντά Φιλάρετου είναι η παρακάτω. Όταν ο νεαρός μοναχός π. Χρυσόστομος ανέλαβε μια νέα διακονία, του δόθηκε μια περιορισμένη ποσότητα λαδιού που έπρεπε να φτάσει για ένα χρόνο. Ο π. Χρυσόστομος ήταν αναστατωμένος, αλλά ο Γέρων Φιλάρετος τον συμβούλεψε να ευλογήσει το λάδι μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας. Αξιοθαύμαστα, το λάδι όχι απλά έφτασε αλλά όταν πέρασε η χρονιά είχε περισσέψει κιόλας, δείχνοντας έτσι την ευλογία της Παναγίας.
Ο παπα-Χρυσόστομος έλεγε ότι ο Φιλάρετος τον καλοδέχτηκε στην μονή Σταυρονικήτα, τον αγαπούσε και τον δίδασκε. Του έκανε τράπεζα στο κελί του, μαγειρεύοντας φασόλια για τους δυο τους μέσα στο μπρίκι του καφέ.
Είχε ένα κύπελλο με το οποίο έλεγε ότι κάνει τρεις δουλειές: πίνει νερό, το χρησιμοποιεί σαν κουτάλα όταν μαγειρεύει και σαν μυστρί όταν κτίζει. Πήγαινε στα γειτονικά κελιά και όσα του έδιναν, τα μοίραζε σε ανήμπορους ηλικιωμένους μοναχούς που είχαν ανάγκη.
Ο Φιλάρετος έκανε τον δια Χριστόν σαλό για να τον περιφρονούν και για να μην πέσει σε υπερηφάνεια. Κάποια στιγμή κορύφωσε τις ενέργειες σαλότητας για να καταφέρει να απαλλαγεί από την θέση του προϊσταμένου. Το παραδέχτηκε μάλιστα και στη σύναξη της Μονής. Τελικά τα… κατάφερε. Πολλές φορές είχε πει στον πατέρα Χρυσόστομο “εσένα περίμενα για να φύγω”. Είχε διακρίνει στον νεαρό μοναχό, έναν ικανό άνθρωπο για την θέση του προϊσταμένου, κι έτσι μπόρεσε να φύγει στις 12 Μαρτίου 1921 από το Μοναστήρι για την έρημο.
Ο Γέρων Φιλάρετος είχε την βαθιά επιθυμία να ζήσει μια ασκητική ζωή στην έρημο του Αγίου Όρους και στα Καρούλια βρήκε το ιδανικό περιβάλλον για πνευματική άσκηση. Ζούσε μια απλή και λιτή ζωή, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, και ήταν γνωστός για το ότι περπατούσε ξυπόλυτος. Όταν του έδιναν παπούτσια, τα φορούσε για μια ημέρα για να τους ευχαριστήσει και μετά τα έδινε δώρο σε άλλους. Φορούσε τριμμένα, κουρελιασμένα ράσα, με μπαλώματα αλλά τα είχε πάντοτε καθαρά. Είναι γνωστός και ως ο Γέροντας Φιλάρετος ο Ακτήμων.
Και ενώ ζούσε τόσο ασκητικά για κάποιο χρονικό διάστημα, ο γέροντας Φιλάρετος δεν κοινωνούσε. Είχε εξομολογηθεί στον Πνευματικό του ότι την προηγούμενη ημέρα είχε φάει ροφό και ο Πνευματικός δεν του έδωσε ευλογία να κοινωνήσει. Ένας Γέροντας με διάκριση κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε και, ρωτώντας τον γέροντα Φιλάρετο, βρήκε την άκρη. Ρόφο, ο γέροντας Φιλάρετος έλεγε το σκουληκιασμένο παξιμάδι. Δεν ήξερε καν ότι υπήρχε ψάρι που λέγεται ροφός.
Ο Γέρων Φιλάρετος είχε μια ειλικρινή και βαθιά πνευματική ζωή. Ασχολούνταν συνέχεια με τη νοερά προσευχή και είχε μεγάλη αγάπη στον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, του οποίου το βιβλίο ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που βρέθηκαν στο κελί του μετά το θάνατό του.
Καθόταν σε σχισμές βράχων και προσευχόταν για ώρες ή και για ημέρες συνεχόμενα. Τα ταγκαλάκια (οι δαίμονες) του έκαναν επιθέσεις κι αυτός τα έδιωχνε κάνοντας το σημείο του Σταυρού και ψάλλοντας “αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού”.
Ήταν γνωστός για την πνευματική καθοδήγησή του και συχνά έδινε συμβουλές σε νεότερους μοναχούς, λέγοντάς τους να αναζητούν τη συντροφιά ανθρώπων που είναι πνευματικά ανώτεροι από αυτούς.
Στο κελί του δεν ήθελε να έχει προμήθειες ούτε καν για δύο ημέρες. Έλεγε “αύριο μπορεί να πεθάνω” κι όπως λέμε στο Πάτερ ημών “δως ημίν σήμερον”, έτσι και ο Θεός του πρόσφερε όσα είχε ανάγκη κάθε ημέρα.
Ο Άγιος Δανιήλ ο Κατουνακιώτης μίλησε στον θεολόγο Μανώλη Μελινό σχετικά με την κοίμηση του Γέροντα Φιλαρέτου.
Όταν έφθασε σε βαθύ γήρας, μας κάλεσε μίαν ημέρα στο ασκηταριό του:
-Καλώς τα παιδιά μου! Καλά κάνατε πού ήλθατε, διότι άλλη φορά δεν θα σας δω! Εγώ απόψε θα φύγω
-Τι θέλεις, Γέροντα;
-Να μου ψάλετε! Πείτε κάτι να ευφρανθεί η ψυχή μου.Ψάλαμε διάφορα κι ο Γέροντας έκλαιγε από χαρά και σταυροκοπιόταν με βαθιά κατάνυξη.
Μόλις τελειώσαμε, μας είπε:
-Τώρα, κάτι τελευταίο: Θέλω να μου ψάλετε τον εθνικό ύμνο τής Παναγίας, το «Άξιον εστίν»! Αυτό όμως θα το ψάλουμε όρθιοι, όπως ψέλνουμε και τον εθνικό ύμνο τής πατρίδος μας!Σηκώθηκε με κόπο. Ήταν σκελετωμένος.
Το δέρμα του σχεδόν διάφανο. Αφού συμψάλαμε, με δάκρυα χαράς και συγκινήσεως μας αγκάλιασε, μας ασπάσθηκε και μας είπε:
-Παιδιά μου, άλλη φορά εδώ δεν σας βλέπω! Συγχωρήσατέ με, συγχωρήσατέ με!Δακρύσαμε όλοι. Εκείνος με κόπο μας προέπεμψε. Φύγαμε κατασυγκινημένοι. Το πρωί μας ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη!
Όπως ακριβώς το είχε πει Ανοίξαμε στα βράχια μία λακκουβίτσα και τον θάψαμε, αφού τον κηδεύσαμε όπως τού άξιζε. Έσβησε -ανθρωπίνως το λέγω- στον αθωνικό ουρανό το αστέρι αυτό τού αγιορειτικού μοναχισμού. Άφησε όμως μίαν αείφωτη τροχιά αγωνιστικότητος και ασκήσεως αυστηρής. Αιωνία του η μνήμη. Την πολύτιμη ευχή του να έχουμε.
Μερικές φορές ο πανάγαθος Θεός παραχωρεί και στο τέλος τής ζωής μία δοκιμασία, για να γίνει ο άνθρωπος καλύτερος και να ωφεληθούν και άλλοι. Έτσι και ο π. Φιλάρετος υπέμεινε αγόγγυστα και βραβεύθηκε από τον Κύριο.
Είδατε πώς ο διάβολος πήγε να ταλαιπωρήσει τον άνθρωπο τής ασκήσεως και τής αρετής, αλλά ο πανάγαθος Θεός τον σκέπασε με την χάρη Του και, αντί να πάθει βλάβη η ψυχή του, δέθηκε ακόμη περισσότερο με τον Θεό; Περισσότερο αγάπησε τον Θεό και με μεγαλύτερη ζέση Τον εδόξαζε.
Ο Γέρων Φιλάρετος Καρουλιώτης κοιμήθηκε το 1956, σε ηλικία 67 ετών. Τον έθαψαν στον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος με τα χέρια του.
Στο κελί του βρήκαν ένα βιβλίο του Αγίου Ισαάκ του Σϋρου, μια σκάφη που είχε για να πλένει τα ρούχα του και μια κουβέρτα. Κάτω από το κρεβάτι του είχε ένα κούτσουρο
Η μνήμη του ως ενός αγίου ανθρώπου και η πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ζουν μέχρι σήμερα. Η ζωή του ήταν ένα παράδειγμα βαθιάς πίστης, ταπεινοφροσύνης και αφοσίωσης στο Θεό και στην πνευματική ζωή.
Η αγάπη για τον Άγιο Νικόλαο
Ο Γέρων Φιλάρετος είχε επίσης μια ισχυρή σύνδεση με τον Άγιο προστάτη των θαλασσινών, και πίστευε ότι ο Άγιος Νικόλαος τον είχε σώσει από πνιγμό.
Είχε πει στον πατέρα Χρυσόστομο αν δει, από το μοναστήρι, καράβι σε τρικυμία, να ρίξει στην θάλασσα το λαδάκι από το καντήλι του Αγίου Νικολάου και να προσευχηθεί ζητώντας την βοήθειά του.
Μετά από λίγα χρόνια θυμήθηκε τα λόγια του Φιλαρέτου. Ερχόταν η Ανάσταση, αλλά η Μονή Σταυρονικήτα ήταν το πιο φτωχό μοναστήρι και δεν είχε κάνει κάποια παραγγελία για την μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Κάθε μοναχός έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει. Ο πατέρας Χρυσόστομος κατέβηκε στην θάλασσα για να δει αν είχαν πιάσει τίποτα τα δίχτυα που είχαν στήσει. Είδε ένα καράβι να παλεύει με τα κύματα και να προσπαθεί να πλησιάσει στο Άγιο Όρος. Έτρεξε στην εκκλησία, πήρε την καντήλα του Αγίου Νικολάου και την έφερε στην θάλασσα. Προσπάθησε να ρίξει το λάδι όπως του είχε πει ο Φιλάρετος, αλλά έτσι όπως φυσούσε λίγες σταγόνες έπεσαν μόνο στο νερό. Παρόλα αυτά, προσευχήθηκε, και σε λίγα λεπτά ο άνεμος κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.
Το καραβάκι πήγε στη Μονή Βατοπαιδίου και παρέδωσε τις προμήθειες που είχαν παραγγείλει για την Ανάσταση: αβγά, τυρί και ψάρια. Κατόπιν πήγανε στον αρσανά της Μονής Σταυρονικήτα και τους ρώτησαν σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένη η εκκλησία τους. Όταν έμαθαν ότι είναι ο Άγιος Νικόλαος χάρηκαν πάρα πολύ, προσκήνυσαν την εικόνα του και τον ευχαρίστησαν για την προστασία του. Έδωσαν και στους μοναχούς από τις προμήθειες που είχαν, σαν ευλογία για την Ανάσταση!
Ο πατέρας Γεράσιμος Μακραγιαννανίτης και οι 200 δραχμές
Κάποτε, το 1936, ο υμνογράφος της εκκλησίας μας πάτερ Γεράσιμος Μακραγιαννανίτης βρήκε τον Γέροντα Φιλάρετο πολύ στενοχωρημένο.
Κάτι τον απασχολούσε έντονα, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Πατέρα Γεράσιμο. Ο Γέροντας Φιλάρετος με ειλικρίνεια του είπε ότι χρωστούσε σε κάποιον 200 δραχμές και δεν ήξερε τι να κάνει.
Τότε ο πατέρας Γεράσιμος προσφέρθηκε γενναιόδωρα να τον βοηθήσει. Σαν αντάλλαγμα ζήτησε από τον Φιλάρετο αν τυχόν και μπορεί να προσεύχεται για εκείνον, δείχνοντας έτσι την ανιδιοτελή φύση της προσφοράς του.
Την επομένη, ο Γέροντας Φιλάρετος, καθώς πήγαινε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, βρήκε τέσσερα χαρτιά στο δρόμο. Δεν είχε ξαναδεί παρόμοια, τα μάζεψε και όταν έφτασε στη σκήτη πήγε να τα δείξει στον Γεράσιμο.
-Γέροντα αυτά είναι τέσσερα πενηντόδραχμα, σου τα έστειλε ο Θεός για τις ανάγκες σου, του είπε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Αλήθεια τι έκανες στο δρόμο όπως ερχόσουν;
-Ελεγα συνέχεια την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησον με”, τι άλλο να έκανα; Και σκεφτόμουν πότε-πότε που μου έδωσες τις 200 δραχμές κι έφευγε ο νους μου και χαλούσε η προσευχή. Τότε είδα κάτω αυτά τα χαρτιά. Αχ, σε παρακαλώ πάρτα για να φύγει από το μυαλό μου αυτή η σκέψη και το χρέος.
Ο πατήρ Γεράσιμος θαύμασε τη θεία Πρόνοια, δόξασε τον Θεό και παρακάλεσε τον Γέροντα Φιλάρετο να καταδεχθεί να κρατήσει τα χρήματα που του έστειλε ο Θεός και να παρακαλεί τον Κύριο και για τη σωτηρία της ψυχής του.
Το σπήλαιο των Αγίων Πατέρων στη Σκήτη Μικρής Αγίας Άννας
Οι πρώτοι που μόνασαν στη Σκήτη Μικρής Αγίας Άννας ήταν ο Όσιος Διονύσιος ο Ρήτωρ και ο Όσιος Μητροφάνης. Ασκήτεψαν σε μια σπηλιά, που για αυτόν τον λόγο ονομάστηκε σπήλαιο των Αγίων Πατέρων.
Η συνοδεία του Γερασίμου του Υμνογράφου ξεκίνησε να κτίζει Εκκλησία στο σπήλαιο, αλλά ήταν δύσκολο εγχείρημα. Κάποιοι μοναχοί φοβόντουσαν ότι δεν θα τα καταφέρουν να κτίσουν την Εκκλησία κι έλεγαν καλύτερα να μην είχαν αρχίσει. Οι γέροντες άκουγαν αυτά τα λόγια και λυπόντουσαν. Κάποια μέρα τους επισκέφτηκε ο γέροντας Φιλάρετος και τους είπε: “Πατέρες, αυτό το έργο είναι θεάρεστο. Είδα τον Άγιο Διονύσιο πάνω από το σπήλαιο να το ευλογεί και μου είπε ότι την Εκκλησία του σπηλαίου θα την φυλάγει ο ίδιος και θα διατηρηθεί έως Συντελείας του Κόσμου”.
Από τότε, ο γέροντας Φιλάρετος πήγαινε συχνά τα βράδια στο σπήλαιο και προσευχόταν κρυφά.
Ο κλέφτης διάκονος
Παρά την πνευματική του ζωή, ο Γέρων Φιλάρετος αντιμετώπισε μια δύσκολη δοκιμασία όταν κατηγορήθηκε ψευδώς για πώληση αρχαίων βιβλίων.
Ένας διάκονος φιλοξενήθηκε για λίγο από τον Φιλάρετο και έκλεψε τα βιβλία του. Τον έπιασαν όταν πήγε να βγει από το Άγιο Όρος και διαπίστωσαν ότι τα βιβλία είναι πάρα πολύ παλαιά. Εκείνος για να γλυτώσει κατηγόρησε τον Φιλάρετο ότι του τα πούλησε. Και δεν στάθηκε εκεί, αλλά τον αποκάλεσε και αρχαιοκάπηλο!
Ο γέροντας Φιλάρετος όταν τα έμαθε ζήτησε να τον βοηθήσουν να παρουσιαστεί στη δίκη. Ούτε ήξερε από αυτά, ούτε είχε καν βγει από το Άγιο Όρος.
Προσπάθησε να δικαιολογήσει τον διάκονο και είπε ότι τα πήρε, αλλά προφανώς θα του τα επέστρεφε όταν μπορούσε.
Καταδικάστηκε παρά την προφανή αθωότητά του, αλλά αντιμετώπισε τον κίνδυνο της φυλάκισης με θάρρος και πνευματικότητα. Πίστευε ότι αυτή η δοκιμασία ήταν μια ευκαιρία για πνευματική ανάπτυξη και συγχώρεση.
Τελικά όσοι έτυχε και ήταν παρόντες στη δική, μάζεψαν τα απαραίτητα χρήματα και εξαγόρασαν την ποινή του, έχοντας πεισθεί όχι μόνο για την αθωότητά του αλλά και για την ευλογία που είχε από τον Θεό.
Είπε ο Γέροντας Φιλάρετος ο Καρουλιώτης
Όταν τρώμε το φαγητό μας αρκεί να χορτάσουμε ανθρώπινα. Το τι θα φάμε δεν έχει πολύ σημασία. Δεν έχει παράθυρα η κοιλία μας.
Η υπομονή κερδίζει το βασίλειο (τον Παράδεισο).
Ο διάβολος παρουσιάζει όνειρα και φαντασίες στη διάρκεια του ύπνου. Με την χάρη του Θεού μπορώ να ελέγχω τις εικόνες και τις πονηρές ενέργειές του, και να τις διώχνω με τη μονολόγιστη ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με”. Έτσι αποκαλύπτεται με ποιο τρόπο ο εχθρός ενεργεί σκοτεινά, στο σκοτάδι της νύχτας.
Οι φίλοι σας και οι άνθρωποι τους οποίους συναναστρέφεσαι να είναι καλύτεροι από σένα, έτσι ώστε να ακούσεις κάτι καλό, κάτι πνευματικό, κάτι ωφέλιμο.
Όταν τον ρώτησαν τι να κάνουμε για να σωθούμε, έβαλε το χέρι το πάνω από το κεφάλι του και απάντησε:
Να τους έχουμε όλους εδώ, πάνω μας!